Τετάρτη 31 Αυγούστου 2016

Με αφορμή το ποίημα "Ορέστης" του Χρίστου Ρουμελιωτάκη

Με αφορμή το ποίημα
 "Ορέστης" 
του Χρίστου Ρουμελιωτάκη


 
















Το καλοκαίρι τέλειωσε
και το φθινόπωρο δεν ήλθε ακόμη
κι οι μέρες είναι σαν ιστός αράχνης,
κλείνουν - κλείνουν,
κι όπως η νύχτα πλησιάζει και το βλέπω
ο νους μου πάλι επιστρέφει στα παλιά,
στα επειδή, στα δια ταύτα,
στις μείζονες και τις ελάσσονες προτάσεις
μα πιο πολύ στους φίλους μου γυρίζει,
που ήταν άνοιξη,
που ήταν καλοκαίρι,
που μοσχοβόλαγε θυμάρι η Αττική
κι εμείς καλπάζαμε στον ελαιώνα για τη θάλασσα,
για το ενθάδε και για το επέκεινα.
Το καλοκαίρι τέλειωσε
και το φθινόπωρο δεν ήλθε ακόμη
κι όλη η ζωή από ένα στίχο κρέμεται.
Ηλέκτρα, ένα αγόρι να ΄χα,
να μεγαλώσει, να μεστώσει,
να λάβει εκδίκηση για τούτο το απόγευμα.


Χρίστος Ρουμελιωτάκης
















Πώς το ’λεγε ο άλλος ποιητής «σε βρίσκει η ποίηση». Έτσι και τώρα με τούτο δω το ελάχιστο σε έκταση, το μέγα ποίημα, νιώθεις να πιάνεται πάλι το νήμα, ακούς να ανασαίνει ξανά ο χρόνος που θεωρούσες χαμένο. Όχι, δεν χάθηκαν όλα. Είναι εδώ η οσμή του απομεσήμερου, εδώ ο ήχος της θάλασσας (κι ας ξεμακραίνει), ακόμα εδώ ο καλπασμός ενός ανύπαρκτου αλόγου που μόνο η νεανική φαντασία καβαλικεύει. Όλα εδώ να επιμένουν πως πράγματι όλη η ζωή από ένα στίχο κρέμεται, γιατί αλλιώς αληθινά χανόμαστε. Κι εκείνος ο Ορέστης ας τη συνδράμει την Ηλέκτρα στο έργο το βαρύ. Γιατί οι υπόλοιποι δεν το τολμήσαμε.

Διώνη Δημητριάδου

(ασπρόμαυρη φωτογραφία της Izabela Urbaniak)



Η φωτιά




«Φωτιά!» είπε κάποιος.
Και δεν ένιωσε πως όλο αυτό το φως
έσερνε πίσω του βαρύ σκοπό ανατολίτικο
σε σώμα λικνιζόμενο αργά.
Σαν κόκκινος κυματισμός μιας φλόγας
που πυρπολούσε τη στιγμή.
Έπειτα όλο αυτό εσίγησε
και κόπασε ο ρυθμός.

Μόνο το σώμα
(από συνήθεια παλιά)
κράταγε ακόμα μια αναλαμπή

γύρω από ανύπαρκτη φωτιά.

Διώνη Δημητριάδου

(Henri Matisse, sleeping nude on a red background, 1916)

Τρίτη 30 Αυγούστου 2016

«Αϊλάν»


(του Τάσου Σ. Μάντζιου)




Σκιά συκής ξηρανθείσης, ο λόγος ο έωλος...
Κονιορτός των ημερών η αθωότητα.
Κι όλα, δυσοίωνα της νύχτας τα ενδεχόμενα...
Όσοι γονυπετείς του ευτελούς,
του πρόσκαιρου, όσοι, αφιερωμένοι,
όπου
ο άργυρος
και ο χρυσός
και ο αδάμαντας,
εκεί και της ζωής τους το μείζον...
Της επιούσιας ηδονής προσηλωμένοι θηρευτές
την κραυγαλέα χρεία των καιρών, αντιπαρέρχονται.
Κι ολότελα αγνοούν
τον οιωνό της θάλασσας.
Της θάλασσας
που, σκοτεινή και μανιασμένη,
ξεβράζει με το δείλι στα ρηχά,
σπασμένα
τα φτερά του Ικάρου!...


Τάσος Σ. Μάντζιος

Παρασκευή 12 Αυγούστου 2016

"Αλληλογράφος και ταχυδρόμος"

της Βάντας Παπαϊωάννου-Βουτσά



Ο κυρ Μιχάλης, ο ταχυδρόμος, δεν είχε χρόνο ούτε για ανθρώπινες ούτε για σκυλίσιες διαπραγματεύσεις. Εδώ που τα λέμε ούτε και καλή διάθεση έδειχνε. Πολλά είδαν τα μάτια του με σκυλιά και ανθρώπους. Καμιά φορά χειρότεροι οι δεύτεροι. Στενά δρομάκια και μεγάλους δρόμους περπατούσε, σε αυλές μπαινόβγαινε καθημερινά με ρυθμό, με χρόνο μετρημένο και υπολογισμένο.
Ξερακιανός, στητός σαν στέκα του μπιλιάρδου. Μικρό κεφάλι σε σχέση με το ύψος του, θύμιζε καρφίτσα. Ενδυμασία χειμώνα, καλοκαίρι σε αποχρώσεις του γκρι. Καμπαρντίνα μακριά σε γκρίζο μολυβί και καπέλο καβουράκι το χειμώνα, μακρυμάνικο πουκάμισο και παντελόνι στους ίδιους χρωματικούς τόνους το καλοκαίρι. Λίγο προς το γαλάζιο ξέφευγε το πουκάμισο ταιριαστό με τα ξεπλυμένα γαλανά μάτια του. Το καλοκαιρινό καπελάκι άλλαζε τελείως. Ψάθινο με μια μαύρη ξεθωριασμένη γκρο κορδέλα τριγύρω, διάτρητο ν’ αερίζεται το μισόγυμνο κρανίο. Σαν ένα απ’ τ’ ανθρωπάκια του Γαΐτη, πανομοιότυπο με ένα πλήθος άλλα, δραπέτευε απ’ το σωρό και μπαινόβγαινε σαν κουρντισμένο παιχνίδι από πόρτα σε πόρτα. Ξεχώριζε μόνο από το γρήγορο βάδην. Ένας σύγχρονος Ερμής, φτερωτός, ο ταχυδρόμος της γειτονιάς, μεταφορέας αλληλογραφίας, επιταγών εξ Αμερικής, τηλεγραφημάτων. Ευγενικός, αλλά ανέκφραστος. Δε συμμετείχε μήτε σε πόνο μήτε σε χαρά των παραληπτών. Κρατούσε ισορροπημένα τα τάσια της ψυχής του.


Γαβ, γαβ! Γαβ, γαβ, γαβ! Έτρεχε γαβγίζοντας στη στενόμακρη αυλή του Ψαρρέικου  η αδύνατη, ψηλόλιγνη Φρίντα. Καφετιά σαν γυαλισμένο κάστανο, νεότατη, ορεξάτη και αεικίνητη. Γουβ, γουβ, γουβ! Βαρύτονη και βαρύγδουπη η κοντοποδαρούσα Τζένη, γερασμένη πια. Τα σκυλιά του θείου Δημητράκη, κυνηγού χρόνια τώρα. Τούτη η δεύτερη δεν ξεκόλλαγε από την αυλόπορτα, αν δεν άνοιγε ο επισκέπτης, που είχε χτυπήσει το ρόπτρο λεοντοκεφαλή. Οσμιζόταν τη διάθεση του αόρατου επισκέπτη και γάβγιζε αναλόγως. Και ο κυρ Μιχάλης, ο ταχυδρόμος, δεν ήταν ανάμεσα στα φιλικά της πρόσωπα. Και πώς να είναι! Αμέριμνος άνοιξε μια χειμωνιάτικη μέρα την πόρτα κι εκείνη όρμησε πάνω του. Πρόλαβε τρομαγμένος να σηκώσει την κλειστή ομπρέλα και να την κατεβάσει με δύναμη στην πλάτη της. Ουρλιάζοντας οπισθοχώρησε το σκυλί. Εκείνη τη στιγμή ο κυρ Μιχάλης καταγράφηκε στο ένστικτο του σκυλιού ως εχθρός. Μέτρα μακριά περνούσε από την ψηλή κλειστή αυλόπορτα και το σκυλί λυσσομανούσε στο γάβγισμα. Παραλήπτης της αλληλογραφίας έγινα εγώ, αν ήμουν στο σπίτι. Έτσι κι αλλιώς είχα κερδίσει επάξια τον τίτλο της αλληλογράφου της γειτονιάς σε μεγάλη ακτίνα.


Ο πατέρας μού παρέδωσε τη σκυτάλη του γραφέα, όταν ένιωσε πως έχασε εκείνη τη δεξιοτεχνία του χεριού να γράφει τα καλλιγραφικά του γράμματα με περίτεχνες ουρές και στροβιλίσματα. Άρχισα δειλά δειλά να γράφω τις ευχετήριες γιορταστικές κάρτες προς τους συγγενείς στα πέρατα του κόσμου. Ιεροσόλυμα, Βηρυτός, Αμερική, Θεσσαλονίκη, Κροκύλειο, Μαυρολιθάρι, Καβάλα σε θείους, πατριώτες, νονούς, γνωστούς και συγγενείς πολλών γενεών. Ύστερα ερχόταν η ξαδέλφη να της γράψω διεύθυνση Αμερικής. Φάκελος με μπλε άσπρο δοντάκι ολόγυρα για αεροπορική αποστολή. Απόκτησα άνεση με τους πελάτες αλληλογραφίας και τους καθησύχαζα, αν δεν είχαν ειδικό φάκελο. Με άνεση ειδήμονα μου άρεσε να γράφω στην κάτω αριστερή γωνία του λευκού φακέλου «ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΩΣ- PAR AVION - BY AIR MAIL».
Η άλλη εξαδέλφη δεν ήξερε σχεδόν καθόλου να γράφει. Μα τι στο καλό σφούγγισε τον εγκέφαλό της και έσβησε όσα μάθαινε έξι χρόνια στο Δημοτικό! Είχε κι έναν έρωτα με γραμματιζούμενο υπάλληλο λογιστικού γραφείου κι εγώ έπρεπε όχι μόνο να γράφω, αλλά να αισθάνομαι την ψυχή της και να παίζω το ρόλο της δι’ αλληλογραφίας. Ε, δεν ήταν και δύσκολο. «Σε σκέφτομαι, σε βλέπω που περνάς έξω από το σπίτι, αλλά η μάνα μου κέρβερος, την τάδε μέρα και ώρα θα κατεβώ στην αγορά ν’ αγοράσω κλωστές κεντήματος, εκεί στο στενό… » . Έπεφτε το σήμα, ώστε όλως τυχαία να βρεθεί κι ο νεαρός στο στενό, να σταθούν πλάι πλάι στη βιτρίνα με τα κεντήματα, να ανταλλάξουν δυο κουβέντες, ν’ ακουμπήσουν τα χέρια τους. Αν σουρουπώσει κιόλας, θα βαδίσει μερικά βήματα ξωπίσω της και στην ανηφόρα της επιστροφής, εκεί έξω από το ερειπωμένο  σπίτι με τη φουντωτή συκιά θα σταθούν κλάσματα δευτερολέπτου για ένα πεταχτό φιλί.
Η φίλη μου, μικρότερη δυο τρία χρόνια, ξανθιά και ομορφούλα, είχε σύμμαχο τη μάνα της στο γάμπρισμα. Με τα γράμματα καμία σχέση. Ήρθε στην αλληλογράφο. Ο «Έρωτας» ήταν υπάλληλος τράπεζας και δεν ήξερε ο δύστυχος πως είχε γίνει στόχος. Ραβασάκια με εξομολογήσεις, με ζωγραφιστές καρδούλες διάτρητες από τα βέλη και χείλια κατακόκκινα, κατάλαβα πως έπρεπε να ζωγραφίζω γύρω τριγύρω από τα λόγια. Τα άφηνε η ερωτοχτυπημένη καλυμμένα με τα χρήματα στο γκισέ της τράπεζας και τρέλαινε τον παραλήπτη. Ρεζίλι έγινε μια φορά εκείνος, όταν τον αντικατέστησε συνάδελφος να κλείσει ταμείο. Μαζί με τα χαρτονομίσματα ήρθε στο φως το σημείωμα με τα γράμματα και τις ζωγραφιές μου ξέχειλο από έρωτα! «Μια μέρα αν δε σε δω, τρελαίνομαι! Το βράδυ στις 11.00 να περιμένεις τηλέφωνο». Και περίμενε ο έρμος και σήκωνε το ακουστικό και λιγωνόταν με τη φωνή του Elvis “Its now or never” ή του Paul Anka Crazy love” από δίσκο 45 στροφών στο πικάπ! Και γνωρίστηκαν και παντρεύτηκαν και ζουν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.


Βάντα Παπαϊωάννου-Βουτσά

Η Βάντα Παπαϊωάννου-Βουτσά γεννήθηκε στο Λαύριο Αττικής το 1947. Σπούδασε Ιστορία-Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και από το 1973 κατοικεί στην Κομοτηνή, όπου δίδαξε ως φιλόλογος στη Δημόσια Μέση Εκπαίδευση. Το πρώτο της βιβλίο, «…μύριζε γαζία», εκδόθηκε το 2014, ενώ έως τότε συμμετείχε στην έκδοση «Η διδασκαλία της ξένης λογοτεχνίας στο Γυμνάσιο και Λύκειο» με ανάλυση του διηγήματος Ο Βάνκας του Τσέχωφ, έχει συντάξει και επιμεληθεί τα κείμενα τουριστικών οδηγών της Περιφέρειας Αν. Μακεδονίας & Θράκης, της Νομαρχίας Ροδόπης και του Δήμου Μαρώνειας. Επιμελήθηκε επίσης  το βιβλίο «Γεύσεις και αναμνήσεις από τη Ροδόπη» του αρχιτέκτονα Θανάση Πανδρευμένου, έκδοση της Νομαρχίας Ροδόπης, έχει δημοσιεύσει άρθρα ιστορικά, αρχαιολογικά και περιβαλλοντικά σε τοπικά περιοδικά.

"Αλληλογράφος και ταχυδρόμος" της Βάντας Παπαϊωάννου-Βουτσά

   "Αλληλογράφος και ταχυδρόμος"

της Βάντας Παπαϊωάννου-Βουτσά




Ο κυρ Μιχάλης, ο ταχυδρόμος, δεν είχε χρόνο ούτε για ανθρώπινες ούτε για σκυλίσιες διαπραγματεύσεις. Εδώ που τα λέμε ούτε και καλή διάθεση έδειχνε. Πολλά είδαν τα μάτια του με σκυλιά και ανθρώπους. Καμιά φορά χειρότεροι οι δεύτεροι. Στενά δρομάκια και μεγάλους δρόμους περπατούσε, σε αυλές μπαινόβγαινε καθημερινά με ρυθμό, με χρόνο μετρημένο και υπολογισμένο.
Ξερακιανός, στητός σαν στέκα του μπιλιάρδου. Μικρό κεφάλι σε σχέση με το ύψος του, θύμιζε καρφίτσα. Ενδυμασία χειμώνα, καλοκαίρι σε αποχρώσεις του γκρι. Καμπαρντίνα μακριά σε γκρίζο μολυβί και καπέλο καβουράκι το χειμώνα, μακρυμάνικο πουκάμισο και παντελόνι στους ίδιους χρωματικούς τόνους το καλοκαίρι. Λίγο προς το γαλάζιο ξέφευγε το πουκάμισο ταιριαστό με τα ξεπλυμένα γαλανά μάτια του. Το καλοκαιρινό καπελάκι άλλαζε τελείως. Ψάθινο με μια μαύρη ξεθωριασμένη γκρο κορδέλα τριγύρω, διάτρητο ν’ αερίζεται το μισόγυμνο κρανίο. Σαν ένα απ’ τ’ ανθρωπάκια του Γαΐτη, πανομοιότυπο με ένα πλήθος άλλα, δραπέτευε απ’ το σωρό και μπαινόβγαινε σαν κουρντισμένο παιχνίδι από πόρτα σε πόρτα. Ξεχώριζε μόνο από το γρήγορο βάδην. Ένας σύγχρονος Ερμής, φτερωτός, ο ταχυδρόμος της γειτονιάς, μεταφορέας αλληλογραφίας, επιταγών εξ Αμερικής, τηλεγραφημάτων. Ευγενικός, αλλά ανέκφραστος. Δε συμμετείχε μήτε σε πόνο μήτε σε χαρά των παραληπτών. Κρατούσε ισορροπημένα τα τάσια της ψυχής του.


Γαβ, γαβ! Γαβ, γαβ, γαβ! Έτρεχε γαβγίζοντας στη στενόμακρη αυλή του Ψαρρέικου  η αδύνατη, ψηλόλιγνη Φρίντα. Καφετιά σαν γυαλισμένο κάστανο, νεότατη, ορεξάτη και αεικίνητη. Γουβ, γουβ, γουβ! Βαρύτονη και βαρύγδουπη η κοντοποδαρούσα Τζένη, γερασμένη πια. Τα σκυλιά του θείου Δημητράκη, κυνηγού χρόνια τώρα. Τούτη η δεύτερη δεν ξεκόλλαγε από την αυλόπορτα, αν δεν άνοιγε ο επισκέπτης, που είχε χτυπήσει το ρόπτρο λεοντοκεφαλή. Οσμιζόταν τη διάθεση του αόρατου επισκέπτη και γάβγιζε αναλόγως. Και ο κυρ Μιχάλης, ο ταχυδρόμος, δεν ήταν ανάμεσα στα φιλικά της πρόσωπα. Και πώς να είναι! Αμέριμνος άνοιξε μια χειμωνιάτικη μέρα την πόρτα κι εκείνη όρμησε πάνω του. Πρόλαβε τρομαγμένος να σηκώσει την κλειστή ομπρέλα και να την κατεβάσει με δύναμη στην πλάτη της. Ουρλιάζοντας οπισθοχώρησε το σκυλί. Εκείνη τη στιγμή ο κυρ Μιχάλης καταγράφηκε στο ένστικτο του σκυλιού ως εχθρός. Μέτρα μακριά περνούσε από την ψηλή κλειστή αυλόπορτα και το σκυλί λυσσομανούσε στο γάβγισμα. Παραλήπτης της αλληλογραφίας έγινα εγώ, αν ήμουν στο σπίτι. Έτσι κι αλλιώς είχα κερδίσει επάξια τον τίτλο της αλληλογράφου της γειτονιάς σε μεγάλη ακτίνα.


Ο πατέρας μού παρέδωσε τη σκυτάλη του γραφέα, όταν ένιωσε πως έχασε εκείνη τη δεξιοτεχνία του χεριού να γράφει τα καλλιγραφικά του γράμματα με περίτεχνες ουρές και στροβιλίσματα. Άρχισα δειλά δειλά να γράφω τις ευχετήριες γιορταστικές κάρτες προς τους συγγενείς στα πέρατα του κόσμου. Ιεροσόλυμα, Βηρυτός, Αμερική, Θεσσαλονίκη, Κροκύλειο, Μαυρολιθάρι, Καβάλα σε θείους, πατριώτες, νονούς, γνωστούς και συγγενείς πολλών γενεών. Ύστερα ερχόταν η ξαδέλφη να της γράψω διεύθυνση Αμερικής. Φάκελος με μπλε άσπρο δοντάκι ολόγυρα για αεροπορική αποστολή. Απόκτησα άνεση με τους πελάτες αλληλογραφίας και τους καθησύχαζα, αν δεν είχαν ειδικό φάκελο. Με άνεση ειδήμονα μου άρεσε να γράφω στην κάτω αριστερή γωνία του λευκού φακέλου «ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΩΣ- PAR AVION - BY AIR MAIL».
Η άλλη εξαδέλφη δεν ήξερε σχεδόν καθόλου να γράφει. Μα τι στο καλό σφούγγισε τον εγκέφαλό της και έσβησε όσα μάθαινε έξι χρόνια στο Δημοτικό! Είχε κι έναν έρωτα με γραμματιζούμενο υπάλληλο λογιστικού γραφείου κι εγώ έπρεπε όχι μόνο να γράφω, αλλά να αισθάνομαι την ψυχή της και να παίζω το ρόλο της δι’ αλληλογραφίας. Ε, δεν ήταν και δύσκολο. «Σε σκέφτομαι, σε βλέπω που περνάς έξω από το σπίτι, αλλά η μάνα μου κέρβερος, την τάδε μέρα και ώρα θα κατεβώ στην αγορά ν’ αγοράσω κλωστές κεντήματος, εκεί στο στενό… » . Έπεφτε το σήμα, ώστε όλως τυχαία να βρεθεί κι ο νεαρός στο στενό, να σταθούν πλάι πλάι στη βιτρίνα με τα κεντήματα, να ανταλλάξουν δυο κουβέντες, ν’ ακουμπήσουν τα χέρια τους. Αν σουρουπώσει κιόλας, θα βαδίσει μερικά βήματα ξωπίσω της και στην ανηφόρα της επιστροφής, εκεί έξω από το ερειπωμένο  σπίτι με τη φουντωτή συκιά θα σταθούν κλάσματα δευτερολέπτου για ένα πεταχτό φιλί.
Η φίλη μου, μικρότερη δυο τρία χρόνια, ξανθιά και ομορφούλα, είχε σύμμαχο τη μάνα της στο γάμπρισμα. Με τα γράμματα καμία σχέση. Ήρθε στην αλληλογράφο. Ο «Έρωτας» ήταν υπάλληλος τράπεζας και δεν ήξερε ο δύστυχος πως είχε γίνει στόχος. Ραβασάκια με εξομολογήσεις, με ζωγραφιστές καρδούλες διάτρητες από τα βέλη και χείλια κατακόκκινα, κατάλαβα πως έπρεπε να ζωγραφίζω γύρω τριγύρω από τα λόγια. Τα άφηνε η ερωτοχτυπημένη καλυμμένα με τα χρήματα στο γκισέ της τράπεζας και τρέλαινε τον παραλήπτη. Ρεζίλι έγινε μια φορά εκείνος, όταν τον αντικατέστησε συνάδελφος να κλείσει ταμείο. Μαζί με τα χαρτονομίσματα ήρθε στο φως το σημείωμα με τα γράμματα και τις ζωγραφιές μου ξέχειλο από έρωτα! «Μια μέρα αν δε σε δω, τρελαίνομαι! Το βράδυ στις 11.00 να περιμένεις τηλέφωνο». Και περίμενε ο έρμος και σήκωνε το ακουστικό και λιγωνόταν με τη φωνή του ElvisIts now or never” ή του Paul Anka Crazy love” από δίσκο 45 στροφών στο πικάπ! Και γνωρίστηκαν και παντρεύτηκαν και ζουν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.


Βάντα Παπαϊωάννου-Βουτσά

Η Βάντα Παπαϊωάννου-Βουτσά γεννήθηκε στο Λαύριο Αττικής το 1947. Σπούδασε Ιστορία-Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και από το 1973 κατοικεί στην Κομοτηνή, όπου δίδαξε ως φιλόλογος στη Δημόσια Μέση Εκπαίδευση. Το πρώτο της βιβλίο, «…μύριζε γαζία», εκδόθηκε το 2014, ενώ έως τότε συμμετείχε στην έκδοση «Η διδασκαλία της ξένης λογοτεχνίας στο Γυμνάσιο και Λύκειο» με ανάλυση του διηγήματος Ο Βάνκας του Τσέχωφ, έχει συντάξει και επιμεληθεί τα κείμενα τουριστικών οδηγών της Περιφέρειας Αν. Μακεδονίας & Θράκης, της Νομαρχίας Ροδόπης και του Δήμου Μαρώνειας. Επιμελήθηκε επίσης  το βιβλίο «Γεύσεις και αναμνήσεις από τη Ροδόπη» του αρχιτέκτονα Θανάση Πανδρευμένου, έκδοση της Νομαρχίας Ροδόπης, έχει δημοσιεύσει άρθρα ιστορικά, αρχαιολογικά και περιβαλλοντικά σε τοπικά περιοδικά.
Τα καλοκαίρια κάποτε







Τότε που δεν χρειαζόντουσαν πολλά. Μόνο τα αναγκαία. Λίγα ρούχα, σεντόνια και πετσέτες, μια μπάλα που φούσκωνε και απογειωνόταν, μάσκα και βατραχοπέδιλα ο αδελφός μου, κουβαδάκι και τα σχετικά για μένα, τα απαραίτητα κατσαρολικά η μαμά. Απλά πράγματα. Και φυσικά να έχει πάρει ο πατέρας την άδειά του, Αύγουστο μήνα, ντάλα καλοκαίρι. Και να έχουν φροντίσει να καπαρώσουν (στο μιλητό) την παλιά αποθήκη, που πια χρησίμευε για θερινό κατάλυμα όλης της οικογένειας. Ψηλοτάβανη, μονόχωρη, με δυο παράθυρα μεγάλα λίγο πιο κάτω από την οροφή. Ράντζα εκστρατείας (έτσι τα λέγαν τότε), τραπέζι και καρέκλες. Μαγείρεμα στη γκαζιέρα. Όλα αυτά, που μοιάζουν σαν να έχουν βγει από ταινία νεορεαλιστικού κινηματογράφου, ήταν το σκηνικό για το ποθητό μας καλοκαίρι.
Και ήταν απίθανα όμορφο. Γιατί μπορεί να μην είχε τίποτε από όλα αυτά που αργότερα πολύ θεωρήσαμε ‘ανέσεις’ αλλά είχε το μοναδικό προνόμιο να είναι πάνω στη θάλασσα, κυριολεκτικά. Σε ποια θάλασσα; Στην καλύτερη τότε. Οι νεότεροι μάλλον δεν θα με εννοήσουν αλλά τότε, το 1961, το Μάλτεπε (έτσι το λέγαμε όλοι οι Θεσσαλονικείς τότε, κατόπιν επικράτησε το ελληνικό Καλλιθέα), στη Χαλκιδική, ήταν ένας απέραντος παράδεισος μόνο με άμμο και θάλασσα.
Μετά άλλαξαν πολλά. Ο νεοπλουτισμός επέδραμε στις παραλίες, το Μάλτεπε κατακλύστηκε από ξενοδοχεία, η αποθήκη των παιδικών μου καλοκαιριών γκρεμίστηκε. Αλλά κι εμείς φύγαμε για την Αθήνα. Άλλα μέρη εκεί, άλλες θάλασσες, άλλες συνήθειες.
Άλλωστε μεγαλώναμε.


Πέμπτη 11 Αυγούστου 2016





Είναι αλήθεια πως ολοένα γυρνώντας στα ίδια και στα ίδια τα γραφτά μας μοιάζουν και πιο πολύ. Σαν να γράφεται διαρκώς η ίδια ιστορία, σαν οι στίχοι να επιμένουν σε τόπους και σε πρόσωπα. Κι όμως όλο και κάτι θα ξεφύγει και θα διασωθεί η νέα απόγνωση.

Μια σκέψη με αφορμή αυτό το λιτό και σαφέστατο του Χρίστου Ρουμελιωτάκη:

Τα πουλιά
 (ποίημα του Χρίστου Ρουμελιωτάκη)











Το φετινό μου ποίημα,
όπως το περσινό και το προπέρσινο
η ίδια θάλασσα,
τα ίδια πρόσωπα, στις ίδιες θέσεις.
Μόνον εκείνα τα πουλιά
φέτος κατέβηκαν πιο χαμηλά,
πιο χαμηλά,
ως τις εξώπορτες

και τις ραμφίζουν.


(η ασπρόμαυρη φωτογραφία του Roman Lorane)
Ο χρόνος είναι μια πολύ προσωπική υπόθεση





Σε νεότερη ηλικία δεν το αντιλαμβάνεσαι. Μα είναι απολύτως σαφής η παραδοξότητα της έννοιας των κυλιόμενων ημερών. Κάτι σαν να βάζεις το χέρι σου στο νερό μα να μην το πιάνεις, ενώ το βλέπεις να ξεγλιστρά ανυπάκουο στην κίνησή σου. Όσο όμοιες να είναι οι μέρες που περνούν, σιγά σιγά το μαθαίνεις ότι δεν είναι ποτέ ίδιες, καθώς σοφά το είπε εκείνος ο παλαιός πως δεν μπορείς να ξαναμπείς στο ίδιο ποτάμι.
Έτσι όπως τρέχουν οι στιγμές (σαν μια κινούμενη εικόνα ποδηλάτου σε βρεγμένο, γλιστερό δρόμο) και μεγαλώνεις μέσα τους, το ψυχανέμισμά τους το νιώθεις. Μόνο τότε μπορείς να πεις ‘είμαι’, ‘βρίσκομαι’, ‘ζω’. Κυλώ σαν το ποτάμι. Όμως, για να λες ‘ζω’ πρέπει να έζησες, να έχεις ζήσει. Αλλιώς απατηλά μετράς μη βιωμένα χρόνια.
Γιατί μόνο τότε αντιλαμβάνεσαι τη σχέση του αορίστου χρόνου με όλα τα ενεστώτα. Θαρρώ κακώς τον ονομάσανε αόριστο. Τίποτε πιο οριστικό από τα βιωμένα σε χρόνο σταθερό. Όσο γι’ αυτόν τον άλλο τον ύπουλα παρακοιμώμενο παρακείμενο, δες πώς σε εξαπατά. Νομίζεις πως τον έβαλες στο χέρι μ’ εκείνο το βέβαιο κτητικό ‘έχω’, κι αυτός περιγελά τη σιγουριά σου με τη βοήθεια ενός οριστικού, ωστόσο (για τη συνείδησή σου) απολύτως αορίστου.
Με όλα τούτα τα γραμματικά και φιλολογικά θέλω να πω πως έχω φτάσει στο σημείο που αρχίζει ο χρόνος πια να νιώθεται κι οι μέρες να βιώνονται. Ως παρελθόν με αντικαθρέπτισμα στο τώρα. Μα απαιτούνται αρκετές δεκαετίες για να το πεις αυτό. Όσοι νεότεροι πιάστε λίγο το νόημα. Οι συνομήλικοι και μεγαλύτεροι έχετε ήδη καταλάβει τι εννοώ.

Διώνη Δημητριάδου

(η φωτογραφία του Massimilliano Sarno)



Τρίτη 9 Αυγούστου 2016



  "Το ταξίδι" 
    (διήγημα)



Ένας ακόμη να τον ρωτούσε, αν τώρα που πήρε σύνταξη πηγαίνει κανένα ταξίδι, θα μπορούσε να εκραγεί. Γιατί θα έπρεπε, δηλαδή, να πάρει τα βουνά και τα λιμάνια στο κατόπι και να τρέχει; Τον ενοχλούσε που ο κόσμος σε ανάλογες περιπτώσεις λέει τα ίδια πράγματα, χωρίς καμιά πρωτοτυπία, χωρίς καν σκέψη.
Μέσα στο σπίτι πάντοτε υπήρχε χάρτης, μεγάλος στον τοίχο, ένας της Ευρώπης και ένας  παγκόσμιος. Φρόντιζε μάλιστα συχνά να τους ανανεώνει, αν εύρισκε κάποιον πιο όμορφο σε χρώματα ή πάλι αν χρειαζόταν αλλαγή προκειμένου να είναι πιο ενημερωμένος. Πιο νέος είχε ταξιδέψει αρκετά και το είχε ευχαριστηθεί. Τώρα είχε βαρύνει κάπως, και μόνο η σκέψη ενός ταξιδιού τον κούραζε. Του άρεσε που μπορούσε να ξυπνάει λίγο αργότερα, χωρίς το άγχος του ρολογιού, της κίνησης στον δρόμο, χωρίς να νοιάζεται αν θα προλάβει όλη τη δουλειά στο γραφείο. Μπορούσε να πίνει τον καφέ του με την ησυχία του χαζεύοντας λίγη τηλεόραση, μετά να κάθεται στο μπαλκόνι και να διαβάζει τα βιβλία του, τέλος πάντων να κάνει απλά, καθημερινά πράγματα που τόσο είχε στερηθεί τα πολλά χρόνια της δουλειάς και του καθήκοντος. Αυτά τον ευχαριστούσαν και όχι οι ξεσηκωμοί και τα ταξίδια.

Με την πρώτη ματιά που του έριξε κατάλαβε ότι κάτι τον απασχολούσε. Φίλοι χρόνια στην ίδια γειτονιά, είχαν πάρει τη σύνταξή τους πλήρη και οι δύο, συναντιόντουσαν πότε στο ένα σπίτι πότε στο άλλο αλλά και στην πλατεία που πήγαιναν για βόλτα, στο καφενείο, και όπου αλλού τους έφερναν οι κοινοί δρόμοι που περπατούσαν πια. Η εξήγηση ήταν σύντομη. Ο φίλος του έπρεπε να πάει στο χωριό που ζούσε εδώ και πολλά χρόνια η αδελφή του με την οικογένειά της, μια και τον είχαν ειδοποιήσει ότι ήταν άρρωστη και τον γύρευε. Είχαν χρόνια να ειδωθούν (ούτε αυτός αγαπούσε τα ταξίδια) και στεναχωριόταν που τώρα θα πήγαινε  να τη δει ίσως για τελευταία φορά.
Δεν το σκέφτηκε και πολύ. Μια αλλαγή στην καθημερινότητά του και μάλιστα με την παρέα που προτιμούσε. Γιατί όχι; Θα βοηθούσε και τον φίλο του στη δύσκολη στιγμή που είχε βρεθεί. Ναι μεν ταξίδια δεν ήθελε αλλά αυτό θα γινόταν κατ’ ανάγκη και για καλό σκοπό. Το χωριό που έμενε η αδελφή του ήταν παραθαλάσσιο, οπότε θα άλλαζε και τον αέρα του. Τη θάλασσα την αγαπούσε αλλά την είχε λίγο στερηθεί τα τελευταία χρόνια.




Δεν θυμόταν να είχε ξαναδεί τόσο ωραίο παραθαλάσσιο χωριό, τόσο όμορφη ακρογιαλιά, τόσο φιλόξενο στο μάτι μέρος. Απολάμβανε ένα καφεδάκι καθισμένος στο καφενείο δίπλα στη θάλασσα. Πόση διαφορά από το καφενείο της γειτονιάς του! Τι ωραία αίσθηση να απλώνεις το βλέμμα σου σε ανοιχτό ορίζοντα! Είχε αφήσει νωχελικά το σώμα του σχεδόν να κυλήσει πάνω στην καρέκλα και με μισόκλειστα μάτια κοίταζε πέρα.

Η βάρκα πλησίασε αργά και με μαεστρία του κυβερνήτη της ήρθε κι άραξε στην άκρη του γιαλού. Σε λίγο ένα κορίτσι ίσαμε είκοσι χρονών στάθηκε κοντά του. Την κοίταξε. Μάλλον όμορφη θα έλεγες, τουλάχιστον στα νιάτα του τού άρεσαν οι βραχύσωμες και λεπτές κοπέλες, με σγουρά σκούρα καστανά μαλλιά, έντονο βλέμμα. Ήταν ντυμένη με τζιν παντελόνι, που του είχε σηκώσει τα μπατζάκια για τις ανάγκες της βαρκάδας, από πάνω ένα φαρδύ πουκάμισο στο χρώμα του ουρανού. Ακριβώς αυτό το χρώμα που ιδιαίτερα αγαπούσε και με μανία φορούσε, πιο νέος όταν ήταν. Του λέγαν ότι πήγαινε με τα μάτια του.
Καλησπέρα, να σου δανειστώ ένα τσιγάρο;
Μην παίρνοντας τα μάτια του από πάνω της έψαξε δίπλα του το πακέτο του, της πρόσφερε ένα και άναψε κι ο ίδιος ένα, το τρίτο για σήμερα, σκέφτηκε, αλλά αξίζει να το κάνω τώρα με τέτοια παρέα. Της έδειξε την αδειανή καρέκλα. Κάθισε, αν θες, για λίγο. Τράβηξε την καρέκλα, κάθισε και σταύρωσε τα λιγνά της πόδια. Τον κοίταξε και χαμογέλασε. Ναι, είναι όμορφη, σκέφτηκε.  
Από δω είσαι;
Κι από δω κι από αλλού. Ο καθένας μας από πολλά μέρη είναι. Εσύ δεν είσαι από δω, θα σε ήξερα. Όλους τους ξέρω και όλοι με ξέρουν. Σ’ αρέσει ο τόπος μου;
Ναι του άρεσε πολύ, μα πιο πολύ του άρεσε αυτή. Αρκέστηκε να πει:
Ναι πολύ!
Σε κάποιους δεν αρέσει. Βρίσκουν ότι είναι πολύ απομονωμένο μέρος. Στην ουσία ο πιο εύκολος τρόπος να έρθεις εδώ είναι από τη θάλασσα. Ο πάνω δρόμος, μέσα από το βουνό είναι μακρύς και επικίνδυνος. Αλλά αυτό θα το πρόσεξες, αφού από κει ήρθες.
Πώς ξέρεις από πού ήρθα;
Γύρισε και τον κοίταξε (τι βλέμμα ήταν αυτό!), χαμογέλασε.
Όλα τα ξέρω εγώ. Οι άνθρωποι που έρχονται από τη θάλασσα το έχουν στα μάτια τους. Είναι ταξιδιάρηδες. Εσύ δεν είσαι.
Την κοίταζε και δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από πάνω της.
Θες να πάμε μια βόλτα με τη βάρκα; Θα σου δείξω το μέρος, θα σ’ αρέσει.




Άφησε το χέρι του στο νερό, όπως η βάρκα αργά απομακρυνόταν από την αποβάθρα. Το κορίτσι την οδηγούσε στ’ ανοιχτά. Δεν μίλαγαν. Πόση γαλήνη, πόση ηρεμία! Η θάλασσα έπαιρνε ολοένα και πιο βαθύ μπλε χρώμα, ο ήλιος έγερνε. Ένιωσε ότι χανόταν όλο του το σώμα μέσα σ’ αυτή την ομορφιά. Πού ήταν; Πού πήγαινε; Πού τον οδηγούσε; Το μυαλό του ήταν ανάλαφρο, οι σκέψεις και οι έγνοιες του είχαν χαθεί.
Θα σου πω μια ιστορία.
Η φωνή της έδεσε πολύ φυσικά με την ηρεμία γύρω. Έκλεισε τα μάτια και αφέθηκε.
Εδώ πιο κάτω, κατά κει που πηγαίνουμε, είναι ένα άλλο λιμάνι, φυσικό αυτό, πολύ κλειστό, πολύ βαθύ μέσα στη στεριά. Η βάρκα θα κάνει πολλή ώρα να δέσει. Οι περισσότεροι το αποφεύγουν, γιατί το τοπίο είναι τραχύ, τα βράχια απότομα. Παλιά, πολύ παλιά ήταν ορμητήριο πειρατών. Κρυβόντουσαν εκεί και ρήμαζαν την περιοχή ολόκληρη ως πέρα μακριά. Δεν μπορούσαν να τους αιφνιδιάσουν, γιατί όποιο πλεούμενο έμπαινε στο λιμάνι το έβλεπαν και είχαν όλο τον καιρό να το χτυπήσουν. Τα χρόνια εκείνα τα παλιά έφτασε ως εδώ ένα κορίτσι. Κατατρεγμένο. Άλλοι λένε το ένα άλλοι το άλλο για τον λόγο που την έκανε να καταφύγει στο αφιλόξενο αυτό μέρος. Δεν ξέρω ποια είναι η αλήθεια, αλλά δεν έχει και πολλή σημασία πια. Είχε σύρει τη βάρκα της μέσα σε μια σπηλιά και έμενε εδώ. Κάθε σούρουπο έβγαινε κι αγνάντευε ως πέρα στην είσοδο του λιμανιού, σαν κάτι, κάποιον να περίμενε. Χρόνια πέρασαν έτσι. Κάποιοι ψαράδες έλεγαν ότι την είχαν δει με το βαρκάκι της να βγαίνει στ’ ανοιχτά, προσπάθησαν να την ακολουθήσουν αλλά αυτή, πιο γρήγορη, χανόταν πάλι πίσω στο λιμάνι της. Κάποιοι τη λέγαν ξωτικό. Ότι την έπλασε η φαντασία των ανθρώπων από φόβο για το δύσβατο μέρος. Εγώ λέω ότι υπήρξε πραγματικά. Από άλλους έχω ακούσει ότι μια φορά που την είδανε την κυνήγησαν, την πλευρίσαν και στην προσπάθειά της να σωθεί έπεσε στη θάλασσα και πνίγηκε. Μπορεί και να έγινε έτσι. Πάντως από τότε και μέχρι σήμερα ακούς να λένε ότι κάποιες νύχτες με φεγγάρι τη βλέπουν να λάμνει με τη βάρκα της ανοιχτά. Οπτασία; Μπορεί. Εμένα μ’ αρέσει να τη νιώθω κάπου εδώ κοντά. Έχω βγει στη στεριά μερικές φορές, περπάτησα ως τις σπηλιές, βρήκα τη δική της σπηλιά. Είδα τα χνάρια της. Έχουν χαραχτεί στα βράχια. Νομίζω πως ξέρω και τ’ όνομά της. Διαμάντω τη λένε, όπως κι εμένα. Αν πας εκεί, θα το ακούσεις κι εσύ.
           




Η βάρκα ήταν τώρα ακίνητη. Δεν άνοιξε τα μάτια του. Ένιωσε πως άκουγε βαθιά μέσα του την ηρεμία του νερού, την ησυχία του κόσμου γύρω του και δεν ήθελε να χάσει αυτή τη μοναδική αίσθηση γαλήνης. Το χέρι του ακουμπούσε στα μαλλιά του κοριτσιού, με το άλλο χέρι λίγο ακόμα και θα την κρατούσε στην αγκαλιά του. Ήταν τόσο όμορφα, τόσο απίστευτα νέος πάλι!




Δεν μπορούσες να βρεις καλύτερο μέρος για να ρίξεις έναν υπνάκο, φίλε μου.
Άνοιξε τα μάτια του και αντίκρισε ξαφνιασμένος τον φίλο του. Καθόταν δίπλα του, εκεί που πριν καθόταν η… τέλος πάντων.
Πόση ώρα είσαι εδώ;
Πριν λίγο ήρθα. Βαριά η ατμόσφαιρα στο σπίτι της αδελφής μου. Είπα να κάνω μια βόλτα και να που σε βρήκα να κοιμάσαι του καλού καιρού. Αν θες σήκω να περπατήσουμε λίγο, να πιούμε κάτι,  μετά πάμε από το σπίτι.
Περπάτησαν ως την άκρη της αποβάθρας. Ένιωθε μουδιασμένα τα πόδια του. Το πάθαινε αυτό εδώ και χρόνια, αρθριτικά και διάφορα άλλα προβλήματα. Μπήκαν στο μικρό μαγαζί, κάθισαν και παράγγειλαν δυο ούζα με μεζέ. Σε λίγο τα δύο γίναν τέσσερα, τα τέσσερα έξι και τα λοιπά. Χαλάρωσαν, λύθηκε η γλώσσα.
Καιρό είχε να εξομολογηθεί τόσα πράγματα. Λες και κάτι τον είχε απελευθερώσει και άκουγε τον εαυτό του να μιλάει, να μιλάει, να λέει, να λέει…
Η παρέα τους είχε μεγαλώσει. Το ποτό του δημιουργούσε την απαραίτητη αίσθηση οικειότητας με τους, άγνωστους σ’ αυτόν, γνωστούς του φίλου του. Οικειότητα ικανή να τον οδηγήσει στην κουβέντα που τον έκαιγε. Το κρυφό, βαθύ λιμάνι υπήρχε; Υπάρχουν θρύλοι γύρω απ’ αυτό; Οι πειρατές; Το κορίτσι; Η οπτασία; Όλα αυτά ήταν αλήθεια;
Του είπαν πολλά. Αυτά και άλλα, παραδόσεις που γεννιούνται σε κλειστούς συνήθως τόπους και παίρνουν μαγικές διαστάσεις στ’ αυτιά των ξένων και περαστικών. Οι ντόπιοι τα έχουν συνηθίσει, ζουν και μεγαλώνουν μ’ αυτά. Τόλμησε μετά απ’ όλα αυτά να ρωτήσει.
 Η Διαμάντω ποια ήταν;


Το κορίτσι στεκόταν μπροστά του και του χαμογελούσε.
Σας ενόχλησα το απόγευμα. Εσείς θέλατε την ησυχία σας κι εγώ σας τη χάλασα. Μισοκοιμόσασταν κι έτσι δανείστηκα μόνη μου το τσιγάρο που σας ζήτησα. Να που ξανασυναντιόμαστε πάλι. Το μαγαζί εδώ είναι του πατέρα μου. Εγώ καμιά φορά ανοίγομαι λίγο με τη βάρκα, αλλά σήμερα ξέμεινα από τσιγάρο κι έτσι…
Χαμογέλασε κι αυτός.
Κάτσε να πιεις κάτι μαζί μας, αν δεν σε ενοχλεί που είμαστε όλοι παππούδες σου.



Πίσω στα γνωστά του μέρη, στις καλές δικές του συνήθειες, στα σίγουρα πράγματα. Χάζευε τον χάρτη στον τοίχο. Προσπάθησε να βρει τη μεγάλη εσοχή, τον βαθύ όρμο του ονείρου του. Προφανώς χρειαζόταν χάρτη της Ελλάδας για να εντοπίσει ακριβώς το σημείο. Αύριο σίγουρα θα φρόντιζε να προμηθευτεί έναν καλό. Θα τον κρεμούσε δίπλα στους άλλους, και άμα ήθελε να ταξιδέψει ήξερε τώρα το πώς. Θα ακούμπαγε τα δάχτυλά του στον χάρτη, θα έκλεινε τα μάτια και θα βρισκόταν ξανά στη γαλήνη του νερού, στο βαθύ μπλε της θάλασσας, στα μαλλιά του κοριτσιού, στο μυστήριο του μυαλού, που γεννάει φαντασίες μαζί με πραγματικότητες.

Διώνη Δημητριάδου
(από τη συλλογή διηγημάτων «Το ατελιέ», εκδόσεις Νοών, 2011)

(οι φωτογραφίες από το διαδίκτυο)


                                                                                       




της μνήμης







Περίγραμμα ενός τοπίου ή ενός προσώπου μισό χαμόγελο. Αυτά κρατά η μνήμη, γιατί μονάχα αυτά νιώθει δικά της, και αιφνιδίως κατά βούληση προσφέρει ψήγματα εικόνων. Σπάνια η συγκυρία τέτοια που διατηρείται το ολόγραμμα. Το αγγίζεις και λες: Δεν είναι μνήμη. Είναι ζωή.



Διώνη Δημητριάδου

(φωτογραφία του Denis Collette, αντανάκλαση φυσικού τοπίου στο νερό)




Κυριακή 7 Αυγούστου 2016

Γιατί ο Μπόρχες





Μια φίλη (από τις πολύ αγαπημένες), που με ανέχεται για χρόνια, κοροϊδεύει την αγάπη μου για τον Μπόρχες: «παίζει η απάντησή σου σε όλα τα διλήμματα να είναι ένα ενθουσιώδες "Μπόρχες!"», με ‘στόλισε’ τις προάλλες. Μπορεί και να έχει δίκιο. Συχνά μου έρχεται αυθόρμητα η επιλογή αυτή. Ίσως πάλι να τα έχει πει όλα, οπότε…

Παραθέτω εδώ ένα απόσπασμα από το αριστουργηματικό του διήγημα (αλλά και αυτοβιογραφικό εν μέρει) «Ο νότος» (σε μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη):

[…]
Στην αίθουσα αναμονής του σταθμού, είδε πως είχε ακόμα μισή ώρα καιρό. Ξαφνικά θυμήθηκε πως σ’ ένα καφενείο της οδού Μπραζίλ (λίγο πιο κάτω απ’ το σπίτι του Ιριγκογιέν) ήταν ένας πελώριος γάτος, που καθόταν να τον χαϊδεύουν οι περαστικοί, σαν καταχθόνια θεότητα. Πήγε. Ο γάτος ήταν εκεί ˙ κοιμόταν. Ο Ντάλμαν παράγγειλε έναν καφέ, ανακάτεψε αργά αργά τη ζάχαρη, τον δοκίμασε (αυτή την απόλαυση την είχε στερηθεί στην κλινική) και, καθώς χάιδευε απαλά το μαύρο τρίχωμα, σκέφτηκε πως αυτή η επαφή ήταν απατηλή, πως ήταν σαν να τους χώριζε ένα τζάμι, γιατί ο άνθρωπος ζει στο χρόνο, στην αλληλουχία, ενώ το μαγικό ζώο στο παρόν, στην αιωνιότητα της στιγμής.


Τώρα, αν συσχετίσουμε το παραπάνω με τη φράση (από το ίδιο κείμενο):

«Η πραγματικότητα αρέσκεται στις συμμετρίες και στους ανεπαίσθητους αναχρονισμούς»,

ίσως αντιληφθούμε πως η ‘μαγική’ στιγμή της επαφής δεν υφίσταται πραγματικά ή έστω πως ο χρόνος ως συνειδητοποίηση μεταξύ του ανθρώπου και του ζώου μένει μετέωρος.

Για μένα, οπωσδήποτε Μπόρχες! Ίσως όχι ως απάντηση σε όλα τα διλήμματα. Ωστόσο σίγουρη απάντηση στο ερώτημα: «Τι να διαβάσω;»


Διώνη Δημητριάδου


Σάββατο 6 Αυγούστου 2016

Μνήμη ενός φίλου





«Του Σωτήρος» σήμερα, όπως λέει ο λαός.
Σαν σήμερα γεννήθηκε (από κει και το ‘δανεικό’ όνομα) φίλος στενός, αγαπημένος κάποτε, απόμακρος κατόπιν, αλλά για μένα πάντα εδώ. Σήμερα, δυνητικά, θα έφτανε τα εβδομήντα πέντε αλλά σταμάτησε τον χρόνο πιο νωρίς, έτσι για να μ’ αγγίζει πιο προσωπικά ο στίχος του Καβάφη:

«…Δεν ανησύχησεν ο Νέρων όταν άκουσε
του Δελφικού Μαντείου τον χρησμό.
‘Τα εβδομήντα τρία χρόνια να φοβάται.’
Είχε καιρόν ακόμη να χαρεί… » (Η διορία του Νέρωνος)

Το άργησε πολύ να γίνει ποιητής, αν και πιστεύω πάντοτε μέσα του το ήθελε. Εδώ, λοιπόν, από τη συλλογή «στο βλέμμα του χρόνου» (εκδόσεις Λιβάνη)
το ποίημα του Σωτήρη Λασκαράτου

«Στους αγγέλους»

Μικρός σαν ήμουνα,
τις νύχτες κοίταζα να σας δω στον ουρανό.
Θυμάμαι, καθώς πέταγα το χαρταετό μου,
που με τόσο κλάμα είχ’ αποκτήσει,
μου τον κράτησαν τα κατάρτια των αστεριών,
μα σεις τίποτε δεν κάνατε για να ξεμπλέξει,
κι έκλαψα πάλι, τόσο πολύ.
Κι από τότε συλλογιέμαι
αν στ’ αλήθεια χρειαζόμαστε ουράνιους φρουρούς.
Εδώ κάτω είναι της δόξας σας ο τόπος,
εδώ που ’ναι περήφανος ο χωριάτης πετεινός
και ξημερώνεται ξυπόλυτος μαέστρος ο σπουργίτης.
Εδώ κάτω σας χρειαζόμαστε,
να ’στε άγγελοι φύλακες
στα παιδιά μας, στη χαρά μας.
(2008)

Οι άγγελοι δεν τον φύλαξαν τον φίλο μου. Τουλάχιστον να έχει βρει πια τον χαμένο χαρταετό του;

Διώνη Δημητριάδου

(πίνακας του Φασιανού)