Δευτέρα 29 Ιουνίου 2020

Τρία ποιήματα του Νίκου Α. Πουλινάκη μαζί με μία φωτογραφία του Lee Jeffries


Τρία ποιήματα του Νίκου Α. Πουλινάκη

μαζί με μία φωτογραφία του Lee Jeffries




Στ’ αχείλι  του  ευπροσήγορου

Ολόκληρα  χρόνια  τώρα
στοιχειωμένων  πεύκων
φουντωτός  ύπνος   
παραστρατάει  και  σφογγίζεται
στ’ αχείλι  του  ευπροσήγορου 
των  τζιτζικιών.


Ρυτίδα  τ’ ουρανού 

Μοσχοκαρφιού   λιπομαρτυρία 
στυφίζει  σαν  άσπλαχνη
ρυτίδα  τ’ ουρανού.


Ενθύμια  κανακεμάτων

Αγγελόπουλα   γεμίζουν  ασφυκτικά
τα  δερματόδετα  τεφτέρια  τους 
με  αναμνηστικά  ενθύμια   κανακεμάτων
αχνιστής   αγκαλιάς.  

20/6/2020  
 Νίκος  Α.  Πουλινάκης


Ο Νίκος Πουλινάκης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Εργάστηκε ως  τραπεζικός υπάλληλος. Κείμενα και ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί σε περιοδικά και εφημερίδες. Από τις εκδόσεις ΑΩ κυκλοφορούν οι ποιητικές συλλογές του «Τράπεζα φιλάσθενης νοσταλγίας» και «Η εθελούσια ερυθρότητα των λέξεων».


Ατέλειωτος δρόμος Πόλα Βακιρλή-Γιαννακοπούλου μαζί με μία φωτογραφία του Ρόμπερτ Φρανκ


Ατέλειωτος δρόμος
Πόλα Βακιρλή-Γιαννακοπούλου
μαζί με μία φωτογραφία του Ρόμπερτ Φρανκ




Έβρεχε όλη τη νύχτα
γεμάτες οι στέρνες και τα πηγάδια μας
φουσκώσαν κι οι ξερολιθιές στις αυλές μας
ποτίστηκε ο βασιλικός στη γλάστρα
κι ο μαϊντανός θεριεμένος έτοιμος για τα φασολάκια
που θα θρέψουν τα στόματα της φαμίλιας.
Ασταμάτητα έβρεχε!
Ένα καλοκαίρι αλλόκοτο, με θράσος που ήρθε
να κλέψει την καρδιά της Άνοιξης κι αλλού να τη δωρίσει
Ένα καλοκαίρι που με δανεικές χαρές πασχίζει
να σηκώσει τον ήλιο πάνω από τον μουδιασμένο κόσμο
πάνω από την παγωμένη θάλασσα και πυρετό ν’ ανάψει
στην αμμουδιά τη διστακτική στα πέλματα του έρωτα
και τους γαλήνιους χορούς των κοχυλιών να θρέψει
τις άφθογγες νύχτες
Διστακτικά τα βήματα των κουρασμένων ταξιδιωτών
μούσκεψε η βροχή τα παπούτσια τους και το φόρεμα
βάρυνε στους ώμους
Ατελείωτος ο δρόμος τούς φαίνεται.

Πόλα Βακιρλή-Γιαννακοπούλου

Η Πόλα Βακιρλή-Γιαννακοπούλου κατάγεται από την Ακράτα Αιγιαλείας, σπούδασε φιλολογία στο ΕΚΠΑ και εργάσθηκε στη Β/θμια Εκ/ση ως καθηγήτρια φιλόλογος. Ασχολείται με την ποίηση και   με τη συγγραφή άρθρων και δοκιμίων, πολλά από τα οποία έχουν δημοσιευτεί στον ηλεκτρονικό και έντυπο τύπο. Έχει εκδώσει τέσσερις ποιητικές συλλογές:  Φως στην άκρη της καταχνιάς, εκδόσεις Bookstars 2014, Μικρό αλώνι, εκδόσεις Γαβριηλίδη 2015, Με χρώματα κι αρώματα, εκδόσεις Βεργίνα 2016 και Στη συνοικία το Χάος, εκδόσεις Βεργίνα 2018. Ποιήματά της έχουν αποσπάσει βραβεία και διακρίσεις σε Πανελλήνιους ποιητικούς αγώνες και έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά.


Τίποτε δεν χάνεται Cloé Mehdi μετάφραση: Γιάννης Καυκιάς εκδόσεις Πόλις η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal


Τίποτε δεν χάνεται

Cloé Mehdi

μετάφραση: Γιάννης Καυκιάς
εκδόσεις Πόλις

η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal



 λογοτεχνία διαχρονική και επίκαιρη

Η λογοτεχνία καμιά φορά μας ξαφνιάζει. Πώς γίνεται μια συγγραφέας, τόσο νέα για να έχει τις απαραίτητες προσλαμβάνουσες από τον κοινωνικό και πολιτικό περίγυρο, και (κυρίως) για να έχει επεξεργαστεί το νόημά τους ώστε να αποτελέσουν δομικά στοιχεία της σκέψης της, να φθάνει σε ένα τόσο λαμπρό αποτέλεσμα; Το μυθιστόρημα της Κλοέ Μεντί, νομίζω αδικείται αν απλώς το κατηγοριοποιήσουμε στα νουάρ, με μόνη την εν μέρει αστυνομική πλοκή και το αναμφισβήτητο φυσικά σκοτεινό πλαίσιο και τη σιωπή που διατρέχει όλο το βιβλίο. Πρόκειται για ένα κείμενο πολυεπίπεδο, που η κάθε μία επιμέρους πλευρά του, το κάθε ένα από τα παράθυρα με θέα που ανοίγονται, καθώς διαβάζεις, θα αρκούσε από μόνο του για να καλύψει τις απαιτήσεις ενός μυθιστορήματος.
Αρχικά η ιστορία, που χρονικά εκτείνεται σε δύο επίπεδα με διαφορά μεταξύ τους δεκαπέντε χρόνια. Η δολοφονία ενός δεκαπεντάχρονου παιδιού, του Σαΐντ, στη διάρκεια μιας άτυχης εξακρίβωσης στοιχείων. Ο μπάτσος διέλυσε το κεφάλι του χτυπώντας πολλές φορές με μανία. Η κατηγορία εναντίον του δεν οδήγησε σε παραδειγματική τιμωρία του. Το όργανο της τάξης, συνεπικουρούμενο από μια επιλεκτική στην κρίση και την αυστηρότητά της δικαιοσύνη, έπεσε στα μαλακά. Και όλα φαίνεται να τελείωσαν. Ωστόσο, τίποτε δεν τελειώνει ώσπου να μιλήσουν όσοι με άμεσο και με έμμεσο τρόπο έχουν ακουμπήσει ένα κομμάτι της ζωής τους σ’ αυτή την άδικη πράξη. Η αδικία είναι ποτάμι που φουσκώνει παρασέρνοντας πολλή λάσπη και οδηγώντας (όπως καθαρίζει το τοπίο) σε πράξεις διακριτές. Καμιά φορά μόνο σε διαμαρτυρίες που δεν σώνουν μέσα στα χρόνια – ιδίως αν καινούργια γεγονότα έρχονται να θυμίσουν πως η βία της εξουσίας είναι διαχρονικά ισχυρή και οι πράξεις της ανεπίληπτες. Καμιά φορά, όμως, η δικαιοσύνη περνάει στα χέρια του απλού πολίτη, και τότε ποιος αλήθεια μπορεί με επιπόλαιη ευκολία να καταδικάσει την αυτοδικία;
Ο μικρός Ματιά, στα έντεκα χρόνια της ζωής του έχει ήδη συνειδητοποιήσει πως έχει στερηθεί αυτό που θα ονόμαζε κάποιος οικογένεια. Ο πατέρας του, κοινωνικός παιδαγωγός, επέλεξε την αυτοχειρία συνδεδεμένος με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο με το γεγονός της δολοφονίας του Σαΐντ. Η μητέρα, αδύναμη να χτίσει τη θαλπωρή που θα χρειαζόταν ο γιος της, προτείνει ως κηδεμόνα του Ματιά τον Ζε. Νέος στην ηλικία ο Ζε, βαρύνεται ήδη με μια κατηγορία για δολοφονία και με έναν εγκλεισμό σε ψυχιατρική κλινική. Σε κανένα δικαστήριο δεν θα γινόταν δεκτή μια τέτοια κηδεμονία, εκτός αν οι γονείς του υποψήφιου κηδεμόνα είναι εισαγγελείς. Τότε όλα είναι φυσιολογικά και επιτρεπτά. Έτσι, ο Ματιά (με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση του οποίου θα ακούσουμε την ιστορία από την πλευρά του ανακαλύπτοντας μαζί του τις άγνωστες και σκοτεινές πτυχές της και διασταυρώνοντάς την με την τριτοπρόσωπη του παντογνώστη αφηγητή) θα βρεθεί να μεγαλώνει σε μια παράδοξη οικογένεια, με τον Ζε και τη φίλη του, την Γκαμπριέλ, που έχει στο ενεργητικό της απόπειρες αυτοκτονίας και που ψάχνει να βρει έναν λόγο να την αποτρέψει από ακόμη μία. Η αδελφή του Ματιά, η Τζίνα, πότε εξαφανισμένη και πότε δίπλα του, μια παρουσία που περισσότερα κρύβει από όσα αποκαλύπτει – σημαδιακή ωστόσο, όπως θα εξελιχθεί η ιστορία. Κι ένας ακόμη αποστασιοποιημένος αδελφός, κοινωνικά καταξιωμένος και απών από τη ζωή του Ματιά.
Δίπλα σ’ αυτούς, η οικογένεια του δολοφονημένου παιδιού. Οι γονείς, συμβιβασμένοι με την κατάσταση της αδικίας και ατιμωρησίας αλλά και τις καθημερινές τους δυσκολίες ως μουσουλμανικής μειονότητας σε μια κοινωνία που μόνον κατ’ επίφαση είναι ανεκτική, βλέπουν μετά από τόσα χρόνια πιο πολύ να μεγαλώνει ο φόβος τους  παρά η διάθεσή τους για αποκατάσταση της δικαιοσύνης. Η αδελφή του Σαΐντ, όμως, εκπροσωπεί μια άλλη κοινωνική ομάδα, που δεν ξεχνά, που συντηρεί τη μνήμη γράφοντας στους τοίχους συνθήματα, που διαδηλώνει και σχεδιάζει την καταδίκη του ενόχου. Κάθε φορά που η αστυνομική βία θα δημιουργεί μια νέα εκτροπή από την «κανονικότητα» ανοχής  που η ίδια έχει επιβάλει, τότε τα νέα θύματα θα αποτελούν τον καινούργιο κρίκο στην ατέλειωτη αλυσίδα. Και τότε το ποτάμι θα φουσκώνει και πάλι. Άλλωστε δεκαπέντε χρόνια δεν είναι τόσο πολλά για να χαθεί η μνήμη των ανθρώπων.

Τα βήματά μας μάς οδηγούν στην αλάνα που βρισκόταν πιο κοντά στην παλιά μας πολυκατοικία. Δύο γερανοί υψώνονται δίπλα δίπλα, αγέρωχοι, βασιλικοί, αναπότρεπτοι, με τη στάμπα ενός μεγάλου επιχειρηματικού ομίλου πάνω τους. Είναι τρίχρωμοι: μπλε, λευκό, κόκκινο – κόκκινο σαν το αίμα του Σαΐντ Ζαϊντί που πέθανε εδώ κοντά, μπλε σαν τη στολή του μπάτσου που τον σκότωσε, λευκό σαν την επιδερμίδα του δολοφόνου. (σελ. 111)

Γύρω από το κάθε πρόσωπο της ιστορίας η Κλοέ Μεντί χτίζει το απαραίτητο πλαίσιο συνθηκών, σκέψεων και συναισθημάτων, ώστε να κατανοούμε πόσο πολυσύνθετη είναι η κατάσταση. Η σχέση ανάμεσα στο μικρό παιδί και τον κηδεμόνα του –από τις πιο ενδιαφέρουσες και τις πιο αποκαλυπτικές–  όπως και η σχέση του με την Γκαμπριέλ, φανερώνει πώς μπορεί να προχωράει δημιουργικά μια καταφανώς δυσλειτουργική «οικογενειακή» συνύπαρξη· με όποιον τρόπο αναφαίνεται κάθε φορά πρόσφορος, κι ας αντιβαίνει τις όποιες αρχές έχουμε στη συνείδησή μας στερεοτυπικά καταχωρισμένες.
Το αίσθημα της ενοχής θα δούμε να γεννιέται όχι στο πρόσωπο που διέπραξε τη δολοφονία αλλά εντελώς απρόσμενα στα πρόσωπα που στη συνείδησή μας δεν ευθύνονται για την εξέλιξη των πραγμάτων, εγκλωβισμένα μέσα σε συγκυρίες, ατυχίες και λανθασμένες κρίσεις. Ο Τομά Ρος, ο μπάτσος, έχει τη δική του καταλυτική δικαιολογία που αποσείει την όποια ενοχή από πάνω του. Με τη δική του βολική λογική, ο ταραξίας (ακόμη καλύτερα αν είναι νεαρός άρα εκκολαπτόμενος εχθρός) πρέπει να πάψει να αναπνέει. Και έχει μαζί του ένα ολόκληρο σύστημα καλά δομημένο και μια κοινωνία των πολλών που μένει αμέτοχη να τον στηρίξουν:

Ο Τομά προσέκρουσε στο μίσος με το που φόρεσε τη στολή. Ένα μίσος που ξεχείλιζε από τα μάτια αυτών των πιτσιρικάδων που είχαν εκσφενδονιστεί  στο γήπεδο των μεγάλων προτού προλάβουν να μεγαλώσουν, από ανάγκη, από κακές συναναστροφές, από βαρεμάρα ή απλώς επειδή το μέλλον δεν αναγγελόταν λαμπρό. (σελ.306)

Το σκηνικό φόντο της ιστορίας αναδεικνύει τις αθέατες πλευρές μιας πόλης που θα μπορούσε να είναι στη Γαλλία, στην Ελλάδα, στις Η.Π.Α., όπου γης, αρκεί να μπορούμε να δούμε την υποβαθμισμένη ζωή των μειονοτήτων, τις ανισότητες να καλύπτονται πίσω από μεγαλοστομίες και εύκολες ρητορείες, τη δικαιοσύνη να επιλέγει ποιον και πότε θα θεωρήσει παράνομο, την αστυνομική βία να αποχαλινώνεται, την πολιτική ηγεσία να χτίζει διαπλεκόμενες σχέσεις. Να μπορούμε να δούμε, όμως, παράλληλα την αντίδραση που γεννά η δράση, τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων, το ποτάμι που φουσκώνει.
Κάτω από αυτό το πρίσμα, το βιβλίο της χαρισματικής Μεντί έχει τα απαραίτητα χαρακτηριστικά για να θεωρηθεί επίκαιρο, όσο ολοένα νέα κρούσματα αναφαίνονται γύρω μας και όσο νέα κύματα διαμαρτυρίας αυθόρμητα δημιουργούνται.  Θεωρώ, ωστόσο, πως η αξία του βιβλίου της είναι μεγαλύτερη, όσο κατανοούμε ότι οι δυο πόλοι αυτής της αντιπαράθεσης έχουν μέσα τους μια εφιαλτική παναληπτική συνθήκη που τους διατηρεί διαχρονικά ζωντανούς. Διαβάζοντας το βιβλίο νιώθεις σαν να παρακολουθείς μια απολύτως επίκαιρη σημερινή κατάσταση, ενώ ταυτόχρονα αισθάνεσαι να βλέπεις, σαν σε ταινία με διαδοχικά πλάνα, όλες τις αυθαιρεσίες, τα εγκλήματα  των εξουσιαστικών μηχανισμών και την κατάφωρη αδικία κατά των ασθενέστερων κάθε φορά μελών της «αγαστής μας κοινωνικής συνύπαρξης».
Η Κλοέ Μεντί έχει γράψει ένα συγκλονιστικό μυθιστόρημα σε κοινωνικό και πολιτικό εύρος, με μια γραφή πολύτροπη στις αφηγηματικές τεχνικές της, με το σασπένς ενός νουάρ αλλά με ένα  νοηματικό περιεχόμενο που το κατατάσσει στα πιο σημαντικά σύγχρονα έργα μυθοπλασίας. Η έκδοση πολύ προσεγμένη, η μετάφραση του Γιάννη Καυκιά ικανή να μεταφέρει σωστά την ατμόσφαιρα.

Διώνη Δημητριάδου



Η Κλοέ Μεντί γεννήθηκε το 1992 στα προάστια της Λυών. Γράφει από τα εφηβικά της χρόνια. Το πρώτο της μυθιστόρημα, Monstres en cavale, τιμήθηκε με το βραβείο de Beaune 2014. Το «Τίποτε δεν χάνεται» έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία (Prix Mystère de la critique 2017, Prix Dora Suarez 2017, Prix Etudiant du polar 2016, Prix Blues & Polar και Prix Mille et Une feuilles Noires).

Παρασκευή 26 Ιουνίου 2020

Κυκλοφορεί σε 12η έκδοση ΣΑΠΦΩ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΣΕ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΩΤΗΡΗ ΚΑΚΙΣΗ ΚΑΙ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΣΗ ΑΠΌ ΤΟΝ ΑΛΕΚΟ ΦΑΣΙΑΝΟ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΡΑΤΩ


Κυκλοφορεί σε 12η έκδοση

ΣΑΠΦΩ
ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΣΕ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΩΤΗΡΗ ΚΑΚΙΣΗ
ΚΑΙ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΣΗ ΑΠΌ ΤΟΝ ΑΛΕΚΟ ΦΑΣΙΑΝΟ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΡΑΤΩ




Τα ποιήματα της Σαπφούς σε μετάφραση από τον ποιητή Σωτήρη Κακίση είχαν πρωτοκυκλοφορήσει από τον Κέδρο το 1978. Έκτοτε έκαναν 11 επανεκδόσεις από τη Νεφέλη και την Ερατώ και τώρα πάλι από τις εκδόσεις Ερατώ η 12η έκδοση.

Το 1987 δώδεκα ποιήματα από το βιβλίο σε μετάφραση από τον Σωτήρη Κακίση και σε μουσική από τον Σπύρο Βλασσόπουλο  ηχογραφήθηκαν με τη φωνή της Αλέκας Καννελίδου.







Πέμπτη 25 Ιουνίου 2020

Η Ai Ogawa συναντά ποιητικά τον Chet Baker μέσα σε μια "τζαζ έναστρη νύχτα" Ai Ogawa, "Αρχάγγελος" (για τον Chet Baker)

Η Ai Ogawa συναντά ποιητικά τον Chet Baker μέσα σε μια "τζαζ έναστρη νύχτα"

Ai Ogawa, "Αρχάγγελος"
(για τον Chet Baker)
[Άι Ογκάουα, "Τα αιρετικά παραμύθια", μετάφραση: Βαγγέλης Αλεξόπουλος, Διώνη Δημητριάδου, εκδόσεις Βακχικόν]



Πέρασες μέσα
από την μπλε κουρτίνα του Van Gogh
και μπήκες μες στα όνειρά μου.
Εκείνη τη μέρα στο Παρίσι
καθίσαμε στο υπαίθριο café για ώρες.
Ήταν τα στήθη μου στητά
το φόρεμά μου με βαθύ ντεκολτέ.
Έγειρες κοντά μου, τόσο κοντά·
κι όμως, δεν με άγγιξες.
«Δεν το ’χω ανάγκη», είπες, «είναι η ντόπα,
είναι η έξαρση
τόσο πιο πάνω απ’ τη λαχτάρα.
Ησύχασε, πάρε βαθιά αναπνοή
και θα κοιμηθείς όπως κι εγώ».
Ήξερα πως με ξεγελούσες,
πως πίσω από τη φιλοσοφία του χίπστερ
κρυβόταν ο παλιός καλός Chet έτοιμος να πετύχει τον στόχο.
Ωστόσο, σου δάνεισα χρήματα, και σε ακολούθησα
στα ουρητήρια,
εκεί που ο Lucien σου ’δωσε το σκονάκι.
Κουνώντας το κεφάλι τσέπωσε τα χρήματα και είπε
«άκουσα πως ήσουν νεκρός»
κι εσύ απάντησες «είμαι».
Έτσι είπες όταν έσκασες πάνω στο οδόστρωμα,
φλιπαρισμένος στο Άμστερνταμ, μετά γύρισες πάλι στην
απάθεια,
όπως κάνουμε όλοι, σαν ξεμπερδέψουμε
με την ανοησία της ζωής.
Τελείωσες μοιραζόμενος τα έργα σου με μια πόρνη
που περίμενε έξω από τα ουρητήρια,
η γενναιοδωρία σου τόσο θλιβερή
όσο και προβλέψιμη.
Την αγιοσύνη γύρευες όπως και κάθε άλλος.
Αντί γι’ αυτήν, κέρδισες τα φτερά
που ήταν πολύ αργά πια για να σε σώσουν,
αλλά όχι τόσο αργά για να σε ανεβάσουν
στον ουρανό της πρέζας.
Αργότερα, σταθήκαμε στα σκαλιά της Notre dame.
Ήσουν ήρεμος, καθώς έδειχνες το καμπαναριό.
Είπες πως είδες τον Quasimodo πάνω εκεί,
να κρατάει την Esmeralda από τα μαλλιά,
πάνω από το χείλος,
μα το μόνο που είδα κοιτώντας κάτω ήταν
οι τερατόμορφες υδρορροές
γαλήνιες πια
μια που τίποτα δεν σήμαινε γι’ αυτές.
«Βλέπω», είπα ψέματα για να σε ευχαριστήσω
μα το κατάλαβες και μου έσκασες ένα φιλί.
Μου ευχήθηκες “bonne chance”,
μετά αφέθηκες γαλήνια στην πτήση σου
καθώς η ήρεμη, τζαζ, έναστρη νύχτα
άνοιξε την αγκαλιά της να σε πάρει πίσω πάλι.

[Άι Ογκάουα, "Τα αιρετικά παραμύθια", μετάφραση: Βαγγέλης Αλεξόπουλος, Διώνη Δημητριάδου, εκδόσεις Βακχικόν]

Πέμπτη 11 Ιουνίου 2020

Στη λαϊκή Πόλα Βακιρλή-Γιαννακοπούλου μαζί με μια φωτογραφία της Patricia Lawerence


Στη λαϊκή
Πόλα Βακιρλή-Γιαννακοπούλου

μαζί με μια φωτογραφία της Patricia Lawerence 





Πρωινό Μαγιάτικο Σαββάτου στη λαϊκή της γειτονιάς
Περιδιαβαίνω
Το βλέμμα με αχορταγιά βυθίζεται στους πάγκους
που θυμίζουνε πλημμύρα μιας ζωής  χωριού και περβολιών
του μόχθου και του ιδρώτα της μάνας μου
που φύτευε τα φρέσκα κρεμμυδάκια τα όψιμα
την Άνοιξη, με τα μυρωδικά της μαϊντανό και δυόσμο
αχ! τι όμορφα μυρίζει εντός μου αυτός ο δυόσμος και ο βασιλικός της
που καμάρωνε στης αυλακιάς την άκρη
αυτόν αναζητώ ανάμεσα στους πάγκους με λαχτάρα
και με διάθεση συμπαθή προς τους παραγωγούς

Αρακάς, καθαρισμένος αρακάς, για κοπιάστε
έλεγε η μεσόκοπη του πάγκου αφέντρα
πρώτο χέρι
από χέρια που τα ράγισε ο χρόνος
 σκέφτηκα, καθώς πλησίασα τον πάγκο ν’ αγοράσω.
Κι έσκυψα ν’ αγγίξω με συμπάθεια περισσή
τα ζαρωμένα χέρια καθώς πλήρωνα το τίμημα του ιδρώτα.

Πόλα Βακιρλή-Γιαννακοπούλου


Η Πόλα Βακιρλή-Γιαννακοπούλου κατάγεται από την Ακράτα Αιγιαλείας, σπούδασε φιλολογία στο ΕΚΠΑ και εργάσθηκε στη Β/θμια Εκ/ση ως καθηγήτρια φιλόλογος. Ασχολείται με την ποίηση και   με τη συγγραφή άρθρων και δοκιμίων, πολλά από τα οποία έχουν δημοσιευτεί στον ηλεκτρονικό και έντυπο τύπο. Έχει εκδώσει τέσσερις ποιητικές συλλογές:  Φως στην άκρη της καταχνιάς, εκδόσεις Bookstars 2014, Μικρό αλώνι, εκδόσεις Γαβριηλίδη 2015, Με χρώματα κι αρώματα, εκδόσεις Βεργίνα 2016 και Στη συνοικία το Χάος, εκδόσεις Βεργίνα 2018. Ποιήματά της έχουν αποσπάσει βραβεία και διακρίσεις σε Πανελλήνιους ποιητικούς αγώνες και έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά.

 [φωτογραφία: Patricia Lawerence Αθήνα 1961 (Κολωνάκι) ψάρια στην λαική αγορά]

Δύο ανέκδοτα ποιήματα του Νίκου Πουλινάκη


Δύο ανέκδοτα ποιήματα

του Νίκου Πουλινάκη




Βρεγμένη   πουκαμίσα

Αχ, φόρεσα  τη  βρεγμένη  πουκαμίσα
ορφανεμένης  χελιδόνας
και  από  τότε  τιτιβίζω 
στυφούς δεκαπεντασύλλαβους καημούς
ενός  ουρανού  που  δεν  έχει
μια  στάλα  αναπαμό.


Χλωρό   πεφτάστρι 

Σαν  χλωρό  πεφτάστρι 
εφώλιασα  στη  σκάφη  
σακάτισσας  παραδουλεύτρας  εποχής 
που πλάθει ξενιτιά, χαλάζι  και ερημιά  
και  προτού  προφτάσω 
να   τήνε   καλοπιάσω 
με  ταΐζει  μικρές  μπουκιές 
 ζύμης  συρματοπλεγμάτων.  

Νίκος Πουλινάκης
10-6-2020



Ο Νίκος Πουλινάκης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Εργάστηκε ως  τραπεζικός υπάλληλος. Κείμενα και ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί σε περιοδικά και εφημερίδες. Από τις εκδόσεις ΑΩ κυκλοφορούν οι ποιητικές συλλογές του «Τράπεζα φιλάσθενης νοσταλγίας» και «Η εθελούσια ερυθρότητα των λέξεων».


        


Αδέσποτοι δρόμοι μικρές ιστορίες Χριστίνα Φούσκα ΑΩ εκδόσεις η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal


Αδέσποτοι δρόμοι

μικρές ιστορίες

Χριστίνα Φούσκα

ΑΩ εκδόσεις

η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal 





αδέσποτες παρουσίες

Ξαφνικά με πιάνει μια απεριόριστη συμπόνια για τους ανθρώπους και ξεχνώ εντελώς πόσο μπάσταρδοι μπορούν να γίνουν. Δεν ξέρω ποιος διάβολος με κατατρέχει κι εκεί που πάω να ορθοποδήσω με πιάνει από το πόδι και με φέρνει δέκα σβούρες. Έρχεται και βάζει μέσα στο κεφάλι μου αυτές τις ιδέες περί άγνοιας κι άλλων παρόμοιων δαιμονίων τη στιγμή που όλος ο κόσμος τουμπάρει με ξεφούσκωτα λάστιχα κτυπώντας το κεφάλι  του καταγής. Ποιος είναι αυτός που κάνει πως δεν ξέρει; ποιος μπορεί ποτέ να βρει την ησυχία του μέσα ή έξω από έναν τουμπαρισμένο κόσμο; (Άγνοια, σελ. 23)

Οι τριάντα τέσσερις μικρές ιστορίες της Χριστίνας Φούσκα αφορούν ακριβώς έναν τουμπαρισμένο κόσμο, που προσπαθεί να σταθεί στα πόδια του, να ορθοποδήσει, τη στιγμή που όλα αντιστρατεύονται την ισορροπία του. Πρόκειται για όλους αυτούς που ζουν (ή αγωνίζονται να επιβιώσουν) στο περιθώριο της άλλης ζωής, αυτής που κινείται με τον δικό της ρυθμό, χωρίς εμφανείς στερήσεις, χωρίς απειλές για την απρόσκοπτη βολική μακροημέρευσή της. Η πόλη μέσα στην οποία ζούμε καταπίνει τις διαφορετικές ταχύτητες, κλείνει τα μάτια μπροστά στα ζοφερά σκηνικά του δρόμου, γιατί χαλούν την αισθητική της, αδιαφορεί για τη ζωή που φθίνει μπροστά στην αδιαφορία ή ακόμη και την εχθρότητα. Κι όμως αρκεί ένας οξύνους παρατηρητής, που θα μπορεί να βλέπει πίσω από τις κρυμμένες γωνίες, πίσω από τα μισόκλειστα παράθυρα, μέσα στα σκουπίδια που κατακλύζουν τους δρόμους, αρκεί αυτός για να έρθουν στην επιφάνεια όλα όσα κρύβονται στη σκιά γιατί κάποιοι φοβούνται την κατάφωρη αλήθεια τους. Το εύρημα του βιβλίου έγκειται ακριβώς σ’ αυτόν τον παρατηρητή/δρομέα που, σαν σκύλος που είναι, ενσαρκώνει όλη την καταπίεση, την καταδίωξη, την ανέχεια και την ταπείνωση όσων βρίσκονται στην ίδια θέση μ’ αυτόν – και φυσικά εδώ δεν εννοούνται μόνον οι αδέσποτοι σκύλοι.

Σκέφτομαι πως κι ο κόσμος τον τελευταίο καιρό δεν έχει ιδέα προς τα πού να την κάνει. Κρύβεται σαν καβούρι στην άμμο μ’ εκείνο το σκληρό κέλυφος στον ώμο και περιμένει κανέναν περαστικό σκύλο να του φτιάξει τη μέρα και να παίξει για λίγο μαζί του. (σελ. 105)

Ένας σκύλος, λοιπόν, στη θέση του αφηγητή. Οξύνους και ευαίσθητος, ανοιχτός σε νέες γνωριμίες είτε αναζητώντας κάποιο σωτήριο φίλεμα για την επιβίωσή του είτε μια συντροφιά, παροδική μα ικανή να γεμίσει τη μοναξιά του, έστω και για λίγο. Άλλωστε οι φιλίες του δρόμου δεν ζουν πολύ. Εξανθρωπισμένος σκύλος, αν  εννοούμε με τον όρο αυτό μόνο την ικανότητά του να σκέφτεται με ανθρώπινες λέξεις και έννοιες. Δυστυχώς οποιαδήποτε άλλη ομοιότητα με τον άνθρωπο δεν υπάρχει· ο σκύλος των ιστοριών είναι προικισμένος με καρδιά και ψυχή, αλλά και με τον κοινό νου, που λείπει τόσο από τα «νοήμονα» όντα που συναντά στους δρόμους των περιπλανήσεών του. Νιώθει μέσα του τη ζωή στην πρωταρχική της αξία, ανόθευτη από τον βάρβαρο πολιτισμό στις πόλεις των ανθρώπων.


Η γραφή ρεαλιστική, κατορθώνει να αποδώσει τη σκληρότητα των εικόνων, ταυτόχρονα να προχωρήσει πίσω από το σκηνικό και να καταγράψει τις σκέψεις και τα συναισθήματα, σε πρώτο επίπεδο του αφηγητή/σκύλου αλλά και με έμμεσο τρόπο να δείξει τις συμπεριφορές των ανθρώπων καθώς και τα κίνητρά τους. Όλα κάτω από το πρίσμα του αφηγηματικού υποκειμένου, με τη δική του λογική πρόσληψη των καταστάσεων που βιώνει, με τη δική του ικανότητα να κατανοεί τα προβλήματα των ανθρώπων, να συγχωρεί όταν πρέπει, να θυμώνει και να απορεί απέναντι στην παράλογη βία. Ένας σχολιαστής με κοφτερή κρίση και γλώσσα που δεν χαρίζεται σε κανέναν.

Σκέφτομαι πως, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια της κρίσης, είδαμε εικόνες ανέχειας, εξευτελισμού, βίας και απόγνωσης να μεταφέρονται στη λογοτεχνία (όλων των ειδών) άλλοτε με βαρετή ομοιομορφία και άλλοτε (πιο σπάνια) με ενδιαφέρουσα πρωτοτυπία. Οι Αδέσποτοι δρόμοι δεν αφορούν, βέβαια, μόνο την τωρινή κρίση, καθώς το σκηνικό τους είναι γνώριμο στις πόλεις πολύ πριν, φανερώνοντας μια διαχρονικότητα ζοφερή. Όμως και γι’ αυτήν την κατάσταση έχουν πολλοί άλλοι νωρίτερα μιλήσει. Το ενδιαφέρον εδώ, τουλάχιστον στη δική μου ανάγνωση, εστιάζεται στη στροφή της συγγραφικής ματιάς στον αδέσποτο σκύλο και στην επινόηση να του δοθεί η ικανότητα σκέψης, ώστε να τον ακούσουμε – έστω μέσω της λογοτεχνικής γραφής. Σαν να κατεβήκαμε όλη την κλίμακα της εξαθλίωσης για να συναντήσουμε όχι τον άστεγο της πλατείας ούτε τον τοξικομανή ή τον ζητιάνο, την ταπεινωμένη πόρνη, την κακοποιημένη γυναίκα, τον απελπισμένο που κρεμιέται από το ταβάνι, αλλά τον αδέσποτο σκύλο που κανείς δεν θα τον νοιαστεί, κανείς δεν θα τον συντρέξει, δεν θα συγκινηθεί με τη δική του απόγνωση μέσα στην εγκατάλειψη. Η ανθρώπινη υποκρισία επιλέγει ποιον θα λυπηθεί, για ποιον θα αδιαφορήσει επιδεικτικά. Ένα ράπισμα στην ανθρωποκεντρική θεώρηση του κόσμου, που μετράει τα πάντα με το ωφελιμιστικό κριτήριο – κάτω από αυτή τη λογική ποια χρησιμότητα να έχει ένας αδέσποτος σκύλος; Μας πέρασε από το μυαλό ότι το κάθε φυσικό ον έχει απλώς το δικαίωμα να ζήσει αξιοπρεπώς (σύμφωνα με τα δεδομένα της ίδιας του της φύσης και όχι με τα δικά μας μέτρα) και ότι αντλεί αυτό το δικαίωμα όχι από τη σχέση του μαζί μας αλλά από το γεγονός και μόνον ότι γεννήθηκε; Προχωρημένη σκέψη, εντελώς έξω από τα ειωθότα που συγκροτούν και υποστηρίζουν τη σεβαστή μας κοινωνία. Ας είναι.

Φθάνοντας σ’ αυτό το τελευταίο σκαλί έδωσε τον λόγο στο πιο αδέσποτο, το πιο άστεγο και εξαθλιωμένο πλάσμα για να μιλήσει για όλους τους πάσχοντες του κόσμου (ανθρώπους και μη) που έχουν το δικαίωμα της φωνής, αυτό το ελάχιστο βήμα που τους δίνει εδώ η λογοτεχνία, να ακουστούν. Ίσως και μόνο γι’ αυτό να άξιζε αυτή η γραφή. Έχει όμως και τη λογοτεχνική της αξία. Γρήγορη εναλλαγή εικόνων, σκέψεις που ακολουθούν ασθμαίνουσες μια διαδρομή μέσα στις πιο σκοτεινές γωνιές, τις πιο υποβαθμισμένες συνοικίες της πόλης – μιας πόλης που δείχνει την άλλη όψη της, την πιο σκληρή. Οι εικόνες μεταμορφώνονται σε λόγο λιτό και εύστοχο, χωρίς περιττά στοιχεία· γι’ αυτό οι ιστορίες είναι μικρές, κάποιες σαν στιγμιότυπα που μόλις προφταίνεις να τα δεις, όπως γρήγορα αλλάζουν οι σκηνές στα κινηματογραφικά πλάνα. Στο εξώφυλλο η φωτογραφία ενός σκύλου που κοιτάζει τον εαυτό του να καθρεφτίζεται. Ίσως η στιγμή που αποκτά συνείδηση της ύπαρξής του, ικανή αφετηρία για να αρχίσει να αφηγείται τις ιστορίες του βιβλίου.

Κατηφορίζω τη γλιστερή άσφαλτο της Φωκίωνος κουτσαίνοντας και προσπαθώντας να σκεφτώ κάτι καλύτερο απ’ αυτήν τη βρωμερή πραγματικότητα. Μια ταράτσα γεμάτη κόκαλα για παράδειγμα ή μια πλατεία γεμάτη θηλυκές σκύλες. Καταλήγω στο συμπέρασμα πως είμαι ένας τρομερά αισιόδοξος τύπος κι άλλες φορές ένα ηλίθιος κλαψιάρης γεμάτος τραγικές αντιφάσεις. (σελ.55)

Διώνη Δημητριάδου

Δευτέρα 8 Ιουνίου 2020

Πάνω στα ποτάμια που κυλούν António Lobo Antunes μετάφραση από τα Πορτογαλικά: Μαρία Παπαδήμα εκδόσεις Πόλις η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Vakxikon.gr


Πάνω στα ποτάμια που κυλούν
António Lobo Antunes
μετάφραση από τα Πορτογαλικά: Μαρία Παπαδήμα
εκδόσεις Πόλις
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Vakxikon.gr
https://www.vakxikon.gr/πάνω-στα-ποτάμια-που-κυλούν-του-α-λ-αντ/




Μια θέα στη ζωή και στον θάνατο ή καλύτερα μια θέα στη ζωή μέσα από τον θάνατο. Σε ποιον άραγε επιτρέπεται, αλλά και με ποιο τίμημα; Είναι ίσως από τα οριακά σημεία, από αυτά που αντικρίζεις το χάος κάτω από τα πόδια σου, που νιώθεις για πρώτη φορά τόσο κοντά στον ιερό τρόμο, το πανάρχαιο δέος. Και είναι τότε που όλα τα ασφαλή ως τότε δεδομένα σου μοιάζουν τόσο ελάχιστα μεγέθη μπροστά όχι τόσο στο απρόσμενο τέλος της διαδρομής όσο στο βαθιά ανοίκειο άγνωστο πέρασμα. Το βιβλίο του Antunes δεν διαβάζεται ακολουθώντας την πεπατημένη οδό των λογικών συνδέσεων – η αίσθηση της δομής καταργείται και τα ηνία αναλαμβάνουν οι συνειρμοί, παντοδύναμοι και ισοπεδωτικοί κάθε προδιαγραφής. Αν, ωστόσο, φαντάζει αδύναμη η θεωρητική σκευή της Λογοτεχνίας για να κατηγοριοποιήσει αυτή τη γραφή, αναδεικνύεται μια άλλη προσέγγιση του γραπτού λόγου, πιο προσωπική, πιο ευφάνταστη, πιο τραγική στο νόημά της. Αυτή είναι η απαραίτητη συνθήκη ανάγνωσης ενός κειμένου που από την πρώτη του σελίδα ανοίγει το σκοτεινό και πολύπλοκο τοπίο του – τόσο αντιστικτικά διαφορετικό από το λευκό του νοσοκομείου, μέσα στο οποίο η ζωή παλεύει με την απειλή του θανάτου. Ένα σώμα αφημένο στα χέρια των γιατρών, 

«ο αχινός μιας καστανιάς  άλλοτε στην είσοδο του κήπου και σήμερα μέσα του που ο γιατρός ονόμασε καρκίνο και μεγάλωνε σιωπηλά…» (σελ.9)

Έτσι εισβάλλει στη σκηνή απέναντι από το πάσχον σώμα η φύση, ικανή να ενσωματώσει μέσα της κάθε μορφή ζωής από τη γέννηση ως την τελική αποσύνθεση. Τη μυστική αυτή σύνδεση με τα φυσικά πράγματα τη νιώθει ο άντρας που βρίσκεται στο νοσοκομείο (δυνητικά ο συγγραφέας)· μόνο που χρειάζεται η ενδιάμεση παρουσία του λόγου, προκειμένου να μεταστοιχειωθεί σε λεκτικό σχήμα το σκληρό προσωπικό βίωμα. Είναι, λοιπόν, η γραφή ικανή να δώσει μορφή αναγνωρίσιμη στον φόβο που κάνει κύκλους πολιορκώντας το αδύναμο σώμα και την ακόμη πιο αδύναμη συνείδηση; Μπορεί να δώσει την απαραίτητη υλική υπόσταση στο ανομολόγητο δέος; Αν ναι, τότε ίσως να αποβεί και ιαματική. Ο άντρας αφήνεται όχι μόνον στα χέρια των γιατρών του, που κατακόπτουν το σώμα του προς πιθανή ίαση, αλλά και πάνω στα ποτάμια που κυλούν. Η αδιάκοπη ροή της ζωής φέρει μαζί της τις μνήμες του παρελθόντος που καθώς κυλούν παρασύρουν μαζί τους και την ιλύ του ποταμού συσκοτίζοντας συχνά τα αληθινά γεγονότα, μεταπλάθοντας άλλοτε τον αντικειμενικό χρόνο σε υποκειμενικό, ανατρέποντας τη γραμμική σειρά των στιγμών και επινοώντας ανάμεσά τους άλλες συγχέοντας την αλήθεια με τη φαντασία ή τη βαθύτερη επιθυμία, την ανεκπλήρωτη.

Το τρωθέν από την ασθένεια σώμα παραμερίζει την ευθύγραμμη πορεία του χρόνου, ανοίγει ρωγμή στη λογική επιφάνεια και επιτρέπει στην πρότερη μορφή του να διεισδύσει στο παρόν· αναδύεται το παιδί μέσα του ανασύροντας τη μνήμη και αναζητώντας την αρχή του νήματος, τώρα που το τελείωμά του είναι πλέον ορατό, 

«η πόρτα που οδηγούσε στον εαυτό του δίπλα του, μπορούσε να την αγγίξει με το χέρι, την έσπρωξε και ξαναβρήκε τον εαυτό του παιδί…» (σελ. 113)


Κι όπως οι εικόνες μπερδεύονται μεταξύ τους ακολουθώντας την ανισόπεδη διαδρομή του υποσυνειδήτου, πρόσωπα οικεία αλλά απόντα πλέον γίνονται σχεδόν ορατά, όπως και γεγονότα ξεχασμένα αποκτούν πάλι την υπόστασή τους αλλά και το μερίδιο της δικής του ευθύνης το καθένα σε όσα συνιστούν τη ζωή του άντρα, τις σκέψεις του και τα πάθη του. Η γραμμή πάντα τελειώνει στο δωμάτιο του  νοσοκομείου, εκεί που το παρόν δηλώνει με περισσή σκληρότητα τη μόνη λογική παρουσία μέσα σ’ αυτό το συνονθύλευμα προσώπων και πραγμάτων.
Το βιβλίο του Antunes μπορεί να διαβαστεί στο πρώτο του επίπεδο σαν ένα ιστορικό ασθένειας, τραγικό στην αλήθεια του, αδυσώπητο στη γνώση του  αναμενόμενου τέλους. Κάτω, ωστόσο, από αυτή την επιφάνεια υπάρχει μια άλλη διαδρομή, πιο προσωπική και πιο επώδυνη και από την ίδια την αρρώστια. Αποτυπώνεται εικαστικά με την εικόνα του εξωφύλλου (Mircea Suciu, «Border», 2008). Η προσέγγιση του ακρότατου ορίου, πέρα από το οποίο η ευθύνη επαφίεται στο ίδιο το άτομο που τολμά να κοιτάξει τον σκοτεινό και απροσπέλαστο στη λογική χώρο. Όποιος βρεθεί σ’ αυτό το απώτατο σύνορο μαθαίνει πως μπορεί να ανακατεύει μεταξύ τους  τα παρελθοντικά χρονικά διαστήματα, όμως τίποτα δεν μπορεί να πει για το μέλλον, τίποτα για τη θέση του μέσα σ’ αυτό το ανεξερεύνητο φυσικό όλον. Τολμάει τότε να κοιτάξει μέσα στο σκοτεινό λαγούμι και να παραδεχθεί 

«τι έλλειψη απαντήσεων στις ερωτήσεις που κάνουμε χωρίς να λέμε τίποτα…» (σελ.122)

Κάτω από αυτό το πρίσμα το βιβλίο αποκτά μια σαφή υπαρξιακή ταυτότητα και φιλοδοξεί να σταθεί δίπλα στις πιο ειδικές φιλοσοφικές μελέτες σχετικά με τη θέση του αδαούς (θεωρούμενου νοήμονος) όντος μέσα στο σύμπαν, που καταφανώς αδιαφορεί για τις ανησυχίες του και προφανώς δεν  προτίθεται να του αποκαλύψει το παραμικρό από τη δική του «λογική». Ο Antunes καταβυθίζεται στον εαυτό του, με την αρωγή (ας επιτραπεί εδώ καταχρηστικά η λέξη) της ασθένειας και του επαπειλούμενου θανάτου, και αναδύεται με μια γραφή που δεν αφορά μόνον τον ίδιο πλέον, με τον όποιο ίσως ιαματικό της χαρακτήρα, αλλά απευθύνεται στον καθένα αναζητώντας τον κοινό τόπο του πάθους, του φόβου, της απώλειας των ελπίδων· εν τέλει δηλώνοντας τη μόνη αλήθεια που μπορεί να χαρακτηρίζει τη θνητότητα, πως δηλαδή η πορεία παραμένει προσωπική, όπως προσωπικά και αναπάντητα όλα τα ερωτήματα. Αυτή την ιδιωτική οδό, την ιδιώτευση στην άγνοια και στον πόνο, ποιος μπορεί να την αντέξει;
Τουλάχιστον αποκτά πλήρη συνείδηση του σώματος, των λειτουργιών του, έτσι που παρακολουθεί (σχεδόν βλέπει) τα όργανά του το ένα μετά το άλλο να υποκύπτουν στον εισβολέα και να καταργούνται, 

«ο σπλήνας, ο μυελός των οστών  κι ένας από τους νεφρούς απών, τι υπήρχε ακόμα, το πάγκρεας που η αφοσίωσή του τον έκανε περήφανο, η καρδιά που της χρωστούσε ευγνωμοσύνη, ο πόνος που τον συντρόφευε…». (σελ.211) 

Η εσωτερική διαδρομή δεν έχει μόνον πνευματική υπόσταση· έχει σάρκα, έχει αίμα που κυλά όπως τα ποτάμια, έχει θυσία σωματικών λειτουργιών, έχει χώμα και νερό, λάσπη και σκόνη. Όσο περισσότερο αναδύεται το σώμα σε κυρίαρχη οντότητα, τόσο όλα ερμηνεύονται μέσα από τα δικά του πάθη. Η σκέψη υποκύπτει στην αλήθεια της φθαρτότητας, η πνευματικότητα είναι πλέον μια οίηση. Ο πάσχων άνθρωπος είναι μόνος με το σώμα του και παρακολουθεί τη φθίνουσα πορεία του. 

Ο Antunes καταθέτει εδώ μια συγκλονιστική γραφή με γλώσσα απίστευτη στις δυνατότητές της, σε τέλεια μεταγραφή της στα ελληνικά από τη Μαρία Παπαδήμα – αν η γραφή απαιτεί οδύνη άλλο τόσο ζητάει το μερίδιό της σε αίμα και η μετάφραση. Πέρα από αυτή τη λογοτεχνική προσφορά, όμως, πρόκειται για ένα μανιφέστο μοναξιάς αναδεικνύοντας αυτήν ακριβώς τη συνθήκη σε αναγνωριστική της ανθρώπινης οντότητας.

Διώνη Δημητριάδου