Σάββατο 31 Μαρτίου 2018

Να σώσουμε τον Μότσαρτ Το ημερολόγιο του Ότο Γ. Στάινερ του Raphaël Jerusalmy μετάφραση - σημειώσεις: Αχιλλέας Κυριακίδης εκδόσεις Μελάνι η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress https://www.bookpress.gr/kritikes/xeni-pezografia/jerusalmy-raphael-melani-na-sosoume-ton-motsart-dimitriadou


Να σώσουμε τον Μότσαρτ

Το ημερολόγιο του Ότο Γ. Στάινερ

του Raphaël Jerusalmy

μετάφραση - σημειώσεις: Αχιλλέας Κυριακίδης

εκδόσεις Μελάνι
η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress https://www.bookpress.gr/kritikes/xeni-pezografia/jerusalmy-raphael-melani-na-sosoume-ton-motsart-dimitriadou




μια ελάχιστη μουσική συνωμοσία

Ήθελα να εμποδίσω  μια φωνή απ’ το να σιωπήσει. Μία φωνή, μόνη της μέσα σε πολλές χιλιάδες, αλλά μια φωνή που, αν είχε καταπνιγεί, θα σκότωνε τη μουσική μέσα μου. Κι όλη τη μουσική.

Μία διαφορετική φωνή αδυνατεί να ακουστεί μέσα σε πολλές χιλιάδες όμοιες, που ηχούν στον ίδιο τόνο.  Όσο κάποιοι (ελάχιστοι) θα επιλέγουν τη διακριτή παρουσία τους μέσα στην ηχηρή ομοιομορφία των πολλών, τόσο η επιλογή τους θα καταξιώνει τη μοναδικότητα της προσπάθειας, την αξία μιας ατομικής αποστασιοποίησης από τη συμπαράταξη με τους ισχυρούς και ασφαλείς. Γιατί αυτονόητα η απόσχιση επισύρει και τις συνέπειές της, η μοναξιά της ατομικής επανάστασης έχει ήδη χρεωθεί το τίμημα. Είμαι βέβαιη πως οι υπέρμαχοι της συνολικής ρήξης, ως μοναδικής συνθήκης που έχει τη δύναμη να ανατρέψει τα ισχύοντα (όποια κι αν είναι αυτά, σε κάθε εποχή), δεν θα αγαπήσουν την ιστορία του Τζερουσάλμι – αν φυσικά μπουν καν στον κόπο να τη διαβάσουν. Με ανάλογο τρόπο είχαν απαξιώσει την άλλη συγκλονιστική ιστορία του Χανς Φάλλαντα «Μόνος στο Βερολίνο», αδυνατώντας να υιοθετήσουν την προοπτική μιας ατομικής εξέγερσης, να διανοηθούν τη δυναμική της μονάδας, του ενός. Μέσα στην ιδεοληπτική αποθέωση της μάζας έχει χαθεί η αξία της ατομικής επιλογής.

Ημερολογιακή μορφή θέλησε να δώσει ο Τζερουσάλμι στην ιστορία του διασώζοντας έτσι την αμεσότητα της πρωτοπρόσωπης αφήγησης/κατάθεσης. Σοφή επιλογή, γιατί έτσι προσεγγίζεται καλύτερα, πιο ευθύβολα, η διάθεση, η σκέψη, ο προβληματισμός, η στάση μπροστά στο προσωπικό αδιέξοδο, η επιλογή, η απόφαση, ο φόβος, η αδυναμία, και τελικά η πράξη. Ο ήρωας Ότο Γ. Στάινερ θα διανύσει την πορεία ως την αμφίβολη προσωπική του δικαίωση, ως τη διάσωση της προσωπικής του αξιοπρέπειας, που θα είχε αλλιώς απολεσθεί οριστικά. Από τις 7 Ιουλίου του 1939 ως τις 2 Αυγούστου του 1940 θα κρατήσει ημερολόγιο εντάσσοντας σ’ αυτό και τις επιστολές που θα ήθελε κάποτε να φτάσουν στα χέρια του γιου του στην Παλαιστίνη. Εβραίος (όχι εντελώς) ο Στάινερ, αν δώσουμε βάρος όχι στην καταγωγή αλλά στην αποδοχή της καταγωγής (που είναι και πλέον σημαίνουσα), αναγκασμένος να το κρύβει, ζώντας σε ένα σανατόριο του Ζάλτσμπουργκ άρρωστος από φυματίωση και βαδίζοντας εν γνώσει του προς το τέλος της ζωής του, λίγο μετά την προσάρτηση της Αυστρίας στη ναζιστική Γερμανία. Γύρω του καθημερινή επαφή με τον θάνατο, ασθενείς μοιρασμένοι σε ορόφους αναλόγως της γειτνίασης με το τέλος της ζωής τους. Κι αυτός, απολύτως μόνος, χωρίς να έχει να δώσει λογαριασμό σε κανέναν, χωρίς να έχει τίποτε που να τον συγκρατεί από μια παράτολμη ενέργεια, αντιλαμβάνεται ότι θα μπορούσε να αλλάξει την πορεία των γεγονότων, να αποβεί αυτός η ελάχιστη ποιότητα που είναι αρκετή για να καταρρεύσει το εφιαλτικό σκηνικό που ετοιμάζουν για τον κόσμο οι παράλογοι ηγέτες.  

Κατά βάθος είμαι το μόνο μέλος της οικογένειας που δεν ανήκει πουθενά. Που δεν έχει κάνει κάποια επιλογή. Σε ποια ομάδα εντάσσονται οι φυματικοί; Σε ποια ιδεολογία;

Αλήθεια, τι θα μπορούσε να κάνει ένας μουσικοκριτικός για να ανατρέψει τα σχέδια των ισχυρών; Ένας μουσικοκριτικός ίσως τίποτα. Ένας μουσικοκριτικός όμως στην κατάλληλη θέση, την κρίσιμη στιγμή, πολλά! Και από εδώ θα ξεκινήσει το ευφάνταστο σενάριο του Τζερουζάλμι. Ο Στάινερ θα αναλάβει να βοηθήσει τον εκδότη του Χανς στη διοργάνωση του Salzburg Festspiele, του φεστιβάλ Μότσαρτ, το οποίο οι Ναζί επιθυμούν να εκμεταλλευτούν προπαγανδιστικά φέρνοντας στα μέτρα τους (περισσότερο κατά το ύφος του Βάγκνερ) τη μουσική του Μότσαρτ.

Επέτειος της ένωσης Αυστρίας και Γερμανίας. Μεγάλη συναυλία στη Βιέννη. Λόγος του Πλάσκε, που μεταδόθηκε από το ραδιόφωνο. Το Deutschland über alles αντήχησε στη σάλα. Θλίψη. Ύμνοι και εμβατήρια, ορατόρια και Λειτουργίες. Γιατί όλα αυτά πρέπει να γίνονται με μουσική συνοδεία;

Να σιγήσουν τα όργανα. Οι τενόροι, οι βιολονίστες. Να μην είναι συνεργοί σ’ αυτό. Από σεμνότητα.

Κατά μια ανέλπιστη συγκυρία -από αυτές που συνήθως λάθρα περνούν χωρίς να γίνει αντιληπτή η δυναμική τους- θα βρεθεί πολύ κοντά στο τιμόνι της ιστορίας. Αρκεί να μπορέσει να το στρέψει. Θα το πετύχει άραγε ή υπάρχουν αστάθμητοι παράγοντες (αρκεί και μόνον ένας) που εμποδίζουν την ανατροπή;

Η φιλαρμονική σταμάτησε να παίζει. Εγώ ήμουν ακίνητος. Με το πηλήκιο του Χίτλερ στα χέρια.

Αν το σχέδιο αποτύχει, αν η ιστορία δεν στρέψει την πορεία της,  τότε αυτός που η ζωή του υφίσταται καθημερινές ταπεινώσεις έχει τον τρόπο να περισώσει ό,τι μπορεί πια να σταθεί ανάχωμα στον παραλογισμό της εξουσιαστικής μηχανής. Κι αυτό μπορεί να γίνει μέσα από τη μουσική. Όχι, ο Τζερουσάλμι δεν έχει κατασκευάσει εδώ καμία ρομαντική εκδοχή για τον ρόλο της παντοδύναμης μουσικής που εναντιώνεται στην τραχύτητα της σωματικής ισχύος. Αντιθέτως έχει επινοήσει μια απολύτως ρεαλιστική παρέμβαση, ένα ρήγμα στο αδιαπέραστο τείχος της ναζιστικής ομοιομορφίας, μέσα από ένα μουσικό κομμάτι που μετατρέπει τους διώκτες σε συνοδοιπόρους των θυμάτων τους, και μάλιστα με τη συνοδεία οργάνων. Ένας υπέροχος τρόπος να δειχθεί η δυναμική μιας μόνης φωνής, μιας ιδέας που απαιτεί τόλμη, συναίσθηση του κινδύνου, που υπονοεί ταυτόχρονα την ιεράρχηση των αξιών – με τη διαφύλαξη της προσωπικής ζωής να μην είναι στην πρώτη θέση. Το ερώτημα τι θα έκανε ο Ότο Στάινερ αν δεν ήταν ετοιμοθάνατος, ας μην επηρεάσει τη σκέψη μας. Οι επιλογές ενός ανθρώπου, που καθημερινά νιώθει τον εξευτελισμό και την αδυναμία μπροστά στην ισχύ του παραλογισμού, ίσως να μην καθορίζονται από τη βραχύτητα του βίου και μόνον.


Αν, λοιπόν, το μόνο που μπορεί πλέον να περισωθεί είναι ο Μότσαρτ, εστιάζει σ’ αυτό, μεθοδικά ετοιμάζει τις κινήσεις του σε απόλυτη μυστικότητα, κι έρχεται η στιγμή να απολαύσει το έργο του και την αναμενόμενη συντριβή της υπερηφάνειας του ισχυρού αντιπάλου. Είναι τάχα λίγο αυτό; Σε μια εποχή που τα μεγέθη έχουν αντιστρέψει το ηθικό τους περιεχόμενο, έρχεται στο προσκήνιο η ελάχιστη ανθρώπινη παρέμβαση να δείξει την αξία μιας συνειδητής πράξης. Πώς τώρα αλλάζει το ζύγισμα των μεγεθών! Ο Μότσαρτ σώθηκε. Αλλά μαζί περισώθηκε και η ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Ακούστηκε και μια φωνή καταδικασμένη στην αφάνεια, φέρνοντας στην επιφάνεια τις εκατοντάδες χιλιάδες των θυμάτων που εσίγησε η φωνή τους.

Δεν είμαι κι εγώ σαν αυτό το τραγούδι; Κίβδηλος. Λίγο απ’ όλα. Όχι εντελώς Εβραίος, ούτε πραγματικά άθεος, μισός Αυστριακός, μισός Σιλεσιανός, όχι ακόμα νεκρός κι όμως απόβλητος του κόσμου των ζωντανών.

  Έξοχη η νουβέλα του Ραφαέλ Τζερουσάλμι. Πρώτον για το θέμα της. Δεύτερον για τον χειρισμό του θέματος, με το τελικό θαύμα να πηγάζει μέσα από τη σαπίλα των σωμάτων, από την αναμονή του θανάτου – ναι, έχει ίσως ιδιαίτερη σημασία ότι ο Στάινερ σε λίγο καιρό θα πεθάνει, γιατί δεν παραιτείται από τη ζωή αλλά ίσα ίσα προβαίνει σε πράξη που σφύζει από ζωή. Τρίτον αξίζει να δούμε πώς ο συγγραφέας, βετεράνος του ισραηλινού στρατού, στρέφεται στη γραφή, όχι για να αποδώσει στη μάταιη αιωνιότητα στρατιωτικά αφηγήματα άνευ ουσίας αλλά για να δώσει αυτό το διαμαντάκι που αυτοδίκαια κατατάσσεται στη λογοτεχνία με πολιτικό περιεχόμενο, με άποψη σαφή ευθαρσώς διατυπωμένη.

Η ελληνική μετάφραση ευτύχησε στα χέρια του έμπειρου Αχιλλέα Κυριακίδη, που διέσωσε το υποδόριο χιούμορ της γραφής (πίσω από την τραγικότητα των σκηνών), και μετέφερε με τον καλύτερο τρόπο τις πολλές μουσικές αναφορές εμπλουτίζοντας μάλιστα το κείμενο με τις σημειώσεις του. Ένα κείμενο γεμάτο από μουσική που ηχεί μέσα από την τραγωδία που ετοιμάζεται για τον κόσμο. Στην αρχή του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.



Διώνη Δημητριάδου

Διαβάζοντας μια έξοχη γραφή Βιργίλιος Βεργής πέντε ποιήματα από τη συλλογή "Noir λαξευμένο" (εκδόσεις Ιωλκός) (σχόλιο: Διώνη Δημητριάδου) μαζί με έξι πίνακες του Ιερώνυμου Μπος


Διαβάζοντας μια έξοχη γραφή

Βιργίλιος Βεργής

πέντε ποιήματα  από τη συλλογή  

"Noir λαξευμένο" (εκδόσεις Ιωλκός)

(σχόλιο: Διώνη Δημητριάδου)

 μαζί με έξι πίνακες του Ιερώνυμου Μπος






Η ωριμότητα και η ηλικία ίσως δεν συμβαδίζουν πάντοτε. Δύσκολο να το πιστέψει κανείς έχοντας στο μυαλό τις εμπειρίες που συνιστούν το σώμα της ζωής, την πείρα. Ωστόσο, χρειάζεται καμιά φορά (σπάνια οπωσδήποτε) να αναθεωρείται αυτή η θέση, όταν συναντάμε μια γραφή που αναδεικνύει την ώριμη θέαση της ζωής, αν και ανακόλουθη με το νεαρό της ηλικίας της. Ο Βιργίλιος Βεργής ήδη στη δεύτερη ποιητική του συλλογή ερευνά το τοπίο των εύλογων ερωτημάτων του ανθρώπου. Ποια τα όρια που μπορούμε να κινηθούμε; Κι αυτή η ανώτερη και αόρατη και ανεύθυνη δύναμη πόσο μπορεί να μας καθορίσει; Κι αν μας καθορίζει, ποια η στάση μας απέναντί της; Ποια η δύναμη της δικής μας παρέμβασης, έστω ως θρασύτατης απεύθυνσης προς αυτήν;  Η μνήμη, πάλι, πόσα αποθηκευμένα μάς χρωστάει, έτσι αιφνιδιαστικά να αναδύονται από τα βάθη της; Κι εμείς; Τάχα θρασείς πάλι να είμαστε απέναντί της, σαν δεν την καταδεχόμαστε επιλέγοντας, βρε αδερφέ, καμιά φορά την απολεσθείσα από τη διασωθείσα μνήμη; Ποια δύναμη (εσωτερική αναμφίβολα) μας ωθεί (τους ελάχιστους εξ ημών) στη υπέρβαση των ορίων της ταπεινής μας φθαρτότητας σε μια άνωθεν κλήση; Να είναι αυτοί τάχα οι άγιοι που αγγίζουν τη θέαση του απόλυτου ή μήπως να είναι αυτοί που συντηρούν με νύχια και με δόντια ό,τι ακόμη σώζεται μέσα τους ανθρώπινο; Τέλος, τι κάνει μια σχέση των δύο να απογειώνεται σε σχέση-σύμπλευση, σε ένωση αποθεωτική που τίποτα δεν την αγγίζει, που τίποτα δεν την καταργεί, ακόμη και μέσα στην απώλειά της; Ίσως η συμπαντική συνωμοσία των φυσικών σωμάτων, μήπως η εξάντληση της υπομονής και η αναπόφευκτη τότε ανασύνταξη του εαυτού για να αντέξει τη διατήρηση της ερωτικής γεύσης μέσα στη βεβαιότητα της απώλειας των αγγιγμάτων; Μα, όλα αυτά τα ερωτήματα για να τεθούν (όχι για να απαντηθούν τα αναπάντητα έτσι κι αλλιώς) δεν απαιτείται η ώριμη και κατασταλαγμένη θέα στον κόσμο; Θέτω  έτσι κι εγώ την ερώτηση αυτή θεωρώντας την συμβατικά και λογικά  αναπάντητη, καθώς διαβάζω την ποίηση του Βιργίλιου. Εκτός αν η ποίηση μέσα στα υπόλοιπα θαυμαστά της έχει και τη δυνατότητα να εκμαιεύσει από τον ταλαντούχο δημιουργό την ικανή σύνοψη εμπειριών, ώστε να σταθεί ο ώριμος στίχος θρασύς (ευτυχώς) απέναντι σε μια ζωή που λιγοστά ακόμη χρόνια μετρά. Μια έξοχη γραφή!
(σχολιασμός: Διώνη Δημητριάδου)




Λατρεύω την ανυπαρξία σου, Θεέ μου·

μου επιτρέπει να σου απευθύνομαι.

Προσκυνώ την αϋλότητά σου·

ντύνει με αποδραστικά φτερά την ελευθερία μου.

Προσεύχομαι με βεβαιότητα μονάχα σε σένα, Κύριε·

έχω ακλόνητη πίστη στη σιωπή σου.

(Χωρίς απεύθυνση)






Να μη διαμαρτύρεται έτσι αυθαίρετα η μνήμη

πως δεν την καταδέχτηκα.

Ας πάψει πια να με εκβιάζει με το σκληρό χαρτί της λήθης.

Δεν είναι που φοβάμαι να θυμάμαι,

είναι που κατανόησα πια από πού πηγάζει το τόσο ανυπόφορο

βάρος της.

Οι μνήμες, οι πιο βαθιά ριζωμένες,

πριν καν προφτάσουν να βαφτιστούν αναπόληση

από μακριά ξεπροβάλλουν απέραντη την απώλεια.

(Η διαμαρτυρία της μνήμης)






Δεν έζησαν ποτέ άγιοι ανάμεσά μας.

Μη μιλάτε για τέτοιους σαν κάποτε να υπήρξαν.

Στον κόσμο ήρθαν μονάχα άνθρωποι που πόνεσαν

και διεκδίκησαν την αποκτήνωσή τους.

Κι άνθρωποι που βασανίστηκαν πολύ

να παραμείνουν μέχρι το τέλος άνθρωποι.

(Περί αγιοσύνης)






Λέω να ρίξω απόψε ολόκληρη τη θάλασσα

επάνω στη γραφή μου.

Να μην ξεχωρίζεις

ποιων δακρύων λύσσα,

ωμή αλμύρα

πρώτη σε σκοτώνει.

Λέω να θάψω και ό,τι περίσσεψε απ’ τον ουρανό

σε κάποιο λαίμαργο σεντόνι, φθινοπωρινό,

να μην ξεχωρίζεις αν είναι

πουλί που ξεψυχά ό,τι σου καταλογίζει το χώμα

ή της σιωπής η διαμαρτυρία που απελπίστηκα ν’ ακούσεις.

Λέω να μη σου γράψω τίποτα,

μήπως και κατασκευάσουν θάλασσα κι ουρανός

ενδιαμέσως

πιο πειστικά άλλοθι απομακρύνσεων

ν’ αποκοιμηθεί το παράπονο του αγίνωτου,

να περάσει με τίμιες δόσεις απώλειας

άλλο ένα βράδυ αξημέρωτης ανάγκης.

(Στοιχείων απώλεια)






Έτσι πάντοτε φορτωμένη καταφθάνει στο κατώφλι μου, η

άνοιξη.

Με πλήθος τις δικές της νεογέννητες προσμονές, σαν

πολυσπούδαστη μομφή να μου τις φορτώνει.

Στενό μαρκάρισμα μου κάνουν οι μνήμες, ηχηρές ξεχύνονται

με ορμή και γέρνουν στο απολεσθέν και στο δυσκατάκτητο.

Οι μυρωδιές που φέρνουν τα χελιδόνια

σαν κάτι από σένα να θυμίζουν, ψιθυρίζουν αλλοτινά γνώριμες

λέξεις αλληλοσυγκρουόμενες.

Ίσως να φταίει η τρικυμία των λουλουδιών – δεν ξεχωρίζω ποια

τρικυμία έμβιου πρώτη με σκοτώνει.

Ραντίζουν τα μελίσσια τη γύρη γειτονικών ερώτων

και δε μου περισσεύει πια κανένα κουράγιο να προσποιούμαι

τάχα πως κάθε άνοιξη

δε συλλογίζομαι πόση ακόμα άνοιξη δεν πρόφτασες να μου

φέρεις.

(Εαρινή σημείωση)




(Βιργίλιος Βεργής, από τη συλλογή «Noir λαξευμένο», εκδόσεις Ιωλκός,

2017)



Ο Βιργίλιος Βεργής
γεννήθηκε τον Απρίλιο του 1995. Σπουδάζει Δραματολογία στο Τμήμα Θεάτρου του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κι ασχολείται με τη σκηνοθεσία. Αγαπά πολύ το ροκ, τα βιβλία κι όλα τα συγκροτήματα των εφηβικών του χρόνων. Ασχολείται με τα περισσότερα λογοτεχνικά είδη κι αρθρογραφεί στα μέσα για κοινωνικοπολιτικά και καλλιτεχνικά ζητήματα. Η πρώτη του ποιητική παρουσία ήταν με τη συλλογή «Ερέβους έλευσις εφηβική καταμέτρησις», εκδόσεις Ιωλκός, 2016.



Παρασκευή 30 Μαρτίου 2018

"Από το τίποτα σαν θαύμα ξαφνικά -ιστορίες ποιημάτων-" Τόλης Νικηφόρου εκδόσεις Μανδραγόρας η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό frear.gr http://frear.gr/?p=21293


"Από το τίποτα σαν θαύμα ξαφνικά

-ιστορίες ποιημάτων-"

Τόλης Νικηφόρου

εκδόσεις Μανδραγόρας
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό frear.gr http://frear.gr/?p=21293



τα ποιήματα και οι θνητές τους αφορμές

Η ποιητική δημιουργία ως αρχική αφορμή θα ήταν ίσως άστοχο να αποτελέσει αντικείμενο ανάλυσης, θεωρούμενη ατομική απολύτως περίπτωση, διαφοροποιούμενη σε κάθε ξεχωριστό ποιητή. Η αρχική ιδέα της έμπνευσης αφορά μόνο τον ίδιο τον δημιουργό, ο οποίος με έκπληξη και απορία αντιλαμβάνεται πως το έργο διεκδικεί την αυτονομία του, από τη στιγμή που τον εγκαταλείπει και ανοίγεται ελεύθερο στη  δική του ζωή. Αυτήν την πρώτη αφορμή ο δημιουργός ίσως οφείλει να τη λησμονήσει, ως αποκομμένη πλέον από το έργο του, που μεταλλάσσεται διαρκώς σε άλλες μορφές – τόσες όσοι και οι αποδέκτες του. Θνητές οι αφορμές των ποιημάτων.

Δεν είναι, έτσι, απορίας άξιο που σπάνια συναντάμε εξομολογήσεις των ποιητών αναφορικά με την αρχική τους ιδέα ή την εικόνα που τους οδήγησε στη γραφή ενός ποιήματος. Η εσωτερική ανάγκη μιας προσωπικής τους υπόμνησης ίσως είναι που τους ωθεί αυτές τις σπάνιες φορές να μοιραστούν μαζί μας τις ποιητικές τους αφετηρίες. Και τότε ανοίγει και για μας, που διαβάζουμε τις εξομολογήσεις τους, ένα διαφορετικό παράθυρο στην ποίησή τους. Δίπλα στη δική μας ανάγνωση (εκεί δηλαδή που ο καθένας από εμάς ακούμπησε την προσωπική του ιστορία) έρχεται η πραγματική αφορμή για τη γέννηση του έργου, και ακολουθεί το ξάφνιασμα, η προσωπική απομυθοποίηση. Όλο αυτό όμως ας θεωρηθεί πλούτος για την ποίηση·  η εναπόθεση της άλλης εκδοχής (το ότι είναι η αρχική δεν της προσδίδει κάποιο πλεονέκτημα ερμηνευτικό), η ενδιαφέρουσα σύγκριση.

Ο ποιητής Τόλης Νικηφόρου (προτιμώ να τον ονομάζω ποιητή, αν και μας έχει δώσει έξοχο πεζό λόγο, μάλλον για την ποιητικότητα της γραφής του) συγκέντρωσε τις μνήμες του, τις αφορμές και τις ευαισθησίες του, και μας έδωσε μέσα σε είκοσι τέσσερις μικρές αφηγήσεις τις ιστορίες των ποιημάτων του. Με συγκινεί ο τίτλος, κάτω από τον οποίο τις έχει όλες στεγάσει. Πράγματι, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, τα ποιήματα ξεπηδούν από το τίποτα. Ένα τίποτα, λιτό και ευτελές σε μέγεθος, που έρχεται από τον εσώτερο εαυτό, από όλα τα αποθηκευμένα εκεί για ώρα ανάγκης, τα συχνά λησμονημένα, ωστόσο ζωντανά. Αλλά και από κομμάτια, αποσπάσματα του γύρω κόσμου:  μια λέξη που ειπώθηκε, μια φευγαλέα κίνηση προσώπων, η απρόσμενη συνύπαρξη κάποιων στοιχείων που καθόλου δεν φιλοδοξούν να συναποτελέσουν μια εικόνα. Κι όμως! Στη σκέψη του ποιητή ξαφνικά όλα δένουν μεταξύ τους σε κάτι νέο, και τότε απροσδόκητες υπάρξεις βλέπουν το φως. Το ποίημα είναι πάντα ένα μικρό ρήγμα στο τάχα αρραγές του σώματος του κόσμου.

«το ποίημα επιλέγει τον δικό του χρόνο για να γεννηθεί

είναι ένας ξένος που κατοικεί από παλιά στο σπίτι μας

κυκλοφορεί στο υπόγειο

και λούζεται με φως στο υπερώο

διαβάζει ένα - ένα τα χειρόγραφά μας

αποκρυπτογραφεί τις μυστικές φωνές

που ταξιδεύουν μέσα μας

και πίνει για να μεγαλώσει

γι’ αυτό και είναι πάντα μεθυσμένο



το ποίημα επιλέγει τον δικό του χρόνο για να γεννηθεί

όπως πριν από μας επέλεξε

αυτό το σπίτι για να κατοικήσει»



Η παραπάνω ποιητική κατάθεση του Νικηφόρου ας θεωρηθεί απολύτως δηλωτική της φύσης του ποιήματος, ως υπαρκτού και μη υπαρκτού, ως ορατού και αθέατου, ως θνητού και αθάνατου ταυτοχρόνως. Διαβάζοντας τις μικρές αυτές ιστορίες των ποιημάτων περνά από μπροστά μας η ζωή του ποιητή, τα δύσκολα παιδικά χρόνια, οι πρώτες εμπειρίες, οι έρωτες, η ξενιτιά, η διαχρονική έννοια της αγάπης, η βασανιστική αλλά και απολαυστική μαζί γέννηση της γραφής. Θα μείνω σε δύο απ’ τις καταγραφές αυτές, ίσως γιατί το ξάφνιασμα ήταν εντονότερο, στη μία γιατί η απόσταση ήταν πιο μεγάλη ανάμεσα σ’ αυτό που βίωσα ως ανάγνωση του ποιήματος και στην αποκάλυψη των συνθηκών της γέννησής του, στην άλλη αντιθέτως, γιατί ήταν θελκτική η γειτνίαση των εικόνων και των αισθημάτων.

Το ποίημα που αντιστοιχεί στο πρώτο ξάφνιασμα:

«την ώρα που ένιωθα ασφαλής

στην πέτρινη σιγή του κόσμου

άνοιξαν ξαφνικά οι μυστικοί κρουνοί το απομεσήμερο

και η αυλή πλημμύρισε κίτρινες πεταλούδες

γιορταστικά πολύφωτα

ιπτάμενα ίχνη του απρόσιτου που ενεδρεύει

την ώρα που ένιωθα ασφαλής

με ξύπνησε το κίτρινο περπάτημα στα χόρτα

κι είδα μέσα στο φως να ξεπροβάλλει η τίγρη»



Μια εικόνα που ξεχύνεται από ένα ποίημα τόσο ολιγόστιχο, ωστόσο γεμάτο θαύματα. Σκέφτομαι την αιφνίδια μετάλλαξη από το εξαίσιο στο απειλητικό, συνδέω με δικά μου βιώματα (από τα πιο κρυφά) και πάλι ψάχνω τις λέξεις που υπερβαίνουν την πραγματικότητα, προκειμένου να συλλάβω όλο το σώμα του λόγου. Καταλήγω στην υιοθέτηση του μύθου – ίσως γιατί δεν αντέχω την ευθεία ερμηνεία των εσώτερων φόβων, ίσως γιατί προτιμώ όλο αυτό να παραπέμπει σε κάποιο συμβολισμό ιαματικό των πόνων. Κι έρχεται από την πλευρά του ποιητή η αποκαλυπτική αλήθεια. Για μια πραγματική εικόνα πρόκειται:

«Μόλις βγήκα στην αυλή, με τύλιξε ένα σύννεφο από πεταλούδες. Δεκάδες, εκατοντάδες κίτρινες πεταλούδες, απίστευτα, εξαίσια ονειρικές. Πώς και από πού είχαν εμφανιστεί; Ποτέ ως τότε δεν είχα δει έστω και μία κίτρινη πεταλούδα. Κάθισα στην πάνινη πολυθρόνα, με την απορία και την έκσταση στα μάτια, και τις άφησα να φτερουγίζουν τριγύρω, στους ώμους μου, στο κεφάλι, παντού.

[…]

Και τότε βαθιά μέσα μου ένιωσα την απειλή. Κίτρινη κι αυτή. Αόριστη αλλά εξαιρετικά έντονη. Ότι αυτές οι στιγμές δεν ήταν παρά στιγμές και ότι θα ακολουθούσε αναπόφευκτα η πτώση στην πραγματικότητα. Η ειδυλλιακή ατμόσφαιρα θα διαλυόταν, το διάλειμμα θα τελείωνε, το θαύμα θα εξατμιζόταν και θα προσγειωνόμασταν και πάλι, πιο σκληρά τώρα, στον κόσμο της τίγρης και του χαμού. Και μελαγχόλησα».



Κι εδώ, από το δεύτερο ξάφνιασμα, πάλι πρώτα το ποίημα:



«... ένας χαρταετός να υψώνεται πάνω απ’ τα κάστρα

νωχελικά να κατεβαίνεις την Αριστοτέλους

να κάθεσαι σε καφενείο της παραλίας

πίσω απ’ τα τζάμια να ρουφάς

αργά, πολύ αργά τον τούρκικο

και να καπνίζεις ένα, δύο, τρία τσιγάρα

με τον καπνό να σε τυλίγει σαν ομίχλη

κοιτάζοντας τα ψαροκάικα και πιο βαθιά τη θάλασσα»



Στη μνήμη έρχεται η παραλία, κι αμέσως λέω: η παλιά παραλία. Αυτή που ακόμα νιώθω να καίει τα πέλματα στην απόσταση ως τον Λευκό Πύργο. Αυτή που μετά χάθηκε, την κατάπιε η επέκταση, οι ποικίλοι νεωτερισμοί στο σώμα της αγαπημένης πόλης. Κι αυτή τη νοσταλγία έρχεται ο ποιητής να την κάνει βαθύτερη, όταν αρχίζει στην ιστορία του ποιήματος να θυμάται με τη σειρά όλα τα όμορφα της παλιάς εικόνας:

«Όταν λέγαμε παραλία, εννοούσαμε βέβαια την παλιά παραλία. Η παλιά παραλία της Θεσσαλονίκης, από το Λιμάνι ως τον Λευκό Πύργο, ήταν πάντα ένα μέρος γοητευτικό, ένα μέρος μαγικό για μας. Εκεί βρίσκονταν τα καλύτερα σπίτια με θέα απέραντη στη θάλασσα, από εκεί μπορούσες να δεις τις λευκές κορυφές του Ολύμπου να αγγίζουν τον ουρανό, από εκεί ξεκινούσαν τα καραβάκια για τα μπάνια σε Περαία, Μπαξέ και Αγία Τριάδα, εκεί βρίσκονταν οι κινηματογράφοι Παλλάς και εθνικό, αργότερα Κεντρικό, το θερινό Άλεξ, τα μπιλιάρδα του Πτι Παλαί, εκεί βρισκόταν το περίφημο ξενοδοχείο Μεντιτερανέ και το εστιατόριο Όλυμπος Νάουσα, άλλα εστιατόρια και καφενεία».



Η ταύτιση εδώ των εικόνων της μνήμης. Σωτήριες επαληθεύσεις μέσω του ποιητή όσων από νωρίς εντυπώθηκαν και δεν φεύγουν κι ας έχουν περάσει χρόνια πολλά από τη δική μου παιδική ηλικία στη γενέθλια πόλη.

Πιστεύω πως ο αναγνώστης αυτών των ιστοριών θα βρει τη συμπόρευση με τον ποιητή, άλλοτε για να επαληθεύσει τις δικές του παραστάσεις και άλλοτε για να ξαφνιαστεί από το απρόσμενο της γέννησής των ποιημάτων. Μα, αυτή είναι η μαγεία της ποίησης, η επικοινωνία με τον αποδέκτη της, με όποιο δρόμο βρει αυτός πρόσφορο, με όποια ερμηνεία κι αν θελήσει να δώσει στα λόγια του ποιητή. Και μακάρι οι ερμηνείες να είναι πολλές, όπως το κάθε ποίημα είναι ένας αυθύπαρκτος οργανισμός όλος ζωή, που ανασαίνει με τις ξένες προσμείξεις χωρίς να χάνει τίποτα από την αυθεντική του πρώτη αφορμή. Τις αφετηρίες των ποιημάτων του μας δείχνει ο Τόλης Νικηφόρου στην πρωτότυπη κατάθεσή του, αφιερώνοντας λίγες σελίδες σε κάθε ποίημά του, αφήνοντας έτσι τον αποδέκτη του να συμπληρώσει τις δικές του προσωπικές (αναγνωστικές) αφορμές.

Διώνη Δημητριάδου
















Τετάρτη 28 Μαρτίου 2018

Ο δημιουργός και τα έργα του. Μια σχέση μοναδική! Ο Γιώργος Ρούσκας εκθέτει τα κεραμικά του έργα και μας προσκαλεί.




Ο δημιουργός και τα έργα του 
Μια σχέση μοναδική!



Ο Γιώργος Ρούσκας εκθέτει τα κεραμικά του έργα και μας προσκαλεί 
Δείτε πώς μιλά γι’ αυτά!


«Είναι τα κεραμικά σου παιδιά. Συνομιλούν με τους πίνακες και τα βιβλία. Λένε πως θέλουν ταξίδια, θέλουν να δουν κι άλλους ανθρώπους, κι άλλο φως, να μη μένουν εδώ κλεισμένα. Πώς να τους το στερήσεις; Σκληρός ο αποχωρισμός, οξύς ο πόνος της απώλειας μα νιώθεις πως ήρθε η ώρα να βρουν τον δικό τους δρόμο. Ας είναι η ώρα η καλή. Σχεδιάζεις να τους κάνεις δώρο - έκπληξη.


Έτσι, υπό την αιγίδα του δραστήριου Εξωραϊστικού Πολιτιστικού Συλλόγου «Λυκουρίζα - Λαγονησίου», έχω τη μεγάλη χαρά να σας προσκαλέσω στην ατομική μου έκθεση κεραμικής με θέμα «ἰδίαις χερσὶν», η οποία θα γίνει την επόμενη Κυριακή, των Βαΐων, 01 Απριλίου 2018, στον χώρο του Πολιτιστικού Κέντρου Λαγονησίου, επί της Λεωφόρου Καλυβίων 67, στο Λαγονήσι.

Η διάρκεια της Έκθεσης θα είναι από 11:00 ως 19:30»





"Ο μόνος πιστός ένοικος" του Αντώνη Δ. Σκιαθά τρίγλωσση έκδοση (μετάφραση στα αγγλικά: Robert L. Crist και Despina L. Crist στα ισπανικά: Mario Domínguez Parra) με 16 υδατογραφίες της Κατερίνας Καρούλια εκδόσεις Πικραμένος (η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal http://fractalart.gr/o-monos-pistos-enoikos/)


"Ο μόνος πιστός ένοικος"

του Αντώνη Δ. Σκιαθά

τρίγλωσση έκδοση

(μετάφραση

στα αγγλικά: Robert L. Crist και  Despina L. Crist

στα ισπανικά: Mario Domínguez Parra)

με 16 υδατογραφίες της Κατερίνας Καρούλια

εκδόσεις Πικραμένος
(η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal http://fractalart.gr/o-monos-pistos-enoikos/)




Η νέα ποιητική συλλογή του Αντώνη Σκιαθά είναι ενδιαφέρουσα είδηση έτσι κι αλλιώς. Ακόμα περισσότερο όταν πρόκειται για μια τρίγλωσση (ελληνικά, αγγλικά, ισπανικά) έκδοση με την εικαστική σύμπραξη της Κατερίνας Καρούλια με 16 υδατογραφίες. Την αγγλική μετάφραση υπογράφουν ο Robert L. Crist και η Despina L. Crist. Την ισπανική ο Mario Domínguez Parra. Συλλεκτική έκδοση, σε 359 αριθμημένα και υπογεγραμμένα αντίτυπα, καθώς και σε 21 επιπλέον αντίτυπα εκτός σειράς με λατινική αρίθμηση.

Κρατώντας στο χέρι την πολυτελή αυτή έκδοση, ακόμη και πριν την ανοίξω για να διαβάσω τα ποιήματα, σκέφτομαι τη λειτουργία της Τέχνης (το κεφαλαίο γράμμα σκόπιμα έτσι), τον κοινωνικό της ρόλο. Το έργο που απευθύνεται στις μεγάλες μάζες του λαού -μακάρι και να πηγάζει από τη λαϊκή δημιουργία- έθρεψε ως προοπτική το όραμα κάθε προοδευτικού στην ιδεολογία ανθρώπου, ευαίσθητου στα καλλιτεχνικά δρώμενα. Δεν θα μπορούσε εύκολα, αβασάνιστα, να αγνοήσει κανείς έργα δημιουργών που ενέπνευσαν επαναστατικά κινήματα, που εμβληματικά πλέον δηλώνουν την παρουσία τους δίπλα σε πολιτικές πράξεις ή σε βίαιες ρήξεις (εδώ ένας ορισμός της επανάστασης) μέσα στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Ίσως, όμως, να μας διαφεύγει μια απλή αλήθεια, την οποία κανένας από τους θιασώτες για παράδειγμα της λεγόμενης στρατευμένης τέχνης (εδώ το μικρό γράμμα πάλι σκόπιμα έτσι) δεν θα αποδεχόταν ποτέ, καθόσον θα ανέτρεπε τη βάση του ιδεολογικού του οικοδομήματος: η κάθε εποχή εγκυμονεί την καλλιτεχνική της έκφραση, τα δημιουργήματα της ευαισθησίας των καλλιτεχνών πάντα (είτε το θέλουν είτε όχι) απηχούν κάποιες από τις συνιστώσες του κοινωνικού «σώματος», φέρουν κάποια από τα μηνύματα (ίσως ακόμη ασαφή και αδιόρατα) της βούλησης των καιρών· αυτά ενσωματώνουν στο έργο τους οι καλλιτέχνες, οι δημιουργοί, οι ποιητές. Δεν χωρούν εδώ σκοπιμότητες, δεν συγχωρούνται πολιτικές προδιαγραφές και δεσμεύσεις. Αν φυσικά θέλουμε να εννοούμε την Τέχνη με κεφαλαίο το γράμμα της. Με αυτό δεν επιθυμώ να πω ότι το έργο του δημιουργού αφορά λίγους· ίσα ίσα εννοώ πως από μόνο του θα βρει τον δρόμο για τη μέγιστη και μαζική  αποδοχή, αν η αξία του είναι τέτοια, αν όντως μπορεί να εκφράσει την εποχή, τη διάθεση, το όραμα ακόμη (γιατί όχι;) των αποδεκτών του. Θυμάμαι, για παράδειγμα,  ότι ο σπουδαιότερος δίσκος της ελληνικής δισκογραφίας, ο «Μεγάλος ερωτικός» του Μάνου Χατζιδάκι, γράφτηκε μέσα στη χούντα. Δεν τραγουδήθηκε στις μυστικές συνάξεις  ούτε παράνομα αντιγράφηκε σε κασέτες που κυκλοφορούσαμε χέρι με χέρι. Κι όταν η μνήμη λειτουργεί σήμερα για όλα αυτά τα γεγονότα μάλλον θυμόμαστε κάτι πιο επαναστατικό. Κι όμως το νιώθαμε από τότε ότι ακούγαμε κάτι πιο πάνω από ευκαιριακά συνθήματα και πιο πέρα πολύ από στενόχωρα φορεμένες κομματικές μπροσούρες. Ο έρωτας, όπως τραγουδήθηκε από τον μεγάλο της μουσικής μας, είναι εδώ διαχρονικός και πάντα νέος, να μας καλεί σε αυθεντικούς ξεσηκωμούς. Η εποχή η ίδια μιλάει με γνήσιο λόγο σε όποιο αληθινό σκίρτημα του ανθρώπου που εκφράζεται μέσω της τέχνης. Μπορεί έτσι να χειρίζεται, για παράδειγμα,  ερωτικά τον λόγο και να προκύψει πιστό αποτύπωμα της πιο επαναστατικής εποχής. Αντιθέτως μπορεί να οδηγεί «στα πιο βαθιά χασμουρητά» αποτρέποντας από την όποια δράση, την ίδια στιγμή που προσπαθεί να συνεγείρει τα πλήθη με λεξιλόγιο φτηνό πολιτικά.


Μακροσκελής, ίσως η αναφορά αυτή, ωστόσο δεν έχω ξεφύγει από τη σκέψη ότι μιλώ για τον «Μόνο πιστό ένοικο», μόνο που χρειαζόμουν (ίσως μόνο εγώ;) να απολογηθώ γιατί εστιάζω σε ένα έργο, που από τη φύση της έκδοσής του λίγοι θα το αγγίξουν. Η δύναμή του είναι τέτοια που θαρρώ θα φθάσει σε περισσότερους θιασώτες της καλής ποίησης από όσοι φαίνεται να είναι οι αγοραστές του, αριθμημένοι όπως και τα λιγοστά αντίτυπα. Ας πούμε εν τέλει ότι η ποίηση έχει πάντα το πιστό της κοινό που την ακολουθεί κάτω από τις οποιεσδήποτε συνθήκες.

Ο Αντώνης Σκιαθάς, πολύπειρος στα ποιητικά πράγματα και εν σιωπή ευρισκόμενος για πολλά χρόνια, επανήλθε το 2016 με την ποιητική συλλογή «Ευγενία» για να κινητοποιήσει τη μνήμη τη συλλογική (μέσα από την προσωπική του βιωματική εκδοχή των χρονικών διαστημάτων) καταθέτοντας μια ποιητική σύνθεση που διέτρεχε τις παρελθούσες γενιές και οραματιζόταν τη μελλούμενη. Εδώ, στον «Μόνο πιστό ένοικο» η ποιητική του πρόταση εστιάζει σε στοιχεία του προσωπικού του σύμπαντος προσφέροντας και σε μας μια προνομιούχο θέα στον κόσμο της συλλογικής μας αποθηκευμένης (ίσως και ξεχασμένης;) παιδικότητας. Η έννοια αυτή εμπεριέχει όχι μόνον τα παιδικά ενθυμήματα, τις εικόνες μιας αθωότητας πλέον χαμένης· περισσότερο εδώ ο Σκιαθάς δίνει τη συνέχεια ενός κόσμου που τον (και μας) καθόρισε, σε ηλικίες που ακόμη η ελπίδα μετρούσε τα απλά της λόγια και όντως συνόψιζε εικόνες πραγματικής ζωής. Σε μια σημερινή άνευρη πραγματικότητα που της ταιριάζουν τα γκρίζα χρώματα αποτελώντας το σύνηθες ένδυμά της, έρχεται ανέλπιστα μέσα από τα ποιήματα ένα φως αιγαιοπελαγίτικο να κατακλύσει τη σκοτεινιά, έρχονται παιδικές φωνές από τα λατρεμένα παιχνίδια, αυλές με πολύχρωμα πλακάκια που φτάνουν ως τη θάλασσα, έρωτες εφηβικοί που όλα τα υπόσχονταν χωρίς να νοιάζονται για την εγγενή τους αυτοκατάργηση, ύμνοι των σωμάτων (μα, πώς αλλιώς ο έρωτας;) δέντρα εμβληματικά της εσαεί εγκατοίκησης στα σπίτια και στις μνήμες μας να υπόσχονται την αιωνιότητα μέσα από τους καρπούς τους. Η συνέχεια, η διαρκής αναγέννηση μέσα στο ανελέητο φως που απλόχερα φωτίζει αυτόν τον τόπο και δεν επιτρέπει στο σκοτάδι να επικρατήσει. Αρκεί να έχουμε τα μάτια να το αντικρίζουμε έτσι όπως ρίχνει εύγλωττες σκιές στα μάρμαρα, έτσι όπως κάνει τα διάσπαρτα εκκλησάκια να γαλανίζουν προκλητικά απέναντι στο άλλο γαλανό της φύσης.
Και μεταφέροντας τα θραύσματα της συλλογική μνήμης δίνει μεγαλόθυμα τη συνέχεια της ζωής σ’ αυτό το ελάχιστο κομμάτι του κόσμου, που μεγάλωσε παρηγορητικά στους μύθους των Αργοναυτών ή του Οδυσσέα, στις υπέροχες ανθοφορίες των ύπνων του. Η ποιητική γραφή του Σκιαθά ικανότατη στην εικονοποίηση, στην αναπαράσταση του ένδον αισθήματος σε πληθωρική σκηνή ζωής, με την προσεκτική επιλογή των λέξεων να αποδίδει την ελληνική γλώσσα στα καλύτερά της.



Παραθέτω εδώ κάποια δείγματα αυτής της έξοχης γραφής:

[…]

Τι νύχτα και αυτή;

Πόσο δειλή, να θέλει

τραγούδια να ακούσει

ξενιτεμένων Τρώων.



Άσματα ποιων λυράρηδων

για τις απάτες των νερών

στους πλόες της αστροφεγγιάς.

εκεί, στην ωμοπλάτη του Αιγαίου.







[…]

Οι μοίρες μας, αλίμονο

τα συμφωνήσανε πολλά.

Εμείς όμως

δίχως υπογραφές

χωρίς συμβόλαια και συμβολαιογράφους,

ν’ αγαπηθούμε πέπρωται.





[…]



Μικρός την είδε γεμάτη αίματα

να φεύγει από την Σμύρνη,

τώρα τη βρήκε ανοιχτά της Εύβοιας

να καβαλά τα γλαρονήσια,

ν’ ανθίζει από της Σκιάθου τις Κουκουναριές,

στο Πήλιο να πνίγει την Βρεφοκρατούσα

στους ύμνους του Θεόφιλου.





[…]



Νέοι έμαθαν στις νήσους άσωτοι ηδονών

να πλάθουνε σταμνί την άμμο

το σταμνί να ντύνουν πέτρα,

την πέτρα ν’ ανάβουνε κερί,

τα μεσημέρια -φευ!- των ηφαιστείων

όπου αρραβώνιαζε

ο ήλιος το νερό στη λάβα του πελάγους.



Η έκδοση είναι τρίγλωσση, με τα ποιήματα να μεταφέρονται σε δύο ακόμη γλώσσες, την αγγλική και την ισπανική. Πανάξιοι οι μεταφραστές της ποίησης του Σκιαθά, ο Robert L. Crist και η Despina L. Crist για τα αγγλικα,  ο Mario Domínguez Parra για τα ισπανικά. Άλλο μεγάλο θέμα εδώ η μετάφραση/απόδοση της ποίησης. Γνωστό ότι δεν αρκεί η άριστη γνώση της ξένης γλώσσας, γιατί το νέο κείμενο (όντως για νέο κείμενο πρόκειται) πρέπει να αναπνέει σωστά μετρώντας τις ανάσες του στη νέα γλώσσα, να ακολουθεί τους ρυθμούς της. Να ρέει, να ακούγεται, να επικοινωνεί. Η πείρα των μεταφραστών εδώ εγγυάται την ποιητικότητα των μεταφρασμένων.



Ταυτόχρονα, συμπορεύονται με τα ποιήματα 16 υδατογραφίες της εικαστικού Κατερίνας Καρούλια με θεματική συνάφεια και μεταξύ τους αλλά και με τα ποιήματα, τα οποία ιδιότυπα προλογίζουν. 14 υδατογραφίες πριν από καθένα από τα14 ποιήματα της συλλογής, μία υδατογραφία προλογικά και μία στο εξώφυλλο. Στο όλον πρόκειται για μια ποιητική αλλά και εικαστική πρόταση (εύγε στις εκδόσεις Πικραμένος για το άρτιον της συνολικής εικόνας του βιβλίου) που μπορεί να απευθύνεται αυστηρά στους ολίγους που θα αποκτήσουν ένα από τα αριθμημένα και υπογεγραμμένα αντίτυπα, ωστόσο η δυναμική της έκδοσης είναι πολύ μεγαλύτερη. Άλλωστε τα σημαντικά δημιουργήματα τα Τέχνης βρίσκουν τον δρόμο τους σε κάθε περίπτωση.



Διώνη Δημητριάδου