Παρασκευή 29 Μαρτίου 2019

Θα σας περιμένω «ποιήματα» 2013-2018 Θανάσης Τριαρίδης εκδόσεις Gutenberg η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr https://diastixo.gr/kritikes/poihsh/11889-tha-sas-perimenw


Θα σας περιμένω

«ποιήματα» 2013-2018

Θανάσης Τριαρίδης

εκδόσεις Gutenberg
η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr
https://diastixo.gr/kritikes/poihsh/11889-tha-sas-perimenw



σκηνικό ανατροπής


Κι εσύ κοιμάσαι, πάντοτε κοιμάσαι,

απ’ όταν ήσουνα μικρό παιδί,

γ λ υ κ ο κ ο ι μ ά σ α ι.



Η αλήθεια των παραπάνω στίχων του Θανάση Τριαρίδη αναμφισβήτητη. Το ζήτημα ωστόσο εδώ δεν είναι η παραδοχή μιας δεδομένης κατάστασης, που καταλήγει να γίνει εθιστικό στερεότυπο· το ξύπνημα από τον βαθύ και γλυκό ύπνο είναι ο στόχος – αν μπορεί φυσικά να ενσωματωθεί στην ποιητική δημιουργία η πρόθεση.
Με το πρόσταγμα Wstawać/Εγέρθητι (δάνειο από το ποίημα του Primo Levi) τιτλοφορεί ο Τριαρίδης το πρώτο μέρος της συλλογής του, στο οποίο το θέμα της ευθύνης που αναλογεί στον καθένα μας θα αναζητηθεί επί ματαίω. Πώς να νιώσει έστω το ελάχιστο της ευθύνης όποιος έχει έτοιμη τη δικαιολογία στο στόμα: Ήμασταν παιδιά; Όταν περιχαρακωμένος μέσα στον ασφαλή κλοιό μιας πατρίδας, μιας θρησκείας, μιας ομάδας συμπαγούς, θαρρεί πως είναι εχθροί όλοι οι άλλοι που επιβουλεύονται τα κεκτημένα του; Όταν οι πόλεμοι στη συνείδησή του είναι πάντα δικαιολογημένοι, αρκεί να εκπορεύεται η αιτία τους από το αποκλειστικό και αλάθητο δίκαιο που ορίζει τη ζωή του και τη ζωή των ομοίων του; Όταν κρατά τα μάτια του κλειστά και δεν βλέπει όσα ανόσια τελούνται γύρω του;
Έ μ ε ι ν ε  μ ε  τα  μ ά τ ι α  κ λ ε ι σ τ ά, θαρρείς
να κοιμόταν βαθιά,
καθώς πέρασαν από δίπλα του οι ναζί
[…]
Κι όταν το τρένο σταμάτησε για πάντα,
άνοιξε τα μάτια, τα έτριψε όπως κάνουν οι
αγουροξυπνημένοι,
σηκώθηκε, πήρε την τσάντα του, κατέβηκε,
χάθηκε μέσα στο ξημέρωμα της Αθήνας.

Κι ακόμα, πώς να νιώσει ότι κάπου αλλού βρίσκεται η ευθύνη του, όταν βολεύεται στην ιδέα πως αρκεί να βάλει μέσα σ’ ένα ποίημα (τι ποίημα ανούσιο άραγε;) την πενιχρή λωρίδα από φως που κάθεται στο πρόσωπο ενός ζητιάνου, κι έτσι να τελειώνει με τη βασανιστική του τύψη αν έκανε το καθήκον του ή όχι;
Ο Τριαρίδης δεν ορρωδεί μπροστά σε τίποτα, όταν πρόκειται να στηλιτεύσει τους φραγμούς που ξεχωρίζουν τους ανθρώπους, που μας καθοδηγούν να εκθειάσουμε τα καθ’ ημάς και να αδιαφορήσουμε για το δράμα το αλλότριο και μιαρό – δείγμα εξαιρετικό «Ο Δαίμονας κι ο Ποιητής».
[…]
Πες μου μονάχα, δαίμονα, ποιοι σφάζουν
ποιους –
για να ξέρω αν έχω ξ α ν α δ ε ι  ε ν δ ο ξ ό τ ε ρ ο
α λ ω ν ά κ ι

Στο δεύτερο μέρος (ο τίτλος «Θα σας Περιμένω» στεγάζει όλη τη συλλογή), ο ποιητικός λόγος προχωρά βαθύτερα ξεσκεπάζοντας τις ανισότητες που διαμορφώνουν συνειδήσεις – και τότε είναι ακόμη πιο δύσκολο να αποδώσεις τις ευθύνες. Το ελάχιστο που μπορεί να κάνει ο ποιητής είναι να καταγράψει με σκληρό λόγο την αντίθεση:  
Υπολογίζεται/πως, όσην ώρα εσείς θα γράφετε αυτήν την/έκθεση των ιδεών σας,/στην Υποσαχάρια Αφρική θα γεννηθούν/ περίπου 120 βρέφη χωρίς άνω άκρα/(δηλαδή: χωρίς χέρια).
Ο Τριαρίδης αντιστρέφει το σκηνικό. Στην ποίησή του η Ιφιγένεια, εκτεθειμένη στο χειροκρότημα των θεατών της τραγωδίας,  δεν εννοεί πως όλη η θυσία της γίνεται για έναν άδικο πόλεμο· μα και οι θεατές με δέος επιδοκιμάζουν την πράξη
[…] χωρίς να ντρέπονται,
που ένα παιδί γυρεύει να θυσιαστεί,
για να κινήσουν τα καράβια των φονιάδων.

Ο Επιτάφιος λόγος του Περικλή στο ανατρεπόμενο σκηνικό της ποίησης του Τριαρίδη  δεν συνιστά την εικόνα της δημοκρατίας αλλά αντίθετα είναι ξεφτίλα και ντροπή και συμφορά:
[…] αυτά τα παιδιά πέθαναν για να
φιλοσοφούμε εμείς
και να φιλοκαλούμε και να δοξάζουμε
τη δημοκρατία.

Στο εξώφυλλο του βιβλίου η λέξη ποιήματα μέσα σε εισαγωγικά. Ίσως κάποιος σκεπτικισμός ως προς την ουσία της λέξης. Ή ίσως μια αμφιβολία για τη μορφή της γραφής, όπως την προτιμά ο Τριαρίδης – πρόκειται για πεζόμορφα ποιήματα. Δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, σε κάθε περίπτωση. Αυτό που μετρά εδώ, και καταξιώνει ως ποίηση τα γραφόμενα, είναι η διάθεση του ποιητή να στρέψει την προσοχή μας στο βάθος της εικόνας,/ πίσω από το μέγα γεγονός του πρώτου πλάνου, που είθισται να προσελκύει. Έτσι ανοίγεται μια άλλη διάσταση του τοπίου για να δούμε όσα η αλλοτριωμένη συνείδηση αδυνατεί αλλιώς να διακρίνει. Αν επιτέλους η ποίηση δικαιούται να έχει ένα ρόλο, μια πρόθεση, ένα σκοπό, τότε εδώ έχουμε μια σοβαρή περίπτωση αντιμετώπισης του ποιητικού ζητήματος. Διέγερση συνειδήσεων; Αποσαφήνιση του κοινωνικού και πολιτικού τοπίου; Επισήμανση των δυνατοτήτων του νοήμονος όντος που βαυκαλίζεται να πιστεύει στο αυτεξούσιο όντας δεσμευμένο μέχρι τελικής ανάσας; Το πρόσταγμα Wstawać/Εγέρθητι που τιτλοφόρησε το πρώτο μέρος είναι τώρα σαφέστερο και πιο επιτακτικό.
Κάποτε πρέπει να αποφασίσουμε ποιοι είμαστε,
θέλω να πω αν είμαστε με το παιδί ή
με τον μπόγια
[…]
κάποτε πρέπει να αποφασίσουμε
μήπως ο μπόγιας και ο αστυνόμος τελικά νίκησαν,
μήπως μας πήραν το παιδί και φύγαν.

Δεν είναι εύκολο αλήθεια να ορισθεί η ποίηση (και οπωσδήποτε όχι απαραίτητο) ούτε να προσδιορισθούν τα όρια της επιρροής που μπορεί να ασκήσει – πολύ περισσότερο μάλιστα να αποφανθεί κάποιος με καθαρότητα για τα έμπρακτα αποτελέσματα που μπορεί να φέρει ο ποιητικός λόγος. Ας αρκεστούμε, λοιπόν, στον ποιητή και το ήθος του, με τη γνώση πως αυτό και μόνον είναι ικανό να δείξει την πορεία· όσοι πιστοί ακολουθούν. Το ποίημα που κλείνει τη συλλογή μιλά από μόνο του:
Όταν πεθάνω
οι φίλοι που θέλετε να με θυμάστε
να ξυπνάτε τις νύχτες
και να ψάχνετε στα κινητά σας αν βρέχει στην
Αντίς Αμπέμπα,
αν κατεβάζει λάσπη ο χείμαρρος στο
Ορφανοτροφείο της Τέσφα,
αν το κροτάλισμα της μπόρας στη λαμαρίνα
φοβίζει τον ύπνο των παιδιών.

Σε αυτήν την αναζήτηση
(και όχι σε βιβλία ή κείμενα ή λέξεις)
θα φωλιάζει η μνήμη μου.

Εκεί θα είμαι,
στο άγγιγμα του δαχτύλου σας στην οθόνη
αφής σας,
και θα σας περιμένω να ξημερώσει
για να μου πείτε πως η λαμαρίνα άντεξε,
πως τα παιδιά ξυπνήσανε καλά.

Ο ίδιος σε αυτοπροσδιοριστικό κείμενο, στην ιστοσελίδα που διατηρεί στο διαδίκτυο, είναι σαφής:
Πάντοτε πίστευα –και φυσικά δεν είμαι ο μόνος– πως αυτά που γράφουμε είναι σημειώματα που τα πετάμε στο πέλαγο κλεισμένα σε μια μποτίλια. Τις περισσότερες φορές η μποτίλια συντρίβεται στα βράχια και το χαρτί μας το τρώνε τα ψάρια. Μα κάποτε, σπάνια βέβαια, φτάνει στα χέρια ενός έρημου ανθρώπου και τον διασκεδάζει ή τον παρηγορεί – ή, ακόμη σπανιότερα, σε μια πληγωμένη γοργόνα που της λέγει το μεγάλο μαντάτο και την ανταριάζει. Σε τούτη την παρηγοριά και σε τούτο το αντάριασμα προσβλέπω.
Ιδιαίτερη μνεία αξίζει να γίνει στην πολύ προσεγμένη έκδοση. Εξαιρετικός ο πρωτότυπος κολοφώνας του βιβλίου (με την γκιλοτίνα δίπλα στα γράμματα), στην ουσία μια συνομιλία με το εξώφυλλο σε αντίστροφη λογική, όπως η γραμματοσειρά μεγάλη αρχικά μικραίνει στην πορεία (στο εξώφυλλο) για να βρεθεί σε αντίστιξη (μικρή αρχικά που μεγαλώνει στην πορεία) στον κολοφώνα. Η αρχή και το τέλος ενός πολύ σημαντικού βιβλίου, που υπηρετείται από τις τεχνικές λεπτομέρειες της έκδοσης, την αισθητική και την πρωτοτυπία.
Διώνη Δημητριάδου

Σκηνές καθημερινότητας του κόμη Αλέξιου Ντε Λα Βέγα Βαγγέλης Αλεξόπουλος εκδόσεις Οδός Πανός η πρώτη δημοσίευση στο frear.gr http://frear.gr/?p=24519


Σκηνές καθημερινότητας

του κόμη Αλέξιου Ντε Λα Βέγα

Βαγγέλης Αλεξόπουλος

εκδόσεις Οδός Πανός
η πρώτη δημοσίευση στο frear.gr
http://frear.gr/?p=24519





οι άγγελοι και τα τέρατα

Τον καιρό εκείνο
συγκατοικούσα με τον Ιωάννη Σεβαστιανό Μπαχ
σε ένα ημιυπόγειο στην οδό Λένορμαν
Εκείνος δούλευε σε βουλκανιζατέρ δύο στενά παρακάτω
Εγώ νυχτερινός στο Σισμανόγλειο
Όταν εκείνος είχε φύγει το πρωί, εγώ επέστρεφα
Πριν κοιμηθώ μάζευα παρτιτούρες από το πάτωμα
Καθώς δεν ήξερα να τις διαβάζω, έκανα κάτι πρακτικό
τις έχωνα κάτω από το κατωσέντονο – είναι άριστο μονωτικό

Έτσι προέκυψε στη μουσική η αντίστιξη, και
στην επιστήμη εδραιώθηκε η θεωρία της σχετικότητας

(Η τέχνη της φούγκας)

Διαβάζοντας την ποίηση του Βαγγέλη Αλεξόπουλου (ήδη βρίσκεται στην τέταρτη ποιητική του συλλογή και με πολλά ακόμη ανέκδοτα ποιήματα για μια μελλοντική εμφάνιση) ο συνειρμός ανεμπόδιστος με τα λόγια του Pessôa: Το μοναδικό βαθύτερο νόημα των πραγμάτων/είναι ότι δεν έχουν κανένα βαθύτερο νόημα. Μέσα στο οξύμωρο αυτό σχήμα (πάνσοφη η  νοηματοδότηση της φαινομενικής αντίφασης) εμπεριέχεται, νομίζω, ο τρόπος, η ματιά με την οποία ο Αλεξόπουλος θεάται την Ποίηση. Είναι τα πράγματα που συνιστούν τον κόσμο του, το καθένα με το δικό του βάρος, ικανό να φέρει πάνω του το άχθος της ποιητικής εμβάθυνσης στο (κατ’ ουσίαν) αβαθές του νοήματός του. Τα πράγματα (με την έννοια αυτή ορίζεται το όλον των φυσικών όντων αλλά και των κατασκευασμένων και επινοημένων), ως είναι από τη φύση τους καθορισμένο, δεν είναι τίποτα περισσότερο από ό,τι δηλώνουν με την παρουσία τους. Είναι όμως η ενσωμάτωσή τους μέσα μας (ή αλλιώς η δική μας εισχώρηση σ’ αυτά) που τους δίνει το νόημα – ίσως και τη δικαιολογία της ύπαρξής τους. Αν, μάλιστα, πρόκειται για μια ποιητικῇ ἀδείᾳ εισχώρηση, τότε ας είμαστε ανοικτοί στα θαύματα. Το πεδίο αχανές, δημιουργικά πολύμορφο. Οι συνειρμοί αναδεικνύουν την παντοδύναμη σχετικότητα, το απόλυτο κατακρημνίζεται, ο ποιητής ελεύθερος από τις στενές νοηματικές συμβάσεις οδεύει προς την προσωπική γραφή – καταφαίνεται πλέον η ιδιαιτερότητα στο ύφος, στη χρήση των λέξεων, στη θεματική κυρίως.

Ως καλός αγωγός του ρεύματος
αντιλαμβάνομαι το υπέρτατο νόημα
του υπέρλαμπρου

nada

(Νυχτερινή σκηνή)

Μοιρασμένη η νέα ποιητική συλλογή σε πέντε μέρη (Εισαγωγή, Σκηνές τυπικής καθημερινότητας, Σκηνές φυσικής ιστορίας, Αμαρτωλές σκηνές, Επίλογος). Μια απόπειρα οριοθέτησης, ταξινόμησης, διευθέτησης ίσως του αχανούς της δημιουργίας μέσα σε ενότητες; Περισσότερο, θα έλεγα, μια εύστοχη αντίστιξη του υπερρεαλιστικού ἐν κύκλῳ τοπίου με το ρεαλιστικό γήινο τετράγωνο. Μια πλήρης ποιητική σύνθεση.

Στο mare meum, που δίνει υπόσταση στην Εισαγωγή, ο ποιητής με σαφήνεια ορίζει τον χώρο του:

Η ζωή μου είναι
μια θάλασσα κλειστή

Έτσι ορίζεται και το ποιητικό τοπίο, κλειστό ως και κλειστοφοβικό καμιά φορά, με προφανή τον αστικό (ενδημικό των πόλεων) λόγο. Ωστόσο από την αρχή θα δώσει τη δυνατότητα για πτητικές απόπειρες διαφυγής:

[το παλτό μου είναι μαγικό]
Το κουμπώνω
ανεβάζω τον γιακά μέχρι πάνω
και κυνηγώ τις γοργόνες, που
τρέχουν πάνω στη θάλασσα


Η τυπικότητα των καθημερινών εικόνων έρχεται με τις Σκηνές τυπικής καθημερινότητας, εκεί όπου με τη συχνή πρόταξη του πρώτου ενικού προσώπου το ποιητικό υποκείμενο σε ενεργό παροντικό Ενεστώτα χρόνο θα  σκιαγραφήσει τον χώρο του. Άλλωστε το έξοχο Πώς γράφονται στην Αθήνα τα ποιήματα θα τεκμηριώσει τον τρόπο της γραφής του:

Στις Ευρωπαϊκές πρωτεύουσες
υπάρχουν υπόγεια διαμερίσματα

Μόνο που σε αντίθεση με την Αθήνα
διαθέτουν υαλοπίνακες

Έτσι έχουν μια άποψη του κόσμου,
έστω από κάτω προς τα πάνω

Στην Αθήνα δε βλέπουν
ακούν μονάχα. τους διερχόμενους διαβάτες

Έτσι τους νομίζουν άλλοτε αγγέλους
και άλλοτε τέρατα

Η μετάλλαξη των εικόνων σε ποιητικό λόγο, η ματιά του ποιητή πρωτίστως. Μια θέαση στον κόσμο από τα κάτω προς τα πάνω, η οπτική που παραλλάσσει τα μεγέθη στα μέτρα του θεώμενου προσώπου – η ιδανική συνθήκη της ποιητικής δημιουργίας έτσι κι αλλιώς.

Μετάβαση κατόπιν στα φυσικά πράγματα με τις Σκηνές φυσικής ιστορίας, που ακολουθούν. Και να εδώ μια αντιστροφή της θέασης:

«Την ακούνε» οι γάτες
όταν κοιτάζουν από ψηλά το κενό

Πολλές οι αντιστροφές, οι ανατροπές των φυσικών εικόνων/νόμων ίσως(;) που προτείνουν μια νέα όψη των πραγμάτων.

Οι λύκοι συμπονούν τον ψεύτη βοσκό
φωτίζουν τη μαύρη μοναξιά του
χορεύουν στις νότες της φλογέρας του

(Λένε πολλά ψέματα για τους λύκους)

Καμία αμφιβολία για τον ποιητικό κόσμο που ισορροπεί στο λεπτό σχοινί – επάνω ατενίζοντας τον αβέβαιο ουρανό και κάτω αγωνιώντας για μια θλιβερή πτώση· η μοίρα των ποιητών ο θάνατος, με όποια υπόσταση νοείται αυτός, υπαρκτή και ρεαλιστική ή αντιθέτως ιδεατή μα σκληρή περισσότερο.

Έχω δει με τα μάτια μου
ποιητές να παίρνουν αγκαλιά
τα σχιζοφρενικά συμπράγκαλά τους
και να βουτάνε
από γέφυρες
από ταράτσες
από πεζοδρόμια, κυρίως από πεζοδρόμια,
στο εσωτερικό κενό της ύπαρξής τους
(Οι γάτες των ποιητών είναι άτυχες)

Κι έρχονται οι Αμαρτωλές σκηνές για να πληρώσουν το ποιητικό τίμημα για όσα έχουν προηγηθεί. Κανείς δεν τα κατάφερε να διαβεί μέσα από το παραμορφωτικό είδωλο του κόσμου χωρίς να αναρωτηθεί (μα και μοναχικά να απαντήσει) για τη μηδαμινότητα του όντος που βαυκαλίζεται να θεωρεί τον εαυτό του αυτάρκη. Κι εδώ, αν στρέψει προς τα επάνω το βλέμμα, μονάχα μοναξιά αντικρίζει και αυτοεπιβεβαιωμένες αλήθειες, αδιέξοδες. Κι αν προς τα κάτω της ζωής, πάλι μένει μονάχος να ελπίζει μια υπερβαίνουσα την πραγματικότητα ανατροπή. Μα, είναι γήινο, τελικά, το περίβλημα της ποίησης; Μήπως είναι εγγενές μέσα της το υπερβατικό στοιχείο;

[Φωτεινό άστρο της αυγής, που
οδήγησες τους Μάγους στην αρχή
του τέλους του αιώνιου κύκλου
Δίδαξέ με την εμβαδομέτρηση του
απειροστού κύκλου της ακάνθινης σπείρας]

Μήπως είναι αρκετή η επίκληση του άλλου ποιητή, μια ανάσα συμπαράστασης στην κοινή πορεία, μια αίσθηση συμπόρευσης στο τεντωμένο σχοινί, κι ας έχει στην πραγματικότητα σπάσει από καιρό;

Πού είσαι Μίλτο
να δεις πώς καταντήσαμε

Αντί για το φεγγάρι
να τρώμε τις σάρκες μας

Ο σύντομος Επίλογος κλείνει την ποιητική σύνθεση. Ο Βαγγέλης Αλεξόπουλος άνοιξε μια πόρτα σε μια άλλη όψη του κόσμου – προνόμιο των ποιητών η άλλη οπτική. Και τώρα ο δρόμος είναι ανοιχτός, τα ίχνη υπαρκτά για όποιον αντέχει να κλείσει τα μάτια για να δει αληθινά. Όσο για τον ίδιο τον ποιητή, έχει και αυτός την αγωνία του για τα δικά του ίχνη:

Εκείνο που φοβάμαι
δεν είναι ο λαβύρινθος
δεν είναι το δάσος

Εκείνο που φοβάμαι
είναι μη μου φάνε
τα πουλιά τα ψίχουλα

(Προσωρινά άτιτλο ή περπατώ εις το δάσος όταν ο θάνατος δεν είναι εδώ)

Μέσα στην ποίηση του Βαγγέλη Αλεξόπουλου βρίσκουν τον φυσικό τους χώρο  και οι άγγελοι και τα τέρατα, χωρίς να έχει απολύτως καμία σημασία ποιους θα ακολουθήσει γητεμένος από τις λέξεις τους. Οι δύο όψεις των πραγμάτων πάλι εδώ, ζωντανές και δελεαστικές στη μορφή τους.

Η τελευταία σελίδα του βιβλίου αποτελεί την πιο μεγάλη πρόκληση, με εκείνο το Υ.Γ. κενό περιεχομένου είτε για να συμπληρωθεί από τον αναγνώστη/συμμέτοχο στα ποιητικά πράγματα αυτοδικαίως είτε σαν μια υπόσχεση του ίδιου του ποιητή προς εαυτόν και αλλήλους πως χρωστά ακόμη στην Ποίηση κάτι από τον εσωτερικό του κόσμο. Όπως και οι προηγούμενες καταθέσεις του Αλεξόπουλου, έτσι και η πρόσφατη από τις εκδόσεις Οδός Πανός, μια πλήρης πρόταση για ανάγνωση και για ποιητική συμπόρευση, διάλογο ποιητή και αναγνώστη. Μα, όλα τα ερωτήματα γύρω από την Ποίηση ανοιχτά δεν είναι;

Να μην παραλειφθεί η μνεία στην άψογη εικαστική συμπλήρωση του ποιητικού λόγου από το πρωτότυπο εξώφυλλο, σε σχεδιασμό του Στράτου Φουντούλη. Γιατί, για το καλό περίβλημα των βιβλίων πρέπει να μιλάμε, καθώς ανοίγουν το πέρασμα στο περιεχόμενο και δυνάμει συνομιλούν μαζί του.

Διώνη Δημητριάδου


Πέμπτη 28 Μαρτίου 2019

"Το αίνιγμα του γυρισμού" του Ντάνυ Λαφερριέρ εκδόσεις Θίνες Στο πανέμορφο βιβλιοπωλείο Little Tree Books & Coffee (Καβαλλότι 2 στο Κουκάκι) χθες, 27 Μαρτίου 2019


"Το αίνιγμα του γυρισμού" 

του Ντάνυ Λαφερριέρ

εκδόσεις Θίνες 



Στο πανέμορφο βιβλιοπωλείο 

Little Tree Books & Coffee  

(Καβαλλότι 2 στο Κουκάκι) 

χθες, 27 Μαρτίου 2019 

μιλήσαμε για 

Το ποιητικό μυθιστόρημα

που ανατέμνει το "σώμα" μιας επιστροφής





Τετάρτη 27 Μαρτίου 2019

Ο Τελευταίος Χτύπος διηγήματα Αλέξανδρος Πετρόχειλος εκδόσεις βακχικόν η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal https://www.fractalart.gr/o-teleytaios-xtypos


Ο Τελευταίος Χτύπος

διηγήματα

Αλέξανδρος Πετρόχειλος

εκδόσεις βακχικόν
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal
https://www.fractalart.gr/o-teleytaios-xtypos/





σε φόντο κόκκινο και μαύρο

Στο εξώφυλλο μια ιστορία σε εξέλιξη. Το σώμα της γυναίκας ζυγίζεται στο κενό. Προετοιμασία της πτώσης. Γυρνώντας στο οπισθόφυλλο το σώμα αιωρείται στη βέβαιη καθοδική πορεία του διαγράφοντας μια τέλεια καμπύλη. Το κόκκινο χρώμα γράφει τον τίτλο του βιβλίου ίδιο με το φόρεμα της φιγούρας που πέφτει αργά από την κορυφή του μαύρου κτηρίου. Δεν χωράει καμία αμφιβολία. Τα 21 διηγήματα της πρώτης συλλογής του Αλέξανδρου θα είναι κόκκινα σαν το αίμα και μαύρα ως το κόκκαλο, ως τον σκοτεινό τους πυρήνα.
Ένα λεπτό νήμα συνδέει τις ιστορίες μεταξύ τους, κι ας φαίνονται θεματικά άσχετες. Ο Πετρόχειλος ψάχνει στο βαθύ υπόστρωμα της ψυχής –εκείνο που συνδέεται με τα πρώτα βήματα, τις απαρχές του ανθρώπινου πολιτισμού– για να βρει την έλξη του αίματος, τη  δύναμη που ωθεί μια ζωή στο τέλος της, στον τελευταίο χτύπο της καρδιάς. Κάποτε αφορά τον ίδιο τον άνθρωπο, κάποτε στρέφει αυτόν εναντίον των άλλων, κάποτε ο θάνατος έρχεται απρόσμενα και με την αυτονομία που του δίνεται θέτει τέλος στη ζωή. Σε κάποιες ιστορίες υπάρχει μια δικαιολογία (όσο μπορεί να χρειάζεται η λογική εξήγηση σε πράξεις που ανακόπτουν τη συνέχεια της ζωής), σε κάποιες άλλες ένας παράλογος θάνατος καταργεί κάθε ψευδαίσθηση πως όλα ερμηνεύονται με την πεπερασμένη λογική δυνατότητα.
Αν και το θέμα αποδεικνύεται βαρύ, εκχειλίζει από μέσα του η γοητεία της ανάγνωσης. Πώς γίνεται αυτό; Ο Αλέξανδρος Πετρόχειλος αποκορυφώνει τις σκηνές των ιστοριών του αιφνιδιάζοντας τους ήρωές του – όχι και τους αναγνώστες του όμως, γιατί μετά τις πρώτες ιστορίες ξέρεις πλέον το μοτίβο που θα κυριαρχήσει και στις επόμενες. Ο τελευταίος χτύπος θα είναι αυτός του θανάτου. Κι όμως, ο τρόπος της γραφής σε ελκύει με τη λιτότητα της έκφρασης, την ευστοχία με την οποία χειρίζεται τη μικρή έκταση των διηγημάτων, ώστε με το ελάχιστο των λέξεων να αποδοθεί η πλοκή· ναι, σε όλα τα διηγήματα υπάρχει πλοκή μέσα στη συντομία τους (κάποια δεν ξεπερνούν τις δύο σελίδες), που κατορθώνει να καθοδηγεί τα βήματα των ηρώων προς το βέβαιο τέλος.
Ξεχώρισα τρία διηγήματα, το καθένα για άλλο λόγο. Πρώτα το «Έξι χτύποι», για την άψογη μείξη του πραγματικού χωρόχρονου με  τον βαθιά ριζωμένο και αμετακίνητο προσωπικό χρόνο, που αγαπά να καταργεί όλες τις φαινομενικές αλήθειες. Τι υπάρχει στην πραγματικότητα; Αυτό που με τις αισθήσεις μας και την ψυχρή τετράγωνη λογική μάς περιβάλλει από παντού; Μήπως η αλήθεια είναι υποκειμενική, και τότε ποιος θα κατανικήσει τη σφοδρή επιθυμία να διατηρήσουμε τις απολεσθείσες εικόνες μέσα μας και μπροστά μας, εν είδει μιας δεύτερης (υπαρκτής ή ανύπαρκτης είναι αδιάφορο εντελώς) απολύτως ιδιωτικής εκδοχής της αλήθειας;
Ο έκτος χτύπος είναι ο τελευταίος. Προσεύχεσαι να ακούσεις μια βιαστική φωνή να δικαιολογείται γιατί δεν σήκωσε νωρίτερα το τηλέφωνο. Αν δεν ακούσεις αυτή τη φωνή, η ώρα της επιλογής έφτασε. Είτε κλείνεις το τηλέφωνο είτε είτε αφήνεις ένα μήνυμα στον τηλεφωνητή. Αμήχανη και άχαρη στιγμή. Όσοι έχουν φτάσει να ακούσουν και το ηχογραφημένο μήνυμα μπορούν να σας διαβεβαιώσουν πως η σιωπή μετά απ’ αυτό είναι η πιο θλιβερή σιωπή του κόσμου.
Το δεύτερο, το «Σαν το Σκυλί», ξεχωρίζει για τη μεταφορά στη μυθοπλασία μιας ιστορίας που αποπνέει τη βίωση των συνθηκών που περιγράφει. Δεν είναι πάντα εύκολη μια τέτοια εισβολή της πραγματικής ζωής μέσα στις συνθήκες της συγγραφής – κι ας λένε πως μάλλον εύκολο είναι να εισχωρείς εσύ που γράφεις στο σώμα του ήρωά σου. Όποιος το επιχείρησε γνωρίζει πόσο ευαίσθητη ισορροπία απαιτεί.
«Οι φυλακισμένοι είναι μια μικρή κοινωνία» φιλοσοφούσε συχνά «με έναν κοινό εχθρό· τον νόμο και τους προστάτες του: αστυνομικούς, δικαστές, εισαγγελείς. Κι έναν κοινό σκοπό. Την ελευθερία». Οι φίλοι που έκανε μέσα ήταν η οικογένειά του. Αυτοί του έδιναν κουράγιο τις στιγμές που δεν άντεχε. Γιατί ακόμα και για τους παλιούς τρόφιμους ή για τους πιο σκληρούς υπήρχανε στιγμές που ραγίζανε.
Το τρίτο, και πιο εκτενές, «Φιλική Επίσκεψη», αποτελεί μια (συνήθη στους καλούς συγγραφείς) απόπειρα να απεκδυθούν τη σοβαρότητα και να επιχειρήσουν την αυτοσαρκαστική εκδοχή της γραφής τους. Η ειρωνεία και το χιούμορ αναφαίνεται και στα υπόλοιπα διηγήματα (αλλού ξεκάθαρη η διάθεση υπονόμευσης της σοβαρότητας και αλλού υποδόρια), εδώ όμως ο Πετρόχειλος ξεδιπλώνει μια αξιοσημείωτη ανάλογη συγγραφική φλέβα.
«Καιρό είχα να γράψω» σκέφτηκε ο Γιώργος Πάρικος και κατέβασε με μια κίνηση το ουίσκι του. Σαν να το διασκέδαζε. Και μόνο στη σκέψη αυτή σταμάτησε , νιώθοντας ένοχος. Τώρα τελευταία δεν είχε όρεξη και αυτά που έγραφε του φαίνονταν επιτηδευμένα και ματαιόδοξα. «Ίσως να χρειαζόταν η απειλή ενός όπλου για να γράψει καλά» σκέφτηκε. «Να τον προσλάμβανε να ερχόταν κάθε βράδυ και να τον απειλούσε, μπας και έγραφε τίποτα της προκοπής».
Μια τελευταία ματιά πάλι στη ζωγραφιά του οπισθόφυλλου. Το αιωρούμενο σώμα στο κενό, λίγες στιγμές πριν το βέβαιο τέλος, έχει θαρρείς μια χορευτική κίνηση, μια χάρη απρόσμενη. Θα είναι άραγε μια χλευαστική επιθανάτια πρόκληση προς τον Αφέντη Χρόνο που σε λίγο σταματά; Μια (καφκική ίσως) θεώρηση της ζωής ως απολύτως προσωπικής παρά τους τοίχους που υψώνονται για να καταργήσουν τη βούληση; Η ζωγράφος Λήδα Ντόντου στην προκειμένη περίπτωση δεν συνομίλησε απλώς με το περιεχόμενο του βιβλίου. Έδωσε εικαστικά όλο το περιεχόμενό του.  

Διώνη Δημητριάδου






Τρίτη 26 Μαρτίου 2019

ΟΙ ΑΤΡΩΤΟΙ του Torben Betts Πανελλήνια Πρώτη Συγγραφέα και Έργου - Παράταση των παραστάσεων μέχρι το Σάββατο 20 Απριλίου 2019






14η Καλλιτεχνική Περίοδος 2018-19
Θεματική ενότητα: Άβυσσος η ψυχή…
ΟΙ ΑΤΡΩΤΟΙ
του Torben Betts
Πανελλήνια Πρώτη Συγγραφέα και Έργου
Έναρξη παραστάσεων: Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2018
και κάθε Παρασκευή στις 21.15 και Σάββατο στις 18.30

Οι παραστάσεις θα παραταθούν λόγω μεγάλης επιτυχίας μέχρι το Σάββατο 20 Απριλίου 2019




Τι σχέση μπορεί να έχει η αφηρημένη τέχνη με το ποδόσφαιρο, ο παγκόσμιος καπιταλισμός με τη μπύρα, τα σπαράγγια με τα παιδιά όλου του κόσμου; Ο πόνος και το γέλιο είναι κοινά στους ανθρώπους ή ποτέ δεν θα μπορέσουν να υπερβούν τις ταξικές διαφορές τους;
Το έργο του Torben Betts,  Οι Άτρωτοι, αγγλικός τίτλος Invincible, ανεβαίνει για πρώτη φορά στην Ελλάδα, στο θέατρο Αγγέλων Βήμα, από 7 Δεκεμβρίου 2018 και μέχρι 20 Απριλίου 2019, σε μετάφραση της Μαργαρίτας Δαλαμάγκα - Καλογήρου και σκηνοθεσία Σταύρου Στάγκου,  με τους Μαριλίτα Λαμπροπούλου, Μιχάλη Μαρκάτη, Ειρήνη Μπαλτά και Γιάννη Μπουραζάνα
Γράφοντας τους  «Άτρωτους», ο Betts διερευνά με χιούμορ και συγκίνηση, τη σύγκρουση των διαφορετικών τάξεων και της κουλτούρας τους. Με την οικονομική ύφεση να δείχνει το σκληρό της πρόσωπο η Έμιλυ, μια πολιτικοποιημένη και εναλλακτική εικαστικός και ο Όλιβερ, πρώην δημόσιος υπάλληλος από μεγαλοαστική οικογένεια, αποφασίζουν να μετακομίσουν από το Λονδίνο σε μια μικρή πόλη της βόρειας Αγγλίας. Ο Όλιβερ, δουλεύει τώρα ως free lancer, ενώ η Έμιλυ, η οποία δεν πιστεύει στον γάμο,  στην ιδιοκτησία ή οτιδήποτε συμβατικό, ονειρεύεται  να φτιάξει μια καλλιτεχνική κοοπερατίβα. Φτάνοντας στον καινούργιο τους προορισμό, στη λαϊκή γειτονιά της επαρχιακής πόλης, που διάλεξαν για «να ζήσουν ανάμεσα σε πραγματικούς ανθρώπους», όπως λέει η Έμιλυ,  προσκαλούν ένα βράδυ στο σπίτι τους, τους καινούριους τους γείτονες: την Ντων, μια γραμματέα οδοντιατρείου και τον Άλαν, ένα ταχυδρόμο που αγαπάει το ποδόσφαιρο, τον στρατό και την μπύρα. Σύντομα, τις κωμικές καταστάσεις διαδέχονται οι αναπάντεχες ανατροπές και η ευγένεια δίνει την θέση της στην ειρωνεία, τον θυμό και τα δάκρυα, ενώ οι ήρωες καλούνται να υπερασπιστούν την οικογένεια τους, τα πιστεύω τους και το γούστο τους, να αποκαλύψουν τα όνειρα τους και τις ματαιώσεις τους και να αναμετρηθούν με τις ουσιαστικές αλήθειες της ζωής τους.


Ταυτότητα παράστασης

«Οι Άτρωτοι»
Συγγραφέας: Torben Betts
Μετάφραση: Μαργαρίτα Δαλαμάγκα – Καλογήρου
Σκηνοθεσία: Σταύρος Στάγκος
Παίζουν (με αλφαβητική σειρά) : Μαριλίτα Λαμπροπούλου, Μιχάλης Μαρκάτης, Ειρήνη Μπαλτά και Γιάννης Μπουραζάνας
Σκηνικά: Αρετή Μουστάκα
Κοστούμια: Χριστίνα Πανοπούλου
Μουσική: Δημήτρης Φριτζαλάς
Μουσική επιμέλεια: Σταύρος Στάγκος
Φωτισμοί: Βαγγέλης Μούντριχας
Βοηθός σκηνοθέτη: Ιουλία Σταμούλη
Β’ Βοηθός σκηνοθέτη: Μαρία Φέξη


Χώρος: Θέατρο Αγγέλων Βήμα
Πρεμιέρα: 7 Δεκεμβρίου 2018
Παράταση παραστάσεων μέχρι Σάββατο 20 Απριλίου 2019
Παραστάσεις: Παρασκευή στις 21.15  και Σάββατο στις 18.30
Διάρκεια: 110’
Εισιτήρια: Γενική Είσοδος: 14€
Φοιτητικό, ανέργων: 10€
Ατέλειες ηθοποιών: 5€

Αγγέλων Βήμα

Σατωβριάνδου 36, Ομόνοια
Τηλ. 210 524 2211