Παρασκευή 29 Ιουνίου 2018

Τρία ποιήματα της Ερμοφίλης Τσότσου από τη συλλογή Ώρες ανησυχίας (εκδόσεις Σμίλη) μαζί με τρεις πίνακες της Dimitra Milan



Τρία ποιήματα

της Ερμοφίλης Τσότσου

από τη συλλογή

Ώρες ανησυχίας

(εκδόσεις Σμίλη)
μαζί με τρεις πίνακες της Dimitra Milan







Κοραλί Απόχρωση

                                                                                                                στην Μαρία Λαϊνά



 Ξύπνησα άυλος σαν τρεχαντήρι που

σκάβει.

Κάποιος αβάπτιστος προσπαθούσε

να περάσει ταινίες φέιγ βολάν μέσα μου.



Εξεγερτήριο φωνάζει.

Νέος τη σήμερον ημέρα, μελαμψός

άκρα σταθερός από νιότη

έπρεπε να απαντήσει.



Δεν γράφει ο τυφλός μου επισκέπτης άλλο.



Σταμάτησε η ενόραση

και, συνέχισε.

Ψάξτε στην άλλη μεριά

εκεί

που τα καθαρτήρια λιώνουν παραπάνω

εκεί

που το σταυροδρόμι

σημαδεύει το σημείο από λαχτάρα.



Γρήγορα, τα χέρια σωπαίνουν

ασπίδες τέχνης, παράγωγά της ξεφυτρώνουν.



Δεν μιλάει ο τυφλός μου εαυτός άλλο.



Γρήγορα, ξαναφυτρώνεις

ενδομυχής και γελαστός;



 Ας μην μιλάμε άλλο, κοίτα

να φέρεις τριαντάφυλλα να ατενίζουν

στον κήπο του νεαρού Κυρίου.



Ξαναφυτρώνεις,

ενδομυχής και γελαστός;



Γρήγορα γιατί;

Θα ανατραφώ ξανά;









Παραλλαγές της Πολύμνιας





Ανέγγιχτη, ανέπαφη,

στων οραμάτων μας τις ζώνες.

Υπομορφική

στους στρατώνες

των ανάδοχων οικογενειών μας.

Αντάμωσες το νυχτολούλουδο

όπως τα περιστέρια

τις ροδανθιές τους.

Υπεράσπισες τις αναμείξεις,

τις θυσίες,

τη νιότη,

τις ονειρώξεις μας.



Ξανά τρεις θα εξεγερθούμε,

η Πολύμνια, το αναμάρτημά σου

η Τερψιχόρη η Ελευθερωμένη σου,

η Μελπωμένη η Θεοσκέπαστη.



Τρεις οι εγκέλαδοι

τρεις οι πεμπτουσίες

τρεις οι ευεργεσίες.



Ω έρωτα συγχώρα με

δεν ξύπνησα

απόψε.








Απόλυση





Βαριά πάντα η απώλεια

κοκκινίζει το σύμπαν

αγκυροβολούν τα μάτια

υγραίνεται το μέτωπο,

ρωτά, αγωνιά.

Μίζερα τοπία, αδειανά τασάκια,

πικρός καφές.

Βαρύ το αναπάντεχο.

Τιθασευμένη η όψη σου

μετανιωμένη από τα χτυπήματα.

Όλα κατανοητά -έτσι έπρεπε να γίνουν-

Υπάρχει καιρός που

νοθεύουν το χρώμα

τα όνειρα τις οπτασίες φτιάχνουν

χρωματίζουν τα σκαλιά.

Μα όλοι θέλουν να σώσουν το όνομά τους.

Αδειάζουν το χώμα

βγάζουν τις φύτρες

ξεριζώνουν το ριζικό.



Σιγά

μην ξεθάψουν τους ζωντανούς.



Ερμοφίλη Τσότσου, Ώρες ανησυχίας, Σμίλη




Η Ερμοφίλη Τσότσου γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Τα τελευταία χρόνια ζει στην Αθήνα. Οι σπουδές της είναι πάνω στη Διοίκηση (MBA – Nottingham Trent University), Business Analytics, Social Media, Digital Marketing (Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και Καποδιστριακό) επιπλέον σπουδάζει στο Ε.Α.Π. στο τμήμα «Σπουδές στον Ελληνικό Πολιτισμό». Οι Ώρες Ανησυχίας είναι η πρώτη της ποιητική συλλογή από τις εκδόσεις Σμίλη, 2018.



(οι πίνακες είναι της Dimitra Milan – abstract realism)

Επιμέλεια: Διώνη Δημητριάδου

Το πλέγμα μυθιστόρημα σε είκοσι μονολόγους του Μιχάλη Μοδινού εκδόσεις Καστανιώτη η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.grhttps://diastixo.gr/kritikes/ellinikipezografia/10184-to-plegma


Το πλέγμα
μυθιστόρημα σε είκοσι μονολόγους
του Μιχάλη Μοδινού
εκδόσεις Καστανιώτη
 η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.grhttps://diastixo.gr/kritikes/ellinikipezografia/10184-to-plegma



Ένα καινούργιο μυθιστόρημα από τον Μιχάλη Μοδινό είναι είδηση σημαντική στα λογοτεχνικά πράγματα. Πολύ περισσότερο αν μας ξαφνιάζει με το θέμα του αλλά και αν πρωτοτυπεί με τον τρόπο παρουσίασής του.

Η καθημερινότητα των ανθρώπων, οι μικρές συνήθειες, τα καλά κρυμμένα πάθη, οι επιφανειακές ανέξοδες σχέσεις, τα κοινότοπα σχόλια που ανταλλάσσουν θαμώνες στο καφενείο, μικρά άγχη που τους ταλαιπωρούν, μεγάλα άγχη που δεν τα μοιράζονται με τους άλλους. Αλήθεια, όλα αυτά και άλλα παρόμοια «μικρά» της ζωής μας γίνονται μυθιστόρημα; Έχουμε δει απόπειρες να χτιστεί η μεγάλη αφήγηση γύρω από ανύπαρκτα θέματα – παλιά  πληγή αυτή που μας πηγαίνει χρόνια πίσω. Στη δεκαετία του ’80 και του ’90, που είχαμε πάλι έξαρση της γραφής, είχαμε πολλά δείγματα πεζογραφίας κυρίως από νέους λογοτέχνες,  με ένα έλλειμμα όμως ως προς τη μυθοπλασία. Τα θέματα ήταν είτε φτωχά είτε κατέληγαν αδιέξοδα από αδυναμία του συγγραφέα να δει τη συνολική εικόνα του τοπίου. Σήμερα, με πληθώρα συγγραφέων να επιχειρούν στο πεδίο του μυθιστορήματος, η θεματική είναι πάλι το πρόβλημα. Ίσως κανένα από τα παραπάνω απλά και καθημερινά της ζωής δεν αποτελεί ικανό θέμα για να χτίσεις γύρω του την απαιτούμενη πλοκή ενός μυθιστορήματος. Μήπως, όμως, όλα μαζί και με τον κατάλληλο τρόπο σύνδεσης συνιστούν την ποθητή δομή της μεγάλης αφήγησης; Μόνο που χρειάζεται ένας καλός συγγραφέας για να συμβεί αυτό.

Εδώ ο Μοδινός έρχεται να πρωτοτυπήσει και, έτσι, να θέσει εκ νέου το ερώτημα: τι είναι το μυθιστόρημα; Το Πλέγμα είναι μια σειρά από μονολόγους, άρα ένα σπονδυλωτό αφήγημα, που έχει ως ήρωες 19 πρόσωπα – αυτό αμέσως θα μπορούσε να εγείρει ενστάσεις από τους θεωρητικούς της γραφής ως προς το πολυπρόσωπο του πράγματος. Τα πρόσωπα αυτά έχουν στενές ή χαλαρές συνδέσεις μεταξύ τους και στην ουσία αφηγούνται τη μία ιστορία, όπως το καθένα από την πλευρά του είδε και εννόησε ένα κομμάτι της – ποτέ ολόκληρη. Διαβάζοντας τον κάθε έναν από τους μονολόγους του βιβλίου δεν γίνεται να μη σκεφτείς πως από μόνος του ίσως δεν αποτελεί άξιο λόγου θέμα. Προχωρώντας αντιλαμβάνεσαι ότι σε κάθε νέο μονόλογο προσθέτεις τις άλλες φωνές και στο τέλος όλες μαζί συναποτελούν ένα λογοτεχνικό τοπίο. Και παραδέχεσαι πως είναι άξιο λόγου χωρίς αμφιβολία.

Θυμήθηκα πως όταν ήμουν μικρή παίζαμε στην αυλή με τα παιδιά της Αϊσέ ενόσω εκείνη σιδέρωνε τα ρούχα και ανακάτευε το ραγού. Θυμάμαι πώς προσέχαμε την Αϊσέ, τα σχεδόν αφόρετα ρούχα που της δίναμε για τα παιδιά και τον άντρα της, τη δουλειά που του βρήκε ο πατέρας μου ως φύλακα στο Εφετείο της Ρουέν όταν τον απέλυσαν από τη Ρενώ. Δεν ετίθετο ζήτημα θρησκείας τότε – στο προσκήνιο ήταν η πάλη των τάξεων, αυτήν τουλάχιστον συζητούσαμε καμιά φορά γύρω από το τραπέζι. Ήμασταν αστοί αλλά εν μέσω της γενικευμένης ανάπτυξης είχαμε την πολυτέλεια να υποδυόμαστε τους αριστερούς, τους προοδευτικούς ή έστω τους κοινωνικά ευαίσθητους. Ακόμα κι όταν διορίστηκα και βρέθηκα να διδάσκω γαλλικά στο Γαλλικό Κονγκό, επέμενα να αναζητώ μαζί με άλλους το επαναστατικό υποκείμενο – τη φορά εκείνη στους εξεγερμένους του Τρίτου Κόσμου. Μόνο πολύ αργότερα γειώθηκα, όταν μ’ έστειλαν για ένα τέρμινο στην Πράγα και αργότερα στη Μόσχα και είδα από πρώτο χέρι τι θα πει εφαρμοσμένος κομμουνισμός. Έτσι όμως ήμασταν όλοι τότε. Η θρησκεία περίπου δεν υπήρχε στον νεαρό μεταπολεμικό κόσμο, η αθεΐα μας είχε κάτι το λυτρωτικό. Πώς εκκολάφθηκε στη συνέχεια όλος αυτός ο φανατισμός; Πώς βγήκε το τζίνι απ’ το μπουκάλι;



Επειδή στεγανά στην Τέχνη δεν υπάρχουν, συνειρμικά μου έρχεται στη σκέψη η «σπουδή» του Άλμπρεχτ Ντύρερ με τα χέρια σε προσευχή. Επρόκειτο να είναι τμήμα μιας ευρύτερης εικόνας, και η συγκεκριμένη σπουδή αποτελεί ένα προσχέδιο, μια μελέτη για την κατοπινή ζωγραφική απόδοση ενός από τους αποστόλους στον βωμό Heller (Heller Altar). Από μόνο του μια λεπτομέρεια, μια μελέτη της κίνησης και της ψυχικής ανάτασης που αυτή υποδηλώνει. Ενσωματωμένη η επιμέρους εικόνα στη συνολική αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της, χωρίς το οποίο δεν είναι ολοκληρωμένη η ερμηνεία της. Αν δεχθούμε, λοιπόν, τη δύναμη της αναλογίας, τότε η κάθε μία φωνή στους μονολόγους του βιβλίου μπορεί να είναι μόνο μια λεπτομέρεια, έχει όμως τη σημασία της  στη θέση που της έχει επιφυλάξει ο συγγραφέας, προκειμένου να κατανοηθεί το όλον. Ποια είναι όμως η συνολική εικόνα;

Η σημερινή Ελλάδα είναι το αφηγηματικό θέμα του βιβλίου -με τα πρόσωπα της επικαιρότητας δοσμένα με τα αληθινά τους ονόματα (είτε για καλό είτε για κακό)-, που διάγει τον βίο εν μέσω πολύπλευρης κρίσης, μιας κρίσης που εδώ εμφανίζεται στην κάθε μία αφήγηση να είναι προσωπική, στη συνολική εικόνα ωστόσο  φτιάχνει το τοπίο μιας προβληματικής εποχής σε μια χώρα που πελαγοδρομεί χωρίς σκοπό. Αυτό ακριβώς το πλέγμα σχέσεων και καταστάσεων που συνιστά τη σημερινή κρίση, η οποία μένει στο φόντο της ιστορίας χωρίς να κατονομάζεται, είναι και το θέμα του βιβλίου. Κι εδώ ο Μοδινός προχωράει ακόμη πιο πέρα την πρωτότυπη παρουσίαση αυτής της σημερινής Ελλάδας. Η συνειδητοποίηση των στοιχείων που ως συνιστώσες δημιουργούν το ιδιαίτερο «χρώμα» μιας εποχής, γνωρίζουμε πως απαιτεί τη χρονική  απόσταση από τα δρώμενα, ώστε αυτά να εκτιμηθούν όχι μόνον ως προς τις ευκαιριακές τους επιδράσεις αλλά κυρίως ως προς τις συνέπειές τους στον μακρό χρόνο· οι ήρωες πρέπει να έχουν σταθερό έδαφος για να σταθούν ως αληθοφανείς χαρακτήρες, και αυτό το αποκτούν όταν υπάρχει στην κοινωνία, μέσα στην οποία γράφει ο δημιουργός τους, υπόβαθρο ιδεολογικό σαφώς προσδιορισμένο με συνείδηση των ορίων του κόσμου του, κάτι που δεν είναι δυνατόν να υπάρχει εν μέσω εξελίξεων που μόνον ως εικασίες γίνεται να εκληφθούν. Αντιθέτως, αποσπασματικές εικόνες, στιγμιότυπα (δουλεμένα από ικανούς τεχνίτες της γραφής σε μικρή φόρμα) μπορούν να αποδώσουν σκηνές, ήχους, απόηχους, σκέψεις, και όλα αυτά με τη γνώση της διαρκούς κίνησης και αλλαγής, που ανά πάσα στιγμή μπορεί να αναιρέσει την υπόστασή τους.

Θα προσέχω τις σκέψεις μου από δω και πέρα, θα τους βάλω χαλινάρι. Αν και μέχρι να ολοκληρωθούν αυτές οι αναθεματισμένες ακτινοβολίες, ας μου επιτρέψει τουλάχιστον το σύμπαν αυτό το διαλογικό παιχνίδι με τον πατέρα μου. Καμιά φορά ανακουφίζει τους πόνους. Οι οποίοι έχουν βέβαια, πρέπει να το πω κι αυτό, τουλάχιστον ένα πλεονέκτημα: βάζουν σε παρένθεση τα δευτερεύοντα προβλήματα του βίου, αυτά που περιστέλλουν και δηλητηριάζουν την καθημερινότητά μας. Το διατύπωσε άριστα τις προάλλες ο εγγονός μου –είναι ιδιοφυΐα αυτός ο δεκάχρονος–, με μια διπλή ερώτηση: Γιαγιά, γιατί όταν αρπάζω κάνα κρύωμα και μένω σπίτι νιώθω ευτυχισμένος; Γιατί παύω να σκέφτομαι όλα τα κακά με τους φίλους μου και το σχολείο;



Ο τρόπος με τον οποίο ο Μοδινός χειρίζεται την ιστορία επιτρέπει να δομείται μυθιστόρημα με κομμάτια/οπτικές γωνίες που αποδίδουν η κάθε μία με ειλικρίνεια την εικόνα της (με την ελλιπή της γνώση) και παράλληλα θέτει σε λειτουργία το πλέγμα για να ενώσει όλες αυτές σε μία ευρύτερη εικόνα. Ενδιαφέρουσα η χρήση της γλώσσας, έτσι που προσαρμόζεται κάθε φορά στο πρόσωπο που μονολογεί και αφηγείται παρακολουθώντας τις ιδιαιτερότητες ηλικίας και κουλτούρας που διαμορφώνουν αναλόγως και τον τρόπο που μιλάει. Το χιούμορ που διανθίζει τις ιστορίες αποτελεί άλλον ένα συνδετικό ιστό και επιτρέπει να δούμε τον συγγραφέα την ώρα που έγραφε το βιβλίο. Πίσω από τους ήρωες βρίσκεται ο ίδιος ως δημιουργός τους αλλά και ως θεατής που καταφανώς διασκεδάζει τη διαδικασία της γραφής.

Μετά την αρρώστια έγινε τρυφερότερος, δοτικότερος, περισσότερο ζηλιάρης είναι η αλήθεια, αλλά έτσι ακριβώς τον ήθελα. Και καλύτερος εραστής – όσο παράδοξο κι αν ακούγεται αυτό, και ό,τι κι αν σημαίνει ο όρος «καλύτερος». Πάνω απ’ όλα όμως ήταν ολότελα δικός μου. Αποφασίσαμε να ζήσουμε μαζί και να απολαμβάνουμε την κάθε ώρα μας, αλλά και την προσδοκία αυτής της ώρας όταν αναγκαστικά θα ήμασταν χώρια. Κρατιόμαστε τόσο συχνά απ’ το χέρι –στο σινεμά, στο φαγητό, στο αυτοκίνητο– που κινδυνέψαμε να καταντήσουμε μονόχειρες. Τρακάραμε κάνα δυο φορές, ευτυχώς ελαφρά, γιατί δεν εννοούσε να πάρει το χέρι του από πάνω μου ούτε στις διασταυρώσεις.



Κάτω από το πρίσμα αυτής της ανάγνωσης, το πιο ευφυές κεφάλαιο είναι ο αποκαλυπτικός 19ος μονόλογος, εκεί που οι αφηγητές όλοι θα βρεθούν μαζί για πρώτη φορά. Ο τίτλος του κεφαλαίου αποτελεί και τη σύνοψη όλου του βιβλίου: Η θαυμαστή αλληλεπίδραση των πάντων. Όλες οι μοναχικότητες και οι μοναδικότητες, όλες οι μικροκακίες, οι καθημερινές ρουτίνες, τα ψέματα (μικρά κι αυτά αλλά σωτήρια), με μια κουβέντα όλες οι ατομικές οπτικές γωνίες θα μπουν στη θέση τους, ψηφίδες ενός μωσαϊκού, που δεν φιλοδοξεί να δείξει τίποτα το θαυμαστό και εξωπραγματικό· είναι η ρεαλιστική απόδοση της ζωής μας, όπως φτιάχνει τη δική της μοναδικότητα μέσα από μικρά και ανούσια πράγματα, που ίσως δεν τους δίνουμε ιδιαίτερη σημασία, είναι όμως η ζωή μας ως ατόμων και ως συνόλου σε απόλυτη αλληλεπίδραση, είτε μας αρέσει είτε όχι. Ένα πλέγμα που μας κρατά συνδεδεμένους, όσο κι αν νομίζουμε ότι όλοι οι άλλοι διαχωρίζονται από εμάς που έχουμε μια αναμφισβήτητη αξία. Ένα μυθιστόρημα που μας προσγειώνει, μας δείχνει έναν υπερμεγέθη καθρέφτη για να χωράει μέσα του το είδωλο όλων μας. Ένα είδωλο που πότε χαμογελά και πότε μορφάζει κάθε που το αιώνιο δίπολο του τρώει τη σκέψη: ζωή και θάνατος. Η μόνη όντως πραγματικότητα, με όλα τα άλλα να είναι φληναφήματα και κενές φιλοσοφίες.


Θέλω να βάλω τα γέλια, να καγχάσω είναι η σωστή λέξη, αλλά το όποιο εσωτερικό όργανο ανταπόκρισης στο παράλογο –απαραίτητο συστατικό του χιούμορ– έχει ατροφήσει προ πολλού. Άσε που δεν υπάρχει ακόμα σχετική μέτρηση στην ιατρική επιστήμη. Κάποιος δείκτης, σαν το PSA ας πούμε. Είπα να ξανακοιτάξω τις εξετάσεις μέσα στον φάκελο για να τονώσω και πάλι το ηθικό μου, αλλά τις άφησα στην ησυχία τους. Είναι ώρα να πάρω τη Βερονίκ, σκέφτηκα, να της ανακοινώσω τα ευχάριστα. Να ξαναμπεί ο κόσμος στη θέση του, για λίγο έστω. Αντιλαμβανόμαστε την ύπαρξη του θανάτου πότε; στα έξι, ίσως στα οκτώ μας, και μετά, για μια ολόκληρη ζωή, αγωνιζόμαστε με διάφορα κόλπα να τον βάλουμε σε παρένθεση, προσποιούμενοι πως απλά δεν υφίσταται.



Ένα μυθιστόρημα, σε τελευταία ανάλυση, που είναι τόσο διαφορετικό από όλα τα υπόλοιπα πολυάριθμα της εποχής, αλλά που βρίσκεται και στον αντίποδα των άλλων βιβλίων του ίδιου του Μοδινού, εκείνων που μας έδειχναν τον «ου τόπον» της ζωής. Εδώ είμαστε ακριβώς στο κέντρο της πραγματικότητας. Κι ας μη μας αρέσει.


Διώνη Δημητριάδου



(Το βιβλίο κυκλοφορεί στις 18 Ιουνίου)

Πέμπτη 28 Ιουνίου 2018

Χαμηλή Βλάστηση Θάμνοι, Πόες και Μπονσάι της Μαρίας Στασινοπούλου εκδόσεις Κίχλη πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractalhttp://fractalart.gr/xamili-vlastisi/


Χαμηλή Βλάστηση
Θάμνοι, Πόες και Μπονσάι
της Μαρίας Στασινοπούλου
εκδόσεις Κίχλη
πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractalhttp://fractalart.gr/xamili-vlastisi/




μικρές προσωπικές καταθέσεις

Μικρές, προσωπικές καταθέσεις. Έτσι προτιμώ να ονομάζω τη Χαμηλή βλάστηση της Μαρίας Στασινοπούλου, αλλά και να ξεχωρίζω σε τρεις κατηγορίες (κατά πως θέλει η ίδια) όσα φυτρώνουν στις σελίδες του βιβλίου της. Ο μέσα λόγος κυρίαρχος, η εσωτερική φωνή δυνατή, αν και χαμηλόφωνη· ικανή να πιάσει τον ρυθμό της ανάγνωσης, που δεν απαιτεί τις τυπικές προδιαγραφές στην προσέγγιση, για παράδειγμα, ενός διηγήματος, προκειμένου να το αγαπήσει. Γιατί, εδώ βρίσκεται η ουσία αυτής της δεύτερης πεζογραφικής παρουσίας της Στασινοπούλου – για να κάνουμε τη διάκριση από το υπόλοιπο δοκιμιακό και κριτικό της έργο. Αυτά τα κείμενα τα αγαπάς. Ίσως χωρίς να ξέρεις ακριβώς τον λόγο, αλλά και χωρίς να χρειάζεται να τον εξηγήσεις.  

 «Πού σε πάνε, ρε μαλάκα» ακούστηκε σπαρακτική η φωνή του πενηντάχρονου Αλέξη, την ώρα που η νεκρώσιμη πομπή πλησίαζε στο νιόσκαφτο χώμα. Ήταν ο κολλητός σου από την εποχή με τα κουρεμένα κεφάλια και τα γρατζουνισμένα γόνατα στο Μεσολόγγι· γιατρός κι αυτός, όπως κι εσύ.

(Φίλοι από τα γεννοφάσκια, από τα Μπονσάι)

Το θέμα εδώ δεν είναι η κατάταξη. Ας είμαστε βέβαιοι πως το παραπάνω, των σαράντα πέντε λέξεων, δεν χωράει σε κανένα θεωρητικό καλούπι από αυτά που καθορίζει η Θεωρία της Λογοτεχνίας. Μια χαρά, ωστόσο, υπερασπίζεται τη μικρή του ύπαρξη μέσα από τη φροντίδα που απαιτεί ως αυθεντικό μπονσάι.

Είναι εύστοχη η διάκριση των κειμένων (όλα έτσι κι αλλιώς μικρά σε έκταση) σε θάμνους, πόες και μπονσάι, με την παραπομπή στις ιδιότητες αυτών των ειδών του φυτικού κόσμου. Οι Θάμνοι πρώτα, με το άπλωμά τους σε πλάτος, γίνονται εδώ γραφές που φέρουν μέσα τους το ανάπτυγμα μιας ζωής βιωμένης και απομονώνουν τα περιστατικά, τις ατελείς εικόνες, που θα μπορούσαν να αποτελέσουν τον πυρήνα για μια ευρύτερη ιστορία, ίσως διήγημα. Δεν μεγαλώνουν όμως. Ευτυχώς! Αν μεγάλωναν, θα είχαμε ακόμη μια συλλογή διηγημάτων μέσα στις πολλές· τώρα η μοναδικότητά τους έγκειται στο αποτύπωμα που αφήνουν από την εκλεκτή στιγμή που έμεινε στη μνήμη. Και μόνο γι’ αυτές τις στιγμές μιλούν, δεν απλώνουν το σώμα τους παραπέρα, δεν φιλοδοξούν όλα να τα πουν. Το ταξίδι της γιαγιάς Μαριγώς όσο μακριά φτάνει ο κόσμος, το κάδρο με τη «γνωστή» του θείου Μανόλη, μια ιστορία με τσάντες και παπούτσια, μια άλλη για τις αντοχές του έρωτα, μια ηλικιακή συνύπαρξη μέσα στο λεωφορείο, μια ιστορία για τις εσφαλμένες βεβαιότητες των νόμων του Μέντελ, η στερημένη ζωή της Κούλας, της παραδουλεύτρας, μια βόλτα στο νεκροταφείο, η ανατομία ενός φιλιού και το εξαιρετικό Αντίδοτο στη μοναξιά:

Μίλαγες για την αφή με την επίγνωση που μιλάει ο τυφλός για τα μάτια κι έλεγες πως ο Αριστοτέλης τη χαρακτήριζε ‘‘ακριβεστάτην αίσθησιν’’. «Είναι η κατεξοχήν αίσθηση που αισθητοποιεί τη σωματική παρουσία του άλλου», μετέφερες τη θησαυρισμένη γνώση. Και θυμόμουνα έναν πρώην φίλο μας, μπορεί να ’ταν και σοφός -έφυγε γρήγορα-, που στήριζε την ισορροπία του κόσμου στο χάδι. Και τα πιο παράφορα πάθη, έλεγε, και οι πιο έντονοι έρωτες, ζητάνε στο βάθος τους ένα χάδι· το χάδι είναι αντίδοτο στη μοναξιά.

(Αντίδοτο στη μοναξιά, από τους Θάμνους)



Οι Πόες ακολουθούν, με την ταπεινή τους όψη, τη βαθιά γνώση πως ποτέ δεν θα αποκτήσουν κορμό γερό αλλά θα αφήνουν την πρόσκαιρη φύση τους να γέρνει στο φύσημα του ανέμου. Μικρές μνείες για τους άκληρους, τους αποδιωγμένους της κοινωνικής «κανονικότητας», για τους ευκολοπροσάρμοστους της ζωής, για τις μεσοτοιχίες που όλα τα ακούν, για τις παρέες που αίφνης συναισθάνονται την ηλικία που τις συνδέει, για το χονδρό χιούμορ που μας δένει ως λαό, για το πώς «γράφουν» τα τοπία μέσα μας, για τις ιστορίες των ταξιτζήδων, για μια προσευχή σε απρόσμενο χώρο, για τη συμβολή των ψυχολόγων στις ερωτικές σχέσεις, το πώς «δένουν» άρρηκτα τα τραγούδια  με τη ζωή μας, και για ιστορίες με έξυπνα γκαρσόνια. Θεματικά τα περισσότερα από αυτά τα κείμενα δεν θα πληρούσαν τις απαιτήσεις μιας εμπεριστατωμένης αφήγησης. Είναι με τον ταπεινό τους χαρακτήρα που συγκινούν, όπως ταράζεσαι όμορφα σαν αντικρίσεις δυο τρεις ξεχασμένες παπαρούνες ανάμεσα στα χόρτα.

Άκληρος: ο ακτήμων, ο χωρίς κλήρο γης, αλλά και ο άτεκνος, ο χωρίς κληρονόμους· ο χαμένος από χέρι και στη μια περίπτωση και στην άλλη. Για όλους τους χαμένους στενοχωριόμουν, για όλους υπέφερα, ερήμην τους· ήταν κάτι που κουβάλαγα, δεν ξέρω από πότε, δεν ξέρω γιατί, και δεν μπορούσα να ελέγξω.

(Σήμερον εμού, αύριον ετέρου, ουδέποτε του ιδίου, από τις Πόες)

Αν η αξία που κουβαλούν οι Θάμνοι και οι Πόες έγκειται στην απλότητα και την ταπεινότητα των θεματικών επιλογών, στα Μπονσάι αποκαλύπτεται και η τέχνη της γραφής. Η μικρή φόρμα, εντελώς απαιτητική μέσα στη συντομία της και εξαιτίας αυτής, συμπυκνώνει στο ελάχιστο της έκτασής της όσα θα χωρούσαν αναπτυσσόμενα σε μεγαλύτερες επιλογές λογοτεχνικής γραφής.
Εδώ, καταφέρνει η Στασινοπούλου να εσωκλείει στην κάθε μία από τις λιλιπούτειες ιστορίες της όλη τη μοναξιά, την τραγικότητα, τον αυτοσαρκασμό, την επίγνωση του χρόνου που περνά, τη βίωση της απώλειας των προσώπων, και άλλες ανθρώπινες συνθήκες που δεν χρειάζονται πάντα τη μεγάλη ανάλυση· συχνά προτιμούν την ελλειπτικότητα του λόγου για να βιωθούν:

Δεν έλεγε την ηλικία της ποτέ.

«Δεν την κρύβω, παιδάκι μου, φοβάμαι να την ακούω, αγριεύομαι».

(Αυτοπροστασία, από τα Μπονσάι)



Άκουσα πρόσφατα κάτοικο των πολύπαθων, κοντινών στη γειτονική τουρκική ακτή νησιών μας να αφηγείται ότι πρόσφερε σε έναν Σύρο πρόσφυγα νερό και φαΐ και τον περιέθαλψε. Εκείνος, φεύγοντας, του είπε: «Δεν έχω τίποτε να σου δώσω για να σε ευχαριστήσω. Πάρε, σε παρακαλώ, το κλειδί του σπιτιού μου στη Συρία· αυτό έχω μόνο». Πρόσφερε τη μοναδική αυταπάτη του, ότι θα μπορούσε τάχα να γυρίσει κάποτε πίσω.

(Η μοναδική αυταπάτη, από τα Μπονσάι)



Αν είναι κάτι που δένει όλες τις ιστορίες του βιβλίου μεταξύ τους, αυτό είναι η αίσθηση μιας φυσικής φθοράς που τις διατρέχει, άλλοτε πιο φανερά κι άλλοτε σαν υποψία κάτω από την επίφαση μιας ακμαίας ακόμη ζωής. Στις μεγαλύτερες από αυτές το σώμα που φθίνει κάνει αισθητή την παρουσία του μέσα από κάποιο γύρισμα της πλοκής. Στις μικρότερες αρκεί συχνά μια λέξη. Η επεξεργασία του ελάχιστου σημαντικού, ώστε να αποδοθεί σε όλο του το νοητό εύρος, αναδεικνύει και την ωριμότητα και την τέχνη της γραφής· η επιλογή άλλωστε της μικρής φόρμας (δουλεμένης σε τρεις διαφορετικές εκδοχές της) δείχνει και την επίγνωση  των δυνατοτήτων του συγκεκριμένου είδους.

Στο εξώφυλλο (ο σχεδιασμός από την Ούρσουλα Φωσκόλου) βλέπουμε σε παράταξη τα ταπεινά φύλλα. Μοιάζουν τόσο πολύ το ένα με το άλλο, ωστόσο κανένα δεν είναι ίδιο με κανένα. Η ξεχωριστή αξία του ταπεινού και όμορφου, η μοναδικότητα των στιγμών της ζωής, που έρχονται μέσα στις ιστορίες για να δηλώσουν τη δική τους σημαντική παρουσία.



Διώνη Δημητριάδου

Τετάρτη 27 Ιουνίου 2018

Σπουδή στο κίτρινο Ιστορίες του Δημήτρη Χριστόπουλου εκδόσεις Το Ροδακιό η πρώτη δημοσιευση στο περιοδικό Vakxikon.grhttps://www.vakxikon.gr/spoudh-kitrino-xristopoulos/


Σπουδή στο κίτρινο
Ιστορίες
του Δημήτρη Χριστόπουλου
εκδόσεις Το Ροδακιό
η πρώτη δημοσιευση στο περιοδικό Vakxikon.grhttps://www.vakxikon.gr/spoudh-kitrino-xristopoulos/





Κάποτε, πιο παλιά, οι φιλόλογοι (όχι πάντως οι καλύτεροι) νόμιζαν πως εξαντλούσαν τη «διδασκαλία» της λογοτεχνίας απλώς και ανοήτως θέτοντας τις ερωτήσεις: τι καταλάβατε; ποια η κεντρική ιδέα; ή ακόμα χειρότερα: τι θέλει να πει εδώ ο λογοτέχνης; Ίσως πίστευαν πως ξεμπέρδευαν άκοπα με κάτι που προφανώς στους ίδιους ήταν αδιάφορο, βαρετό ή σε κάθε περίπτωση άγνωστο πεδίο. Καμία έκπληξη, όταν τέτοιου είδους ερωτήσεις τις ακολουθούσε ή η σιωπή της αμηχανίας ή ένας άσχετος κατάλογος έτοιμων απαντήσεων – ίδιων λίγο ως πολύ για κάθε κείμενο που είχε διαβαστεί. Κι όμως! Πόσο διαφορετική θα ήταν η πρόσληψη της λογοτεχνίας από τους μαθητές, αν στη θέση όλων των άχρηστων και άστοχων πληροφοριών υπήρχε μόνο ένα ερώτημα, ικανό να πυροδοτήσει τη σκέψη, να ξεκλειδώσει το κείμενο και να κάνει τους νεαρούς αναγνώστες να ενδιαφερθούν για την πολύπαθη λογοτεχνία. Ας ρώταγαν: αν το χρωματίζατε το κείμενο, τι χρώμα θα είχε; Έκπληκτοι θα έμεναν από τις απαντήσεις.

Την παραπάνω σκέψη κάνω διαβάζοντας τη «Σπουδή στο κίτρινο» του Δημήτρη Χριστόπουλου· έχω την αίσθηση πως, ακόμα κι αν δεν τιτλοφορούσε χρωματικά τις ιστορίες του, οι αναγνώστες του έτσι θα τις χρωμάτιζαν: ώχρα βαθυκίτρινη με σκιές πού και πού. Πώς γράφεις, λοιπόν, έχοντας ως φόντο χρωματικό το απειλητικό αυτό κίτρινο; Μάλλον γράφεις έχοντας στη σκέψη άλλοτε κάποιο υγρό υπόγειο που καταπίνει ανθρώπινες ζωές,  άλλοτε τον χρόνο που φθίνει μέσα σου και ξεθωριάζουν οι παλιές φωτογραφίες, κάποια φυγή απεγνωσμένη με σκηνικό μια πειραιώτικη γειτονιά· μου έρχεται συνειρμικά στον νου η μητέρα μου (Πειραιώτισσα γέννημα-θρέμμα) να μου διηγείται το τότε (πολύ μακρινό) του Πειραιά κι εγώ να βλέπω το φόντο πάντα κίτρινο. Ίσως οι γειτονιές να μην αλλάζουν και τόσο· κάτι διατηρούν στον αέρα τους ή και στο χρώμα που κάποιοι επιλέγουν για να τις βάψουν και να τις θυμούνται.

Ας πούμε, λοιπόν, πως οι ιστορίες του Χριστόπουλου δένουν χρωματικά η μία με την άλλη. Κι αυτό μόνο θα αρκούσε για τη συστέγασή τους – καθόλου ευκαιριακή. Είναι, όμως, και κάτι ακόμα. Νιώθεις, καθώς διαβάζεις, πως έχουν και άλλο νήμα να τις συγκρατεί για να μη διαλυθούν αυτόνομες και μοναχικές. Γιατί οι ήρωες τους μπορεί να είναι μόνες παρουσίες, που θέλουν να αποθέσουν λογοτεχνικά τη φωνή τους, ωστόσο αν τους δεις εν συνόλω εμφανίζεται ξαφνικά μια ενδιαφέρουσα τοιχογραφία, που το κάθε κομμάτι της συμπληρώνει τη συνολική εικόνα. Κανένας δεν θα μπορούσε να λείπει· κάποιοι απ’ αυτούς  απαντώνται μέσα στις ιστορίες των άλλων· κάποτε σμίγουν όλοι μαζί.  

Ενδιαφέρουσα η προμετωπίδα,  συνιστά τον τρόπο που μας υποδέχονται οι ιστορίες στο κίτρινο σπίτι τους:

«Είμαστε ζώα μοναχικά. Όλη μας τη ζωή παλεύουμε για λίγο λιγότερη μοναξιά. Και μία από τις πανάρχαιες μεθόδους μας είναι να λέμε μια ιστορία, παρακαλώντας να βρεθεί ένας ακροατής που θα πει (και θα το πιστεύει): ‘‘Α, ναι, έτσι ακριβώς είναι, ή πάντως έτσι το αισθάνομαι κι εγώ’’». (John Steinbeck)

Δείχνει τον τρόπο που αυτά τα μοναχικά ζώα περιγελούν το «φύσει πολιτικό ζώο», όπως έχει τεθεί αριστοτεχνικά αριστοτελικά, και θα μπορούσαμε να το θεωρήσουμε μια αρχή πολλών δεινών. Μια απέραντη μοναξιά μέσα τους έχουν οι άνθρωποι από τη φύση τους. Από κει και πέρα, πολλή προσπάθεια να αποδοθεί σ’ αυτή τη μοναχική φύση ο τελικός σκοπός, η δημιουργία κοινότητας ως τέλος (σκοπός), κι έτσι να θεμελιώνεται η αδικία, η ανισότητα, τα πολιτικά παιχνίδια, η ματαιότητα εν τέλει της απρόσκοπτης δόμησης μιας κοινωνικής συμβίωσης, που μόνο κοινωνικά συμβόλαια μπορεί να υπογράφει στην καλύτερη των περιπτώσεων. Ίσως γι’ αυτό επιστρέφουμε συχνά πυκνά στις αφηγήσεις που απαιτούν τουλάχιστον έναν ιστορητή κι έναν ακροατή. Κι ανάμεσά τους το θαύμα της λογοτεχνίας, να μιλά, να κάνει τη μοναξιά λιγότερο αφόρητη.

Ο τρόπος που ιστορεί ο Χριστόπουλος αφήνει να φανεί το περιθώριο αυτής της κοινωνικής συμβίωσης, με έγκλειστους (κυριολεκτικά και μεταφορικά) στη ρουτίνα μιας καθημερινότητας ή μέσα στα κάγκελα που οι άλλοι κατασκευάζουν, εγκλωβισμένοι σε περίκλειστες σχέσεις ή σε αναγκαστικές απομονώσεις, τέτοιες που φτιάχνει η ανεργία και η οικονομική δυσπραγία. Και κάποιοι να επιχειρούν ονειρικές αποδράσεις μάταιες στην αποτελεσματικότητά τους. Και η μνήμη να λειτουργεί, όχι για να σωθούν αλλά τουλάχιστον για να πουν πως ακόμη είναι εδώ.

«Σαραντατόσα χρόνια μετά δυο φίλοι απ’ τα παλιά, καθισμένοι σ’ ένα μπαταρισμένο παγκάκι, καραβοτσακισμένοι, ξέμπαρκοι και μόνοι. Δυο φίλοι, δυο ακροατές των κυμάτων και των θολών οριζόντων. Ανασκαλέψαμε τα παλιά, περισσότερο για να παρηγορηθούμε, κουβέντα να γίνεται, μνημόσυνο για τα πεθαμένα μας και τις πνιγμένες μνήμες – για τη θάλασσα που μας ξέβρασε, για τη στεριά που μας στέγνωσε, για τα πριονισμένα όνειρα που κάναμε δεκανίκι, για όσα μάταια ξοδευτήκαμε, για τα μακρινά ταξίδια που ποτέ δεν τολμήσαμε, για ό,τι ξώπετσο μάς ρούφηξε το μεδούλι».

Οι ιστορίες αυτές στεγάζονται μέσα στην πόλη, ακόμα κι όταν οι ήρωές τους δραπετεύουν απ’ αυτήν. Την έχουν μέσα τους, βαρύ φορτίο, ακόμα πιο επαχθές εν μέσω κρίσης. Είναι αλήθεια πως ο βαθύς πυρήνας μιας κοινωνίας σε κρίση μπορεί να αποδοθεί μέσα σε μικρές ιστορίες, σαν στιγμιότυπα που δεν απαιτούν τη χρονική απόσταση για να μιλήσουν ανθεκτικά, αυθεντικά  και ώριμα. Αδυνατεί η αλήθεια τους να ειπωθεί μέσα στη μεγάλη αφήγηση/μυθιστόρημα, που απαιτεί ένα υπόβαθρο συνειδησιακό, μια γνώση της πορείας μέσα στον χρόνο, αλλά και την επίγνωση της ευθύνης που φέρει ο γράφων απέναντι σε όποιον διαβάζοντας λογοτεχνία αναζητά κάποια απάντηση στο ερώτημα: τι συμβαίνει εδώ και τι είναι αυτό που ζω; Εικόνες, αποσπάσματα ζωής εν τρικυμία δίνουν οι μικρές ιστορίες χωρίς να φιλοδοξούν κάτι περισσότερο από αυτό – που καθόλου λίγο ωστόσο δεν είναι.
Όταν μάλιστα ο συγγραφέας, όπως εδώ ο Χριστόπουλος, έχει σαφή την ιδεολογική προέκταση της εικόνας μέσα του, όταν νοεί και κατανοεί την κοινωνική (κατ’ επέκταση και την πολιτική) πραγματικότητα, τότε μπορεί να δώσει κάτι πιο πέρα και πιο πάνω αξιακά από τις δεκαοκτώ ιστορίες του βιβλίου. Στην ουσία προτείνει μια θέα στο κοινωνικό γίγνεσθαι, ιδεολογικά φορτισμένη (όπως πρέπει να γράφεται η αληθινή λογοτεχνία), με ήρωες των ιστοριών του να έχουν απρόσκοπτη την ταύτιση με τον αναγνώστη τους (θεωρητικό ζητούμενο της γραφής), με εστίαση στους αδικημένους αλλά ακόμα ζωντανούς ανθρώπους, που δεν διστάζουν να αποδεχθούν την ήττα τους – κομμάτι της ζωής κι αυτή.

«‘‘Οι συνηθισμένοι άνθρωποι δεν τα καταφέρνουν πάντοτε. Έτσι δεν είναι;’’ γύρισε και του ’πε συγκαταβατικά, ‘‘δεν αντέχουν ούτε καταλαβαίνουν τη μοναξιά’’, συνέχισε πίνοντας άλλη μια γουλιά καφέ με το βλέμμα στυλωμένο στα καταφαγωμένα νύχια της. Ντράπηκε και έκρυψε τα χέρια κάτω από την μπλούζα της».

Κοινωνικός, λοιπόν, ο χαρακτήρας ετούτης της γραφής; Ναι, ισχύει αυτό, χωρίς φυσικά να μειώνουμε ούτε στο ελάχιστο το αισθητικό κομμάτι (άλλωστε η τέχνη εδράζεται κυρίως στην αισθητική), το οποίο χτίζεται με προσοχή από έναν πολύ καλό τεχνίτη του λόγου, που ξέρει πώς να βάφει με κίτρινη ώχρα τις θαμπές ζωές των ηρώων του, κι αυτές τελικά να λάμπουν.



Διώνη Δημητριάδου

Τρίτη 26 Ιουνίου 2018

"γιατί το θαύμα γδέρνει" Διώνη Δημητριάδου (μαζί με μια φωτογραφία του Fred Boissonnas)






"γιατί το θαύμα γδέρνει"


στον Κώστα Θ. Ριζάκη






ποιητικῇ ἀδείᾳ

ή αλλιώς

θρασύς -ευτυχώς- ο ποιητής

προτίμησε γυμνόπους να διαβεί

το απροσπέλαστο (κι ας το 'ξερε)

τραχύ του θαύματος



ευρέθη εντελώς τυχαία

από αμέτοχους περαστικούς

κι είπαν στα χέρια του πως είχε

περγαμηνή κενή

απόδειξη του αδύνατου

πλην όμως θαυμαστού



Διώνη Δημητριάδου



(η φωτογραφία του Fred Boissonnas)