Το πλέγμα
μυθιστόρημα σε είκοσι
μονολόγους
του Μιχάλη Μοδινού
εκδόσεις Καστανιώτη
η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.grhttps://diastixo.gr/kritikes/ellinikipezografia/10184-to-plegma
Ένα καινούργιο μυθιστόρημα από
τον Μιχάλη Μοδινό είναι είδηση σημαντική στα λογοτεχνικά πράγματα. Πολύ
περισσότερο αν μας ξαφνιάζει με το θέμα του αλλά και αν πρωτοτυπεί με τον τρόπο
παρουσίασής του.
Η καθημερινότητα των ανθρώπων, οι
μικρές συνήθειες, τα καλά κρυμμένα πάθη, οι επιφανειακές ανέξοδες σχέσεις, τα
κοινότοπα σχόλια που ανταλλάσσουν θαμώνες στο καφενείο, μικρά άγχη που τους ταλαιπωρούν,
μεγάλα άγχη που δεν τα μοιράζονται με τους άλλους. Αλήθεια, όλα αυτά και άλλα
παρόμοια «μικρά» της ζωής μας γίνονται μυθιστόρημα; Έχουμε δει απόπειρες να
χτιστεί η μεγάλη αφήγηση γύρω από ανύπαρκτα θέματα – παλιά πληγή αυτή που μας πηγαίνει χρόνια πίσω. Στη
δεκαετία του ’80 και του ’90, που είχαμε πάλι έξαρση της γραφής, είχαμε πολλά
δείγματα πεζογραφίας κυρίως από νέους λογοτέχνες, με ένα έλλειμμα όμως ως προς τη μυθοπλασία. Τα
θέματα ήταν είτε φτωχά είτε κατέληγαν αδιέξοδα από αδυναμία του συγγραφέα να
δει τη συνολική εικόνα του τοπίου. Σήμερα, με πληθώρα συγγραφέων να επιχειρούν
στο πεδίο του μυθιστορήματος, η θεματική είναι πάλι το πρόβλημα. Ίσως κανένα από
τα παραπάνω απλά και καθημερινά της ζωής δεν αποτελεί ικανό θέμα για να χτίσεις
γύρω του την απαιτούμενη πλοκή ενός μυθιστορήματος. Μήπως, όμως, όλα μαζί και
με τον κατάλληλο τρόπο σύνδεσης συνιστούν την ποθητή δομή της μεγάλης αφήγησης;
Μόνο που χρειάζεται ένας καλός συγγραφέας για να συμβεί αυτό.
Εδώ ο Μοδινός έρχεται να
πρωτοτυπήσει και, έτσι, να θέσει εκ νέου το ερώτημα: τι είναι το μυθιστόρημα;
Το Πλέγμα είναι μια σειρά από
μονολόγους, άρα ένα σπονδυλωτό αφήγημα, που έχει ως ήρωες 19 πρόσωπα – αυτό
αμέσως θα μπορούσε να εγείρει ενστάσεις από τους θεωρητικούς της γραφής ως προς
το πολυπρόσωπο του πράγματος. Τα πρόσωπα αυτά έχουν στενές ή χαλαρές συνδέσεις
μεταξύ τους και στην ουσία αφηγούνται τη μία ιστορία, όπως το καθένα από την
πλευρά του είδε και εννόησε ένα κομμάτι της – ποτέ ολόκληρη. Διαβάζοντας τον
κάθε έναν από τους μονολόγους του βιβλίου δεν γίνεται να μη σκεφτείς πως από
μόνος του ίσως δεν αποτελεί άξιο λόγου θέμα. Προχωρώντας αντιλαμβάνεσαι ότι σε
κάθε νέο μονόλογο προσθέτεις τις άλλες φωνές και στο τέλος όλες μαζί
συναποτελούν ένα λογοτεχνικό τοπίο. Και παραδέχεσαι πως είναι άξιο λόγου χωρίς
αμφιβολία.
Θυμήθηκα πως
όταν ήμουν μικρή παίζαμε στην αυλή με τα παιδιά της Αϊσέ ενόσω εκείνη σιδέρωνε
τα ρούχα και ανακάτευε το ραγού. Θυμάμαι πώς προσέχαμε την Αϊσέ, τα σχεδόν
αφόρετα ρούχα που της δίναμε για τα παιδιά και τον άντρα της, τη δουλειά που
του βρήκε ο πατέρας μου ως φύλακα στο Εφετείο της Ρουέν όταν τον απέλυσαν από τη
Ρενώ. Δεν ετίθετο ζήτημα θρησκείας τότε – στο προσκήνιο ήταν η πάλη των τάξεων,
αυτήν τουλάχιστον συζητούσαμε καμιά φορά γύρω από το τραπέζι. Ήμασταν αστοί
αλλά εν μέσω της γενικευμένης ανάπτυξης είχαμε την πολυτέλεια να υποδυόμαστε
τους αριστερούς, τους προοδευτικούς ή έστω τους κοινωνικά ευαίσθητους. Ακόμα κι
όταν διορίστηκα και βρέθηκα να διδάσκω γαλλικά στο Γαλλικό Κονγκό, επέμενα να
αναζητώ μαζί με άλλους το επαναστατικό υποκείμενο – τη φορά εκείνη στους
εξεγερμένους του Τρίτου Κόσμου. Μόνο πολύ αργότερα γειώθηκα, όταν μ’ έστειλαν
για ένα τέρμινο στην Πράγα και αργότερα στη Μόσχα και είδα από πρώτο χέρι τι θα
πει εφαρμοσμένος κομμουνισμός. Έτσι όμως ήμασταν όλοι τότε. Η θρησκεία περίπου
δεν υπήρχε στον νεαρό μεταπολεμικό κόσμο, η αθεΐα μας είχε κάτι το λυτρωτικό.
Πώς εκκολάφθηκε στη συνέχεια όλος αυτός ο φανατισμός; Πώς βγήκε το τζίνι απ’ το
μπουκάλι;
Επειδή στεγανά στην Τέχνη δεν
υπάρχουν, συνειρμικά μου έρχεται στη σκέψη η «σπουδή» του Άλμπρεχτ Ντύρερ με τα
χέρια σε προσευχή. Επρόκειτο να είναι τμήμα μιας ευρύτερης εικόνας, και η
συγκεκριμένη σπουδή αποτελεί ένα προσχέδιο, μια μελέτη για την κατοπινή ζωγραφική
απόδοση ενός από τους αποστόλους στον βωμό Heller (Heller Altar).
Από μόνο του μια λεπτομέρεια, μια μελέτη της κίνησης και της ψυχικής ανάτασης που
αυτή υποδηλώνει. Ενσωματωμένη η επιμέρους εικόνα στη συνολική αποτελεί
αναπόσπαστο τμήμα της, χωρίς το οποίο δεν είναι ολοκληρωμένη η ερμηνεία της. Αν
δεχθούμε, λοιπόν, τη δύναμη της αναλογίας, τότε η κάθε μία φωνή στους
μονολόγους του βιβλίου μπορεί να είναι μόνο μια λεπτομέρεια, έχει όμως τη
σημασία της στη θέση που της έχει
επιφυλάξει ο συγγραφέας, προκειμένου να κατανοηθεί το όλον. Ποια είναι όμως η
συνολική εικόνα;
Η σημερινή Ελλάδα είναι το
αφηγηματικό θέμα του βιβλίου -με τα πρόσωπα της επικαιρότητας δοσμένα με τα
αληθινά τους ονόματα (είτε για καλό είτε για κακό)-, που διάγει τον βίο εν μέσω
πολύπλευρης κρίσης, μιας κρίσης που εδώ εμφανίζεται στην κάθε μία αφήγηση να
είναι προσωπική, στη συνολική εικόνα ωστόσο
φτιάχνει το τοπίο μιας προβληματικής εποχής σε μια χώρα που πελαγοδρομεί
χωρίς σκοπό. Αυτό ακριβώς το πλέγμα σχέσεων και καταστάσεων που συνιστά τη
σημερινή κρίση, η οποία μένει στο φόντο της ιστορίας χωρίς να κατονομάζεται,
είναι και το θέμα του βιβλίου. Κι εδώ ο Μοδινός προχωράει ακόμη πιο πέρα την
πρωτότυπη παρουσίαση αυτής της σημερινής Ελλάδας. Η συνειδητοποίηση των
στοιχείων που ως συνιστώσες δημιουργούν το ιδιαίτερο «χρώμα» μιας εποχής,
γνωρίζουμε πως απαιτεί τη χρονική
απόσταση από τα δρώμενα, ώστε αυτά να εκτιμηθούν όχι μόνον ως προς τις
ευκαιριακές τους επιδράσεις αλλά κυρίως ως προς τις συνέπειές τους στον μακρό
χρόνο· οι ήρωες πρέπει να έχουν σταθερό έδαφος για να σταθούν ως αληθοφανείς
χαρακτήρες, και αυτό το αποκτούν όταν υπάρχει στην κοινωνία, μέσα στην οποία
γράφει ο δημιουργός τους, υπόβαθρο ιδεολογικό σαφώς προσδιορισμένο με συνείδηση
των ορίων του κόσμου του, κάτι που δεν είναι δυνατόν να υπάρχει εν μέσω
εξελίξεων που μόνον ως εικασίες γίνεται να εκληφθούν. Αντιθέτως, αποσπασματικές
εικόνες, στιγμιότυπα (δουλεμένα από ικανούς τεχνίτες της γραφής σε μικρή φόρμα)
μπορούν να αποδώσουν σκηνές, ήχους, απόηχους, σκέψεις, και όλα αυτά με τη γνώση
της διαρκούς κίνησης και αλλαγής, που ανά πάσα στιγμή μπορεί να αναιρέσει την
υπόστασή τους.
Θα προσέχω
τις σκέψεις μου από δω και πέρα, θα τους βάλω χαλινάρι. Αν και μέχρι να
ολοκληρωθούν αυτές οι αναθεματισμένες ακτινοβολίες, ας μου επιτρέψει
τουλάχιστον το σύμπαν αυτό το διαλογικό παιχνίδι με τον πατέρα μου. Καμιά φορά
ανακουφίζει τους πόνους. Οι οποίοι έχουν βέβαια, πρέπει να το πω κι αυτό,
τουλάχιστον ένα πλεονέκτημα: βάζουν σε παρένθεση τα δευτερεύοντα προβλήματα του
βίου, αυτά που περιστέλλουν και δηλητηριάζουν την καθημερινότητά μας. Το
διατύπωσε άριστα τις προάλλες ο εγγονός μου –είναι ιδιοφυΐα αυτός ο
δεκάχρονος–, με μια διπλή ερώτηση: Γιαγιά, γιατί όταν αρπάζω κάνα κρύωμα και
μένω σπίτι νιώθω ευτυχισμένος; Γιατί παύω να σκέφτομαι όλα τα κακά με τους
φίλους μου και το σχολείο;
Ο τρόπος με τον οποίο ο Μοδινός
χειρίζεται την ιστορία επιτρέπει να δομείται μυθιστόρημα με κομμάτια/οπτικές
γωνίες που αποδίδουν η κάθε μία με ειλικρίνεια την εικόνα της (με την ελλιπή
της γνώση) και παράλληλα θέτει σε λειτουργία το πλέγμα για να ενώσει όλες αυτές
σε μία ευρύτερη εικόνα. Ενδιαφέρουσα η χρήση της γλώσσας, έτσι που
προσαρμόζεται κάθε φορά στο πρόσωπο που μονολογεί και αφηγείται παρακολουθώντας
τις ιδιαιτερότητες ηλικίας και κουλτούρας που διαμορφώνουν αναλόγως και τον
τρόπο που μιλάει. Το χιούμορ που διανθίζει τις ιστορίες αποτελεί άλλον ένα
συνδετικό ιστό και επιτρέπει να δούμε τον συγγραφέα την ώρα που έγραφε το
βιβλίο. Πίσω από τους ήρωες βρίσκεται ο ίδιος ως δημιουργός τους αλλά και ως θεατής
που καταφανώς διασκεδάζει τη διαδικασία της γραφής.
Μετά την
αρρώστια έγινε τρυφερότερος, δοτικότερος, περισσότερο ζηλιάρης είναι η αλήθεια,
αλλά έτσι ακριβώς τον ήθελα. Και καλύτερος εραστής – όσο παράδοξο κι αν
ακούγεται αυτό, και ό,τι κι αν σημαίνει ο όρος «καλύτερος». Πάνω απ’ όλα όμως
ήταν ολότελα δικός μου. Αποφασίσαμε να ζήσουμε μαζί και να απολαμβάνουμε την
κάθε ώρα μας, αλλά και την προσδοκία αυτής της ώρας όταν αναγκαστικά θα ήμασταν
χώρια. Κρατιόμαστε τόσο συχνά απ’ το χέρι –στο σινεμά, στο φαγητό, στο
αυτοκίνητο– που κινδυνέψαμε να καταντήσουμε μονόχειρες. Τρακάραμε κάνα δυο
φορές, ευτυχώς ελαφρά, γιατί δεν εννοούσε να πάρει το χέρι του από πάνω μου
ούτε στις διασταυρώσεις.
Κάτω από το πρίσμα αυτής της ανάγνωσης,
το πιο ευφυές κεφάλαιο είναι ο αποκαλυπτικός 19ος μονόλογος, εκεί
που οι αφηγητές όλοι θα βρεθούν μαζί για πρώτη φορά. Ο τίτλος του κεφαλαίου
αποτελεί και τη σύνοψη όλου του βιβλίου: Η
θαυμαστή αλληλεπίδραση των πάντων. Όλες οι μοναχικότητες και οι
μοναδικότητες, όλες οι μικροκακίες, οι καθημερινές ρουτίνες, τα ψέματα (μικρά
κι αυτά αλλά σωτήρια), με μια κουβέντα όλες οι ατομικές οπτικές γωνίες θα μπουν
στη θέση τους, ψηφίδες ενός μωσαϊκού, που δεν φιλοδοξεί να δείξει τίποτα το
θαυμαστό και εξωπραγματικό· είναι η ρεαλιστική απόδοση της ζωής μας, όπως
φτιάχνει τη δική της μοναδικότητα μέσα από μικρά και ανούσια πράγματα, που ίσως
δεν τους δίνουμε ιδιαίτερη σημασία, είναι όμως η ζωή μας ως ατόμων και ως
συνόλου σε απόλυτη αλληλεπίδραση, είτε μας αρέσει είτε όχι. Ένα πλέγμα που μας
κρατά συνδεδεμένους, όσο κι αν νομίζουμε ότι όλοι οι άλλοι διαχωρίζονται από
εμάς που έχουμε μια αναμφισβήτητη αξία. Ένα μυθιστόρημα που μας προσγειώνει,
μας δείχνει έναν υπερμεγέθη καθρέφτη για να χωράει μέσα του το είδωλο όλων μας.
Ένα είδωλο που πότε χαμογελά και πότε μορφάζει κάθε που το αιώνιο δίπολο του
τρώει τη σκέψη: ζωή και θάνατος. Η μόνη όντως πραγματικότητα, με όλα τα άλλα να
είναι φληναφήματα και κενές φιλοσοφίες.
Θέλω να βάλω
τα γέλια, να καγχάσω είναι η σωστή λέξη, αλλά το όποιο εσωτερικό όργανο
ανταπόκρισης στο παράλογο –απαραίτητο συστατικό του χιούμορ– έχει ατροφήσει προ
πολλού. Άσε που δεν υπάρχει ακόμα σχετική μέτρηση στην ιατρική επιστήμη.
Κάποιος δείκτης, σαν το PSA ας πούμε. Είπα να ξανακοιτάξω τις εξετάσεις μέσα
στον φάκελο για να τονώσω και πάλι το ηθικό μου, αλλά τις άφησα στην ησυχία
τους. Είναι ώρα να πάρω τη Βερονίκ, σκέφτηκα, να της ανακοινώσω τα ευχάριστα.
Να ξαναμπεί ο κόσμος στη θέση του, για λίγο έστω. Αντιλαμβανόμαστε την ύπαρξη
του θανάτου πότε; στα έξι, ίσως στα οκτώ μας, και μετά, για μια ολόκληρη ζωή,
αγωνιζόμαστε με διάφορα κόλπα να τον βάλουμε σε παρένθεση, προσποιούμενοι πως
απλά δεν υφίσταται.
Ένα μυθιστόρημα, σε τελευταία
ανάλυση, που είναι τόσο διαφορετικό από όλα τα υπόλοιπα πολυάριθμα της εποχής,
αλλά που βρίσκεται και στον αντίποδα των άλλων βιβλίων του ίδιου του Μοδινού,
εκείνων που μας έδειχναν τον «ου τόπον» της ζωής. Εδώ είμαστε ακριβώς στο
κέντρο της πραγματικότητας. Κι ας μη μας αρέσει.
Διώνη Δημητριάδου
(Το βιβλίο κυκλοφορεί στις 18
Ιουνίου)