Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βιβλία (αποσπάσματα). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βιβλία (αποσπάσματα). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 1 Μαρτίου 2017



Ένα σπίτι, μια άνοιξη, μια σκέψη






«Υπάρχει μια εικόνα στο μυαλό μου ενός σπιτιού, στη θάλασσα. Είναι ένα σπίτι παλιό, πέτρινο, με αποχρώσεις του κίτρινου και του κόκκινου, ένα σπίτι που στέκεται στην άκρη μιας πλαγιάς αγγίζοντας σχεδόν τη θάλασσα. Το είδωλό του καθρεφτίζεται στο νερό. Είναι δίπατο, σαν εκείνα τα σπίτια που έφτιαχναν κάποτε οι άνθρωποι για να στεγάσουν ανθρώπους με πραγματικές ανάγκες, με αισθήματα, με εικόνες στο μυαλό τους, σπίτια αληθινά, όχι κατασκευές από μάρμαρο, άνετα αλλά άδεια. Γύρω του η βλάστηση είναι αραιή και άγρια, πουθενά η αίσθηση του κήπου, κι όμως σου δίνει την εντύπωση ενός χώρου που περιχαρακώνει το σπίτι σαν να θέλει να το αποκλείσει από τη θάλασσα. Το βλέπω πάντοτε κλειστό, σαν να το έχουν εγκαταλείψει από πολύ καιρό. Όσο κι αν προσπαθώ δεν μπορώ να φανταστώ πώς να είναι μέσα από τις κλειστές πόρτες και τα σφαλιστά παράθυρα. Είχα δει κάποτε ένα τέτοιο σπίτι, στη μια πλευρά του φύτρωνε ένα δέντρο, που ο αέρας το είχε γείρει ίσα να φτάνει τη θάλασσα. Και μέσα στη θάλασσα, κοντά στην ακρογιαλιά μπορούσες να διακρίνεις παλιά χνάρια πόλης αρχαίας, βυθισμένης και νεκρής.

Όχι, εδώ που κατοικώ δεν υπάρχει κοντά θάλασσα. Τα πιο παλιά σπίτια είναι εγκαταλελειμμένα και άδεια, περιμένοντας κάποια κατεδάφιση. Αγριόχορτα φυτρώνουν εκεί που κάποτε άνθιζαν ολόκληροι κήποι. Ο ορίζοντάς τους ήταν και είναι η πλαγιά ενός βουνού. Κι όμως, εγώ το σπίτι το βρήκα!
Αυτή είναι η φωτογραφία. Το σπίτι βρίσκεται μέσα σ’ ένα κτήμα γεμάτο άγρια βλάστηση. Είναι στο βάθος χτισμένο, για να έχει μεγάλη άνεση στην πρόσβαση, το «έμπα» του είναι, ήταν μάλλον, κάποτε μεγαλόπρεπο. Από τους τοίχους του φαίνεται ακόμη ότι το κυρίαρχο χρώμα ήταν το κόκκινο, μια όχι πολύ έντονη απόχρωση του ζεστού χρώματος. Τα παραθυρόφυλλα κρατούν ακόμη την ώχρα τους, τόσο αρμονικά δεμένη με το χρώμα των τοίχων, η εξώπορτα ξύλινη, καφετιά με σιδερένια στολίδια. Όλο το κτήμα περιφράσσεται από πέτρινη μάντρα, με, σκουριασμένη τώρα πια, κάποτε ωραία σιδερένια πόρτα. Και όλη, μα όλη αυτή η μεγάλη μάντρα είναι πνιγμένη στις πασχαλιές! Ξεφυτρώνουν θαρρείς από παντού, χρωματίζουν με το απαράμιλλο μωβ τους όλη την παρωχημένη εικόνα. Μαγεία!

Ο Σεφέρης το είχε επισημάνει, η υψηλότερη μορφή άνοιξης είναι μια ελληνική μεγάλη εβδομάδα. Σπουδαία σκέψη! Η άνοιξη, το «άνοιγμα» της φύσης, η αναγέννηση παρέα με τη φθορά και τον θάνατο, ο Χριστός της ελληνικής παράδοσης ένα με τον Άδωνι της αρχαίας μυθικής θρησκείας, και οι δυο μαζί θάνατος κι ανάσταση, καταστροφή και νέα ζωή αντάμα κι αχώριστα, ένα πράγμα. Η πασχαλιά με το πένθιμο χρώμα να είναι εκεί να σου θυμίζει την ανάγκη για ζωή, να μεθάς με το άρωμά της αλλά την ίδια στιγμή να στολίζεις μ’ αυτήν νεκρούς και επιτάφιους. Ασύλληπτη στο μέγεθός της επινόηση του ανθρώπου μπροστά στην ανάγκη του να κατανοήσει τον θάνατο όχι σαν τελείωμα αλλά σαν στάδιο, σαν σκαλί για ζωή πάλι. Εκεί που όλα μοιάζει να τελειώνουν, εκεί ωθεί τη σκέψη του να συλλάβει το αδιανόητο. Όχι, δεν έχει εδώ τελειωμό αυτό το θαύμα, αυτή η ψευδαίσθηση της ζωής ας δώσει τη θέση της στην πραγματική διαιώνιση, στην αιώνια ανάσα, στη διατήρηση, με όποια μορφή κι αν το θελήσει ο άνθρωπος, αυτής της πνοής, του πνεύματος, της ψυχής. Δεν έχει σημασία αν αυτό το κάνει μέσα από θρησκευτικές δοξασίες και προσδίδει έτσι και υπερβατική αξία σε κάτι τόσο γήινο και ανθρώπινο, όπως είναι ο διακαής πόθος για αιωνιότητα. Σημασία έχει το γεγονός ότι αυτή η δοξασία καλά κρατεί σ’ αυτόν τον τόπο από πολύ παλιά και καθοδηγεί από τον πιο απλό άνθρωπο ως τον πιο σκεπτικιστή διανοούμενο.»

Διώνη Δημητριάδου

(απόσπασμα από τη νουβέλα «Ο χώρος ανάμεσα», εκδόσεις Νοών)

(στη φωτογραφία σπίτι στην Πλύτρα Λακωνίας)

Παρασκευή 27 Μαΐου 2016

"Οι άνθρωποι, τα σπίτια, τα βιβλία"




«…Αυτές οι παλιές πολυκατοικίες της Αθήνας, λίγο πιο μακριά από το κέντρο (Πατησίων, Αχαρνών και όλα τα γύρω μέρη) κουβαλάνε πάνω στους μαυρισμένους τοίχους τους όλη την ιστορία αυτής της πόλης. Θαρρείς ότι γεννήθηκαν μαζί της, μεγάλωσαν και υψώθηκαν πάνω από το μέτρο του κοινού σπιτιού, κράτησαν στη μνήμη τους όλους ανεξαιρέτως τους κατοίκους τους, και αποφάσισαν, σε πείσμα του χρόνου, να μείνουν εκεί που πρωτοχτίστηκαν, ατενίζοντας ειρωνικά κάθε νεωτερικό κτίσμα. Στενά μπαλκόνια στους κάτω ορόφους και μεγάλες βεράντες στα ρετιρέ. Από αυτούς τους ορόφους μπορείς να δεις την πόλη να απλώνεται και να μεγαλώνει χωρίς σταματημό.
Πολλές απ’ αυτές έχουν πιο ψηλά ακόμη, πάνω απ’ όλα τα πατώματα, ένα δώμα στην ταράτσα. Μικρό, όσο ένα δωμάτιο, χωρίς ιδιαίτερο χώρο για κουζίνα, με μικρό λουτρό. Χωράει ίσα ίσα τη ζωή ενός μοναχικού ανθρώπου. Όποιος αγαπάει να ζει σ’ αυτή την πόλη, δεν μπορεί παρά να θεωρεί πολύ ξεχωριστό έναν τέτοιο χώρο.
Ξεχωριστός χώρος για πολύ ξεχωριστά άτομα. Όπως αυτό που τώρα είχα απέναντί μου. Είχαμε καθίσει στις μοναδικές δύο καρέκλες του λιτού δωματίου. Ένα τραπέζι (πιο μικρό δεν θα υπήρχε) και ένα μονό κρεβάτι συμπλήρωναν όλη κι όλη την επίπλωση. Γκαζάκι για τον καφέ και ένα μάτι κουζίνας για το μαγείρεμα ακουμπισμένα σε ένα τραπεζάκι απ’ αυτά τα λυόμενα. Στους τοίχους ράφια με βιβλία. Στο πάτωμα κούτες που προφανώς περιείχαν όλα τα υπόλοιπα υπάρχοντα του ενοίκου.
Τον κοίταζα και το μυαλό μου ταξίδευε πίσω στον χρόνο, σε μια προσπάθεια να συνδέσω την εικόνα που είχα κρατήσει στη μνήμη μου με το γελαστό πρόσωπο που είχα απέναντί μου. Θα μπορούσα να πω πως δεν είχε αλλάξει, τουλάχιστον στο προσωπικό στυλ, το τόσο αναγνωρίσιμο τότε. Βέβαια τα χρόνια που είχαν προστεθεί δεν γινόταν να τα αγνοήσω. Γκριζαρισμένα τα μαλλιά, αραιωμένα αλλά μακριά ακόμη, τα γνώριμα γυαλιά, το μούσι, γκρίζο κι αυτό πια. Πάντως το ζεστό χαμόγελο μού ήταν αρκετό για να αισθανθώ οικειότητα. Ήταν ο Χαρίτος, ο δικός μου Χαρίτος. Οι άνθρωποι, τα σπίτια, τα βιβλία, οι παρουσίες στη ζωή μας, όλα αυτά που μας δένουν με τις πίσω μας σελίδες, τσαλακωμένες ή όχι αδιάφορο, όλη η ζωή μας να ξεδιπλώνεται μέσα από μια εικόνα, μια λέξη, μια φράση, ένα βλέμμα, που μας φέρνουν στο μυαλό το ποιοι ήμασταν. Ιδιαίτερες παρουσίες και απόλυτες αξίες…»

Διώνη Δημητριάδου, απόσπασμα από το διήγημα "Για έναν αγώνα" ("Τα κοινά και τα ιδιωτικά",
εκδόσεις Νοών, 2014)

Κυριακή 15 Μαΐου 2016

"μια προσπάθεια οικειοποίησης του άρρητου και αφανούς"

ή αλλιώς 
ένα δοκίμιο με λογοτεχνική αμφίεση





[...]

(από το ημερολόγιο του Ευγένιου)

17 Μαΐου, εδώ που είμαι πάντα 

Η βυζαντινή τεχνοτροπία στην εικόνα έδωσε τελικά αυτή την εσωτερικότητα που όλες οι άλλες απόπειρες όλων των αιώνων δεν κατόρθωσαν ούτε καν να πλησιάσουν. Σίγουρες, βέβαιες για το ηθικό τους βάρος γραμμές. Μετωπική παράσταση χωρίς ίχνος προοπτικής. Χρώματα με σαφή τα όριά τους, χωρίς προσμείξεις και προεκτάσεις στον καμβά. Μια ισχυρή επιθυμία να αποδοθεί το «μέσα φως» χωρίς συμμετοχή του περιβάλλοντος χώρου με αμετάκλητες αποστάσεις από τα γήινα. Κι όμως, με μια αίσθηση του απτού και του προσεγγίσιμου να σε διακατέχει, όταν τις αντικρίζεις. Να θέλεις να ξεπεράσεις τον φόβο του άγνωστου, να πλησιάσεις την ιερή μορφή που ήδη πλανάται σε άλλους «χώρους», να την ακολουθήσεις, κι ας ξέρεις πως αυτό δεν γίνεται, όσο είσαι εν ζωή και εν αμαρτία. Πώς γίνεται το επίπεδο και χωρίς το παραμικρό βάθος σχεδίασμα της μορφής να αποκτά αίφνης διαστάσεις και προοπτική που χάνεται στα βάθη της ψυχής σου; Οι εικόνες αυτές αισθητοποιούνται και αποκτούν υπόσταση όχι τόσο ως ζωγραφικά δημιουργήματα αλλά περισσότερο ως αποθέματα που τα κουβαλάς μέσα σου. Εσύ «εσωτερικεύεις» την ουσία των παραστάσεων. Κάτι σαν ιδιότυπη επικοινωνία του ζωγράφου-αγιογράφου με τον αποδέκτη του έργου του. Γι’ αυτό και η διαχρονικότητα της ιερότητάς τους, απείρως ισχυρότερη της διαχρονικής τους καλλιτεχνικής αξίας.
Παρασύρθηκα με τον στοχασμό μου κοιτάζοντας την εικόνα του Ταξιάρχη, του Άρχοντα Μιχαήλ. Από τις πιο παράξενες παραστάσεις της αγιογραφίας μας. Τεράστιος, μεγαλοπρεπής, στηριγμένος σε δυο πόδια, που έτοιμα είναι να προχωρήσουν (μια ιερή μορφή σε κίνηση), με τη στρατιωτική του στολή, το σπαθί του υψωμένο, ετοιμοπόλεμος οδηγός ταγμάτων αγγέλων. Τρομαχτικός! Κρατά στο χέρι του την άβουλη πια ψυχή που μόλις τράβηξε από τον άνθρωπο που κείτεται στα πόδια του. Το θύμα και ο θύτης. Αυτός ο εκφραστής του πιο δυνατού μα και κρυφού ανθρώπινου φόβου. Αυτός ο ίδιος ο θάνατος!
Κι όμως! Ο προστάτης των ανθρώπων, το καταφύγιο της απόγνωσης, ο «δικός μας άγιος», ο προορισμός της προσευχής του μικρού και αδύναμου ανθρώπου, όταν νιώθει πιο μικρό ακόμη το δέμας του και πιο ανίσχυρη την ψυχή του μπροστά στο κακό που θα συμβεί. Ο «Μιχάλης» του απλού ανθρώπου, που σ’ αυτόν απευθύνει τον ταπεινό του λόγο, σ’ αυτόν τον Μεγάλο Άρχοντα του κόσμου ετούτου και του άλλου. Η «γέφυρα» ανάμεσά τους, ο τρόπος να περάσεις απέναντι, να δεις τα πέραν του αισθητού.
Σκέφτομαι τι άραγε να είναι αυτό που μας συγκινεί τόσο σ’ αυτή τη μορφή που άνθρωπος ποτέ δεν ήταν και τίποτε κοινό ποτέ δεν έσμιξε τους δρόμους τους, σ’ αυτόν που μόνο τρόμο προξενεί ως συμβολιστική στη θεολογία. Μήπως δεν είναι τίποτε άλλο από μια προσπάθεια οικειοποίησης του άρρητου και αφανούς, μια τάχα προσέγγιση του αδύνατου, του σκοτεινού και ανοίκειου μέσω μιας μορφής που ιδωμένη τώρα κάτω από αυτό το πρίσμα εμπνέει δύναμη, κουράγιο και ελπίδα προσπέλασης του άγνωστου δρόμου; Ή ίσως μια απόπειρα αποδαιμονοποίησης του ισχυρού δαίμονα;
Η όλη σύλληψη του εξωανθρώπινου από τον άνθρωπο μέσα στους αιώνες, η προσπάθειά του να δώσει λόγο, λογική εξήγηση, σε όλο αυτό το άφατο που τον φόβιζε, τον γέμιζε δέος, είναι που δημιούργησε την ανάγκη μορφοποίησης του ασύλληπτου σε φόρμα κατανοητή, στα μέτρα του αναστήματος του μέσου ανθρώπου. Και να που γεννήθηκαν οι θρησκείες, δίνοντας, έτσι, πρόσωπο, όνομα και ταυτότητα στον αρχέγονο τρόμο. Τον είπαν θεό, του δώσαν τα χαρακτηριστικά που ταίριαζαν κάθε φορά στον άνθρωπο εμπνευστή. Πάντα είχα την εντύπωση ότι, αν όντως υπάρχει κάτι, κάποιος (δύσκολα ξεφεύγει κανείς από τη δεδομένη τυποποίηση που υπαγορεύει η γλώσσα), τότε θα πρέπει να διασκεδάζει απίστευτα με την πολυμορφία που γεννά η φαντασία του απελπισμένου ανθρώπου στον αγώνα του για τη σωτηρία της ψυχής του.
Αν θεωρήσουμε ότι η θρησκεία είναι ένα καταφύγιο ψυχής, ένα σπίτι κατά κάποιον τρόπο, μέσα στο οποίο μπαίνουμε για να βρούμε τη γαλήνη, την ησυχία του πνεύματός μας, ταυτόχρονα ένα μέρος από το οποίο μπορούμε να ατενίσουμε την αλήθεια του εαυτού μας και του κόσμου που μας περιβάλλει, τότε το δόγμα είναι τα σφαλιστά του παράθυρα, είναι η κλειδωμένη και καρφωμένη του πόρτα. Δεν μπορείς από μόνος να δεις τίποτε! Βλέπεις μέσα από τα μάτια των ειδημόνων, που ξέρουν και καθοδηγούν. Αυτοί σου λεν τι βρίσκεται έξω από το καταφύγιό σου, σου δείχνουν ποιος είναι ο ρόλος σου, που υπαγορεύεται, όπως είναι φυσικό, από τη θέση που εκείνοι σου έχουν προσδιορίσει. Χωρίς αυτούς είσαι χαμένος στο σκοτάδι, χωρίς δυνατότητα και γνώση καμία. Με αυτούς, πάλι, είσαι διπλά χαμένος.
Ο ιδιαίτερος άνθρωπος, ο από τη φύση του περίεργος και ερευνητής, είναι καταδικασμένος να είναι απόλυτα ελεύθερος, αφημένος στην τύχη του χωρίς δεσμά αλλά και χωρίς κατευθυντήρια οδό. Πού να πάει; Τι να θεωρήσει ηθικό, σωστό; Μόνος του θα το καθορίσει επισείοντας αναπόφευκτα την οργή των άλλων, οι οποίοι βαδίζουν στα σίγουρα μονοπάτια που τους υποδεικνύονται, το οριοθετημένα. Αυτός αντιθέτως θα βρεθεί έξω από ποικίλα δόγματα (πολιτικά ή θρησκευτικά δεν έχει σημασία η διάκρισή τους, καθόσον χαρακτηρίζονται όλα από μα ανατριχιαστική ομοιότητα) και θα προσπαθήσει να βρει τη δικαίωσή του, από ποιον αλήθεια; Θα προσθέσω εδώ ένα απόσπασμα από κάποιες σκέψεις μου παλαιότερες, που δημοσιεύτηκαν σε μορφή δοκιμίου. Νομίζω ταιριάζουν με αυτά που τώρα σκέπτομαι.

«…Ποιος, αλήθεια, μπορεί καθαρά και ξάστερα να προσδιορίσει τα όρια του επιλήψιμου χωρίς, φυσικά, να συμβουλευθεί το ισχύον κάθε φορά δίκαιο; Εννοώ, πώς γίνεται να καθορίσει τη δυναμική της άποψης που διαμορφώνουν οι άλλοι για μας και τις πράξεις μας; Και είναι ιδιαιτέρως ισχυρή αλλά και εξόχως στερεοτυπική η γνώμη αυτή, τόσο ώστε να την αποζητάμε πίσω από τα βήματά μας και τις επιλογές μας, κάτι σαν επιβεβαίωση ότι καλώς βαίνουν τα πράγματα, ότι είμαστε κι εμείς εδώ μαζί με όλους ή ότι δεν θα διακινδυνεύσουμε να διαβούμε στην αντίπερα όχθη, μόνοι και αποδιοπομπαίοι. Αρκεί να αποδεχθούμε την προδιαγεγραμμένη πορεία, τα σίγουρα πατήματα, που φαίνεται να συνάδουν με τους κανόνες που οδηγούν σε μια κοινωνία τάξης (θείας και ανθρώπινης).
 Φαίνεται απλό, και ίσως να είναι, για όποιον δεν θέλει να πάει πιο κει. Το πιο κει και το πιο πέρα κρύβει κίνδυνο για τους περισσότερους, γοητεία για κάποιους, και οδύνη απέραντη για αυτούς τους λίγους επίλεκτους της ζωής, αυτούς που ονειροβατούν κι αλλού πατούν. Δύσκολο να τους νιώσεις, πιο περίπλοκο ακόμη να ταχθείς μαζί τους. Παράλογη η πορεία τους, ή έτσι φαίνεται να είναι. Ρωτούν, διαρκώς ρωτούν και απόκριση καμιά. Θέλουν να τους εξηγηθούν τα πάντα, αλλά κανείς δεν μπαίνει στον κόπο -από τις αόρατες δυνάμεις- να τους απαντήσει. Σιγή. Δεν είναι παράλογο που θέλουν μια εξήγηση (αυτή τάχα δεν είναι η φύση του νοήμονος όντος;) για όλα γύρω τους. Δεν είναι, όμως, και παράλογη η σιωπή του κόσμου. Γιατί, τάχα, θα έπρεπε να νοιαστεί να απαντήσει το ερωτώμενον θείον; Η λογική του πεπερασμένου ανθρώπου δεν μπορεί να καλύψει τα πάντα από τα υπάρχοντα, πόσο μάλλον από τα μη διαφαινόμενα καθαρά στον νου του. Δυστυχώς παράλογη είναι η συνύπαρξη των δύο : του ερωτώντος και του ερωτωμένου. Και ως προς τον ερωτώμενον, δεν μπορούμε (αλλά και δεν μας πέφτει και λόγος) να ξέρουμε τι θα ακολουθήσει αυτή τη σιωπή. Ως προς το άλλο σκέλος του παράδοξου και παράλογου “διαλόγου”, δεν μένει παρά να περιμένουμε να τινάξει τα μυαλά του στον αέρα, όπως έλεγε ένας σπουδαίος διανοητής -είχα την τύχη να τον έχω δάσκαλο- πριν από πολλά χρόνια, κι εγώ τον άκουγα προβληματισμένος (δηλαδή, δεν έχει άλλη επιλογή;).
Μου έρχεται τώρα στον νου η σκέψη του Άγγελου Σικελιανού, εκφρασμένη στο ποίημά του


«Η αυτοκτονία του Ατζεσιβάνο, μαθητή του Βούδα».
Ανεπίληπτα επήρε το μαχαίρι
ο Ατζεσιβάνο. Κι ήτανε η ψυχή του
την ώρα εκείνη ολάσπρο περιστέρι
Κι όπως κυλά από τ’άδυτα του αδύτου
των ουρανών μες στη νυχτιά έν’ αστέρι,
ή ως πέφτει ανθός μηλιάς με πράο αγέρι,
έτσι απ’τα στήθη πέταξε η πνοή του.

Χαμένοι τέτοιοι θάνατοι δεν πάνε
Γιατί μονάχα εκείνοι π’αγαπάνε
τη ζωή στη μυστική της πρώτη αξία
μπορούν και να θερίσουνε μονάχοι
της ύπαρξής τους το μεγάλο αστάχυ,
που γέρνει πια, με θείαν αταραξία!


 Ποιος να θεωρήσει επιλήψιμο ένα τέτοιο θάνατο;
Ζωή και θάνατος ένα, ή αλλιώς: «η μόνη μέθοδος είναι ο θάνατος». Μια φυσική συνέχεια ή μια φυσική διακοπή του παράλογου διαλόγου. Ποιος να τον κρίνει; Άνθρωπος κανείς. Αδυνατεί να φτάσει το μέγεθος της πράξης. Δεν έχει σημασία πια το πλαίσιο του επιλήψιμου, όπως δεν νοιάζεται και κανείς να βάλει τα όρια του αποδεκτού. Πώς να τοποθετηθείς με τη λογική (αυτή δεν θέτει τους κανόνες;) απέναντι στην πράξη της υπέρβασής της;
 Ίσως, τότε, να κριθεί από ανώτερες δυνάμεις, θα προφτάσει ευφυώς να πει κανείς. Ας μην προχωρήσουμε σε θεολογικά χωράφια. Όμως ο ποιητής μάς δείχνει ένα θεό να σηκώνει τα χέρια μπροστά σε τέτοια επιλογή. Αυτή είναι η θεία αταραξία. Το ξεχωριστό αυτό ον δεν το αγγίζει μήτε η ανθρώπινη κρίση (ανεπίληπτη η πράξη) μήτε η εξωανθρώπινη. Το θείον ατάραχον…»

Πάνε τώρα μερικά χρόνια που τα έγραφα αυτά, κάτω από άλλες συνθήκες σίγουρα. Ήταν περισσότερο μια εγκεφαλική προσέγγιση του θέματος, που έκρυβε ωστόσο κάτω από την ψυχρότητα του λόγου κάποιες αλήθειες. Η αναζήτηση του θεού μας ως κριτή των πράξεών μας, ως σιωπηλού αποδέκτη των επιλογών μας παραμένει θέμα ανοικτό στη συνείδησή μου. Ακόμα και τώρα που ο χρόνος στενεύει τον ορίζοντά του μπροστά μου, δεν είμαι σίγουρος για την ορθότητα της σκέψης μου. Αυτό κάτω από άλλες συνθήκες μπορεί και να με χαροποιούσε, μια και ποτέ δεν ήθελα τη  τυποποίηση των ιδεών μου. Πίστευα, και ακόμη νομίζω το πιστεύω, ότι ο νους πρέπει να αποδεικνύει την ενάργειά του με την υιοθέτηση της αλλαγής ως ιδανικής κατεύθυνσης. Η ευθεία μπορεί να είναι η συντομοτέρα πάσης άλλης και τα λοιπά αλλά σίγουρα δεν είναι και η καλλίστη οδός. Η στροφή, η αναθεώρηση, η άλλη λογική πάντα με κέντριζε, με ωθούσε να ερευνήσω το πιθανό λάθος της δικής μου ως τότε ακλόνητης αλήθειας.
Τώρα δεν μπορώ πια να χαρώ μπροστά στην προοπτική μιας τέτοιας θεωρίας. Δεν έχει πια νόημα η όποια έρευνα και η όποια επιβεβαίωση ή όχι των απόψεών μου. Έχω πια την αίσθηση, αν όχι τη βεβαιότητα, ότι είμαι μόνος σ’ αυτή την επιλογή, και δεν έχει την παραμικρή σημασία η αποδοχή μου από τους άλλους.
Νυχτώθηκα πάλι μιλώντας (σε ποιον άραγε;) για πράγματα που ίσως φαίνονται ασύνδετα με πρώτη ματιά αλλά με ύστερη σκέψη δένουν όλα μεταξύ τους. Τουλάχιστον στη δική μου συνείδηση αποκτούν διάσταση λογική. Ιδίως μέσα σε στενά χρονικά όρια.
Σταματώ για τώρα εδώ.
[...]

Διώνη Δημητριάδου
(απόσπασμα από τη νουβέλα «Ο χώρος ανάμεσα», εκδόσεις Νοών, 2013)

(εικόνα:Ταξιάρχης Μιχαήλ, τέλη 16ου αιώνα) 

 

Τετάρτη 27 Απριλίου 2016




"τότε κάποιος είναι σαν να μην  έζησε"



     [...]Μονήρης, μοναχικός, και αναπόφευκτα μόνος. Από πάντα λες και αναζητούσα την απομόνωση, αυτή την ιδιαίτερη σχέση με τον εαυτό μου και μόνο. Όχι ότι με φόβιζε ο κόσμος γύρω μου, όχι ότι ήμουνα μια τυπική περίπτωση αγοραφοβικού ατόμου, αλλά, να, ήθελα τις δικές μου στιγμές. Ακόμη και τώρα, μετά από τόση συναναστροφή και τόση επικοινωνία, χαίρομαι που είμαι πάλι με μένα, χωρίς την παρουσία των άλλων. Κόλαση είναι, τελικά, οι άλλοι ή μήπως κόλαση είναι η απουσία των άλλων; Για μένα το θέμα αυτό έχει λυθεί προ πολλού.
     
Η φωτογραφία, που τράβηξα με χίλιες προφυλάξεις μόλις χθες, έχει για θέμα της αυτή την παράξενη, μοναχική ύπαρξη του απέναντι σπιτιού. Χθες, κατά το απομεσήμερο, άνοιξε την μπαλκονόπορτα, έβγαλε στο μπαλκόνι ένα έπιπλο, κάτι σαν βιτρίνα θα το έλεγα, το άνοιξε, αράδιασε σε καρέκλες το περιεχόμενό του (μικρά μπιμπελό, ασημένια αντικείμενα, τέτοια πράγματα, όσο μπορούσα να διακρίνω) και βάλθηκε με ιδιαίτερη επιμέλεια να τα σκουπίζει με μικρά μαλακά πανιά, να τα γυαλίζει με υγρό που έβγαζε από ένα μπουκαλάκι, να τα περιποιείται. Αυτό κράτησε μέχρι που νύχτωσε και δεν έβλεπε πια να κάνει τη λεπτοδουλειά αυτή. Βρήκα κάποια στιγμή την ευκαιρία και τράβηξα τη φωτογραφία μου, χωρίς να πάρει είδηση. Μου έκανε εντύπωση η αφοσίωση, η αγάπη με την οποία περιέβαλλε τα ψυχρά αυτά αντικείμενα. Γι’ αυτήν είχαν πάρει άλλη διάσταση.

    Είναι πολύ προσωπική η σχέση που αποκτά ο άνθρωπος με τα αντικείμενα που τον περιτριγυρίζουν και αποτελούν τον κόσμο του. Δένεται μαζί τους, δημιουργεί ένα κανάλι επικοινωνίας με τον υλικό τους κόσμο, που παύει πια να έχει μόνο την υλική υπόσταση και παίρνει την πνοή του ανθρώπου που τα χρησιμοποιεί. Σκέφτομαι, για παράδειγμα ένα ρούχο που μένει κρεμασμένο στην ντουλάπα ή ένα ζευγάρι στραβοπατημένα παπούτσια, που διατηρούν ακόμη τη φόρμα, τη μυρωδιά, τη γενική και αόριστη αίσθηση του ανθρώπου που τα φορούσε. Τα αγγίζεις, όταν το σώμα δεν υπάρχει πλέον, και νομίζεις ότι απηχούν κάτι από τον απόντα άνθρωπο. Η μνήμη, αυτή είναι που διασώζεται, αυτή που τελικά διεκδικεί ένα κομμάτι αθανασίας. Όταν κι αυτή εκλείψει, τότε καταργείται οριστικά η ανθρώπινη υπόσταση, τότε κάποιος είναι σαν να μην έζησε, αφού τίποτε δεν τον θυμίζει και κανείς δεν τον θυμάται. Τότε και τα αντικείμενα γυρνούν στην αρχική τους θέση, στην αδιάφορη και ουδέτερη ύλη[...]


(Διώνη Δημητριάδου, απόσπασμα από τη νουβέλα «Ο χώρος ανάμεσα»)

(πίνακας: "Το μπλε δωμάτιο" Pablo Picasso)

Κυριακή 17 Απριλίου 2016

"...στα όνειρα βάζεις χρώμα;"




[…] Κλείνω τα μάτια και αρνούμαι να τ’ ανοίξω, μέχρι να μου απαντήσεις. Τι χώρος είναι αυτός που βρίσκεσαι; Είναι «χώρος» ή τότε τι άλλο; Πώς γίνεται να μένει η αίσθηση της παρουσίας σου τόσο έντονη πάνω μου;
Σιωπή. Άνοιξα το παράθυρο. Κοίταξα στη στροφή του δρόμου, όσο έφτανε το μάτι μου. Έτσι σε περίμενα τα βράδια που ερχόσουν. Άφηνες το αυτοκίνητο πριν τη στροφή, κατηφόριζες τον δρόμο κι έμπαινες στο σπίτι. Πώς μου πέρασε από τον νου ότι θα μου απαντούσες;
Η φωτογραφία που κοιτάζω είναι τραβηγμένη με φόντο κάποια θάλασσα. Δεν θυμάμαι πια πού ήταν. Τα μάτια σου είναι στραμμένα κατ’ ευθείαν μπροστά, κοιτάζεις τον φακό. Όχι τον φωτογράφο, τον φακό. Είναι ασπρόμαυρη λήψη, όπως πάντα προτιμούσες. Το χρώμα έλεγες ότι χαρίζει ψέμα στην εικόνα, την κάνει να δείχνει «κατασκευασμένη». Δεν μπόρεσα να σε πείσω ότι ίσα-ίσα η αντίθεση άσπρου και μαύρου είναι που μπορεί να «πειραχτεί» περισσότερο από τον φωτογράφο. Μέσα στο μυαλό σου τα πράγματα ήταν μοιρασμένα και ξεκάθαρα. Άλλο η φύση και άλλο η Τέχνη. Δεν μπορείς να μιμηθείς τη φύση, όσο κι αν προσπαθήσεις. Αν και σε τόνους του άσπρου, μαύρου και του γκρι, μαντεύω (ή μήπως θυμάμαι;) το χρώμα της μπλούζας σου. Ήταν σίγουρα ένα λαδί, στο χρώμα των ματιών σου. Αυτό δεν χρειάζεται να κοιτάξω καμία φωτογραφία για να το θυμηθώ. Το κουβαλάω μέσα μου και, πίστεψέ με, είναι το ίδιο ζωντανό, όπως τότε. Πονάει, όμως, πολύ.
Στα όνειρα βάζεις χρώμα; Δεν ξέρω να απαντήσω. Νομίζω πως ναι, αν και ποτέ δεν μπορώ να θυμηθώ τίποτε την άλλη μέρα[…]

(Διώνη Δημητριάδου, απόσπασμα από τη νουβέλα «Ο χώρος ανάμεσα», εκδόσεις Νοών, 2013)
(πίνακας συνδυαστικής ζωγραφικής του Christian Schloe)


Σάββατο 2 Απριλίου 2016


"Νυχτερινό"





Κοιτάζοντας τη νέα σελήνη για μια στιγμή νόμιζε 

πως κάτι καινούργιο πήγαινε να φωτίσει τα σκοτάδια. 

Αμέσως, όμως, γέλασε με την αφέλειά της 

να πιστεύει ακόμη σε θαύματα.

"Αν είναι να ‘ρθει φως, τότε ας είναι με το φεγγάρι ολόγιομο. 

Όχι άλλα μισά πράγματα", σκέφτηκε. 

Κι έκλεισε το παράθυρο.


Η νύχτα, φυσικά, συνέχισε 

-απτόητη από την απρόσμενη αυτή απόρριψη- 

την προδιαγεγραμμένη πορεία προς το φως 

χωρίς ούτε στιγμή να σχολιάσει 

την άγνοια των ανθρώπων.


Διώνη Δημητριάδου
(φωτογραφία: Διώνη Δημητριάδου)

(από την ανθολογία "ΣυνΠοιείν", εκδόσεις Όστρια)

Δευτέρα 28 Μαρτίου 2016

Ένα τσιγάρο, ένα μάταιο νεύμα 

και το δυνητικό «αν» μιας έγκλισης




«Έξω είχε σκοτεινιάσει για τα καλά. Βγήκε στο μπαλκόνι και μύρισε τον αέρα. Ωραίος μήνας ο Μάιος, καθώς μπορούσες να οσμιστείς στον αέρα την άνοιξη και όλα όσα πάνε μαζί της. Ελαφριά ψύχρα αλλά ευχάριστη. Κάτι σαν ανάμνηση ζωής, η πνοή του ζωντανού σώματος που έχει έμφυτη την τάση για δράση, για επιβεβαίωση ύπαρξης. Χαμογέλασε. Πόσο μακρινά του φαινόντουσαν τώρα όλα αυτά, πόσο ξένα και ανοίκεια με την κατάστασή του. Ας είναι. Η μυρουδιά και κυρίως η γεύση του αγαπημένου του τσιγάρου τον γέμισε ολότελα και πήρε λίγο τη σκέψη του μαζί της. Θυμήθηκε την πρώτη φορά που το δοκίμασε, στην παλιά του γειτονιά, στην πλατεία Βικτωρίας, σ’ ένα καφέ. Μεστό χαρμάνι, σίγουρα αναγνωρίσιμο, τόσο ξεχωριστό, σκέτη απόλαυση. Και, όταν πήγε να σηκωθεί, θυμάται που ζαλίστηκε. Αυτό του έμεινε ως ανάμνηση τόσα χρόνια τώρα. Το βαρύ τσιγάρο με τις συνέπειές του. Δεν τον ζάλιζε, βέβαια, τώρα πια, αλλά κάθε φορά που το άναβε, του ερχόταν αυτή η αίσθηση της φευγαλέας απώλειας του χώρου γύρω.

Στην αρχή του φάνηκε σαν μια φωτίτσα τόση δα, για μια στιγμή, που δυνάμωνε και αδυνάτιζε κάθε τόσο. Την παρατηρούσε χωρίς να δίνει ιδιαίτερη σημασία. Κάποιος στο απέναντι μπαλκόνι έκανε το ίδιο. Απολάμβανε το τσιγάρο στα σκοτεινά. Συνήθισαν τα μάτια του και έβλεπε καλύτερα. Το νεαρό κορίτσι απέναντι καθόταν στραμμένο στο μέρος του και μάλλον τον κοίταζε. Της χαμογέλασε αλλά αμέσως σκέφτηκε το μάταιο του πράγματος, αφού μέσα στο σκοτάδι ήταν αδύνατο να διακρίνει κανείς αυτή τη λεπτή απόχρωση συναισθήματος. Γιατί, όμως, να χρειάζονται περισσότερα; Ήταν αρκετή αυτή η συγκυρία, αυτή η ταυτόχρονη συνειδητοποίηση της παρουσίας του άλλου, του ξένου αλλά του οικείου οπωσδήποτε. Ίσως κάποια κίνηση ή πολύ περισσότερο κάποια λόγια να τη χάλαγαν ανεπανόρθωτα. 

Αρκέστηκε να κοιτάζει, να φαντάζεται και να καπνίζει. Ναι! Αυτή η ζωή θα μπορούσε να είναι ακόμη ωραία. Δυνητική έγκλιση, τραγική στο νόημά της ιδιαίτερα αν τη συμπλήρωνες με την υπόθεσή της. Το αντίθετο του πραγματικού, η ακύρωση της πραγματικότητας. Ωραίο μεν αλλά δεν ισχύει!»

Διώνη Δημητριάδου
(απόσπασμα από τη νουβέλα «Ο χώρος ανάμεσα», εκδόσεις «Νοών»)

("Άνδρας με τσιγάρο" έργο της Καίτης Βαρδάκη)


Τρίτη 1 Μαρτίου 2016

Ένα σπίτι, μια άνοιξη, μια σκέψη






«Υπάρχει μια εικόνα στο μυαλό μου ενός σπιτιού, στη θάλασσα. Είναι ένα σπίτι παλιό, πέτρινο, με αποχρώσεις του κίτρινου και του κόκκινου, ένα σπίτι που στέκεται στην άκρη μιας πλαγιάς αγγίζοντας σχεδόν τη θάλασσα. Το είδωλό του καθρεφτίζεται στο νερό. Είναι δίπατο, σαν εκείνα τα σπίτια που έφτιαχναν κάποτε οι άνθρωποι για να στεγάσουν ανθρώπους με πραγματικές ανάγκες, με αισθήματα, με εικόνες στο μυαλό τους, σπίτια αληθινά, όχι κατασκευές από μάρμαρο, άνετα αλλά άδεια. Γύρω του η βλάστηση είναι αραιή και άγρια, πουθενά η αίσθηση του κήπου, κι όμως σου δίνει την εντύπωση ενός χώρου που περιχαρακώνει το σπίτι σαν να θέλει να το αποκλείσει από τη θάλασσα. Το βλέπω πάντοτε κλειστό, σαν να το έχουν εγκαταλείψει από πολύ καιρό. Όσο κι αν προσπαθώ δεν μπορώ να φανταστώ πώς να είναι μέσα από τις κλειστές πόρτες και τα σφαλιστά παράθυρα. Είχα δει κάποτε ένα τέτοιο σπίτι, στη μια πλευρά του φύτρωνε ένα δέντρο, που ο αέρας το είχε γείρει ίσα να φτάνει τη θάλασσα. Και μέσα στη θάλασσα, κοντά στην ακρογιαλιά μπορούσες να διακρίνεις παλιά χνάρια πόλης αρχαίας, βυθισμένης και νεκρής.

Όχι, εδώ που κατοικώ δεν υπάρχει κοντά θάλασσα. Τα πιο παλιά σπίτια είναι εγκαταλελειμμένα και άδεια, περιμένοντας κάποια κατεδάφιση. Αγριόχορτα φυτρώνουν εκεί που κάποτε άνθιζαν ολόκληροι κήποι. Ο ορίζοντάς τους ήταν και είναι η πλαγιά ενός βουνού. Κι όμως, εγώ το σπίτι το βρήκα!
Αυτή είναι η φωτογραφία. Το σπίτι βρίσκεται μέσα σ’ ένα κτήμα γεμάτο άγρια βλάστηση. Είναι στο βάθος χτισμένο, για να έχει μεγάλη άνεση στην πρόσβαση, το «έμπα» του είναι, ήταν μάλλον, κάποτε μεγαλόπρεπο. Από τους τοίχους του φαίνεται ακόμη ότι το κυρίαρχο χρώμα ήταν το κόκκινο, μια όχι πολύ έντονη απόχρωση του ζεστού χρώματος. Τα παραθυρόφυλλα κρατούν ακόμη την ώχρα τους, τόσο αρμονικά δεμένη με το χρώμα των τοίχων, η εξώπορτα ξύλινη, καφετιά με σιδερένια στολίδια. Όλο το κτήμα περιφράσσεται από πέτρινη μάντρα, με, σκουριασμένη τώρα πια, κάποτε ωραία σιδερένια πόρτα. Και όλη, μα όλη αυτή η μεγάλη μάντρα είναι πνιγμένη στις πασχαλιές! Ξεφυτρώνουν θαρρείς από παντού, χρωματίζουν με το απαράμιλλο μωβ τους όλη την παρωχημένη εικόνα. Μαγεία!

Ο Σεφέρης το είχε επισημάνει, η υψηλότερη μορφή άνοιξης είναι μια ελληνική μεγάλη εβδομάδα. Σπουδαία σκέψη! Η άνοιξη, το «άνοιγμα» της φύσης, η αναγέννηση παρέα με τη φθορά και τον θάνατο, ο Χριστός της ελληνικής παράδοσης ένα με τον Άδωνι της αρχαίας μυθικής θρησκείας, και οι δυο μαζί θάνατος κι ανάσταση, καταστροφή και νέα ζωή αντάμα κι αχώριστα, ένα πράγμα. Η πασχαλιά με το πένθιμο χρώμα να είναι εκεί να σου θυμίζει την ανάγκη για ζωή, να μεθάς με το άρωμά της αλλά την ίδια στιγμή να στολίζεις μ’ αυτήν νεκρούς και επιτάφιους. Ασύλληπτη στο μέγεθός της επινόηση του ανθρώπου μπροστά στην ανάγκη του να κατανοήσει τον θάνατο όχι σαν τελείωμα αλλά σαν στάδιο, σαν σκαλί για ζωή πάλι. Εκεί που όλα μοιάζει να τελειώνουν, εκεί ωθεί τη σκέψη του να συλλάβει το αδιανόητο. Όχι, δεν έχει εδώ τελειωμό αυτό το θαύμα, αυτή η ψευδαίσθηση της ζωής ας δώσει τη θέση της στην πραγματική διαιώνιση, στην αιώνια ανάσα, στη διατήρηση, με όποια μορφή κι αν το θελήσει ο άνθρωπος, αυτής της πνοής, του πνεύματος, της ψυχής. Δεν έχει σημασία αν αυτό το κάνει μέσα από θρησκευτικές δοξασίες και προσδίδει έτσι και υπερβατική αξία σε κάτι τόσο γήινο και ανθρώπινο, όπως είναι ο διακαής πόθος για αιωνιότητα. Σημασία έχει το γεγονός ότι αυτή η δοξασία καλά κρατεί σ’ αυτόν τον τόπο από πολύ παλιά και καθοδηγεί από τον πιο απλό άνθρωπο ως τον πιο σκεπτικιστή διανοούμενο.»

Διώνη Δημητριάδου

(απόσπασμα από τη νουβέλα «Ο χώρος ανάμεσα», εκδόσεις Νοών)

(στη φωτογραφία σπίτι στην Πλύτρα Λακωνίας)