Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2022

Ο ταχυδρόμος του Νερούδα μυθιστόρημα Αντόνιο Σκάρμετα μετάφραση: Αγγελική Βασιλάκου εκδόσεις Κλειδάριθμος η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

 

Ο ταχυδρόμος του Νερούδα

μυθιστόρημα

Αντόνιο Σκάρμετα

μετάφραση: Αγγελική Βασιλάκου

εκδόσεις Κλειδάριθμος

η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

Antonio Skármeta: «Ο ταχυδρόμος του Νερούδα» (diastixo.gr)

 

 


Σε τρία επίπεδα δομείται το μυθιστόρημα του Αντόνιο Σκάρμετα Ο ταχυδρόμος του Νερούδα, που τώρα κυκλοφορεί σε νέα έκδοση, σε πολύ καλή μετάφραση της Αγγελικής Βασιλάκου, από τον Κλειδάριθμο (πρώτη έκδοση: Ωκεανίδα, 1998). Σε ένα πρώτο επίπεδο παρακολουθούμε την ιστορία του Μάριο Χιμένες, του δεκαεπτάχρονου πρώην ψαρά και τώρα ταχυδρόμου στο απομονωμένο νησί της Χιλής Ίσλα Νέγρα, ο οποίος είναι επιφορτισμένος να παραδίδει σε καθημερινή βάση την αλληλογραφία στον μοναδικό αποδέκτη αλλά και συντάκτη επιστολών, τον ποιητή Πάμπλο Νερούδα. Η επιρροή που ασκεί ο Νερούδα στον απλοϊκό ταχυδρόμο θα τον ωθήσει να επιδιώξει μια επιφανειακή και τυπική στην αρχή επικοινωνία με τον ποιητή, η οποία με τον καιρό θα εξελιχθεί σε ουσιαστική επαφή και φιλία. Η ερωτική έλξη του Μάριο για την εντυπωσιακή Μπεατρίς Γκονζάλες θα αποτελέσει το έναυσμα για τις μεταξύ τους συζητήσεις, με τον ποιητή να προτείνει τρόπους για να προσεγγίσει ο Μάριο το αντικείμενο του πόθου του, μυώντας τον στην ποιητική εκφορά του λόγου.

 

«Αγαπητέ μου ποιητή και σύντροφε», είπε αποφασιστικά. «Εσείς με μπλέξατε σ’ αυτό κι εσείς πρέπει να με ξεμπλέξετε. Μου δώσατε βιβλία να διαβάσω, με μάθατε να χρησιμοποιώ τη γλώσσα μου όχι μόνο για να κολλάω γραμματόσημα. Εσείς φταίτε που την ερωτεύτηκα». (σ. 78).

 

Παράλληλα, σε ένα δεύτερο επίπεδο, παρακολουθούμε τη ζωή του Νερούδα, τη βράβευσή του με το Βραβείο Νόμπελ το 1971, την πολιτική του δράση με την υποψηφιότητά του για την προεδρία της Χιλής, και τη σχέση του με τον Αλιέντε, υπέρ του οποίου θα παραιτηθεί το 1970, και τέλος τον θάνατό του. Τα δύο αυτά επίπεδα της πλοκής πλαισιώνονται, όπως είναι φυσικό, με τα γεγονότα της ευρύτερης ιστορίας (η κατάσταση στη Χιλή από την άνοδο του Σαλβαδόρ Αλιέντε στην εξουσία έως την πτώση του και την επιβολή της δικτατορίας του Αουγκούστο Πινοσέτ το 1973). Γεγονότα που επιδρούν, αναπόφευκτα, στη ζωή των ηρώων διαμορφώνοντας τις επιλογές τους, με τον μικρόκοσμό τους διαλεκτικά να συνδέεται με την ιστορία του τόπου τους.



 

«[…] Υπήρξα ο πιο εγκαταλελειμμένος από τους ποιητές και η ποίηση μου ήταν τοπική, πονεμένη και βροχερή. Είχα όμως πάντα εμπιστοσύνη στον άνθρωπο. Δεν έχασα ποτέ την ελπίδα, γι’ αυτό ίσως έφτασα ως εδώ με την ποίησή μου και με τη σημαία μου. Συνοψίζοντας θέλω να πω στους ανθρώπους καλής θέλησης, στους εργαζόμενους, στους ποιητές, πως ολόκληρο το μέλλον εκφράστηκε σ’ αυτή τη φράση του Ρεμπώ: μόνο με φλογερή υπομονή θα κατακτήσουμε τη λαμπρή πολιτεία που θα δώσει φως, δικαιοσύνη και αξιοπρέπεια σ’ όλους τους ανθρώπους. Έτσι η ποίηση δεν θα έχει τραγουδήσει μάταια». (σ. 123).

 

Ο Σκάρμετα χειρίζεται τα διαφορετικά αυτά επίπεδα επιτρέποντας πότε στο διάχυτο ερωτικό κλίμα να επικρατήσει δίνοντας σκηνές εξαιρετικής έντασης, και πότε στον αναμφισβήτητο πολιτικό χαρακτήρα της ιστορίας του να δείξει ίσως τη μία  από τις αρχικές ιδέες της συγκεκριμένης γραφής. Ο ίδιος βαθύτατα πολιτικοποιημένος, με διώξεις από τη δικτατορία, δεν θα άφηνε την ιστορία του χωρίς το απαραίτητο πολιτικό της εκτόπισμα. Από την άλλη, όμως, διαφαίνεται από τον τρόπο που χτίζει τη μυθοπλασία του στο θέμα της σχέσης του Μάριο με τον Νερούδα, μια επιμέρους ιδέα που αφορά το πώς κάποιος αγγίζει τον, άγνωστο ως τότε γι’ αυτόν, ποιητικό κόσμο και σιγά σιγά διαμορφώνει ένα δικό του τρόπο έκφρασης. Ο Μάριο με την επίδραση που ασκεί πάνω του ο έρωτας και φυσικά ο Νερούδα, που του διδάσκει δύο από τους βασικούς δρόμους που οδηγούν στην ποιητική γραφή, δηλαδή τη μεταφορικότητα των λέξεων και την παρατήρηση (Αν θέλεις να γίνεις ποιητής, ξεκίνα να σκέφτεσαι περπατώντας), θα φτάσει κάποτε να γράψει ο ίδιος ποίηση.

Οι αφηγηματικοί τρόποι μοιράζονται ανάμεσα στην αφήγηση, που πληροφορεί για την εξέλιξη της πλοκής, την περιγραφή, που δημιουργεί το κατάλληλο σκηνικό για να σταθούν οι ήρωες, και τέλος τον διάλογο (σε μεγάλη έκταση), που κάνει «περίοπτους» τους ήρωες και, με τη λεπτή αίσθηση του χιούμορ που χαρακτηρίζει τις συζητήσεις των δύο προσώπων (Μάριο και Νερούδα), βοηθά τη βαθύτερη κατανόηση των χαρακτήρων. Σημαντικό αυτό το τελευταίο, καθώς οι δύο ήρωες δεν έχουν κοινά σημεία, οπότε με τις κατάλληλες φράσεις θα ξεκλειδώσει ο κόσμος του καθενός για να δεχθεί τον άλλο. Ένα παιχνίδι λόγου, θα μπορούσαμε να πούμε, ανάμεσα σε δύο «παίκτες» που σταδιακά θα βρουν τον τρόπο να αποδεχθούν αρχικά ο ένας τον άλλο και κατόπιν να συνεννοηθούν καταλήγοντας σε μια στενή σχέση.

Ένα μυθιστόρημα που, όπως εξομολογείται στον πρόλογο ο Σκάρμετα, ξεκινάει με ενθουσιασμό και ολοκληρώνεται μέσα σε κλίμα βαθιάς κατάθλιψης, και γράφτηκε μέσα από την αποτυχημένη προσπάθειά του να πάρει ως δημοσιογράφος μια εκ βαθέων συνέντευξη/εξομολόγηση από τον Νερούδα. Παραμένοντας άπρακτος στο νησί Ίσλα Νέγρα και παρατηρώντας τους χαρακτήρες γύρω του, συνέθεσε την ιστορία του. Ενδιαφέρον.

Όσο για όσους γνώρισαν το μυθιστόρημα μέσα από την κινηματογραφική του εκδοχή (Il Postino του Μάικλ Ράντφορντ, το 1994), να πούμε ότι η συγκινητική, χαμηλών τόνων ποιητική αυτή ταινία, κράτησε το βασικό μοτίβο του μυθιστορήματος, δηλαδή τη συνάντηση των δύο ανδρών και τη σταδιακή μετάβαση από την άγνοια του ποιητικού κόσμου στην ποιητική δημιουργία, ωστόσο η πλοκή της μεταφέρθηκε  από τη Χιλή του 1969 στο Κάπρι της  Ιταλίας των αρχών του ’50, στη διάρκεια της εξορίας του Νερούδα εκεί λόγω της κομμουνιστικής του δράσης. Έτσι, η ανάγνωση του βιβλίου προσφέρει μια διαφορετική αίσθηση απόλαυσης, πέρα από αυτήν της κινηματογραφικής του εκδοχής.

 

Διώνη Δημητριάδου

 

Δασοτόπι εύφλεκτων ουλών Νίκος Α. Πουλινάκης εκδόσεις Το Ροδακιό η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ

 

Δασοτόπι εύφλεκτων ουλών

Νίκος Α. Πουλινάκης

 εκδόσεις Το Ροδακιό

η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal

στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ: Η ενδιαφέρουσα περίπτωση του Νίκου Α. Πουλινάκη • Fractal (fractalart.gr)

 

 


 

 Η ενδιαφέρουσα περίπτωση του Νίκου Α. Πουλινάκη

 

Στην τρίτη προσωπική του συλλογή ο ποιητής επιδίδεται σε μια διακριτή όσο και ενδιαφέρουσα  τεχνουργία των λέξεων –με τεχνικές που δοκίμασε σε προηγούμενη δουλειά του (Η εθελούσια ερυθρότητα των λέξεων, ΑΩ, 2018) όταν συνταίριαξε ουσιαστικά και επίθετα με ευφάνταστη λεξιπλασία για να δομηθούν τότε λεκτικά τα χαϊκού. Εδώ τώρα έχουμε ευρύτερες ποιητικές δημιουργίες, χωρίς να λείπουν, ωστόσο, κάποια εμβόλιμα τρίστιχα στην τεχνική των χαϊκού (Λόγια στο θάμπος/ τα σφάζουνε με σουγιά/ να μη γεννάνε) που ο ποιητής αγαπά. Επιλέγει συχνά την προσωποποίηση των αντικειμένων καθώς και την ταυτοποίηση των προσωπικών καταστάσεων με τη μορφή και τις ιδιότητες των αντικειμένων. Μια επιλογή που άλλοτε ευστοχεί και άλλοτε υπερφορτώνει και αδικεί το ποίημα, κάτι που δύσκολα μπορεί κανείς να αποφύγει, όπως έχει δείξει η απόπειρα και άλλων ποιητών να πειραματιστούν με μια ανάλογη τεχνική (και όχι πάντα τέχνη) των λέξεων. Δεν είναι όμως εκεί που φαίνεται η ποιότητα του ποιητικού λόγου.



Νομίζω ότι η ποιητική τέχνη του Πουλινάκη φαίνεται κυρίως εκεί που αφήνεται σε πιο ελεύθερο στίχο, μακριά από προκαθορισμένες μετρήσεις και από λεκτικές δεσμεύσεις. Έχει τότε την ικανότητα να φτιάχνει σπουδαίες εικόνες, να αφηγείται συχνά μικρές ιστορίες, να προσδιορίζει την αρχική του ιδέα με τον καλύτερο τρόπο. Έτσι, βλέπουμε τη γυναικεία φιγούρα:
Μόνη κι έρμη σαν καραβοφάναρο/ στον εξώστη αγριεμένου πελάγους («Γυναίκα») ή αλλού μια μοναχική πάλι φιγούρα: Κάποτε πατούσε τ’ όνειρο και το ξενύχιαζε./ Τώρα παίρνει σβάρνα τα καπηλειά/ να το κεράσει κούπες/ γεμάτες γλυκό κρασί/ μπας και το καλοπιάσει. («Κάποτε»)
. Άλλοτε σε πρώτο πρόσωπο μιλά στους απόντες προσφιλείς (απολεσθείσες παρουσίες πλέον) ή αλλού στον εαυτό του, όταν νιώθει να τον εγκαταλείπει η ποιητική ιδέα. Άλλοτε πάλι χρησιμοποιεί το τρίτο πρόσωπο για να συμπεριλάβει σ’ αυτή τη φαινομενικά ουδέτερη παρουσία και τον εαυτό του. Με αφιερωμένη τη συλλογή στους γονείς του, βρίσκει αφορμές να τους μιλήσει.  Συγκλονιστική η απεύθυνση στον πατέρα του: Πατέρα, γιατί χολοσκάς;/ Γύρισε πλευρό. Έτσι γεια σου./ Κι αύριο θα είσαι περδίκι./ μην ξεχνάς πως σε λίγες μέρες/ έχουμε να  αλωνίσουμε/ τόσες μα τόσες αστραπές. («Αστραπές»), όπως και η αναφορά στη μητέρα του: Είχα μια μάνα πασπαλισμένη/ με ζάχαρη που μεταμορφωνόταν/ σε καρβουνάκι θυμιάματος («Είχα μια μάνα»).


Ξεχωρίζω, ανάμεσα σε πολλά καλά, το ποίημα «Σκάνδαλο», ευφυές στις επαναλήψεις του, το «Εδώ και κάμποσο καιρό» για την ειλικρίνειά του στην αναζήτηση της ποιητικής έννοιας, καθώς και τα «Η έκταση της αμαρτίας» ([…] Ω, έχω βαθιά επιθυμία να καπνίσω/ την έκταση μιας αμαρτίας./ Ναι, αυτό θέλω./ Α, και κάτι ακόμη./ Μην ξεχάσετε να μου φορέσετε κατάσαρκα/ τα παλιά λινά μου λάθη/ και κρατήστε τα καινούρια/ προκειμένου να προσεύχονται απερίσπαστα για μένα.) και «Το κλειδί», γιατί μοιάζουν με απευθείας κοίταγμα θαρραλέο στον καθρέφτη.

 

Θυμάμαι πριν φύγω απ’ το σπίτι

η μάνα μου με σταύρωνε λέγοντάς μου:

«Να προσέχεις, γιατί τι θαρρείς πως είναι

όλος ο κόσμος; Μια αυλίτσα τοσηδά.

Μια ζαβολιά απ’ το πρωί ίσαμε το βράδυ».

Και μού ’δινε το κλειδί της ελπίδας

πού ’χε την ανθοφορία της πασχαλιάς

να το ρίχνω στην τσέπη

του παντελονιού μου.

Για φαντάσου! Δίχως να λογαριάσω

τους άπειρους ελιγμούς των χρόνων

που κύλησαν μέσα απ’ τα χέρια μου

έχασα ξάφνου εκείνο το κλειδί.

Κι ο κόσμος μεμιάς κατσούφιασε.

Κι έπαψε να μοσχοβολά

πράσινο σαπούνι και αλισίβα.

Γίνηκε, το λοιπόν, μια μακρόσυρτη

φθισική βρισιά και κλείστηκε

στο σανατόριο του πόνου.

Κι εγώ κοντεύω να τρελαθώ.

(«Το κλειδί»)

 

Θα ήταν ενδιαφέρον κάποια στιγμή να δούμε μια συλλογή του πάνω σε ενιαία θεματική, με περισσότερο εμφανή τα δυνατά του ποιητικά σημεία: εικονοποιημένη ιστορία διάχυτη από τον εσωτερικό ρυθμό που κινητοποιεί τις λέξεις του, με διάφανη όσο γίνεται ενδοσκόπηση, ένα μοίρασμα πολύτιμο της ευαισθησίας που τον διακρίνει και της ταπεινότητάς του.

Ο Πουλινάκης άργησε να μιλήσει ποιητικά. Από την πρώτη του συλλογή είχε την αίσθηση του μέτρου παρουσιάζοντας μια ευσύνοπτη ποιητική κατάθεση, συνέχισε πειραματιζόμενος στην τεχνική των χαϊκού και τώρα προσφέρει με ωριμότητα μια αξιόλογη ποίηση προσωπικού χαρακτήρα. Δείχνει έτσι πως από συλλογή σε συλλογή κερδίζει σε ποιητικό ρυθμό, βάζει μέσα στους στίχους του όλο και περισσότερο την προσωπική εξομολόγηση χωρίς περιττά φτιασίδια, κατανοεί τη διαφορά που μετασχηματίζει μια σύναξη λέξεων σε ποίημα. Κι αυτό είναι το πιο σημαντικό.

 

 Διώνη Δημητριάδου

Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2022

Κινέζικα μαρτύρια Αντώνης Ιορδάνογλου εκδόσεις Κίχλη η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ

 

Κινέζικα μαρτύρια

Αντώνης Ιορδάνογλου

 εκδόσεις Κίχλη

η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal

στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ

Κινέζοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα • Fractal (fractalart.gr)

 

 



 

Κινέζοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα

 

Πέρασαν 747 χρόνια από την άφιξη του Μάρκο Πόλο στην Κίνα, και από τότε προσπαθούμε να μάθουμε και να καταλάβουμε αυτό το συχνά εκπληκτικό και συχνότερα ακατανόητο έθνος. Αυτό γράφει ο Αντώνης Ιορδάνογλου στο εισαγωγικό κεφάλαιο («Αντί εισαγωγής») του βιβλίου του. Η αλήθεια είναι πως κάθε εθνότητα διατηρεί τις ιδιαιτερότητες της, και αναπόφευκτα φαντάζει από δυσνόητη έως ακατανόητη  στις υπόλοιπες, πολύ περισσότερο αν η πολιτισμική απόσταση που τις χωρίζει μοιάζει αγεφύρωτη. Αυτό συμβαίνει με τους Κινέζους, όταν συναντώνται (εδώ με την τουριστική τους ιδιότητα) με τον δυτικό κόσμο, που χωρίς αμφιβολία φαίνεται και στους ίδιους ακατανόητος.

Ο Αντώνης Ιορδάνογλου παρουσιάζει στα Κινέζικα μαρτύρια 11 μικρές ιστορίες που αποτυπώνουν τις μικρές και μεγάλες οδύσσειες των Κινέζων που επισκέπτονται τη χώρα μας, αλλά ταυτόχρονα και τα μαρτύρια των συνοδών τους, δηλαδή των MSG, των «Mandarin Speaking Guides». Απαραίτητοι αυτοί οι τελευταίοι, καθώς οι Κινέζοι δεν μιλούν καμία άλλη γλώσσα πλην της δικής τους, οπότε η συνεννόηση καθίσταται διαφορετικά αδύνατη. Κι όμως, πολλά προβλήματα προκύπτουν ακόμη και με τους συνοδούς τους, γιατί αυτοί δεν είναι έμπειροι διερμηνείς ή ξεναγοί αλλά, όπως διαβάζουμε: πρώην έμποροι, φοιτητές, μάγειροι, σερβιτόροι, πλανόδιοι πωλητές, πτυχιούχοι πανεπιστημίων, δημοσιογράφοι, ντελιβεράδες, νοικοκυρές, μοντέλα… όρεξη να ’χεις να μετράς. (σ. 17), οι οποίοι, όπως είναι φυσικό, δυσκολεύονται και οι ίδιοι με την ελληνική γλώσσα. Στα δικά τους χέρια αφήνονται οι εύποροι Κινέζοι τουρίστες, που έρχονται συνήθως για ένα ταξίδι λίγων ημερών στη χώρα μας, με στάση στην Αθήνα, στη Μύκονο, στη Σαντορίνη, για ό,τι προλάβουν να δουν ή για ό,τι πιστεύουν ότι θα συναντήσουν. Αποφεύγοντας τον ήλιο και το μπάνιο στη θάλασσα, θέλουν να δοκιμάσουν την ελληνική κουζίνα, ακόμη κι αν τη «νοθεύουν» με κινεζικές προσμείξεις όπως π.χ. ψαρόσουπα στην οποία ζητούν να βράσουν μακαρόνια, για να καταλήξουν στο σίγουρο πιάτο, δηλαδή ένα καλό κινέζικο φαγητό!



Οι ιστορίες του Ιορδάνογλου, στηριγμένες σε αληθινά γεγονότα με την επεξεργασία που απαιτεί η μυθοπλασία, έχουν όλες ένα χαρακτηριστικό: βγάζουν πολύ γέλιο. Έτσι άλλωστε ξεκίνησε και η ιδέα της καταγραφής τους, όταν συχνά φίλοι του συγγραφέα ζητούσαν να τους διηγηθεί τα σπαρταριστά περιστατικά που αποκόμισε από την εμπειρία του ως διευθυντής ταξιδιωτικού γραφείου που διοργανώνει ταξίδια ολιγοήμερα για τους εύπορους Κινέζους τουρίστες. Και, να το πούμε κι αυτό, έχει σημασία το γεγονός ότι οι πελάτες του δεν υπολόγιζαν το χρήμα, με τον τρόπο όμως των πολύ πλούσιων, που ξοδεύουν αλόγιστα για παράλογα πράγματα τη στιγμή που είναι φειδωλοί στα απολύτως στοιχειώδη. Ας αφήσουμε στην άκρη τον σκαιό τρόπο που συμπεριφέρονται σε όποιον θεωρούν υποδεέστερο από αυτούς, συνήθως τον συνοδό τους ή τους άλλους ταλαίπωρους τουρίστες, που είχαν την ατυχία να συναντηθούν μ’ αυτούς τη λάθος στιγμή στο λάθος μέρος.  

Αυτό που κατορθώνει ο Ιορδάνογλου είναι να συγκεράσει τη γελοιότητα που προκύπτει από τις απρόβλεπτες συμπεριφορές τους –συχνά το κωμικό αγγίζει πράγματι το γελοίο– με την κατανόηση απέναντι στις παράδοξες συνήθειες, που εκδηλώνονται με ακραίο τρόπο στην ξένη χώρα στην οποία βρέθηκαν. Θα σκεφτόντουσαν, για παράδειγμα, στη χώρα τους να βράσουν ένα χταπόδι μέσα στον βραστήρα του νερού; Αυτό πάντως το έκαναν στο πολυτελές ξενοδοχείο της διαμονής τους. Αλλά και στις γνωστές ψησταριές στα Καλύβια αξίωσαν να φάνε ψητή τσιπούρα, χωρίς καθόλου να τους ενοχλεί πως το ψάρι (κατεψυγμένο και αγορασμένο εσπευσμένα από το κοντινό σούπερ μάρκετ, γιατί ο πελάτης έχει πάντα δίκιο) ψήθηκε πάνω στο αρνίσιο λίπος της ψησταριάς.

Πρόκειται για έναν οδηγό κοινωνικής συμπεριφοράς των άγνωστων σ’ εμάς Κινέζων, έναν τρόπο να κατανοήσουμε πώς από την ιδέα που έχουν για τον δυτικό κόσμο (τον οποίο γνωρίζουν μέσα από το ψηφιακό σύμπαν και τον οποίο προσπαθούν να αντιγράψουν) προσγειώνονται στον αληθινό δυτικό τρόπο ζωής, που καθόλου δεν τους αρέσει.

 

Οι Κινέζοι είναι ακόμη ένα μεγάλο ερωτηματικό για τον περισσότερο δυτικό κόσμο. Λένε πως τώρα είναι η στιγμή τους. Αν είναι αλήθεια, μάλλον θα πρέπει να τους καταλάβουμε λίγο καλύτερα. Και δεν χρειάζεται να κάνουμε το ταξίδι του Μάρκο Πόλο γι’ αυτό. Έρχονται οι Κινέζοι πλέον ως εδώ. (σ. 11).

 

Είναι, όμως, και μια σειρά από αφηγήσεις που, μέσα από το χιούμορ, μας δείχνουν έναν τρόπο προσέγγισης του αλλότριου, του ξένου σε ήθος και έθος, που (ας μην έχουμε αυταπάτες) μας βλέπει κι εμάς παράξενους, ακατανόητους και αστείους ίσως.


Διώνη Δημητριάδου

 

 

Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2022

Δύο ανέκδοτα ποιήματα του Χρήστου Κεραμίδη

 

Δύο ανέκδοτα ποιήματα του Χρήστου Κεραμίδη

 


Μόνο εκείνοι

 

Μόνο ο ηττημένοι μπορεί να νιώσουν  καθαρά

το νόημα μιας  νίκης.

Εκείνοι που τις νύχτες θρηνούν,  ακούγοντας τους μακρινούς

ήχους των πανηγυρισμών.

 

 

Ανέλπιδες επικλήσεις

 

Δεν κάναμε τίποτε αξιόλογο στη ζωή.

Αλλοιώσαμε την καθαρότητα της φωνής

επινοώντας τις αντηχήσεις.

 

Και η ανυπομονησία μεγάλωνε·

σημάδευε τα παιδικά μας πρόσωπα.

 

Ορμήσαμε πάνω στις  ράχες  των κυμάτων,

κοιτάζοντας τους φάρους των κάβων

να απομακρύνονται.

 

Κι ήταν  ανέλπιδες οι κραυγές και οι  επικλήσεις.

 

Ταξίδευαν με τα κύματα 

 

Χρήστος Κεραμίδης

(φωτογραφία:  Joan Leigh Fermor)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[ κ α λ ω δ ί ω σ η ] Από το Μηχανικό μολύβι (Φωτογραφία: Stephane Chery, Scènes de vie d'une plage à Zanzibar)

 

[ κ α λ ω δ ί ω σ η ]

Από το Μηχανικό μολύβι

 


Ευτυχώς που επέμενε το καλοκαίρι

μπορούσε να αναθέτει

όλους τους ρόλους στη θάλασσα

Τα βράδια αναγνώριζε την αξία

της υλικότητας του ενσύρματου

εποχές που χωνόταν σε συστροφή

στο καλώδιο που παραδίνονταν

αντίπερα, στο ακουστικό

Κατά τη διάρκεια της ημέρας

συνέχιζε να βρίσκεται σε

επικοινωνίες πυκνές μα ασώματες,

(σε) σιωπές ασυρμάτου·

τα μαλλιά μάκραιναν πάντα,

αθόρυβα, όπως τα νύχια 

των μόλις νεκρών

 

Μηχανικό μολύβι

Φωτογραφία: Stephane Chery,  Scènes de vie d'une plage à Zanzibar

Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2022

Ενδορηγματώσεις Βίκυ Δερμάνη εκδόσεις Στίξις η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ

 

Ενδορηγματώσεις

Βίκυ Δερμάνη

 εκδόσεις Στίξις

η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal

στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ: Σκληρή συμπόρευση με τον χρόνο • Fractal (fractalart.gr)


 

 

Σκληρή συμπόρευση με τον χρόνο

 

επέρασε ο χρόνος και βραδιάζω, γράφει η Βίκυ Δερμάνη, χωρίς να αφήνει καμία αμφιβολία για τη συμπόρευσή της με τις σκληρές συστροφές του χρόνου. Συνειδητοποίηση της άφευκτης πορείας, με την απουσία των προσφιλών διαρκώς να κάνει διακριτή τη σκιώδη παρουσία της. Η ποίηση της Δερμάνη χαρακτηρίζεται, από τη πρώτη συλλογή της ως την πρόσφατη, από μια βαθιά απόχρωση του γκρίζου (ναι, φυσικά η ποίηση έχει χρώμα), που μοιάζει να μην  αφήνει χαραγματιές φωτός να παρεισφρήσουν, έτσι πυκνά που πλέκεται στίχο τον στίχο ο πόνος, η σιωπηλή απόγνωση, η επίγνωση της σκοτεινής πορείας. Μέσα στους τέσσερις τοίχους που περικλείουν την ποιητική παρουσία, η ποιήτρια ανιχνεύει τις σκιές των εκλιπόντων, ωστόσο εσαεί παρόντων, όπως η ίδια γράφει στην αφιέρωση: Στη μάνα και τον πατέρα/ Εκλιπόντες, μα εσαεί παρόντες. 

Ενσωματώνοντας στους στίχους της τη βίωση της απώλειας αλλά και τον ενδόμυχο φόβο μιας προσωπικής ανολοκλήρωσης, εδώ, στην πιο ώριμη ποιητική της κατάθεση, προσφέρει την εικόνα μιας μοναξιάς αθεράπευτης. Ταυτόχρονα, ωστόσο, ξαφνιάζει, καθώς επιτρέπει την ερωτική διάθεση να συντροφέψει διακριτικά τη φθορά του σώματος, που ανελέητα πάνω του γράφει ο χρόνος. Θα μπορούσε, επομένως, να διεισδύσει σ’ αυτή τη σκοτεινή ποίηση μια αχτίδα ελπίδας, αυτή που γεννά ο εσαεί πόθος; Στη ζοφερή αντίστιξη ζωή-μη ζωή, παρουσία-απουσία και ασπαίρουσα επιθυμία-φθορά σωματική, γίνεται να υπερισχύσει η επιθυμία, η ζωή, η παρουσία; Ίσως ερώτημα αναπάντητο, στην ουσία του, που μόνον ποιητικά μπορεί να επιβιώνει πάντα προκαλώντας, πάντα επιμένοντας. Περιγράφοντας ποιητικά, με εξαίρετη εικονοπλασία τη δική της πραγματικότητα στο ποίημα «Της πίκρας το τοπίο», γράφει: θα πεθάνω από καρκίνο του σπονδυλικού καημού/ από κάποια κύτταρα που ξαφνικά θα σαπίσουν […] με χέρια δεμένα σε ποτάμι ορμητικό/ στης φωτιάς τον πυρήνα με πόδια παγωμένα/ θα πεθάνω// τότε που όλα θα έχουν τελειώσει/ σαν μάτι κυκλώπειο ένας ήλος σκληρός/ της πίκρας το τοπίο θα φωτίσει. Καμία αμφιβολία, το φως θα εισχωρήσει στο σκοτεινό τοπίο μόνον όταν όλα θα έχουν τελειώσει. Άλλωστε, στη προμετωπίδα της συλλογής θυμάται τον Τάσο Λειβαδίτη, που σηματοδοτεί με τον δικό του τρόπο τον ποιητικό καθημερινό θάνατο: θυμάμαι παιδί που έγραψα κάποτε τον πρώτο στίχο μου./ από τότε ξέρω ότι δε θα πεθάνω ποτέ –/  αλλά θα πεθαίνω κάθε μέρα. Ιδιότυπος θάνατος, ποιητικός, κατανοητός για τους επαΐοντες, που αργά μα σταθερά, έτσι όπως ενσωματώνονται οι στίχοι του ποιητή στο έργο της Δερμάνη,  γειτνιάζει με τον κυριολεκτικό.




Μετατρέποντας το κυρίαρχο πρώτο ενικό σε τρίτο πρόσωπο, κυκλοφορεί μέσα στα ποιήματα ως παρουσία/απουσία, πότε επιλέγοντας την ευθεία ταύτισή της με το «εγώ» του ποιήματος, και πότε αποστασιοποιημένη από αυτό ως παρατηρητής της ζωής της. Ωστόσο, η τριτοπρόσωπη παρουσία/απουσία μέσα στα ποιήματα είναι ταυτόχρονα σκιά απόντων προσώπων, απολύτως ταυτιζόμενων μαζί της. Ένα και το αυτό πλέον, αυτό που ζει και αυτό που θυμάται, ο εαυτός της και οι εκλιπόντες, μια που τους κουβαλάει μέσα της, συμβιώνει μαζί τους στον περίκλειστο χώρο της.

Προσωπική η ποίηση της Δερμάνη, τόσο στους τρόπους της όσο και στις αναφορές της. Σε λίγα σημεία, που η ίδια επιτρέπει, στρέφει το βλέμμα γύρω και ανακαλύπτει ένα ευρύτερο τοπίο παθογένειας. Είναι εκεί που η ποίησή της ακουμπάει σε κοινωνικό χώρο, αποκτώντας άλλη διάσταση: Αμνοί σε μαντρί κλεισμένοι/ κόκκινοι μαύροι λευκοί/ έξω αλωνίζουνε τσακάλια/ και λύκοι αιματοπότες// ανεμπόδιστα ζωές διαφεντεύουν/ αγέλη άγριων// σε κόσμο αιμοσταγή («Κόσμος χωρισμένος»). Κι αυτό, όμως,  το «άνοιγμα» στον έξω κόσμο, αποτελεί την εκ νέου αφορμή για επιστροφή στα οικεία γκρίζα, ίσως τη δικαιολογία για μια ακόμη  καταφυγή στον έσω κόσμο, αυτόν που οι ρηγματώσεις του (πολλές πλέον) αντιστοιχούν στη ζοφερή έξωθεν πραγματικότητα. Μια ποίηση σκληρή, ανελέητη στην αλήθεια της, με τις λέξεις της να πληγώνουν τόσο την ίδια την ποιήτρια όσο και τον αποδέκτη της, που εννοεί· εν τέλει μια ποίηση που βρίσκει τον στόχο της αμφίδρομα.

Στο εξώφυλλο έργο του Μιχάλη Αμάραντου, σε ευθεία αναφορά με το περιεχόμενο. Το ένδον ρήγμα σε γκρίζους τόνους. Μια πολύ ξεχωριστή έκδοση από τις εκδόσεις Στίξις.

 Διώνη Δημητριάδου

Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2022

Το τραγούδι της μαύρης τρύπας Μικρά κείμενα με τίτλους και υποσημειώσεις Σοφία Φιλιππίδου Εκδόσεις Σοκόλη η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

 

Το τραγούδι της μαύρης τρύπας

Μικρά κείμενα με τίτλους και υποσημειώσεις

Σοφία Φιλιππίδου

Εκδόσεις Σοκόλη

η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

 Σοφία Φιλιππίδου: «Το τραγούδι της μαύρης τρύπας» (diastixo.gr)

 


Πώς παρατηρείς τη γύρω πραγματικότητα και σημειώνεις πρώτα στο μυαλό και μετά στο χαρτί όσα απομονώνεις; Ναι, από αυτά που οι άλλοι μπορεί να βλέπουν επιφανειακά, χωρίς να κάνουν τον οποιονδήποτε σωτήριο συνειρμό. Σωτήριο, γιατί αυτός είναι που θα μεταποιήσει το στεγνό σε χυμώδες, δημιουργώντας ένα νέο σύμπαν μέσα από το υπάρχον. Αυτή είναι η γραφή της Σοφίας Φιλιππίδου, που μάλλον θα πω ότι γεννήθηκε για να «κατασκευάζει» (πόσο πεζή όμως η λέξη αδυνατεί να προσδιορίσει το μαγικό των εικόνων της) φανταστικά σκηνικά με όλη τη θεατρικότητα που τη διακρίνει, μέσα από όσα αγγίζει με το βλέμμα ή όσα αρκεί να απλώσει το χέρι της και να τα πιάσει. Τόσο απλά, όμως τόσο περίτεχνα και πολύτροπα πλέον δοσμένα. Γιατί η Σοφία θέλει όλα αυτά να τα μοιράζεται, είτε στο διαδίκτυο που γράφει αναβαθμίζοντας θετικά αυτή την αμφισβητούμενης ποιότητας πραγματικότητα, είτε όπως εδώ στη δεύτερη εκδοτική της πρόταση. Κι αν η παρατήρηση θεωρήσουμε ότι είναι η αρχή της δημιουργίας, έχει την ικανότητα να τη δένει μαγικά με όσα βιωματικά στεγάζει μέσα της, έτσι που να προκύπτει αυτό το θαυμαστό αποτέλεσμα, πρωτότυπο στη μορφή του, αυθόρμητο κι αποενοχοποιημένο στις τολμηρές του υπερβάσεις. Μια εκδοχή υπερρεαλιστικής (ίσως και αυτόματης) γραφής; Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί έτσι, αν δεν ήταν μια εντελώς προσωπική εκδοχή της συναρμογής των λέξεων και των εικόνων, μια εντελώς «φιλιππιδική», ας επιτραπεί ο όρος,  πρόταση γραφής.

Οι αφορμές της πολλές. Από τα τριαντάφυλλα μιας τριανταφυλλιάς που την έσωσε από τα σκουπίδια έως την κοτσίδα της γιαγιάς της, πλυμένη πάντα με άσπρο χειροποίητο σαπούνι, και από κει έως τους στίχους του Σεφέρη. Κι αλλού, από τη μάσκα λόγω πανδημίας που μισοκρύβει το πρόσωπο της δεκαοκτάχρονης πωλήτριας στο πολυκατάστημα μέχρι την πολύπαθη ιστορία της Ελλάδας των τελευταίων εβδομήντα χρόνων, και από κει στις βασανισμένες μορφές των θαλασσοπνιγμένων προσφύγων στο Αιγαίο.

 

Ήταν δεν ήταν 18 χρονών και κουβαλούσε μέσα στα μάτια της εβδομήντα χρόνια Ελλάδα, Κατοχή, Εμφύλιο, χούντα, μεταπολίτευση, κρίση, την πανδημία, τον τρόμο, και μια λατρεία για το πόστο της και τη δουλειά που της ανέθεσαν να κάνει. Όπως οι μυροφόρες της Μεγάλης Παρασκευής στον Επιτάφιο. Με λιγώνει η αίσθηση της ευθραυστότητάς της. Με συγκλονίζει η ανάμνηση της απροσδιόριστης συγκίνησης που μου βγάζει η αθωότητά της. Να το ονομάσω «ελπίδα» ή «αγάπη»; Την κοίταγα στα μάτια κι έβλεπα επιπλέον τη λαχτάρα ενός  παιδιού ασυνόδευτου, που έφτασε με το φουσκωτό σ’ ένα νησί και επιβίωσε έχοντας μόνο τ’ όνομά του και μια εχθρική πατρίδα για περιουσία, πήρε άδεια παραμονής μετά από δέκα χρόνια, έμαθε ελληνικά και από ευγνωμοσύνη βαφτίστηκε βίαια σ’ ένα ποτάμι. (σσ. 182-183).

 

Στην ουσία κάνει πράξη τη φράση «μάθε να βλέπεις», όταν ξεκινά να γράφει κρατώντας ένα ξέφτι από χαμένο όνειρο (γιατί και στα όνειρα είναι τέχνη να μπορείς να βλέπεις) και ξαφνικά η μνήμη πάει πίσω στα κατακόκκινα παιδικά πόδια από το τσίμπημα της τσουκνίδας, και από κει στους καθησυχαστικούς στίχους της αγαπημένης Κατερίνας Ρουκ που παραπέμπουν σε  άλλους πόνους: Μη φοβάσαι/ δεν κινδυνεύεις πια/ τ’ απερίσκεπτα δάχτυλα του έρωτα/ να χωθούν στις παλιές πληγές/ και να πονέσεις πάλι. Μέσα από «Τετράδια ονείρων», που γράφτηκαν κάποτε, μέσα από τα τωρινά όνειρα όσο προλαβαίνει πριν τα καταπιεί το μαύρο λαγούμι της λήθης, παίρνει τις λέξει της και τις δένει με όσα μέσα της από βιώματα και μνήμες κουβαλά.



Άλλοτε, πάλι, οι αφορμές της είναι μέσα από τη δουλειά της στο θέατρο, με το απαύγασμα όλης της πείρας από τη μακρόχρονη θητεία της να βγαίνει (με αφορμή την ανάγνωση του βιβλίου του Valère Novarina) στο έξοχο «Γράμμα στους ηθοποιούς», μια από τις καλύτερες αποτυπώσεις της  «ψυχής» του ηθοποιού:

 

 «Επιτέλους, δεν είμαι μόνη μου», αναφώνησα, όταν το τέλειωσα με μάτια κατακόκκινα από το κλάμα: δεν βγαίνω μόνο εγώ στη σκηνή για να χορέψω πάνω στα ίχνη των ποδιών ενός χορευτή που εξαφανίστηκε. Δεν πιστεύω μόνο εγώ ότι το κείμενο είναι ένα έντυπο πτώμα που εγώ φυσάω μέσα του αέρα για να το αναστήσω… Έτσι μου ’ρχεται να χαρίσω το σώμα μου, να δούνε πόσες φορές εξαρθρώθηκα, πέθανα για να βγει το άλλο σώμα (σ. 151).

 

Στο οπισθόφυλλο του  βιβλίου η ίδια φανερώνει τα «υλικά» της γραφής της, τη χαρά και τα δάκρυα των πραγμάτων, τα όνειρα και τη φαντασία, τα λόγια των ποιητών, τις ιστορίες των πολέμων, τα θεατρικά έργα, τα λόγια της γιαγιάς Σοφίας και της μάνας της, κυρίως την πικρή αλήθεια: «Όλα τα παιδιά μου είναι καλά, αλλά εσύ είσαι το καλύτερο, γι’ αυτό θα υποφέρεις. Έχεις καλή ψυχή», μου έλεγε, «έτσι σ’ έκανε ο Θεός». Ο Άκης Δήμου, προλογίζοντας το βιβλίο δίνει τη δική του εικόνα για τη Σοφία: Αινιγματική, σιωπηλή και ακατάτακτη, προκαλεί όσους πιστούς να λύσουν το αίνιγμα της μελαγχολίας της διαβάζοντας πίσω από τις λέξεις της. (σ.11). Η γραφή πάντοτε είναι ιαματική για όποιον γράφει, όσο επίπονη, όσο βασανιστική. Εδώ, στα γραφτά της Σοφίας (κείμενα γραμμένα από τον Οκτώβριο του 2014 έως τον Ιανουάριο του 2021) κάτι από το ιαματικό συγγραφικό της βάμμα φθάνει και στον αναγνώστη της, που νιώθει συμμέτοχος στις παρατηρήσεις της, στα όνειρα και στις λέξεις της, στο «αίνιγμά» της.

 

Διώνη Δημητριάδου

Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2022

Η δικιά μας Ελένη Ψηφίδες και πρόσωπα της σύγχρονης ποίησης Δοκίμιο Κώστας Βούλγαρης Εκδοτική Αθηνών η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress

 

Η δικιά μας Ελένη

Ψηφίδες και πρόσωπα της σύγχρονης ποίησης

Δοκίμιο

Κώστας Βούλγαρης

Εκδοτική Αθηνών

η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress

 «Η δικιά μας Ελένη – Ψηφίδες και πρόσωπα της σύγχρονης ποίησης» του Κώστα Βούλγαρη (κριτική) (bookpress.gr)

 


Η Ελένη, ένας κοινός τόπος αναφοράς

 

Εύστοχα ο Κώστας Βούλγαρης επισημαίνει πως αλλάζει «ο ρυθμός του κόσμου», στη σύγχρονη νεοελληνική ποίηση. Κι όμως, η αλήθεια είναι ότι, σε αντίθεση με την πεζογραφία,  η σύγχρονη ποίηση δεν έχει ως τώρα απασχολήσει πολύ τους μελετητές ως συνολική θεώρηση. Η τόλμη και το θάρρος της γνώμης που χαρακτηρίζει τη γραφή του Βούλγαρη απηχεί την άποψη πως η ποίηση δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση –τόσο για τον δημιουργό της όσο και για τον αποδέκτη/αναγνώστη της– μια συνειδητή γνώση εκφρασμένη διαχρονικά από τους ποιητές. Η ποίηση είναι ναρκοπέδιο/ Δεν είναι λιβάδι με παπαρούνες, για να θυμηθούμε κάτι από νεότερο ποιητή (Βαγγέλης Αλεξόπουλος, «Τα όνειρα των ποιητών»), ενδεικτικό της σοβαρότητας με την οποία αντιμετωπίζεται η γραφή. Κατά αναλογία, επομένως, μια σοβαρή δοκιμιακή ενασχόληση με την ποίηση δεν θα μπορούσε να εισχωρήσει στο ποιητικό πεδίο με άλλο τρόπο: προσεκτική παρατήρηση, εμβριθής ανάλυση και (κυρίως) θαρραλέα και μάλλον αναπόφευκτα ρηξικέλευθη, ακόμα και ανατρεπτική θεώρηση. Πολύ περισσότερο μάλιστα, αν η θεματική της δεν περιορίζεται στα πολυδουλεμένα ποιήματα των παλαιότερων (εκκινεί φυσικά από αυτά, αρχής γενομένης από τον Σολωμό) αλλά εντρυφά και στα πιο σύγχρονα ποιητικά δρώμενα. Αυτή είναι η περίπτωση του δοκιμίου με τον εύστοχο τίτλο Η δικιά μας Ελένη. Μια απόπειρα να τεθούν τα όρια, όσο η ποίηση το επιτρέπει, σ’ αυτό που θα ονομάζαμε έναν «εθνικό» τόπο κοινής αναφοράς.

Η θεματική, οι τρόποι, η γλώσσα, τα πρόσωπα, οι ιδιαιτερότητες· όλα θα περάσουν από τη βάσανο της οξείας ματιάς του Βούλγαρη, που δεν επιτρέπει κοινοτοπίες και βαρετές επαναλήψεις, ίσα ίσα ελκύεται από ό,τι διαφορετικό, ό,τι δημιουργικά ανανεωτικό. Ο δρόμος που ακολουθεί έχει σταθμούς το έργο, τα ποιήματα, και όχι τον δημιουργό, τον ποιητή. Κι αυτό γιατί, αν σε όλη τη διάρκεια της γόνιμης δημιουργίας του ο ποιητής έχει κατορθώσει να φέρει στο φως έστω μία ποιητική σύνθεση άξια μνείας που χαρακτηρίζει τη γραφή του και ανανεώνει το πολύπαθο ποιητικό τοπίο (πώς να μη θεωρηθεί, κάτω από αυτή τη λογική, μείζων ποιητής αναμφισβήτητα ο Σολωμός;), τότε είναι το έργο που μένει ως διαχρονική αξία. Αυτός δεν είναι ο λόγος, άλλωστε, που παραμερίζουμε τα ελάσσονα έργα σπουδαίων ποιητών (ναι, υπάρχουν, όπως θυμάμαι εν προκειμένω το απίστευτο «Στα παιδιά της Κ.Ν.Ε.» του Γιάννη Ρίτσου) προκειμένου να λάμψει το όντως άξιο δημιούργημα; Και, φυσικώ τω λόγω, προτάσσουμε στη μνεία τον τίτλο του ποιήματος και στη συνέχεια αναφέρουμε το όνομα του ποιητή. Αναπόφευκτα, μια τέτοια άποψη θα αποβεί δυσάρεστη για πολλούς νεότερους, που η ποίηση γι’ αυτούς έχει απολέσει το αρχικό της γράμμα και έχει καταντήσει οίηση και αλαζονεία. Και, όπως είναι αναμενόμενο, από τη θεώρησή του δεν θα μείνουν αλώβητοι και οι κριτικοί, καθόσον το έργο έχει δύο όψεις, τη μία του δημιουργού και την άλλη του αποδέκτη, με καθοριστική πολύ την κρίση του αναγκαίου μεσάζοντα, του κριτικού. Έτσι, επισημαίνει την αδυναμία συχνά της κριτικής να αξιολογήσει τον ποιητή για το έργο του αυτό καθεαυτό, υποπίπτοντας στο σφάλμα της αξιολόγησης (άρα και προβολής) του ίδιου ως προσωπικότητας με πολιτικές (γιατί όχι;) συνδέσεις. Μεγάλο το θέμα που ανοίγει εδώ ο δοκιμιογράφος, ενδιαφέρον στις προεκτάσεις του.

 

Ενδιαφέρεται ο δοκιμιογράφος για την αισθητική πλευρά του ποιητικού λόγου (γι’ αυτό και τονίζει τον ρόλο της γλώσσας στην ποιητική δημιουργία), δεν αφήνει ωστόσο ανεξέταστη την ιδεολογική θεώρηση του ποιητικού αποτελέσματος, ενστερνιζόμενος την άποψη ότι κάθε τι που γράφεται απηχεί τόσο το πλαίσιο (οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό) μέσα στο οποίο δημιουργήθηκε, είναι δηλαδή γέννημα της εποχής του παρά τις όποιες παλαιότερες επιρροές, όσο και τον ιδεολογικό κόσμο του δημιουργού του, ως αποκύημα των παραπάνω επιδράσεων και της πιθανής αυτονόμησής του από αυτές. Όταν, για παράδειγμα, εξετάζει (εκτενώς και με πολλές αναφορές) την έννοια του μετα-μοντέρνου, συνδέει αυτό το αμήχανο εν πολλοίς ρεύμα που παρέσυρε στο διάβα του πολλές περιπτώσεις δημιουργών, εν μέρει και με τον καιροσκοπισμό, την, όπως λέει, πολιτισμική λογική του επελαύνοντος, μετά το 1989, νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού.



Ιδιαίτερη μνεία γίνεται στον Ηλία Λάγιο, στον οποίο συχνά καταφεύγει, προκειμένου να τεκμηριώσει τις θέσεις του για το σύγχρονο ποιητικό πεδίο. Η νέα ποιητική γλώσσα που εισηγήθηκε με το έργο του ο Λάγιος, η αυθεντικότητα της ποίησής του ως μιας νέας πρότασης που όμως στηρίζεται (πόσο σημαντικό μα και πόσο σπάνιο αυτό) σε όλη την πορεία της νεοελληνικής ποίησης, τον καθιστούν (και ορθώς) ένα φωτεινό φάρο σε όλο τον σύγχρονο ποιητικό χώρο. Ο Βούλγαρης παραδέχεται πως αξίζει να αφιερώσει μια μελέτη με μοναδικό θέμα την ποίηση του Ηλία Λάγιου. Να το θεωρήσουμε δέσμευση και να το περιμένουμε; Μακάρι!

Εν κατακλείδι, ένα βιβλίο ξεχωριστής, γι’ αυτό και ενδιαφέρουσας, οπτικής στη θεματική της σύγχρονης ποίησης. Βιβλίο με θέσεις που φέρουν την προσωπική σφραγίδα του Κώστα Βούλγαρη, αλλά περισσότερο –και αυτό είναι το σπουδαιότερο– με ερωτήματα ανοιχτά στην έρευνα· ποιος θα μπορούσε, άλλωστε, να ισχυριστεί πως στον ποιητικό χώρο εύκολα ξεμπερδεύεις με έτοιμα «τσιτάτα»; Ένα βιβλίο, τέλος, «οδηγός» σε μια πορεία πολυδαίδαλη, στην οποία οδοδείκτης θα μπορούσε να θεωρηθεί η Ελένη, η «δικιά μας» ορατή ή περισσότερο οραματική εικόνα, ιδεατή διαχρονικά όσο και απτή κάθε φορά που ένα ποίημα (ναι, έστω ένα) ανοίγει παράθυρο φωτεινό στον σκοτεινό ορίζοντα.

 

Διώνη Δημητριάδου

 

Απόσπασμα

 

Το ποιητικό σχέδιο του Λάγιου είναι μείζον, γιατί ξεπερνά τον ορίζοντα της ποίησης των ημερών μας – αυτής που περιφέρεται ως ποίηση των ημερών μας, αλλά και το μεγαλύτερο μέρος αυτής που γράφεται.  Όμως, για να μιλήσει κανείς περί του ποιητικού σχεδίου του Λάγιου, είναι υποχρεωμένος να το σπουδάσει, να ταξιδέψει μέσα του και μαζί του, δηλαδή να αλλάξει ο ίδιος. Φτάνει να το θέλει και να το αντέχει, δηλαδή να μην του αρκούν οι υπόλοιπες προσφερόμενες λύσεις. Σίγουρα κάτι τέτοιο θέλει χρόνο, αλλά, παρακαλώ, ας σταματήσουν οι ανεπίσημες ψυχοσωτήριες κορώνες του τύπου «μεγάλο ταλέντο», «εξαιρετική περίπτωση» κ.λπ., γιατί ο Λάγιος έχει ήδη διανύσει μια διαδρομή: ή είναι ή δεν είναι. Πάντως δεν είναι ο μόνος και δεν είναι μόνος του.

Ελένη είναι ο τρόπος, να περιπατής στο άγριο δάσος

να μη φοβάσαι τον  λύκο, τ’ αγκάθια να μην σε τρυπάνε

ν’ ακολουθής στο τρέξιμο το πιο γοργό ζαρκάδι, να το προφτάνης

να το κυττάς κατάματα, στα μάτια της Ελένης

(σσ. 313-314).