Τίποτε δεν χάνεται
Cloé Mehdi
μετάφραση: Γιάννης Καυκιάς
εκδόσεις Πόλις
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal
λογοτεχνία διαχρονική και επίκαιρη
Η λογοτεχνία καμιά φορά μας ξαφνιάζει.
Πώς γίνεται μια συγγραφέας, τόσο νέα για να έχει τις απαραίτητες
προσλαμβάνουσες από τον κοινωνικό και πολιτικό περίγυρο, και (κυρίως) για να
έχει επεξεργαστεί το νόημά τους ώστε να αποτελέσουν δομικά στοιχεία της σκέψης
της, να φθάνει σε ένα τόσο λαμπρό αποτέλεσμα; Το μυθιστόρημα της Κλοέ Μεντί,
νομίζω αδικείται αν απλώς το κατηγοριοποιήσουμε στα νουάρ, με μόνη την εν μέρει
αστυνομική πλοκή και το αναμφισβήτητο φυσικά σκοτεινό πλαίσιο και τη σιωπή που
διατρέχει όλο το βιβλίο. Πρόκειται για ένα κείμενο πολυεπίπεδο, που η κάθε μία
επιμέρους πλευρά του, το κάθε ένα από τα παράθυρα με θέα που ανοίγονται, καθώς
διαβάζεις, θα αρκούσε από μόνο του για να καλύψει τις απαιτήσεις ενός
μυθιστορήματος.
Αρχικά η ιστορία, που χρονικά εκτείνεται
σε δύο επίπεδα με διαφορά μεταξύ τους δεκαπέντε χρόνια. Η δολοφονία ενός
δεκαπεντάχρονου παιδιού, του Σαΐντ, στη διάρκεια μιας άτυχης εξακρίβωσης
στοιχείων. Ο μπάτσος διέλυσε το κεφάλι του χτυπώντας πολλές φορές με μανία. Η
κατηγορία εναντίον του δεν οδήγησε σε παραδειγματική τιμωρία του. Το όργανο της
τάξης, συνεπικουρούμενο από μια επιλεκτική στην κρίση και την αυστηρότητά της
δικαιοσύνη, έπεσε στα μαλακά. Και όλα φαίνεται να τελείωσαν. Ωστόσο, τίποτε δεν
τελειώνει ώσπου να μιλήσουν όσοι με άμεσο και με έμμεσο τρόπο έχουν ακουμπήσει
ένα κομμάτι της ζωής τους σ’ αυτή την άδικη πράξη. Η αδικία είναι ποτάμι που
φουσκώνει παρασέρνοντας πολλή λάσπη και οδηγώντας (όπως καθαρίζει το τοπίο) σε
πράξεις διακριτές. Καμιά φορά μόνο σε διαμαρτυρίες που δεν σώνουν μέσα στα
χρόνια – ιδίως αν καινούργια γεγονότα έρχονται να θυμίσουν πως η βία της
εξουσίας είναι διαχρονικά ισχυρή και οι πράξεις της ανεπίληπτες. Καμιά φορά,
όμως, η δικαιοσύνη περνάει στα χέρια του απλού πολίτη, και τότε ποιος αλήθεια
μπορεί με επιπόλαιη ευκολία να καταδικάσει την αυτοδικία;
Ο μικρός Ματιά, στα έντεκα χρόνια της
ζωής του έχει ήδη συνειδητοποιήσει πως έχει στερηθεί αυτό που θα ονόμαζε
κάποιος οικογένεια. Ο πατέρας του, κοινωνικός παιδαγωγός, επέλεξε την
αυτοχειρία συνδεδεμένος με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο με το γεγονός της
δολοφονίας του Σαΐντ. Η μητέρα, αδύναμη να χτίσει τη θαλπωρή που θα χρειαζόταν
ο γιος της, προτείνει ως κηδεμόνα του Ματιά τον Ζε. Νέος στην ηλικία ο Ζε,
βαρύνεται ήδη με μια κατηγορία για δολοφονία και με έναν εγκλεισμό σε
ψυχιατρική κλινική. Σε κανένα δικαστήριο δεν θα γινόταν δεκτή μια τέτοια
κηδεμονία, εκτός αν οι γονείς του υποψήφιου κηδεμόνα είναι εισαγγελείς. Τότε
όλα είναι φυσιολογικά και επιτρεπτά. Έτσι, ο Ματιά (με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση
του οποίου θα ακούσουμε την ιστορία από την πλευρά του ανακαλύπτοντας μαζί του
τις άγνωστες και σκοτεινές πτυχές της και διασταυρώνοντάς την με την
τριτοπρόσωπη του παντογνώστη αφηγητή) θα βρεθεί να μεγαλώνει σε μια παράδοξη
οικογένεια, με τον Ζε και τη φίλη του, την Γκαμπριέλ, που έχει στο ενεργητικό
της απόπειρες αυτοκτονίας και που ψάχνει να βρει έναν λόγο να την αποτρέψει από
ακόμη μία. Η αδελφή του Ματιά, η Τζίνα, πότε εξαφανισμένη και πότε δίπλα του,
μια παρουσία που περισσότερα κρύβει από όσα αποκαλύπτει – σημαδιακή ωστόσο,
όπως θα εξελιχθεί η ιστορία. Κι ένας ακόμη αποστασιοποιημένος αδελφός,
κοινωνικά καταξιωμένος και απών από τη ζωή του Ματιά.
Δίπλα σ’ αυτούς, η οικογένεια του
δολοφονημένου παιδιού. Οι γονείς, συμβιβασμένοι με την κατάσταση της αδικίας
και ατιμωρησίας αλλά και τις καθημερινές τους δυσκολίες ως μουσουλμανικής
μειονότητας σε μια κοινωνία που μόνον κατ’ επίφαση είναι ανεκτική, βλέπουν μετά
από τόσα χρόνια πιο πολύ να μεγαλώνει ο φόβος τους παρά η διάθεσή τους για αποκατάσταση της
δικαιοσύνης. Η αδελφή του Σαΐντ, όμως, εκπροσωπεί μια άλλη κοινωνική ομάδα, που
δεν ξεχνά, που συντηρεί τη μνήμη γράφοντας στους τοίχους συνθήματα, που
διαδηλώνει και σχεδιάζει την καταδίκη του ενόχου. Κάθε φορά που η αστυνομική
βία θα δημιουργεί μια νέα εκτροπή από την «κανονικότητα» ανοχής που η ίδια έχει επιβάλει, τότε τα νέα θύματα
θα αποτελούν τον καινούργιο κρίκο στην ατέλειωτη αλυσίδα. Και τότε το ποτάμι θα
φουσκώνει και πάλι. Άλλωστε δεκαπέντε χρόνια δεν είναι τόσο πολλά για να χαθεί
η μνήμη των ανθρώπων.
Τα
βήματά μας μάς οδηγούν στην αλάνα που βρισκόταν πιο κοντά στην παλιά μας
πολυκατοικία. Δύο γερανοί υψώνονται δίπλα δίπλα, αγέρωχοι, βασιλικοί,
αναπότρεπτοι, με τη στάμπα ενός μεγάλου επιχειρηματικού ομίλου πάνω τους. Είναι
τρίχρωμοι: μπλε, λευκό, κόκκινο – κόκκινο σαν το αίμα του Σαΐντ Ζαϊντί που
πέθανε εδώ κοντά, μπλε σαν τη στολή του μπάτσου που τον σκότωσε, λευκό σαν την
επιδερμίδα του δολοφόνου. (σελ. 111)
Γύρω από το κάθε πρόσωπο της ιστορίας η Κλοέ
Μεντί χτίζει το απαραίτητο πλαίσιο συνθηκών, σκέψεων και συναισθημάτων, ώστε να
κατανοούμε πόσο πολυσύνθετη είναι η κατάσταση. Η σχέση ανάμεσα στο μικρό παιδί
και τον κηδεμόνα του –από τις πιο ενδιαφέρουσες και τις πιο αποκαλυπτικές– όπως και η σχέση του με την Γκαμπριέλ,
φανερώνει πώς μπορεί να προχωράει δημιουργικά μια καταφανώς δυσλειτουργική
«οικογενειακή» συνύπαρξη· με όποιον τρόπο αναφαίνεται κάθε φορά πρόσφορος, κι
ας αντιβαίνει τις όποιες αρχές έχουμε στη συνείδησή μας στερεοτυπικά
καταχωρισμένες.
Το αίσθημα της ενοχής θα δούμε να
γεννιέται όχι στο πρόσωπο που διέπραξε τη δολοφονία αλλά εντελώς απρόσμενα στα
πρόσωπα που στη συνείδησή μας δεν ευθύνονται για την εξέλιξη των πραγμάτων,
εγκλωβισμένα μέσα σε συγκυρίες, ατυχίες και λανθασμένες κρίσεις. Ο Τομά Ρος, ο
μπάτσος, έχει τη δική του καταλυτική δικαιολογία που αποσείει την όποια ενοχή
από πάνω του. Με τη δική του βολική λογική, ο ταραξίας (ακόμη καλύτερα αν είναι
νεαρός άρα εκκολαπτόμενος εχθρός) πρέπει να πάψει να αναπνέει. Και έχει μαζί
του ένα ολόκληρο σύστημα καλά δομημένο και μια κοινωνία των πολλών που μένει
αμέτοχη να τον στηρίξουν:
Ο
Τομά προσέκρουσε στο μίσος με το που φόρεσε τη στολή. Ένα μίσος που ξεχείλιζε
από τα μάτια αυτών των πιτσιρικάδων που είχαν εκσφενδονιστεί στο γήπεδο των μεγάλων προτού προλάβουν να
μεγαλώσουν, από ανάγκη, από κακές συναναστροφές, από βαρεμάρα ή απλώς επειδή το
μέλλον δεν αναγγελόταν λαμπρό. (σελ.306)
Το σκηνικό φόντο της ιστορίας
αναδεικνύει τις αθέατες πλευρές μιας πόλης που θα μπορούσε να είναι στη Γαλλία,
στην Ελλάδα, στις Η.Π.Α., όπου γης, αρκεί να μπορούμε να δούμε την
υποβαθμισμένη ζωή των μειονοτήτων, τις ανισότητες να καλύπτονται πίσω από
μεγαλοστομίες και εύκολες ρητορείες, τη δικαιοσύνη να επιλέγει ποιον και πότε
θα θεωρήσει παράνομο, την αστυνομική βία να αποχαλινώνεται, την πολιτική ηγεσία
να χτίζει διαπλεκόμενες σχέσεις. Να μπορούμε να δούμε, όμως, παράλληλα την
αντίδραση που γεννά η δράση, τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων, το ποτάμι που
φουσκώνει.
Κάτω από αυτό το πρίσμα, το βιβλίο της
χαρισματικής Μεντί έχει τα απαραίτητα χαρακτηριστικά για να θεωρηθεί επίκαιρο,
όσο ολοένα νέα κρούσματα αναφαίνονται γύρω μας και όσο νέα κύματα διαμαρτυρίας
αυθόρμητα δημιουργούνται. Θεωρώ, ωστόσο,
πως η αξία του βιβλίου της είναι μεγαλύτερη, όσο κατανοούμε ότι οι δυο πόλοι
αυτής της αντιπαράθεσης έχουν μέσα τους μια εφιαλτική παναληπτική συνθήκη που
τους διατηρεί διαχρονικά ζωντανούς. Διαβάζοντας το βιβλίο νιώθεις σαν να
παρακολουθείς μια απολύτως επίκαιρη σημερινή κατάσταση, ενώ ταυτόχρονα
αισθάνεσαι να βλέπεις, σαν σε ταινία με διαδοχικά πλάνα, όλες τις αυθαιρεσίες,
τα εγκλήματα των εξουσιαστικών
μηχανισμών και την κατάφωρη αδικία κατά των ασθενέστερων κάθε φορά μελών της
«αγαστής μας κοινωνικής συνύπαρξης».
Η Κλοέ Μεντί έχει γράψει ένα
συγκλονιστικό μυθιστόρημα σε κοινωνικό και πολιτικό εύρος, με μια γραφή πολύτροπη
στις αφηγηματικές τεχνικές της, με το σασπένς ενός νουάρ αλλά με ένα νοηματικό περιεχόμενο που το κατατάσσει στα
πιο σημαντικά σύγχρονα έργα μυθοπλασίας. Η έκδοση πολύ προσεγμένη, η μετάφραση
του Γιάννη Καυκιά ικανή να μεταφέρει σωστά την ατμόσφαιρα.
Διώνη
Δημητριάδου
Η Κλοέ Μεντί γεννήθηκε το 1992 στα
προάστια της Λυών. Γράφει από τα εφηβικά της χρόνια. Το πρώτο της μυθιστόρημα,
Monstres en cavale, τιμήθηκε με το βραβείο de Beaune 2014. Το «Τίποτε δεν
χάνεται» έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία (Prix Mystère de la critique 2017, Prix
Dora Suarez 2017, Prix Etudiant du polar 2016, Prix Blues & Polar και Prix
Mille et Une feuilles Noires).