Η γραφομηχανούλα
του Ζίγκφριντ Κρακάουερ
- Nietzsche Ex Machina
έξι επιστολές και ένα ποίημα του Φρίντριχ Νίτσε
για τη «γραφόσφαιρα»
εισαγωγή – μετάφραση: Νικήτας Σινιόσογλου
εκδόσεις Κίχλη
η πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό frear.gr http://frear.gr/?p=20258
H
flânerie (στη
αστική της εκδοχή κατά τον Baudelaire)
από τη μια, αλλά και η νεωτερικότητα (ως πρωτόγνωρη εμπειρία του θραύσματος
κατά τον Walter Benjamin)
από την άλλη, μπορούν μέσα από την περιπλάνηση και την επαφή με το αναπάντεχα
εφήμερο -πλην όμορφο- να δώσουν κάποια απρόσμενα εξαίσια δείγματα μιας ζωής που
τείνει να ξεχαστεί. Έτσι εδώ ο Ζίγκφριντ Κρακάουερ (1889-1966) θυμάται και
απαθανατίζει ένα εργαλείο γραφής από τα πλέον αγαπητά στους ερωτευμένους με
τους πιο παραδοσιακούς τρόπους αποτύπωσης του λόγου. Όπως μας πληροφορεί στην
εισαγωγή ο μεταφραστής Νικήτας Σινιόσογλου, πρόκειται για ένα Χρονογράφημα
δημοσιευμένο αρχικά το 1927, το οποίο αναπαριστά
τις εντυπώσεις ενός ικανού flâneur.
Ο
αφηγητής, μανιακός με τη γραφομηχανούλα, δεν θα εγκαταλείψει βέβαια καθόλου το
δωμάτιό του, ωστόσο η ιστορία του δεν αποπνέει αίσθημα κλειστοφοβικό, καθόσον η
flânerie επιτυγχάνεται
με την περιπλάνηση στη συναισθηματική του εναλλαγή, γρήγορη και στοχαστική όσο
μια περιδιάβασή του σε τόπους, καταστάσεις και πρόσωπα. Θα αποκτήσει μια σχέση
πολύ εσωτερική (και όχι μόνο χρηστική) με το τεχνούργημα που θα ανακαλύψει, απογυμνώνοντάς
το από όλα τα τεχνικά του χαρακτηριστικά,
επινοώντας τα πιο ατομικά και προς τούτο επινοημένα από αυτόν γνωρίσματά
του, και θα αποκοπεί αναπόφευκτα από την
αληθινή ζωή γύρω του.
Κάποια μέρα συνέβη ένα γεγονός ολωσδιόλου απρόβλεπτο: η μηχανούλα
αρρώστησε.[…] Η μηχανή είναι κακοδιάθετη, συλλογίστηκα σιωπηλά, πρόκειται για
μια παροδική, ούτως ειπείν, αδιαθεσία.[…] Όποτε ήταν παρούσα, πίεζα τον εαυτό
μου να είμαι πρόσχαρος και επινοούσα νέα παιχνίδια στο πληκτρολόγιο, όσα ίσως
να διασκέδαζαν το παραλυμένο κλαδάκι.
Σταδιακά, ωστόσο, θα το αποφορτίσει από όλα τα επινοημένα (που πλέον καταλήγουν
βασανιστικά γι’ αυτόν) αποκαλύπτοντας μόνο τις χρηστικές, τις απομυθοποιημένες
τεχνικές του ιδιότητες. Ένας παραλληλισμός με μια ανθρώπινη σχέση που διατρέχει
όλες τις πιθανές της εκδοχές από τη λατρεία και την αφοσίωση ως την απόσταση
και τη καταστροφή. Είναι τότε που θα αποκατασταθεί και η σχέση του με το
αληθινό κοινωνικό περιβάλλον, θα πάψει να είναι ο αποσυνάγωγος των κοινωνικών
συναναστροφών:
Συγχρωτίζομαι εκ νέου με λογής λογής ανθρώπους και επιζητώ χαμερπείς
ηδονές από τις επαφές μου με τις γυναίκες. Τη μηχανή τη χειρίζομαι σαν
αντικείμενο.[…] Οι φίλοι μου είναι ικανοποιημένοι[…]
Έχουμε εδώ έναν φετιχιστή της
γραφής και των μέσων της, που νιώθει τα εργαλεία ως συνέχεια του χεριού και του
μυαλού του; Μήπως μια αλληγορία για τον (ακόμα και σύγχρονο) άνθρωπο, που
αναζητά τον απεγκλωβισμό του από όσα -διευκολύνοντας τη ζωή του- καθίστανται
δεσμευτικά και άρα πολύ δύσκολα στην αποκοπή τους από την καθημερινότητά του; Ή
ίσως εδώ έχουμε μια σαγηνευτική μικρή ιστορία, σαν αυτές που μόνον οι καλοί
τεχνίτες του λόγου μπορούν να δώσουν; Θα τολμούσα να πω πως και μόνον αυτή η
τελευταία εκδοχή προσωπικά θα μου ήταν αρκετή ως ερμηνεία αυτού του αφηγήματος.
Η ενδιαφέρουσα σύνδεση του
αφηγήματος του Κρακάουερ, στη συγκεκριμένη έκδοση, γίνεται με τον Νίτσε και τη
δική του σχέση (σε έμμεση αναφορά μέσα από τις επιστολές του) με τη γραφομηχανή
του, η οποία τον ενθουσιάζει. Γράφει στην αδελφή του Ελίζαμπετ, που του την
έστειλε δώρο:
«Ζήτω! Η μηχανή μόλις κούρνιασε στο σπίτι μου! Δουλεύει πάλι άψογα. Δεν
ξέρω τι κόστισε η επισκευή, ο φίλος Ρέε δεν ήθελε να μου πει».
Πόσο μου αρέσει η λέξη κούρνιασε που χρησιμοποιεί! Σαν να
μιλάει για μια ψυχή που φωλιάζει μέσα στο -για άλλους- ψυχρό μηχάνημα. Ο Νίτσε,
όμως, που είχε πλέον αρχίσει στα 1882 να χάνει την όρασή του, βλέπει σ’ αυτό έναν
πολύτιμο και αποτελεσματικό σύντροφο γραφής. Πρόκειται για μια από τις πρώτες
γραφομηχανές, μια «γραφόσφαιρα» (Schreibkugel), απεικόνιση της οποίας έχουμε στο εξώφυλλο της Εύης
Τσακνιά (σχέδια της κοσμούν την έκδοση). Αλλά, όπως μας μεταφέρει γράφοντας
στην Ελίζαμπετ ο φίλος του Νίτσε ο Ρέε (ο οποίος ασχολήθηκε με την αναγκαία
επισκευή της) η χαρά ήταν πολύ μεγάλη πράγματι:
«Εχθές, ήμασταν τόσο ευτυχισμένοι κι οι δυο. Παραλίγο να την αγκαλιάσω
τη μηχανή, εφόσον λειτουργούσε εκ νέου, να όμως που σήμερα δυστυχώς, δυστυχώς,
μία ακόμη κρίση έπιασε τον αδερφό σας. Κατά τα άλλα εναποθέτει κι αυτός τις πιο
ζωηρές ελπίδες του στη μηχανή… »
Και στην αναφορά του Νίτσε στη γραφομηχανή του θα δούμε, σε σαφώς
χαμηλότερο τόνο και απολύτως συνάδοντα με την κατάσταση της υγείας του, τον
τρόπο που μιλά γι’ αυτήν, μια ευφυή συμπερίληψή της με τα «δυσχείριστα» της
ζωής του:
Σε ό,τι αφορά τη γραφομηχανή, χάλασε εντελώς: όπως καθετί που πέφτει
στα χέρια αδύναμων ανθρώπων για κάποιο διάστημα, είτε πρόκειται για μηχανές,
για προβλήματα ή για γυναίκες, όπως η Λου.
Μια έκδοση τόσο ξεχωριστή και για
την επιλογή των κειμένων -κυρίως για τη συστέγασή τους- αλλά και για τη
λεπτοδουλειά και έμπνευση στα τεχνικά μέρη της, τα σχέδια της Εύης Τσακνιά, το
φωτογραφικό υλικό με τα δακτυλόγραφα του Νίτσε. Όλα δείχνουν την αγάπη για το
αντικείμενο των εκδόσεων Κίχλη. Η Εισαγωγή από τον Νικήτα Σινιόσογλου όχι μόνον
κατατοπιστική αλλά και γραμμένη με την ευαισθησία και τη γνώση ότι συχνά μέσα
σε ελάχιστα στην έκταση κείμενα κρύβονται μικροί θησαυροί λόγου και αφορμές για
ενδιαφέρουσες σκέψεις.
[…] κάποιες φορές οι παραμικρές ρωγμές σε μια απόλυτη σχέση επιτρέπουν
στην πραγματικότητα να εισέλθει τόσο ορμητικά, ώστε καταργούνται οι σπάνιες,
βραχύβιες στιγμές εξαίρεσης που προηγήθηκαν. (από την Εισαγωγή)
Η παραπάνω σκέψη άραγε αφορά
μόνον στη σχέση του αφηγητή της ιστορίας του Κρακάουερ με τη γραφομηχανούλα του ή μήπως επεκτείνεται
στις ανθρώπινες πολύπαθες σχέσεις; Άλλωστε, πόσο εύστοχη και αγαπητική συνάμα η
μετάφραση της πρωτότυπης λέξης Schreibmaschinchen με την αισθαντική και ερωτική γραφομηχανούλα!
Διώνη Δημητριάδου