Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2019

Κυκλοφόρησε το νέο τεύχος (182) του Περιοδικού Οδός Πανός Oδός Πανός® εργοτάξιο εξαιρετικών αισθηµάτων έτος 38o, τεύχος 182, Απρίλιος-Ιούνιος 2019



Κυκλοφόρησε το νέο τεύχος  (182)
του Περιοδικού Οδός Πανός
Oδός Πανός®
εργοτάξιο εξαιρετικών αισθηµάτων
έτος 38o, τεύχος 182, Απρίλιος-Ιούνιος 2019



ΠEPIEXOMENA

Σελίδες στον

Γιαννούλη Χαλεπά

από την Αφροδίτη Λίτη

3 Αφροδίτη Λίτη: ΧΑΛΕΠΑΣ: Ο μεγαλοφυής υποκινητής στη ζωή των ομοιωμάτων

***



14 Βασίλης Κοντόπουλος: Εδώ Βερολίνο

20 Μάρκος Θ. Δραγούμης: Σημειώσεις ενός μελομανούς (συνεχίζεται)

22 Κ. Ι. Δεσποτόπουλος: Δημήτρης Καπετανάκης, 1912-1944

24 Διονύσης Στεργιούλας: Καβάφης και Πατριάρχης

42 Διαφημίσεις εποχής ταινιών• με μουσική Μάνου Χατζιδάκι

44 Γιώργος Δελιόπουλος: εξομολόγηση

46 Ελεάνα Μαργαρίτη: «Ο άνθρωπος του πλήθους» και ο μποντλερικός πλάνης

68 Αλέξανδρος Αηδώνης: Συνέντευξη με την Βούλα Σαββίδη

76 Γιάννης Βασιλόπουλος: Επιτύμβιο για τον Μάνο Ελευθερίου

80 Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης: Ψηφίδες και ρινίσματα της σεξουαλικής επανάστασης και απελευθέρωσης

97 Bασίλης Kοντόπουλος: Οδοιπορικό στη Νότια Αμερική

101 Αλέξανδρος Π. Στεργιόπουλος: Συνέντευξη με τον Γιώργο Νανούρη

105 Ανδρέας Πίττας: Ένα ατέλειωτο ταξίδι την εποχή του χαλκού

107 Μπάμπης Ιμβρίδης: 59ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης

117 Γιώργος Σαμοΐλης: «Το μουσείο της αγάπης»

124 Τα βιβλία μας, του 2018, στις Εκδόσεις Οδός Πανός

125 Χρήστος Σκιαδαρέσης: Τα χαρακτηριστικά του γνήσιου ποιητή

126 Μάριος Βασιλόπουλος: Δέκα Χαϊκού και μία Προσευχή

127 Βιβλία. Γράφουν οι: Αλέξανδρος Π. Στεργιόπουλος, Μιχάλης Πατρώνης, Διώνη Δημητριάδου,

Στέλλα Πριόβολου, Γιώργος Χρηστέας, Κωνσταντίνος Μπούρας, Δημήτρης Μάνος,

Γεράσιμος Δενδρινός, Άγγελος Πετρουλάκης, Γιώργος Χρονάς

155 Θέατρο. Γράφουν οι: Εύη Προύσαλη, Γιώργος Παπαγιαννάκης, Αθανάσιος Βαβλίδας

168 Σερενές: Στην σκέψη

169 Απεβίωσε ο πολυτάλαντος Κάρολος Καμπελόπουλος

170 Γιώργος Ζώταλης: Ποντικοφάρμακα

171 Αθανάσιος Βαβλίδας: Μουσικές ανταπο-κρίσεις

176 Δευτέρα


Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2019

Αλεξάνδρεια από τον Καβάφη στον Μ. Αλέξανδρο Ιστορία και Αρχιτεκτονική Δυο ελληνικά τετράγωνα του Νικόλα Σφήκα με τη συμβολή της Μαργαρίτας Σάκκα-Θηβαίου



Αλεξάνδρεια

από τον Καβάφη στον Μ. Αλέξανδρο

Ιστορία και Αρχιτεκτονική

Δυο ελληνικά τετράγωνα

του Νικόλα Σφήκα

με τη συμβολή της Μαργαρίτας Σάκκα-Θηβαίου
ΑΩ εκδόσεις





Ένα βιβλίο που ερευνώντας το τοπίο της Αλεξάνδρειας ανατρέχει στο ιστορικό της παρελθόν συνδέοντας μεταξύ τους όλους τους σταθμούς της ζωής της, που συντέλεσαν στο θαυμαστό αποτέλεσμα. Μιλά για τα κτήρια και τα μέγαρα της πόλης αλλά και για τους ανθρώπους που τα δημιούργησαν και τους έδωσαν  πνοή και διαχρονική ζωή. Τα δύο ελληνικά τετράγωνα, στα οποία αναφέρεται ο υπότιτλος του  βιβλίου είναι το Quartier Grec και αυτό των Σχολείων της Ελληνικής κοινότητας στο Σάτμπυ. 



Ο Νικόλας Σφήκας, ζωγράφος, χαράκτης, ιστορικός, αρχιτέκτονας εσωτερικού χώρου, μουσειολόγος, προσέγγισε το θέμα του με γνώση και ευαισθησία. Κύριο αντικείμενό του αποτέλεσε η ιστορία της ελληνικής Αλεξάνδρειας, η αρχιτεκτονική της, καθώς και η οικονομική δραστηριότητα των δύο λιμανιών της. 



Αφετηρία είναι ο 7ος αιώνας π.Χ. και τέλος το πέρας της τέταρτης ελληνικής περιόδου, το 1938, πέντε χρόνια μετά τον θάνατο του Καβάφη – άλλωστε ο λιτός αλλά περιεκτικός νοήματος τίτλος του βιβλίου παραπέμπει στους δύο κύριους σταθμούς που διαμορφώνουν την εικόνα της ελληνικής Αλεξάνδρειας.




Τα κείμενα του βιβλίου εμπλουτίζονται με 170 φωτογραφίες (ανάμεσά τους φωτογραφίες από τα αρχοντικά του Quartier Grec, της Πηνελόπης Δέλτα, του Σαλβάγου και τα Σχολεία του Σάτμπυ), δέκα χάρτες (ένθετος ο χάρτης του αστρονόμου Αλ-Φάλακι με την Αλεξάνδρεια και τα προάστιά της από το 1866, και σε ένθετο διπλής όψης τα ρυμοτομικά σχέδια του Quartier Grec και των Σχολείων της Ελληνικής Κοινότητας), καθώς και με γκραβούρες του 18ου και 19ου αιώνα. 



Οι δέκα σελίδες επιλεκτικής βιβλιογραφίας, στο τέλος του βιβλίου, αναδεικνύουν το μέγεθος αλλά και την εγκυρότητα του πονήματος.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η ΠΟΛΗ

 Η πολεοδομική χάραξη

 Η οικοδόμηση

ΟΙ ΔΥΣΚΟΛΕΣ ΕΠΟΧΕΣ

ΑΛ-ΝΑΧΝΤΑ

Ο Μωχάμεντ Άλη

Αιγυπτιώτες και Αιγύπτιοι

Οι Αιγυπτιώτες της Αλεξάνδρειας

Η πόλη της Αλεξάνδρειας

Η αρχιτεκτονική της Αλεξάνδρειας

Υλικά δομής

Ρυθμοί

Κατασκευαστικά έργα Ελλήνων

Το Quartier Grec

Από τα κτήρια των ξένων στο Quartier Grec

Ιδρύματα Σάτμπυ – Σχολεία της Ελληνικής Κοινότητας

Χρονικό

Ο Σχεδιασμός

ΕΠΙΛΕΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΕΠΙΜΕΤΡΟ

Τα αρχοντικά του Quartier Grec

Τα Σχολεία

Mahmoud Bey (Al-falaki), Χάρτης της Αλεξάνδρειας με τις αρχαιότητες και τα προάστιά της

ΡΥΜΟΤΟΜΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΤΟΥ QUARTIER GREC

ΡΥΜΟΤΟΜΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΤΩΝ ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ ΣΑΤΜΠΥ



Στο σύνολό της μια έκδοση αξιοθαύμαστη (από τις εκδόσεις ΑΩ με την ευγενική χορηγία της Ελληνικής Κοινότητας Καΐρου ΕΚΚ) που εμπλουτίζει τις γνώσεις μας για την ιστορία της Αλεξάνδρειας, για τη δραστηριότητα και τη συμβολή της ελληνικής κοινότητας στη ζωή της περίφημης πόλης.
Οι Αιγυπτιώτες όπου γης, έχουμε μέσα στην καρδιά μας φυλαγμένο ένα ξεχωριστό κομμάτι γεμάτο μυστικά, έννοιες και αρχές που σμίλευσε ο χρόνος και οι ατέρμονες αναμνήσεις! Αυτό το κομμάτι ανήκει στην Αλεξάνδρεια, τη μητρόπολη του Αιγυπτιώτη Ελληνισμού, που άσχετα με το πού ζούμε ή ζήσαμε στην Αίγυπτο αποτελεί το σημείο αναφοράς της σύγχρονης παρουσίας μας στη χώρα που η μοίρα θέλησε να μας δέσει για πάντα!  (Χρήστος Καβαλής - Πρόεδρος της Ελληνικής Κοινότητας Καΐρου, από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)


Διώνη Δημητριάδου








Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2019

Ο Γιάννης Ξανθούλης στη Λέσχη μας! Συνάντηση της 24ης Ιανουαρίου 2019 (φωτογραφίες)

Ο Γιάννης Ξανθούλης στη Λέσχη μας!

Συνάντηση της 24ης Ιανουαρίου 2019
(φωτογραφίες)




Την Πέμπτη, 24 Ιανουαρίου 2019, στη Λέσχη Ανάγνωσης της Δημοτικής Βιβλιοθήκης της Αγίας Παρασκευής είχαμε τη χαρά να υποδεχθούμε τον Γιάννη Ξανθούλη και να συζητήσουμε μαζί του το μυθιστόρημά του «Εγώ ο Σίμος Σιμεών» (εκδόσεις Διόπτρα). 
Μια απολαυστική συνάντηση με τον σπουδαίο μυθιστοριογράφο αλλά και χαρισματικό ομιλητή, που θα μείνει αξέχαστη στα μέλη και τους φίλους της Λέσχης μας, που με την αθρόα συμμετοχή τους τίμησαν τον αγαπημένο συγγραφέα.

Υποδεχθήκαμε ταυτόχρονα τη νέα χρονιά με την κοπή της πίτας της Λέσχης μας. 









Η επόμενη συνάντησή μας ορίζεται για την Πέμπτη, 21 Φεβρουαρίου, στις 6 το απόγευμα, στη Δημοτική  Βιβλιοθήκη της Αγίας Παρασκευής (Κοντοπούλου 13). Μαζί μας θα είναι ο Δημοσθένης Παπαμάρκος για να συζητήσουμε μαζί του τη συλλογή διηγημάτων «Γκιακ» (εκδόσεις Αντίποδες). Οι φίλοι της Λογοτεχνίας ευπρόσδεκτοι.
Οι συντονίστριες της Λέσχης Ανάγνωσης
Διώνη Δημητριάδου
Δήμητρα Καραχάλιου

Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2019

Ωδίνες της Ποίησης (Ποιήματα για τη Ποίηση) Γιώργος Γκανέλης εκδόσεις Στίξις η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Vakxikon.gr https://www.vakxikon.gr/ganelhs-kritikh/


Ωδίνες της Ποίησης

(Ποιήματα για τη Ποίηση)

Γιώργος Γκανέλης

εκδόσεις Στίξις
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Vakxikon.gr
https://www.vakxikon.gr/ganelhs-kritikh/





Μια συνομιλία του ποιητή με το ασπρόμαυρο της Ποίησης:

[…] αναρωτιέμαι γιατί βλέπω ολόκληρη την Ποίηση ασπρόμαυρη
Έτσι ο ποιητής Γιώργος Γκανέλης μιλά για τα σκοτάδια των στίχων του, και γεννιέται το ερώτημα: το ασπρόμαυρο, που ανοίγει τη χρωματική βεντάλια σε όλες τις γκρίζες αναμείξεις, μήπως δεν είναι το αληθινό χρώμα της Ποίησης; Αν κάποιοι εξακολουθούν να βλέπουν φανταχτερές και λαμπυρίζουσες ανταύγειες να ξεπηδούν από τα ποιήματα, έχουν από καιρό εγκαταλείψει το σκληρό τοπίο της ποιητικής δημιουργίας. Δεν απαυγάζει φως μέσα από τους στίχους. Ο ποιητής βυθίζεται στα πιο βαθιά και ανήλιαγα του έσω κόσμου προκειμένου να φέρει στην επιφάνεια το ελάχιστο αλλά πολύτιμο εύρημα. Και κάποτε μέσα στα ποιήματα μιλά ακριβώς για τη διαδικασία της εύρεσης. Είναι τότε που σε μια αυτοαναφορική κατάθεση αποκαλύπτεται η Ποιητική του δημιουργού, το πώς αντικρίζει μέσα του το έργο εν τη γενέσει του, πώς συνομιλεί μαζί του, πώς το συνειδητοποιεί ως κομμάτι του εαυτού του, πώς το συστήνει  στους αποδέκτες του.
Ο τρόπος που αντιμετωπίζει την  ποίηση ο Γιώργος Γκανέλης ανιχνεύεται σε όλα του σχεδόν τα ποιήματα των προηγούμενων συλλογών του είτε αναφέρονται σ’ αυτήν καθεαυτήν τη λειτουργία ή τη φύση της ποίησης είτε όχι. Είναι εμφανής η διάθεση να κατατεθεί από τον ποιητή η απολύτως προσωπική του θεώρηση (πρώτα προς εαυτόν και κατόπιν με στόχο τον αποδέκτη του έργου του) ως προς τον ρόλο του ποιητή. Μια υποφώσκουσα επιρροή από τη σαχτουρική ανάλογη θεώρηση, εξαιρετικά ενδιαφέρουσα στην ειλικρίνειά της και απολύτως σκληρή στην αποκάλυψη της μοναχικής (ίσως και μάταιης) πορείας προς την  ποιητική δημιουργία. Στην πρόσφατη συλλογή του με τον εύστοχο τίτλο «Ωδίνες της Ποίησης» ο Γκανέλης εναλλάσσοντας τα δύο πρόσωπα (πρώτο και δεύτερο ενικό) ανοίγει έναν ιδιότυπο διάλογο με τον εαυτό του ως δημιουργό, με το έργο του αλλά και με έναν ακροατή/βουβό «συνομιλητή» του, προς τον οποίο αφήνεται σε μια εξομολογητική, αποκαλυπτική κατάθεση. Φυσικά, γνωρίζουμε πως στην ποιητική γλώσσα τα δύο αυτά ρηματικά πρόσωπα θα μπορούσαν να εκληφθούν και ως μόνον ένα, που να αφορά τον ίδιο τον ποιητή, που ψάχνει τα όρια της αλήθειας του μετερχόμενος έτερα προσωπεία.
[…] «Μη φοβάσαι!»
πιάσε τη λέξη απ’ τον λαιμό
και δώσε ένα οριστικό τέλος
στη ραστώνη του ποιήματος
(Το ημιτελές τελεσίγραφο)

Με εμφανή την πλήρη συνειδητοποίηση της πορείας προς τη δημιουργία, ο Γκανέλης στέκεται απέναντι στο έργο του και τολμά να αποκαθηλώσει τα ποιήματα σε μια σκηνή που αποδίδει απολύτως τη σχέση του δημιουργού με το έργο του. Λειτουργεί, λοιπόν, το ποίημα σαν αγχόνη (δε βλέπεις πως και τα ποιήματα / μεταμορφώθηκαν σε αγχόνες;) ή σαν σταυρός για τον εσταυρωμένο ποιητή; Κι όταν αυτός αποκαθηλώνει τα ποιήματα (και τον εαυτό του μαζί) και τα κρεμάει στο τσιγκέλι της κοινής θέας, μήπως δεν καθίσταται και ο ίδιος αναπόφευκτα το θέαμα για όλους τους θεώμενους την ποίηση, αναγνώστες και ενδεχομένως κριτές της; Έχει προηγηθεί η σταύρωση του ποιητή πάνω στους στίχους του (ώσπου ένα πρωί οι ποιητές / βρέθηκαν καρφωμένοι στον σταυρό των στίχων τους), έχει κυλήσει το αιμάτινο ρυάκι της ψυχής του στον βωμό της δημιουργίας. Τώρα είναι η ώρα της κρίσης. Από τη στιγμή που το ποίημα προσφέρεται ως αγαθό προς κοινωνία, αρχίζει και η αυτόνομη πορεία του στη σκέψη του αποδέκτη. Ο ποιητής πλέον απεκδύεται τον ποιητικό μανδύα και αντιμέτωπος και αυτός με το έργο των χειρών του μπορεί να το κρίνει ως έτερο και αλλότριο. Θαρρώ πως τότε και μόνον  τότε μπορεί να γράψει «ποιήματα για την ποίηση» θεώμενος ο ίδιος από την αντίπερα όχθη το έργο του. Στην ουσία, λοιπόν, δεν μας ανοίγει το «εργαστήρι» του για να δούμε τη διαδικασία της δημιουργίας· περισσότερο θα έλεγα παίρνει τη θέση του αναγνώστη και κρίνει τον εαυτό του και το έργο του μαζί. Σκληρή πορεία και αυτή, αποκαλυπτική για τον ίδιο, που φέρει το άχθος της αυτογνωσίας.
Επειδή ο ήλιος συνεπάγεται λύπη
και τα αντικαταθλιπτικά κοστίζουν
επένδυσα σ' ένα πλαγιαστό σύννεφο
όλοι καταλάβατε ποιο και τι εννοώ
αλλά δεν είναι της ώρας να μιλήσω
γιατί κλοτσάει το παιδί στην κοιλιά
και ο γιατρός απουσιάζει με άδεια

Λυπάμαι που πρέπει να σας αφήσω
δεν υπάρχουν ποιητικά μαιευτήρια
κι άλλα λογοτεχνικά κουραφέξαλα
οι ωδίνες του τοκετού όταν πιάσουν
πηδάνε οι στίχοι από το παράθυρο
(Ωδίνες της Ποιησης)
Αμφιβάλλει κανείς πως στην ποίηση ταιριάζει η χρωματική κλίμακα του γκρίζου, η ανάμειξη του άσπρου και του μαύρου; Οι ωδίνες του ποιητικού τοκετού αρχικά, και κατόπιν η θέαση του έργου και η κρίση.
Ο Γκανέλης δεν μετρά τις λέξεις του και δεν τις λειαίνει προκειμένου να γίνουν αυτές περισσότερο εύληπτες. Άλλωστε είναι, όπως φαίνεται, υποστηρικτής της θέσης ότι η ποίηση είναι μια προσωπική υπόθεση, που εμπεριέχει τον στόχο της και κατ’ ευχήν και μόνον επιζητεί τον αποδέκτη της. Πρόκειται για μια εσωτερική ανάγκη που γεννά το ποίημα μακριά από τις πολλαπλά προσφερόμενες «στρατεύσεις» ιδεολογικές και μη. Με δεδομένο ότι ίσως μόνον έτσι γράφεται η αληθινή ποίηση, νομίζω πως μπορούμε να θεωρήσουμε τον Γιώργο Γκανέλη έναν καθαρό ποιητή χωρίς επιθέματα και χωρίς προφάσεις. Ακόμα και οι εμφανείς επιρροές του από άλλους μεγάλους θιασώτες της αληθινής ποιητικής προσφοράς είναι ομαλά αφομοιωμένες στη δική του ποιητική κατάθεση, καταξιώνοντας τους παλαιούς και ανοίγοντας ελεύθερο τον δικό του ορίζοντα. Με κοφτό και λιτό λόγο, με μικρές ποιητικές προτάσεις. Με την κατ’ ουσίαν χρήση των λέξεων, αποδίδει το σημαινόμενο σε όλο του το εύρος. Μια Ποίηση με κεφαλαίο το γράμμα της, όπως το θέλει στον τίτλο της συλλογής του ο ποιητής, να δεσπόζει στο λιτό εξώφυλλο – δείγμα πως δεν χρειάζονται πολλά στολίδια για να λειτουργήσει συντροφικά το έξω με το μέσα του βιβλίου.
Διώνη Δημητριάδου


«Αντικατοπτρισμοί» Συνάντηση Ποίησης και μουσικής


«Αντικατοπτρισμοί» 
Συνάντηση Ποίησης και μουσικής 

Η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, ο Γιώργος Δουατζής και ο συνθέτης Γιώργος Βαρσαμάκης, σας καλούν σε έναν μοναδικό διάλογο Ποίησης και Μουσικής
Πολυχώρος τέχνης Αλεξάνδρεια (Σπάρτης 14, Πλ. Αμερικής)
Παρασκευή 1η Φεβρουαρίου 2019 στις 21.00'
Η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ και ο Γιώργος Δουατζής θα διαβάσουν το από κοινού έργο τους «Αντικατοπτρισμοί» και ποιήματα από τις πρόσφατες ποιητικές τους συλλογές, στη διάρκεια συναυλίας του Γιώργου Βαρσαμάκη
Παίζουν οι μουσικοί: Βιολί - Κώστας Καριτζής, τσέλο - Αγγελική Μουρίκη, κλαρινέτο - Κώστας Ιωαννίδης, κιθάρα - Γιώργος Τοσικιάν, πιάνο - Γιώργος Βαρσαμάκης

Πολυχώρος τέχνης Αλεξάνδρεια (Σπάρτης 14, Πλ. Αμερικής, Αθήνα 112 52)
Τιμή εισιτηρίου: 10 ευρώ
Για κρατήσεις: Τηλ.: 210 8673655

Όσα δεν έζησαν διηγήματα Μαρία Σκιαδαρέση εκδόσεις Πατάκη η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal http://fractalart.gr/osa-den-ezhsan/


Όσα δεν έζησαν

διηγήματα

Μαρία Σκιαδαρέση

εκδόσεις Πατάκη
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal
http://fractalart.gr/osa-den-ezhsan/




ένα λογοτεχνικό σπίτι για τους μετανάστες

Η λογοτεχνική γραφή έχει τον τρόπο να αποτυπώνει την πραγματικότητα – σε κάποιες περιπτώσεις θα μπορούσε να θεωρηθεί, όπως και κάθε άλλη μορφή Τέχνης, η άλλη όψη της αλήθειας, ικανή να ανασύρει από το θυμικό των ανθρώπων τις πιο εσωτερικές πτυχές και να τις προσφέρει με τον μυθοπλαστικό μανδύα με διάφανη και περίοπτη όλη την υποκρυπτόμενη φύση τους. Ίσως γι’ αυτό τον λόγο, όταν επιλέγει στη θεματική της τα πιο φλέγοντα ζητήματα, συνιστά και την πιο καίρια ματιά πάνω τους.
Με το θέμα των μεταναστών και των προσφύγων δεν είναι η πρώτη φορά που ασχολείται η σύγχρονη γραφή. Ωστόσο, νιώθεις διαβάζοντας το νέο βιβλίο της Μαρίας Σκιαδαρέση πως η πεζογράφος έχει συλλάβει την ουσία του ζητήματος – και από την πλευρά των ίδιων των ανθρώπων που βρίσκονται σε απόγνωση αλλά και από την πλευρά της χώρας υποδοχής. Σωστή η επιλογή της μικρής φόρμας για να γραφούν οι ιστορίες· πρόκειται για θέμα ανοιχτό με αδιόρατες ακόμη τις εξελίξεις του, κυρίως στις αντιδράσεις των γηγενών, που αλλάζουν με το φύσημα του αέρα και διαφοροποιούν τη στάση τους απέναντί σε πρόσφυγες και μετανάστες, επενδύοντας την πρακτική τους με επίσης διαφοροποιημένη κατά περίσταση ιδεολογία, αλλά κυρίως με ποικίλα ιδεολογήματα, άλλα νεότευκτα και άλλα αντλημένα από ζοφερές εποχές του παρελθόντος. Δύσκολοι οι καιροί, λοιπόν, για να αποκρυσταλλώσεις θέση ως προς ένα ζήτημα που πυροδοτεί εξελίξεις· η μεγάλη αφήγηση θα απαιτούσε την παγιωμένη θέση για να σταθεί και να τοποθετήσει τους ήρωές της με αληθοφάνεια στο τοπίο της. Επομένως, άριστη η επιλογή της Σκιαδαρέση να απομονώσει περιπτώσεις, εικόνες, σκηνές, και να τις κοιτάξει μέσα από τη μικρή σε έκταση αφήγηση που επιτρέπει το διήγημα, και όχι μέσα από ένα μυθιστόρημα, μια άστοχη στην περίπτωση αυτή εκδοχή γραφής. Η όποια περαιτέρω ανάλυση επαφίεται στον αναγνώστη με τις προσλαμβάνουσες που έχει, με τον ιδεολογικό του κόσμο που διαμορφώνει τις αντιδράσεις του.
Τέσσερις ιστορίες περιέχονται στο βιβλίο. Η κάθε μία ανοίγει ένα διαφορετικό σκηνικό από τον δύσκολο δρόμο που τραβούν όσοι επιλέγουν (πρόκειται όμως για επιλογή πάντα;) την Ελλάδα ως τόπο για να μπορέσουν να συνεχίσουν τη ζωή τους χωρίς τη στέρηση των στοιχειωδών, χωρίς τον φόβο και την ανασφάλεια που γεννά η καθημερινή απειλή θανάτου. Αλλά και όσοι βρέθηκαν εδώ από παλαιότερες στροφές της ιστορίας, Έλληνες και ξένοι ταυτόχρονα.
Ο Κούρδος Κερίμ της πρώτης ιστορίας, που φτάνει από την Τουρκία στο Λαύριο μισός (έχοντας χάσει τον φίλο του που δεν τα κατάφερε), σχεδόν αγγίζει την ελπίδα. Θα μπορούσε να ζήσει μια φυσιολογική ζωή, να είναι αποδεκτός, ακόμη και ερωτεύσιμος; Η ζωή, όμως, είναι ανατρεπτική και απρόβλεπτη.
Μπήκε στο αμάξι όπως του είπε, πήγε στο σπίτι της –βόρειο προάστιο–, μπήκε στο μπάνιο της, πλύθηκε, λούστηκε, βγήκε, αγγίχτηκαν, το ένα έφερε το άλλο, βρέθηκε στο κρεβάτι της, την έκλεισε στα μπράτσα του, τον έκανε να ονειρευτεί. Απ’ τη στιγμή εκείνη δεν ήταν πια ο ίδιος.
Η Χαμιντέ, της δεύτερης ιστορίας, μουσουλμάνα της Δυτικής Θράκης, συμβιώνει ομαλά με τους Χριστιανούς γείτονές της, βρίσκει πολλούς τρόπους να ξεπερνά τα θρησκευτικά εμπόδια που συχνά διχάζουν τους λαούς, κι ας κληρώθηκαν από τις ιστορικές συγκυρίες να συμβιώνουν στα ίδια εδάφη, πατρώα για όλους. Δεν είναι, όμως, το ίδιο εύκολη η συμβίωση με την ομοεθνή νύφη της, τη γερμανοτραφείσα σύζυγο του γερμανοσπουδαγμένου γιου της. Οι καιροί έχουν αλλάξει. Η νεότερη γενιά απεκδύεται τα πατρογονικά έθιμα, ο δυτικός τρόπος ζωής την έχει μεταμορφώσει. Η Χαμιντέ θα βρεθεί η ίδια εσωτερική μετανάστρια, από τον κήπο της στην Κομοτηνή στο εξοπλισμένο διαμέρισμα της Ξάνθης. Μόνο που αυτό δεν είναι πλέον το σπίτι της. Πώς θα αντιδράσει; Πώς θα διατηρήσει τα πατρογονικά της έθιμα απέναντι σ’ αυτούς τους άπιστους που αλλοίωσαν τον χαρακτήρα των ομοεθνών της; Και η Χριστιανή φίλη της, μια άπιστη κι αυτή, ποια στάση θα κρατήσει;
Κι εμείς όπως οι άπιστοι! Ποιοι είναι οι άπιστοι και ποιοι είμαστε εμείς; Πώς άλλαξαν οι άνθρωποι, τα σπίτια, ο τρόπος που ζυμώνουν το ψωμί, τα φαγητά, οι ώρες της ημέρας κι οι συνήθειες, μέρα και νύχτα έγιναν ένα, οι εποχές έγιναν ένα, κανείς δε νιώθει την ανάγκη να ευχαριστήσει τη ζωή για τον επιούσιο, για την υγεία, για την ελευθερία του. Ποιος είναι άπιστος και ποιος πιστός;
Ο Ιρανός αρχαιολόγος, της τρίτης ιστορίας, από την Τεχεράνη θα βρεθεί στην Αθήνα για να ταράξει τα τελματώδη νερά της ζωής της Ελπίδας. Είναι δυνατόν η κόρη της να κάνει σχέση με έναν Ανατολίτη; Κι όμως, η πλοκή έχει άλλη άποψη. Ένα ξάφνιασμα αρχικά για την ηρωίδα που διαγράφει την προκατειλημμένη άποψη και αφήνεται να ζήσει  όσα δεν έζησε ως τότε στη μετρημένη της ζωή. Μόνο που η ιστορία, ανατρεπτική και αυτή στην εξέλιξή της, θα ξαφνιάσει και τον αναγνώστη.
Κοιτάζοντάς τον, η Ελπίδα έκανε τη σκέψη πόσο ξένος μπορεί να είναι αυτός ο άνθρωπος που ήρθε από την  καρδιά της Ασίας για να υπηρετήσει αυτόν εδώ τον τόπο, όπου έτυχε να γεννηθούν τόσοι που λέγονται Έλληνες, όπως κι η ίδια εξάλλου, και που ποτέ δεν ένιωσαν συγκίνηση σαν τη δική του στη θέα τούτων των μνημείων. Έλληνες, τους μάθαιναν στο σχολειό, είναι όσοι έχουν παιδεία ελληνική. «Στον άνθρωπο αυτόν, να φανταστείς, αρνούνται υπηκοότητα!» σκέφτηκε η Ελπίδα και ντράπηκε για λογαριασμό πολλών.
Στην τέταρτη ιστορία, και την πιο δραματική από όλες, με τον εύγλωττο τίτλο «Οι Μαύροι», μια οικογένεια Σομαλών προσφύγων, που βρίσκονται στην πλατεία Βικτωρίας, θα γνωρίσουν την απρόσμενη καλοσύνη – μια σταγόνα ελπίδας πως όλα δεν χάθηκαν αλλά υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που βλέπουν πέρα από τις διακρίσεις, που αναγνωρίζουν τη διαφορετικότητα του άλλου ως πλούτο του πολιτισμού. Ώσπου να αλλάξει το σκηνικό, και να φανερωθεί η βία με το πιο παράλογο πρόσωπό της. Όχι, δεν ήταν φιλόξενη χώρα η Ελλάδα· φιλόξενη ήταν μόνο μια μονάδα μέσα στο εχθρικό σύνολο. Κι όταν αυτή χάνεται, όλα δείχνουν το αληθινό τους πρόσωπο.
Με το που ήρθαν να μείνουν στο υπόγειο σε κάθε τους συνάντηση με τους ενοίκους κρύο ρεύμα περπάταγε στη ραχοκοκαλιά τους και η πρώτη λέξη που έμαθαν ήταν η λέξη «μαύρος», ανάμεσα στους ψίθυρους ξεχώριζε κι ας ήταν σε διάφορες μορφές· μαύρος, μαυράκι, μαύροι.
Οι ιστορίες της Σκιαδαρέση είναι αληθινές, γι’ αυτό και σκληρές. Αποκαλύπτουν τη μη παραδοχή του διαφορετικού, που κρύβεται συχνά πίσω από μια επιφανειακή ανοχή ή (χειρότερα ακόμη) μέσα σε πομπώδεις διακηρύξεις περί ισότητας. Στην πραγματικότητα το φίδι κάθε φορά σπάει το κέλυφος και σεργιανάει· πάντα ζωντανό και απειλητικό, έτοιμο να καταβροχθίσει την προσχηματική αποδοχή της διαφορετικότητας. Και όσοι βαυκαλιζόμαστε με το ιδεολόγημα ενός εγγενούς αισθήματος φιλοξενίας που τάχα έχουμε στο γονίδιό μας, ας το ξανασκεφτούμε. Δεν είμαστε τόσο φιλόξενος λαός όσο νομίζουμε, κι ας έχει συνδεθεί το όνομά μας με την πανάρχαια ιδιότητα του Ξένιου Διός. Κι αν, για να πούμε και την ιστορική αλήθεια, στο πρώτο Ελληνικό Σύνταγμα της επαναστατημένης Ελλάδας (Επίδαυρος, 1822) γραφόταν καθαρά η ισότητα των πολιτών (διαβιούντων και έξωθεν ερχομένων στην Ελλάδα απέναντι στους νόμους) αλλά και η ισότητα των ανθρώπων (κατάργηση της δουλείας), δεν έχουμε αυταπάτες πως αυτές οι ρηξικέλευθες για την εποχή διατάξεις ίσχυσαν, γιατί δεν υπήρχε στην πραγματικότητα ανάλογο πρόβλημα στην τότε μικρή Ελλάδα – στην  περίπτωση της Αμερικής, τέτοιες διατυπώσεις χρειάστηκε να γίνουν συνείδηση μέσα από έναν εμφύλιο πόλεμο (εκεί όμως υπήρχε ζωντανό το πρόβλημα).
Οι ιστορίες του βιβλίου κατόρθωσαν, στο μέτρο που τους αναλογεί, να δώσουν τη λογοτεχνική στέγη, το σπίτι που αλλιώς δεν βρίσκουν, στους μετανάστες-ήρωές τους. Δεν ξέρω αν αυτό μπορεί να θεωρηθεί πράγματι πολύ· είναι όμως σημαντικό, γιατί δείχνει την ευαισθησία της συγγραφικής ματιάς να ανασύρει από το σκοτάδι τα πρόσωπα, να δείξει τη ζωή τους και τη σκέψη τους, να τους δώσει ένα βήμα  να μιλήσουν, έναν χώρο να σταθούν. Ευτυχώς η λογοτεχνία μπορεί ακόμη να λειτουργήσει αποκαλυπτικά και να ανοίξει ένα (μικρό έστω) ρήγμα στο σκληρό περίβλημα των συνειδήσεων.


Διώνη Δημητριάδου


"Μέδουσας Φτύμα" διήγημα της Δέσποινας Καϊτατζή-Χουλιούμη μαζί με τρεις φωτογραφίες του Κωνσταντίνου Μάνου


Μέδουσας Φτύμα



[φοράει μάσκες 
προσωπεία να κλείσουν 
 πληγές χαίνουσες ] 



διήγημα της Δέσποινας Καϊτατζή-Χουλιούμη

 μαζί με τρεις φωτογραφίες του Κωνσταντίνου Μάνου





Καθόταν στο τραπέζι με τον άνδρα και τα παιδιά. Απαστράπτουσα. Φινετσάτη  κι ας ήταν κάπως παλιά τα ρούχα. Παρέπεμπε σε ντίβα εποχής. Ο άνδρας δίπλα ασήμαντος. Τα παιδιά ομορφούλικα και ζωηρά πηγαινοέρχονταν ένα τσούρμο. Απέναντι η μάνα χαμογελαστή με ήρεμο βλέμμα. Σχεδόν αθώου παιδιού. Από δίπλα η γιαγιά. Περνούσε συνεχώς όλους με το βλέμμα της σαν ραντάρ, ιδιαίτερα την Ανδρονίκη. Λες και ήθελε να βεβαιωθεί ότι όλα ήταν εντάξει. Πότε πότε έριχνε κλεφτές ματιές στους χωριανούς στα γύρω τραπέζια. Δεν ήταν συνηθισμένη σε οικογενειακές εξόδους. Φοβόταν μην τους μπουν στο μάτι. Μη συμβεί κάτι και τους προσβάλει κάποιος με καμιά μπηχτή, με κανένα υπονοούμενο. Λίγο πιο πέρα καθόταν η γηραιά κυρία. Εκείνη η σκυλόγρια. Η Ανδρονίκη δεν ήθελε να τη βλέπει μπροστά της με τίποτε. Με το ένα πόδι στον τάφο κι ακόμη αρνιόταν να αποδεχτεί το νήμα που τις έδενε. Εμείς θα φορτωθούμε το μπάσταρδο, έλεγε και ξανάλεγε όταν κάποια γειτόνισσα τολμούσε να θίξει το θέμα. Ολόκληρη ποδοσφαιρική ομάδα είχε περάσει τη μάνα της. Γιατί να είναι δικό μας το μούλικο.

Η πλατεία του χωριού γεμάτη στο ετήσιο γλέντι για το αντάμωμα των απανταχού συγχωριανών. Μικροί μεγάλοι, γέροι παιδιά όλοι μαζί κάθονταν παρέες παρέες και γλεντούσαν με σουβλάκια, σπιτικές πίτες, μπύρες, αναψυκτικά. Λαϊκά πράματα. Με μερικά ευρώ διασκέδαζαν και χόρευαν κάτω από τον έναστρο ουρανό. Το αντάμωμα διοργάνωναν οι γυναίκες του πολιτιστικού συλλόγου. Κάθε καλοκαίρι, έψηναν πίτες και σουβλάκια, καλούσαν λαϊκές ορχήστρες.

Η Ανδρονίκη κάθε τόσο έβρισκε αφορμή για να σηκωθεί. Άλλοτε για να χορέψει και άλλοτε για να πει κάτι σε κάποιον παραδίπλα. Γοητευτική. Περπατούσε λικνίζοντας με σαγήνη το καλλίγραμμο κορμί της, δίνοντας την αίσθηση εμπιστοσύνης στον εαυτό. Με μια πρώτη ματιά θα έλεγε κανείς πως έδινε την εντύπωση ατόμου που τα είχε βρει με τον εαυτό και τους γύρω. Ατόμου με πηγαία κατάφαση απέναντι σε όλους και σε όλα. Αν όμως την πρόσεχες λίγο καλύτερα, έβλεπες άλλα. Τους άντρες τους κρατούσε από μακριά και τους προκαλούσε συνάμα. Τα βλέμματά τους έπεφταν λαίμαργα πάνω της. Πολλές φορές βρόμικα. Ήξερε πολύ καλά ότι αρέσει στους άνδρες. Επεδίωκε να τους προκαλεί. Δεν ήξερε ακριβώς τι ήταν αυτό που την ωθούσε να το κάνει. Ήθελε με κάθε ευκαιρία να τους ανάβει και να τους αφήνει να λιώνουν. Κι  αυτή να σβήνει με τον ασήμαντο το βράδυ στο σπίτι. Γι’ αυτόν τουλάχιστον ήταν σίγουρη. Αυτός τη λάτρευε. Θα ήταν πάντα πλάι της. Σκλάβος. Τη σκυλόγρια ούτε που γύριζε να την κοιτάξει. Έδειχνε να της είναι παντελώς αδιάφορη. Μέσα της όμως έβραζε. Ήθελε όχι μόνο να της κάνει αισθητή την παρουσία της αλλά και να την τσιγκλίσει με τον πιο προκλητικό τρόπο. Ακόμη και να της χιμήξει, αν γινόταν. 


Με ανακατώνει που τη βλέπω, αν συνεχίσει να πηγαινοέρχεται το πορνίδιο θα σηκωθώ να φύγω, είπε κάποια στιγμή χαμηλόφωνα η γηραιά κυρία στη διπλανή της. Γιατί πορνίδιο; Παντρεμένη γυναίκα με παιδιά είναι, της απάντησε εκείνη. Και πώς του μοιάζει, ολόιδια είναι ακόμη και στο βάδισμα, συνέχισε μέσα από τα δόντια. Κοίτα, μας κουβάλησε και το πουταναριό τη μάνα της, συνέχισε η γηραιά κυρία με απαξίωση. Αγέρωχη η Ανδρονίκη ξανασηκώθηκε για χορό. Του έμοιαζε και σε αυτό. Με απαλές πλαστικές κινήσεις λεπταίσθητης σαγήνης. Απόλαυση να τη βλέπεις Κι ας είχε τις γόβες στιλέτο φθαρμένες. Είχε έναν αέρα, μια αύρα ντίβας πάνω της. Μετά τον χορό ξανακάθισε. Ο άνδρας πάντα σιωπηλός δίπλα κατέβαζε μπίρες. Κάπου κάπου χασκογελούσε με τα παιδιά. Δεν του έριχνε ούτε μια ματιά. Αυτός ήταν πάντα εκεί. Οι κινήσεις της όλες μελετημένες, λες και πριν τις εξόδους έκανε πρόβες μπρος στον καθρέφτη μιμούμενη μανεκέν και σταρ του σινεμά. Με αμυδρό χαμόγελο ανεμελιάς και επιτηδευμένης συγκατάβασης κοίταζε τάχα αδιάφορα γύρω. Κάποιες φορές έριχνε ματιές στη μάνα, που καθόταν ευχαριστημένη αντίκρυ και την καμάρωναν μαζί με τη γιαγιά.

Επιτέλους κάπως δικαιωμένη μετά τον Γολγοθά, σκεφτόταν κάθε φορά που έβλεπε έτσι τη μάνα. Για την ίδια ήταν δύσκολα. Από μέσα της ούρλιαζαν φωνές. Τουρκόσπορο. Μπάσταρδο. Πού είναι η μάνα σου ρε; Ποιος σε έσπειρε εσένα; Γιατί σε έχει η γιαγιά μούλικο; Είσαι για παρτούζες; Και εκείνη η σκατόψυχη η σκυλόγρια, που καθόταν χωρίς ντροπή παραδίπλα, να έρχεται μπροστά στα μάτια της ξανά και ξανά σαν επαναλαμβανόμενο βίντεο, να τη διώχνει σηκώνοντας κατά πάνω της το σκουπόξυλο της αυλής, να τη φωνάζει: Μην ξαναπατήσεις το πόδι σου, πουτάνας γέννα. Τράβα να γίνεις σαν κι εκείνη, τράβα από ’κει που ήρθες μπάσταρδο.

Το κεφάλι βούιζε. Παραλίγο να σωριαστεί κάτω. Να αρχίσει να ουρλιάζει κι αυτή για να σιγήσουν τα μέσα ουρλιαχτά. Για μια στιγμή την άγγιξε το βελούδινο βλέμμα της γιαγιάς, που της έγνεψε κατευναστικά. Ήξερε η γιαγιά, αυτή την ανάστησε και ένιωθε την παραμικρή της αντίδραση. Το γαλήνιο νεύμα της τη συνέφερε κάπως. Ανάσαινε ασθμαίνοντας. Πήρε ένα τσιγάρο. Πήγε να το βάλει στο στόμα, να ρουφήξει. Με το που άνοιξε το στόμα απλώθηκε μαύρο σκοτάδι. Πίσσα. Πηγάδι θεοσκότεινο το στόμα. Το πρόσωπο μεταμορφώθηκε. Παραμορφώθηκε τερατόμορφο. Κακόσχημο ομοίωμα δράκαινας. Από τη σκοτεινή χοάνη του στόματος ξεχείλιζε ακατάσχετος οχετός. Μέδουσας φτύμα, φίδια κομμένα, βδέλλες που έψαχναν να κολλήσουν βεντούζες. Όλα τα μούλικα και τα πουτάνας κόρη που σωρεύτηκαν μέσα της πήραν μορφή και ξεπηδούσαν από το στόμα. Τον γνώριζε από παιδί αυτόν τον οχετό. Μια ζωή τον έφερε μέσα της. Συμβίωνε μαζί του. Με χέρι τρεμάμενο και κινήσεις κάπως ασταθείς έβαλε το τσιγάρο στο στόμα. Πήρε μια βαθιά ρουφηξιά. Ξαναρούφηξε. Γέμισε τα πνευμόνια καπνό. Φύσηξε τον καπνό προς τα πάνω. Πήρε απανωτές ανάσες. Βαθιές. Μετά άδειασε μονορούφι το ποτήρι της μπύρας. Ξαναπήρε βαθιές ανάσες. Σκούπισε τα χείλη και έκλεισε το στόμα. Αυτό ήταν. Με το που έκλεισε το στόμα τα τέρατα κρύφτηκαν πάλι.

Όλα εξαφανίστηκαν ως δια μαγείας πίσω από ένα λαμπερό προσωπείο με ανεπαίσθητο μειδίαμα. Οι κινήσεις της επανέκτησαν κάπως τη φινετσάτη χάρη. Με στόμα κλειστό και σύσπαση των μυών γύρω από τα χείλη, φρύδια ελαφρώς ανασηκωμένα σε μια έκφραση απέριττα γοητευτική και πάλι. Με μια πρώτη ματιά θα έλεγε κανείς πως έδινε την εντύπωση ατόμου που τα είχε βρει με τον εαυτό και τους γύρω. Ατόμου με πηγαία κατάφαση απέναντι σε όλους και σε όλα.

Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη

 (από ανέκδοτη συλλογή διηγημάτων)



Η Δέσποινα Καϊτατζή - Χουλιούμη  είναι κλινικός ψυχολόγος (Msc) της Σχολής  Εφαρμοσμένης Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου  Ουψάλα. Είναι μέλος της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης (ΕΛΘ) και μέλος της Εταιρίας η Συντροφιά της Karin Boye ( Karin Boye Sällskapet). Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές: Λιγοστεύουν οι λέξεις, 2017, Εκδόσεις Μελάνι, Διαδρομές, 2015, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Συναισθηματικό αλφαβητάρι, 2009,  Εκδόσεις UNIVERSITY STUDIO PRESS, Ο Δρόμος, 2006, Εκδώσεις Δήμου Σερρών, καθώς και το δίγλωσσο βιβλίο σουηδικής ποίησης σε δική της μετάφραση Δέρμα από Πεταλούδες-Επιλογές Σουηδικής Ποίησης, 2018, εκδόσεις intellectum. Ποιήματα, μεταφράσεις, διηγήματα και κριτικές αναγνώσεις της, έχουν δημοσιευτεί στο ΘΕΥΘ, Νέα Εποχή, Δίοδος, http://www.poiein.gr, http://staxtes.com/ http://www.intellectum.org,  http://frear.gr/, http://fractalart.gr/,  http://staxtes.com/, https://tokoskino.me, https://diastixo.gr/,