Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2016

«Γραφικός χαρακτήρας»

του Νίκου Παναγιωτόπουλου

εκδόσεις Μεταίχμιο



(ξεφυλλίζοντας ένα άλμπουμ μικροδιηγημάτων)


«Όσο πιο βαθύ το παρελθόν τόσο μεγαλώνει κι η ανάγκη να κρατήσεις ζωντανά κομμάτια και θρύψαλα» («οικογενειακή φωτογραφία»)

Αυτά τα κομμάτια και θρύψαλα, που συνιστούν το αποθηκευμένο στη μνήμη παρελθόν, αναδομούνται στις σελίδες του πρόσφατου βιβλίου του Νίκου Παναγιωτόπουλου χτίζοντας ένα οικοδόμημα που θα μπορούσε κανείς να το ονομάσει αυτοβιογραφικό. Κι ας είναι αποσπασματικό. Κι ας σκέφτεσαι καθώς το διαβάζεις πως ίσως η μνήμη ενός μικρού παιδιού δύσκολο να κρατάει αψεγάδιαστα τις σκηνές, τις ομιλίες, τα συναισθήματα. Ο χρόνος, οι νέες εμπειρίες αλλά και η συσσωρευμένη πείρα ζωής αποτελούν το αναπόφευκτο φίλτρο, μέσα από το οποίο οι εικόνες διαφοροποιούνται μεγεθύνοντας τη σημασία τους, τα πρόσωπα φθίνουν και ελαχιστοποιείται το αυθεντικό συναίσθημα του παρελθόντος.  Ωστόσο, όλη αυτή η μετάλλαξη ίσως δεν έχει και τόση σημασία, μια που όπως δηλώνει ο ίδιος ο συγγραφέας

«Για μένα πρόκληση –αληθινή– στάθηκε το μέγεθός τους και όχι το πόσο πιστά αποτυπώνουν την πραγματικότητα – κάτι για το οποίο, εξάλλου, ελάχιστοι μπορούν να καταθέσουν σοβαρή μαρτυρία. Για μένα δεν έχει τόσο σημασία ότι οι μικρές αυτές ιστορίες είναι αληθινές όσο ότι οι αληθινές αυτές ιστορίες είναι τόσο μικρές που μπορούν –και το εύχομαι– να διαβαστούν ανάμεσα σε δύο στάσεις των νέων γραμμών του μετρό».

Μου αρέσει το σχόλιο αυτό, μάλλον γιατί λειτουργεί τιμητικά για αυτά τα λιλιπούτεια λογοτεχνικά, τα μικροδιηγήματα. Πώς διαβάζεις ανάμεσα σε δύο στάσεις του μετρό; Υποθέτω όπως διαβάζεις και καθισμένος σε μια θέση λεωφορείου. Αν αγαπάς το διάβασμα, διαβάζεις και όρθιος κρατημένος από μια χειρολαβή. Γι’ αυτό και αν αγαπάς το γράψιμο, γράφεις πάντοτε, ακόμη και σε χαρτί από τσιγάρα. Και μετά απλώνεις τις λέξεις σου για να τις διαβάσουν και οι άλλοι, οι όρθιοι των λεωφορείων. Κάπως έτσι συμβαίνει  με αυτές τις μικρογραφές. Γράφονται όσο διαρκεί το ερέθισμα που τις ενεργοποίησε -που ενεργοποίησε τη μνήμη εν προκειμένω για την περίπτωση του συγκεκριμένου βιβλίου- και στη συνέχεια αφήνονται στον αναγνώστη για να συλλάβει τις στιγμιαίες εικόνες τους, όπως σαν να κοίταζε φωτογραφίες σε ένα άλμπουμ.

Οι 67 μικρές (κάποιες μάλιστα μικροσκοπικές) ιστορίες συστήνονται ως αληθινές, χωρίς όμως αυτό να επηρεάζει καθόλου την αξία τους, γιατί αυτό που ενδιαφέρει τον αποδέκτη/αναγνώστη τους είναι η αίσθηση που δημιουργούν ότι θα μπορούσαν να είναι εικόνες από το δικό του, προσωπικό αρχείο μνήμης. Έτσι κι αλλιώς αυτό συμβαίνει με τη λογοτεχνία (είτε πρόκειται για αληθινές αφηγήσεις είτε για απόλυτη μυθοπλασία) και σ’ αυτό ακριβώς έγκειται και η αξία της, να μπορεί δηλαδή να λειτουργεί ως ατομικό βίωμα του αναγνώστη χωρίς να ενδιαφέρει στην ουσία η αφορμή του συγγραφέα, που καταλήγει πια εντελώς θνητή και εντοπισμένη στον χρόνο. Η διαχρονικότητα της λογοτεχνικής γραφής διασώζεται μέσα από τα βιώματα του αναγνώστη που ανακαλύπτει κάτι από τη δική του σκέψη, κάτι από τα προσωπικά του παθήματα.


Με αυτό το σκεπτικό αξιολογούνται και αυτές οι προσωπικές ιστορίες του Νίκου Παναγιωτόπουλου, οι οποίες δεν αφορούν σημαντικά γεγονότα, αν αυτό αναμένει κάποιος με τη σκέψη πως μόνο τα πολύ συνταρακτικά αξίζει να διατηρηθούν μέσω της γραφής. Στον μικρόκοσμο του καθενός από μας έχουν άλλη βαρύτητα τα αντικειμενικά ίσως απαξιωθέντα. Οι καβγάδες με τα αδέλφια μας, η διχογνωμία των γονιών για τα περιθώρια που δίνουν στα παιδιά, κάποιοι θείοι πολύ γραφικοί, παππούδες, δάσκαλοι, συμμαθητές, γείτονες. Μικροεπεισόδια στη γειτονιά που παίρνουν άλλες διαστάσεις στα μάτια των μικρών παιδιών, μια που αναταράζουν τα νερά της καθημερινότητάς τους. Ο πόθος για ένα καινούργιο αυτοκίνητο, βόλτες στην εξοχή, τα πρώτα μπάνια στη θάλασσα. Ποιος δεν έχει τέτοιες μνήμες; Ακόμη περισσότερο όσοι βρισκόμαστε κοντά στην ηλικία του συγγραφέα και έχουμε προσωπικές αναφορές σ’ αυτή τη μικροαστική Ελλάδα της δεκαετίας του ’60, νιώθουμε ακόμη πιο οικεία όσα περιέχονται σ’ αυτές τις αφηγήσεις.


Κάποιες από αυτές τις ιστορίες κουβαλούν και τα ντοκουμέντα τους, ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Πόσο μοιάζουν με τις δικές μας! Είναι μια ολόκληρη εποχή, όχι μόνο προσωπικά βιώματα. Νιώθεις τη δική σου νοσταλγία για τους προσωπικούς, δικούς σου τόπους, τους οριστικά χαμένους. Είναι η μετατροπή του ιδιωτικού σε κοινό, δημόσιο, και πάλι η αλλαγή του σε ατομικό. Έτσι η ζωή του συγγραφέα γίνεται προς στιγμή κοινό κτήμα και κατόπιν μεταλλάσσεται μαγικά σε ιδιωτική μνήμη. Πιστεύω ότι σημαντικό μερίδιο ευθύνης για το παραπάνω έχει ο τρόπος που ο Νίκος Παναγιωτόπουλος χειρίζεται τη γλώσσα. Μια απέριττη, λιτή χρήση λέξεων καθημερινών, οικείων, πολύ μακριά από στολίδια που θα τη φόρτωναν και θα απομάκρυναν το όλο δημιούργημα από τον κόσμο του αναγνώστη. Είναι ακριβώς ο τρόπος που χειριζόμαστε τις προσωπικές μας αναμνήσεις. Για μας και μόνο, οπότε δεν απαιτείται εμπλουτισμός της γλώσσας με περιττά φορτώματα. Ο συγγραφέας μοιάζει να μιλάει στον εαυτό του, και ο αναγνώστης να κινητοποιεί τον δικό του κόσμο με όχημα τις αφηγήσεις αυτές.



«Ο πατέρας λάτρευε την καλή ρετσίνα. Και την καλύτερη υποτίθεται ότι την είχε ο Σκούληκας, στη Δραγατσανίου, καμιά διακοσαριά μέτρα πιο κάτω από το σπίτι.
Όταν έκρινε πως ήμουν αρκετά μεγάλος, ο πατέρας μού εμπιστεύτηκε το καμάρι του – ένα γυάλινο μπουκάλι που μπορούσε να σταθεί όρθιο αλλά και πλαγιαστό, ώστε να διευκολύνει το σερβίρισμα, και μ’ έστειλε στου Σκούληκα.
Το μπακάλικο του Σκούληκα – που δεν τον έλεγαν Σκούληκα, φυσικά – ήταν ένας από τους εφιάλτες μου. Ένας λόγος ήταν η βρόμα κι η ακαταστασία που βασίλευε εκεί μέσα. Ένας δεύτερος ήταν ο ίδιος ο Σκούληκας, με το παχύ μουστάκι, τα μαύρα νύχια και το ένα του μάτι που ήταν θολό και πάντα ακίνητο.

Ο τρίτος και σπουδαιότερος ήταν ένα μισοσκότεινο δωματιάκι, δίπλα στο μπακάλικο. Εκεί, κάτω από τα μεγάλα βαρέλια, ήταν αραδιασμένα τρία τέσσερα τραπέζια, στρωμένα με λαδόκολλα, στα οποία βρίσκονταν μονίμως καθισμένοι οι εραστές της ρετσίνας, συνταξιούχοι με το ένα πόδι στον τάφο και μεροκαματιάρηδες με ασβεστωμένα μαλλιά και τα χέρια γεμάτα μπογιές. Τσιμπολογούσαν σαρδέλες από κονσέρβα, τυρί, ελιές, ντομάτα, αγγούρι και το συνόδευαν με μπόλικο ψωμί.
Όσην ώρα ο Σκούληκας γέμιζε το πολύτιμο μπουκάλι του πατέρα, ήμουν αναγκασμένος να ακούω τις απροκάλυπτες χοντράδες, τα βρόμικα αστεία και τα βροντερά τους γέλια, τους ασυνάρτητους καβγάδες τους για την πολιτική ή, το χειρότερο, όταν για κάποιον δικό τους λόγο αποφάσιζαν ν’ ασχοληθούν μαζί μου, τις τάχα σοφές συμβουλές και τις παραινέσεις τους.
Τότε ήθελα ν’ ανοίξει η γη και να με καταπιεί κι ευχόμουν από μέσα μου να πάθει κάτι ο πατέρας – όχι πολύ σοβαρό όμως· κάτι μικρό, ώστε να του απαγορέψει ο γιατρός να πίνει ρετσίνα.» («Ρετσίνα»)

Στην προμετωπίδα του βιβλίου ένας στίχος του Τομ Γουέιτς: «I’ll tell you all my secrets / but I’ll lie about my past» (όλα μου τα μυστικά θα σου τα πω, μα θα σου πω ψέματα για το παρελθόν μου). Έτσι όπως μπερδεύεται το ακριβό της μνήμης με το τώρα, όπως πια δεν έχει σημασία τι αληθινά έγινε αλλά τι κρατήθηκε αφομοιωμένο στον νου, έτσι μάλλον γράφονται οι ιστορίες.


Διώνη Δημητριάδου
(η πρώτη δημοσίευση έγινε στο περιοδικό Vakxikon http://www.vakxikon.gr/8-%CF%80%CF%81%CE%BF%CF%84%CE%AC%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%82-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CE%B3%CE%BD%CF%8E%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%82-%CF%84%CE%BF%CE%BD-%CE%BD%CE%BF%CE%AD%CE%BC%CE%B2%CF%81%CE%B9/)

Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2016


αναχώρηση της Μένιας"

ανέκδοτο διήγημα της Τίνας Κουτσουμπού





Χτενίζω την κούκλα μου προσεκτικά και τη χώνω βιαστικά στη μεγάλη τσάντα μαζί με τ’ άλλα τα παιχνίδια μου. Φορώ τα όμορφα αθλητικά μου παπούτσια και το πλεκτό καπέλο,  εκείνο με το μεγάλο γυριστό μπορ, εργόχειρο της πολυαγαπημένης μου γιαγιάς, ξεκρεμάω και  το κλουβί με το καναρίνι μου, τον Κίτσο, και βγαίνω στην αυλή όπου με περιμένει ο θείος Πέτρος. Με το ταξί του θα κάνουμε σήμερα μια όμορφη, μου υποσχέθηκε, διαδρομή. Μόνο που θα είναι πολύ διαφορετική  σε διάρκεια και απόσταση από κάθε άλλη. Ο πατέρας, εδώ και ένα μήνα βρήκε νέα δουλειά σε μια επαρχιακή πόλη, που μια φορά μόνο είχα ακούσει το όνομά της,  και μόλις πριν δέκα μέρες η δασκάλα μού την έδειξε στον χάρτη. Ήταν πολύ σκεφτικός τελευταία. Κλεινόταν ώρες στο σαλόνι και μιλούσαν με τη μητέρα. Μια φορά έσπασαν κι ένα βάζο. «Κατά λάθος» μου είπαν, αλλά εγώ κατάλαβα.
Έπειτα ήρθε η ηρεμία κι η γαλήνη. Πήγαμε όλοι στον παππού κι εκείνος τους έδωσε τα κλειδιά του χωριού και κάτι τριμμένα χαρτιά. Συμβόλαια μού είπε η γιαγιά. «Σημαντικά πράγματα που θα σας βοηθήσουν να ζήσετε καλύτερα», κι έτσι το αποφασίσαμε. Με το που έκλεισαν τα σχολεία, η μαμά κανόνισε να μετακομίσουμε. Σήμερα είναι πια η μεγάλη μέρα…
Οκτώ χρόνια στην πόλη της Λάρισας! Εδώ γεννήθηκα και  έφτιαξα τον μικρόκοσμό μου, τους συμμαθητές μου, τους κατοικίδιους φίλους μου, το Φρίξο το μαύρο γάτο της γειτονιάς με τη φουντωτή ουρά και το σκύλο  μου το Μελένιο. Ακούτε πώς  γαβγίζει σήμερα μελαγχολικά από το πρωί; Πώς να τους αποχωριστώ; Ο μπαμπάς, το είπε στο τηλέφωνο, «εδώ δεν μπορούμε να πάρουμε ζώα, είναι πολυκατοικία, μόνο τον Κίτσο να πάρετε μαζί». Με βαριά καρδιά, ένα ζεστό χάδι και μια μεγάλη αγκαλιά, τους άφησα, γάτο και σκύλο στην καγκελόπορτα. Θα τους φροντίζει η γιαγιά. Θα τους ξαναδώ άραγε κάποτε όσους φίλους αφήνω τώρα πίσω; Κι εκεί τι θα βρω;  Νέοι φίλοι, νέο σχολείο, καινούρια ζωή. Από την άλλη βέβαια, όλα ετούτα μου φαίνονται  και λίγο συναρπαστικά.
Το ταξίδι μας είναι ευχάριστο και προσθέτω νέα τοπία στις γεωγραφικές μου γνώσεις. -Να η Καλαμάτα, μετά το τελευταίο φανάρι.
-Πω-πω πόσο φωτεινή μοιάζει στην πρωινή λιακάδα!
- Για δες μαμά τι μεγάλη παραλία!
-Θα κάνεις τρελά παιχνίδια, μου φαίνεται, λέει η μαμά.
-Έχει και βουνό πάνω από την πόλη, οι πλαγιές του πρασινίζουν μέχρι τη θάλασσα, συνεχίζει.
-Είναι οι  απολήξεις του Ταϋγέτου που λούζονται στο Μεσσηνιακό  κόλπο, ρίχνει τη διευκρίνιση ο θείος. Περνούμε μέσα από την πόλη. Με την πρώτη ματιά με κερδίζει. Μοιάζει νοικοκυρεμένη, με πολλά καταστήματα και πλήθος κόσμου που βηματίζει στη μεγάλη της πλατεία. Ανακαλύπτω και μια ωραία παιδική χαρά κοντά σ’ ένα πάρκο με παλιές αμαξοστοιχίες.
Ο πατέρας, μόλις φτάνουμε, φορώντας ένα πλατύ χαμόγελο με παίρνει αγκαλιά και  όπως πάντα με στριφογυρίζει στον αέρα. Έχω πολλή αγωνία. Θα μ’ αρέσει η καινούρια πολυκατοικία, όπου στον πρώτο της όροφο θα έχω τώρα το σπίτι μου;

 Είναι όμορφα βαμμένο, με πολλές τριανταφυλλιές στον κήπο. Στον τρίτο όροφο, η πόρτα ανοίγει. Ένας όμορφος χώρος με τα έπιπλά μας, με υποδέχεται. Τρέχω στο βάθος κι ανοίγω  την  πόρτα που γράφει απ’ έξω: ΜΕΝΙΑ. Στο γραφείο είναι μια πολύχρωμη μπάλα θαλάσσης και μια φυσαρμόνικα, σαν αυτή που  έπαιζε ο παππούς στη Λάρισα.
Ανακάθομαι στο κρεβάτι. Πόσο μαλακό και άνετο είναι! «Μπράβο σου μπαμπά! πώς τα κατάφερες να φτιάξεις όλα αυτά μόνος σου;» ρωτώ με θαυμασμό. «Με βοήθησε η φιλενάδα σου η Αντιγόνη», μου λέει με παιχνιδιάρικο ύφος. Ένα κορίτσι που δείχνει να ’χει την ηλικία μου, μού πιάνει το χέρι και με καλωσορίζει. «Είμαι η Αντιγόνη και σε περίμενα να παίξουμε», μου λέει. Ανταποδίδω το χαμόγελο. Η Αντιγόνη νιώθω πως θα μ’ αρέσει. Το αυτί μου πιάνει ήδη το κελάιδισμα του Κίτσου που πεταρίζει στο κλουβί του. «Θα δεις, θα σου αρέσει εδώ» μου λέει  με τη γλυκιά φωνή του και τσιμπολογάει τα σποράκια του ευτυχισμένος. Του απαντώ λοιπόν κι εγώ αναστενάζοντας «μακάρι, Κίτσο μου, μακάρι». Χαϊδεύω το κίτρινο βελούδινο κεφαλάκι του και σκέφτομαι πως… Τελικά είναι πολύ δύσκολο να είσαι παιδί.


Τίνα Κουτσουμπού

(ανέκδοτο)

(φωτογραφία:  Izabella Urbaniak)

"ποιητική αλήθεια"



ένα ποίημα που δεν γράφτηκε ποτέ
με τις εικόνες του σκιαγμένες
από κρυμμένα μυστικά

τις συναντάς ανάμεσα στις λέξεις
των άλλων ποιητών
που άφοβα είδαν το φως
κι έτσι καθώς στοιχειώνουν το ανεπίληπτο
των άλλων στίχων
νιώθεις να φανερώνονται
κι οι σκέψεις οι δικές σου

κανείς μην πει πως όλο αυτό
μόνο τους άλλους αφορά

Διώνη Δημητριάδου

(φωτογραφία: Scott Crocker)


Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2016


"Τα βατράχια"

αστυνομικό μυθιστόρημα
του Δημήτρη Σίμου
από τις εκδόσεις Όστρια





Ο βάτραχος του παραμυθιού και η λάσπη του τοπίου

Της αρέσει. Σαν εκείνον τον βάτραχο του παραμυθιού. Οι γονείς της μαλώνουν για τον τρόπο που ντύνεται, για τη μουσική που ακούει, για όλα. Θέλουν να τη μεταμορφώσουν σε πρίγκιπα. Εκείνη δεν θέλει το φιλί. Της αρέσει που είναι βάτραχος.

Ποια σχέση θα μπορούσε να έχει ένα παραμύθι με μια αστυνομική ιστορία; Φαινομενικά καμία. Ακόμα και συμβολικά να θελήσουμε να δούμε τον συσχετισμό, μας αποτρέπει το σκηνικό της ιστορίας, με την οποία ο πρωτοεμφανιζόμενος συγγραφέας εισχωρεί στο τοπίο των αστυνομικών μυθιστορημάτων. Ένα σκηνικό γεμάτο λάσπη, στην οποία κυριολεκτικά οι ήρωες θα βυθιστούν. Και όμως, αυτός ο βάτραχος του παραμυθιού, που συντρόφευε τις παιδικές μας αϋπνίες, είναι υπαρκτός στην πλοκή του βιβλίου. Μόνο που ανατρέπει την έκβαση της παιδικής ιστορίας και μας οδηγεί σε άλλο εφιαλτικό τοπίο. Αυτό της απομόνωσης, της περιθωριοποίησης, της εκδίκησης, του κινδύνου που παραμονεύει να συντρίψει τωρινές βεβαιότητες με τις ανοιχτές πληγές που έρχονται από το παρελθόν. Ο συγγραφέας επιλέγει να μας απομακρύνει από την Αθήνα, που αποτελεί το σκηνικό των περισσότερων αστυνομικών ιστοριών. Έτσι θα βρεθούμε στο ευβοϊκό τοπίο, με τα τρελά νερά να συνάδουν με τις εναλλαγές της πλοκής, με τα λασπώδη εδάφη να βυθίζουν τα βήματα των ανθρώπων, άλλοτε πάλι να κρύβουν οδυνηρές αποκαλύψεις. Σε μια, σε κάθε περίπτωση, κλειστή κοινωνία που όλα τα γνωρίζει αλλά δεν τα φανερώνει, που όλα τα φοβάται αλλά τα σκεπάζει με τη σιωπή της. Που απορεί εν τέλει, όταν όλα έρχονται στο φως.
Η ιστορία κινείται σε τρία χρονικά επίπεδα, τα οποία παρουσιάζονται με διαρκή  εναλλαγή, έτσι που να αποκαλύπτουν σταδιακά τα ίχνη, που θα πρέπει να ακολουθήσει ο αναγνώστης προκειμένου να δώσει τη δική του οπτική στα γεγονότα. Και προτάσσω εδώ τον ρόλο του αναγνώστη, γιατί εύστοχα ο συγγραφέας καταφέρνει να τον καταστήσει συμμέτοχο στην ιστορία. Με το ενδιαφέρον του να παραμένει αμείωτο από την αρχή ως το τέλος, ανακαλύπτει τις διαφορετικές εκδοχές ενός μυστηρίου, το οποίο κάθε φορά παρουσιάζεται κοντά στη λύση, μια λύση όμως που δεν έρχεται παρά μόνον όταν όλες αυτές οι πιθανότητες εξαντληθούν ως πτυχές μόνον μιας βαθύτερης πραγματικότητας, που υποφώσκει πίσω από τα ορατά σημεία. Μέχρι να έρθει η τελική ανατροπή, το απρόβλεπτο τέλος, στο οποίο θα συμπέσουν και θα ολοκληρωθούν τα τρία μυστήρια της πλοκής. Το πρώτο, και μακρινότερο στον χρόνο, αφορά μια υπόθεση σκοτεινή (για την αστυνομία, όχι για τον αναγνώστη) που έλαβε χώρα είκοσι πέντε χρόνια πριν.

Ένιωσε το στομάχι του να σφίγγει. Έκλεισε τα μάτια κι άρχισε να μετράει δυνατά. Σε κάθε νούμερο, η αναπνοή του γινόταν όλο και πιο κοφτή. Ευχήθηκε όταν θα έφτανε στο δέκα να βρεθεί στο δωμάτιό του. Όλα να ήταν ένα όνειρο, ένα κακό όνειρο. 7… 8… 9… Ένα χέρι ακούμπησε την πλάτη του.
«Δέκα» συμπλήρωσε η φωνή από πίσω του.

Την παρακολουθούμε, όπως παρεμβάλλεται στην τωρινή αφήγηση, γνωρίζοντας αυτά που αγνοεί η αστυνομική έρευνα, χωρίς όμως να υποψιαζόμαστε τον ρόλο που θα διαδραματίσει αυτό το παρελθόν στην υπόθεση που ο αστυνόμος Καπετάνος (σε πρώτη εμφάνιση στην αστυνομική λογοτεχνία) έχει μπροστά του, τη δολοφονία ενός 14χρονου κοριτσιού.

Κοίταξα την φωτογραφία, ένιωσα σαν να ήμουν εκεί, να έβλεπα το πτώμα από κοντά. Ένα κοριτσάκι με βρεγμένα μαλλιά που δίπλωναν πίσω από δύο πεταχτά αυτιά. Φορούσε μόνο τα εσώρουχα. Οι ώμοι της κατάλευκοι, σκελετωμένοι. Το φως από το φλας της σήμανσης, αντανακλούσε μέσα στα μάτια της.

Μετά από εξάμηνη απομάκρυνση από την υπηρεσία, αναγκαστική ύστερα από μια προσωπική του ανάμειξη σε μια ιστορία που και αυτή, ως τρίτη χρονική παράμετρος, μας παρουσιάζεται παρεμβαλλόμενη στην αφήγηση, και στην οποία ο αστυνόμος Καπετάνος νιώθει αδικαίωτος, ένα θύμα που δεν μπορεί να αποδείξει την αλήθεια του, γιατί τα στοιχεία είναι ελλιπή. Και τον πονάνε πολύ.

Παίρνω ανάσα, μπαίνω μέσα. Το νερό είναι ζεστό, με βρέχει ως τη μέση. Πλησιάζω το φόρεμα, απλώνω το χέρι και το αρπάζω, είναι άδειο. Η κόρη μου συνεχίζει να φωνάζει βοήθεια, δεν μπορώ να τη δω. Κρατώ το φόρεμα στο χέρι. Κοιτάζω τα δάχτυλά μου. Ένα κόκκινο υγρό καλύπτει τις παλάμες μου. Αίμα. Κόκκινη στάμπα πάνω στο λευκό ξεφτισμένο ύφασμα. Αίμα. Το νερό τώρα φτάνει ως τον λαιμό μου. Αίμα. Κόκκινο παντού. Γυρνάω το κεφάλι στην ακτή. Ο αδελφός της Ελένης με δείχνει με το δάχτυλο, γελάει. Πυροβολισμός.

Αυτές οι τρεις χρονικές αναφορές θα μπερδευτούν, θα δημιουργήσουν απορίες στον αναγνώστη για το ταυτόχρονο της παρουσίας τους στο βιβλίο. Στο τέλος όμως της ιστορίας θα τον αποζημιώσουν με τον καλύτερο τρόπο, όπως θα συμπέσουν στα σημεία τους για να συμπληρωθεί το παζλ.

Ποιος είναι ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος; Στις αστυνομικές ιστορίες είθισται η κεντρική φιγούρα να είναι ο αστυνόμος που θα ανακαλύψει τα στοιχεία, θα ακολουθήσει τα ίχνη και θα αποκαλύψει την αλήθεια γύρω από τον θύτη και το θύμα ή τα θύματα. Συχνά ο τίτλος της ιστορίας αναδεικνύει ως πρωταγωνιστή τον θύτη. Σπανιότερα το θύμα.

Εδώ, ο Δημήτρης Σίμος με τον τίτλο «Τα βατράχια» στρέφει την προσοχή στο θύμα, που συγκεντρώνει στο δικό του προφίλ συλλήβδην τα ομοειδή πρόσωπα. Έτσι μας κατευθύνει προς μια ιστορία που επικεντρώνει στην περιθωριοποίηση, τον εκφοβισμό που υφίστανται οι διαφορετικοί μέσα σε ένα σύνολο ομοιομορφίας, και αναπόφευκτα στις οδυνηρές συνέπειες που δυνητικά προκύπτουν από μια ανάλογη νοσηρή κατάσταση.
Ωστόσο, διαβάζοντας την ιστορία έρχονται στην επιφάνεια και άλλες εκδοχές πρωταγωνιστών, έτσι που μοιάζει να απομακρύνεται ο φακός από  το θύμα και να εστιάζει σε μια υπόθεση, στην οποία μάλλον ισχυρά πρόσωπα και καθόλου αδύναμα έχουν το τιμόνι στα χέρια και καθοδηγούν τα νήματα εκεί όπου τα προσωπικά τους οφέλη τους περιμένουν. Σωματεμπορία, βρώμικο χρήμα, πολιτική επιβίωση με κάθε τίμημα. Η ποικιλία αυτή των πτυχών μιας υπόθεσης, που αρχικά έμοιαζε μονοσήμαντη, αφήνουν τον βάτραχο της ιστορίας μυθοπλαστικά εκτεθειμένο. Μήπως ήταν μια παράπλευρη απώλεια; Προσωπικά εκτιμώ ότι ο συγγραφέας προβάλλει αυτή την εκδοχή έχοντας ως στόχο να στρέψει την προσοχή του αναγνώστη σε μια κοινωνική περισσότερο πρόσληψη της ιστορίας του, και ίσως μέσω αυτής της επιλογής να προκαλεί να διαβάσουμε όλες τις άλλες εκδοχές. Παράτολμο ίσως; Ενδιαφέρον όμως. Ένα ακόμα βήμα που τοποθετεί τον αποδέκτη του βιβλίου του επίσης στο κέντρο της πλοκής, να ερμηνεύει, να κατατάσσει, να κρίνει και να συμμετέχει με τον νοερό τρόπο του στην ιστορία.

Η αφήγηση γίνεται στο πρώτο πρόσωπο, με τον αστυνόμο Καπετάνο να μας παρουσιάζει τη δική του οπτική για τα πράγματα, ταυτόχρονα να μας δείχνει τις επιπτώσεις που έχει η ανίχνευση της ιστορίας για τον ίδιο, όπως φέρνει σταδιακά στη επιφάνεια τη σχέση με το δικό του παρελθόν. Η τριτοπρόσωπη αφήγηση παρεμβάλλεται, με τη φωνή του παντογνώστη-συγγραφέα, ο οποίος θα μας προσφέρει την παλαιότερη χρονικά ιστορία, αφήνοντας ανοιχτές τις πιθανές συνδέσεις με το σήμερα. Ενδιαφέρουσα η εναλλαγή στα πρόσωπα της αφήγησης. Λίγο πριν το τέλος θα καταστρατηγήσει αυτή την τεχνική και θα μας δώσει με τη μηδενική εστίαση, και όχι με τη φωνή του αστυνόμου, το πιο αποκαλυπτικό σημείο της ιστορίας, αυτό που θα δείξει τις συνδέσεις και θα ανοίξει τον δρόμο για την αποκάλυψη.

Ο αέρας συρρικνώθηκε γύρω του. δεν του έφτανε να αναπνεύσει. Έχωσε το χαρτί στην τσέπη και τότε άκουσε τη φωνή της κόρης του να φωνάζει. Μπερδεύτηκε στα ρούχα. Παραπάτησε. Έτρεξε στο σαλόνι με την καρδιά του έτοιμη να σκάσει.

Θεωρώ πως αυτό δεν έγινε τυχαία. Θέλησε να μας δώσει, από την απόσταση που μυθοπλαστικά δημιουργεί η τριτοπρόσωπη αφήγηση (από τον συγγραφέα-σκηνοθέτη εν προκειμένω), την σύμπτωση του ήρωα με τον αναγνώστη. Θα μας τοποθετήσει στην ίδια θέση ως προς τις αποκαλύψεις και θα κατευθύνει, από τη δική του αθέατη πλην όμως πρωταγωνιστική πια, στη θέα της αλήθειας.
Η φυσιογνωμία του αστυνόμου Καπετάνου, ενδιαφέρουσα σ’ αυτή τη πρώτη επαφή του με το αναγνωστικό κοινό. Πείθει με το προσωπικό του δράμα να βγαίνει κάθε τόσο στην επιφάνεια και να καθορίζει τη στάση του απέναντι στα πρόσωπα του στενού του περιβάλλοντος, αλλά και να κατευθύνει τη δράση του, μια που αυτός ως οδηγός-καπετάνιος (ας μου επιτρέψει ο συγγραφέας το λογοπαίγνιο με το όνομα του ήρωά του) καλείται να βρει την κατάλληλη πορεία πλεύσης. Άλλωστε άλλα λάθη δεν του επιτρέπονται, δίπλα σ’ αυτά που του στοίχισαν την προσωρινή απομάκρυνσή του από τη δράση. Σκέφτομαι ότι η επόμενη παρουσία του αστυνόμου θα πρέπει να προβληματίσει τον συγγραφέα, καθόσον θα έχουν εκλείψει πλέον αυτές οι προσωπικές πτυχές στο προφίλ του ήρωά του. Αυτές, όμως, είναι που στο συγκεκριμένο βιβλίο κάνουν τον ήρωα οικείο και του προσδίδουν αυτή τη μεσογειακή ιδιοσυγκρασία.
Σε κάθε περίπτωση, αυτή η πρώτη αξιοπρόσεκτη εκδοτική παρουσία του Δημήτρη Σίμου δείχνει ότι ίσως πρέπει να δώσουμε περισσότερη προσοχή σε νέες εκδοχές του λόγου, που αλλάζουν ίσως με την ενδιαφέρουσα γραφή τους το σκηνικό που έχουμε συνηθίσει στις υποθέσεις αστυνομικής πλοκής. Όταν η αστυνομική ιστορία επιχειρεί να δώσει τις προεκτάσεις (πολιτικές και κυρίως κοινωνικές) που ανοίγουν τον στενό ορίζοντα μιας απλής υπόθεσης δολοφονίας, αξίζουν να συγκαταριθμηθούν στα λογοτεχνικά έργα, και μάλιστα με ιδιαίτερες αξιώσεις διάκρισης ανάμεσά τους. Όπως η συγκεκριμένη πρόταση γραφής από τον Δημήτρη Σίμο.


Διώνη Δημητριάδου
(η πρώτη δημοσίευση έγινε στο περιοδικό Booktour Μια κριτική προσέγγιση στο αστυνομικό μυθιστόρημα του Δημήτρη Σίμου «Τα βατράχια» από τις εκδόσεις Όστρια

Διαβάστε περισσότερα: http://www.booktourmagazine.com/news/mia-kritiki-proseggisi-sto-astynomiko-mythistorima-toy-dimitri-simoy-ta-vatrachia-apo-tis-ekdoseis-ostria/)

Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2016

"Φόβος"

διήγημα της Δέσποινας Λαλά Κριστ




Η πόρτα τραντάζεται από τα άγρια κτυπήματα.
Τα πατζούρια κροταλίζουν, και τα τζάμια τρίζουν αλλά αντιστέκονται στα γρατζουνίσματα του λύκου, καθώς  προσπαθεί να χωθεί μέσα στο σπίτι. Σκαρφαλώνει το θεριό πάνω στη στέγη και πετά ένα-ένα τα κεραμίδια με πάταγο στο δρόμο και ανοίγει τρύπα να χωθεί μες στο δωμάτιο και το παιδί στην κούνια σπαράζει και θέλει να γλιστρήσει να κρυφτεί από τα μαλλιαρά του χέρια που ήδη το ’χει αδράξει.
Παίζανε ξέγνοιαστα στη γειτονιά: "Λύκε, λύκε είσαι εδώ;" "Ναι", είπε αυτός "παίρνω τη μαγκούρα μου και σας κυνηγώ". Όρμησε το παιδί μέσα στο σπίτι, έκλεισε πίσω του την πόρτα κι αυτός χτυπά, λυσσομανά και κάνει τρύπα στο ταβάνι , χώνει τα μακριά του χέρια και το θυμωμένο του ουρλιαχτό ταράζει τον κόσμο όλο.
"Ξύπνα πια και σταμάτα να κλαις", φωνάζει ο πατέρας και το παιδί ξυπνά σ' αγριεμένη ώρα.
Η σειρήνα του Μαλτσινιώτη διαπερνά τους λεπτούς τοίχους του σπιτιού, βυθίζεται βίαια στις αδύναμές τους σάρκες. Μεμιάς τους σχίζει τη ζωή στα δύο. Πρώτη στιγμή πολέμου και το παιδί κλαίει δυνατά.
Τα χέρια του πατέρα τρέμουν καθώς προσπαθεί να ντύσει το παιδί, και  του παιδιού τα άκρα δε λυγούν. Αυτός αφήνει το ντύσιμο στη μέση, τυλίγει το παιδί σ’ ένα σεντόνι και το περνά κάτω από τη μασχάλη σα σακί.
Ο δρόμος είναι πανικόβλητος. Οι γείτονες αχτένιστοι, μισοντυμένοι, κι όλοι λαχανιασμένοι ψάχνουν μέρος να κρυφτούν. Ένας τρέχει προς το βουνό κι άλλοι τυφλά ακολουθούν για να χωθούν στη ρεματιά και κάτω από τα βράχια.
Ο πατέρας τρέχει προς το υπόγειο της θείας και η μάνα με τον μεγάλο αδελφό ακολουθούν και μερικοί γείτονες ακόμα, και δυο-δυο κατεβαίνουν τα δέκα σκαλοπάτια.
Ένας στενός, υγρός χωματένιος χώρος φωτίζεται από ένα κίτρινο κερί, απομεινάρι Μεγάλης Παρασκευής.
Όλοι κάθονται γύρω γύρω και το παιδί κατάχαμα δίπλα στη μάνα, και πρώτο αυτό βλέπει τον ποντικό. Τρέμει το μικρό το ποντικάκι σαν τη χούφτα του μικρού παιδιού, και τα μάτια τους αγκιστρώνονται στο αίσθημα του τρόμου. Το δεξί πόδι του πατέρα κλεφτά κι αθόρυβα σηκώνεται και πέφτει με δύναμη η βαριά αρβύλα, κι εκείνη την στιγμή βουβάθηκε η σειρήνα.
Σείστηκε το υπόγειο από τις σπασμένες σάρκες και το παιδί ψάχνει για  την αγκιστρωμένη του ματιά στον κόκκινο λεκέ που καταπίνει λαίμαργα το ξερό χώμα του υπογείου.
Χύνεται τρομαχτική σιωπή και μόνο το τρέμουλο ψυχής ακούγεται. Το κερί τρεμοσβήνει και χάνεται το φως και το σώμα του παιδιού ταράζεται στο  βαθύ λυγμό που του ’χε απομείνει. Είναι ο τελευταίος του σπασμός καθώς στριμώχνεται στην αγκαλιά της μάνας. Νιώθει σκληρά τα δάκτυλά της σκληρά  να του ζουλούν την πλάτη. Τραβιέται κι ακουμπάει στον τοίχο μοναχό. Κλείνει τα δόντια και τα χείλη του σφιχτά, ανοίγει τα μάτια διάπλατα και ψάχνει το σκοτάδι.
Δέσποινα Λαλά Κριστ, 
«Παίρνω αμπάριζα και βγαίνω», 
Σύγχρονη Εποχή, 2η έκδοση 1989





Συχνά μια γραφή που προτιμά τον συμβολισμό μπορεί να μιλήσει καθαρότερα, και έτσι να μεταδώσει όλη τη φρίκη του πολέμου, όλη την απόγνωση του ανθρώπου που νιώθει να συνθλίβεται από δυνάμεις ισχυρότερες, και το μόνο που του απομένει είναι να ατενίζει το σκοτάδι που ολοένα καλύπτει τον ορίζοντα.
(σχόλιο: Διώνη Δημητριάδου) 

(οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες είναι της Βούλας Παπαϊωάννου)
Στο λογοτεχνικό blog "Με ανοιχτά βιβλία" 
τρία αποσπάσματα από το μυθιστόρημα της Ρένας Πετροπούλου - Κουντούρη 
"Στο δρόμο με τις πικροδάφνες"








Νοέμβριος  1940
 Ηράκλειο

Όταν γύρισα στο σπίτι μετά την κλινική,  βρήκα τρεις γυναίκες καθισμένες στο σαλόνι. Ο πόλεμος ήταν το μέγα επίκαιρο. Ήτανε ώρα για τις ειδήσεις, το ραδιόφωνο ήταν ανοιχτό. Δάκρυσα ακούγοντας το ανακοινωθέν του Γενικού Στρατηγείου: "Ημέτεραι δυνάμεις προωθούμεναι εντός του εχθρικού εδάφους κατέλαβον δια λόγχης ύψωμα δεσπόζον της Κορυτσάς."

Καμιά τους δεν είχε καταλάβει την άφιξή μου. Η Γαρουφαλλιά  έπλεκε ως συνήθως με σχολαστικότητα -οι βελόνες του πλεξίματος πηγαινοερχόταν ρυθμικά σαν κροτάλισμα τανκ- όταν πήγα πίσω της νυχοπατώντας,  για να της κάνω έκπληξη,  τέλειωνε μια γκρίζα, μάλλινη κάλτσα. Η Λιλή διάβαζε με προσήλωση την πρωινή εφημερίδα, βυθισμένη εξ ολοκλήρου στα νέα της ημέρας, όσο για την γειτόνισσα μας, την Καλλίτσα, αμίλητη και σοβαρή έκοβε με προσοχή ένα ρετάλι μάλλινο ύφασμα για να ράψει μια φούστα. Κι οι τρεις τους  ξαφνιάστηκαν μόλις με είδαν, έπεσαν πάνω μου μ’ αλαλαγμούς χαράς. Μα πιο πολύ ευχαριστήθηκαν σαν είδαν ποιον αναπάντεχο μουσαφίρη τους είχα φέρει.

Ένα μελαχρινό στρατιωτάκι με δίκοχο -τι στρατιωτάκι, λέω, δυο μέτρα άντρας ήταν- πρόβαλε δειλά μ’ ένα σακίδιο στον ώμο. Είχε το δεξί του χέρι μπανταρισμένο και κρεμασμένο απ’ το λαιμό μ’ έναν χοντρό επίδεσμο. Οι γυναίκες τινάχτηκαν όλες απ’ τις καρέκλες τους, βάζοντας τις φωνές στη θέα του Μενέλαου από την Τύλισσο.  Ο στρατιώτης σάστισε. Δεν περίμενε τέτοια υποδοχή. Η Λιλή ρίχτηκε πρώτη πάνω του. Κρεμάστηκε στο λαιμό του. Παιδί μου, αγόρι μου, καλωσόρισες. Τι έπαθες; Ο λόγος για το ξέφρενο πανηγύρι της επιστροφής του στρατιώτη ήταν ότι  ο Μενέλαος υπηρετούσε στην ίδια μονάδα, μαζί με το Λευτέρη μας.

 Είχε κατέβει από το μέτωπο με αναρρωτική άδεια, το δεξί του χέρι ήταν σπασμένο στον καρπό, του το ’χαν επιδέσει πρόχειρα στο οχυρό, με δυο σανίδες και μια μπάλα άχυρο. Οι ανώτεροί του μόλις είδαν ότι χειροτέρευε, αποφάσισαν να φύγει αμέσως για το νοσοκομείο στην Φλώρινα. Οι γιατροί όμως δεν μπόρεσαν να κάνουν τίποτα εκεί,  το σπάσιμο ήταν άσχημο, το χέρι είχε πρηστεί πολύ, ο τραυματίας μούγκριζε απ’ τους πόνους. Αποφάσισαν λοιπόν να τον στείλουν στη Θεσσαλονίκη. Ευτυχώς εκεί όλα πήγαν καλά, το πρόβλημα είχε αντιμετωπιστεί κατάλληλα και τώρα ο Μενέλαος είχε κατέβει στην Κρήτη με αναρρωτική.

Από την ανυπομονησία τυλιχτήκαμε  γύρω του, σαν πολύχρωμο κουβάρι, ζαλίζοντας τον μ’ ένα σωρό ερωτήσεις. Αυτός απ’ τη συγκίνηση έπνιγε με μισόγελα τις απαντήσεις. Οι γυναίκες δεν ήξεραν τι να τον πρωτοκεράσουν. Ρακί, γλυκό μελιτζανάκι, αφράτες αλευρόπιτες… Το τυρί, όπως κι ένα σωρό βασικά τρόφιμα, είχε αρχίσει να σπανίζει. Ο Μενέλαος μπουκωμένος συνέχισε να απαντά στον καταιγισμό των ερωτήσεων. Όλοι μας θέλαμε να μάθουμε τα νέα από το μέτωπο, και κυρίως απ’ την πρώτη γραμμή. Μόλις φτάσαμε στο θέμα του Λευτέρη, ο Μενέλαος πετάχτηκε πάνω αλαφιασμένος. Άνοιξε το σακίδιό του κι έδωσε στη Λιλή ένα φάκελο. Ήταν ένα γράμμα απ’ τον Λευτέρη μας. Ένα πολυπόθητο γράμμα,  που τόσον καιρό περιμέναμε. Μας ζήτησε συγνώμη, γεμάτος ταραχή. Γι’ αυτό τον λόγο είχε έρθει να μας βρει και με τις διαχύσεις μας, κόντεψε να το ξεχάσει. Είχανε συναντηθεί με το γιο μας λίγες ώρες πριν εκείνος φύγει για τη Φλώρινα. Ο Λευτέρης ήταν μια χαρά.

Από την υπερβολική συγκίνηση τα δάχτυλα της Λιλής τρέμανε, τα χαρακτηριστικά του προσώπου της είχαν σκληρύνει. Μου ’δωσε τον φάκελο πίσω για να τον ανοίξω.  Τον έσκισα προσεκτικά μ’ ένα χαρτοκόπτη, έβγαλα το δελτάριο από μέσα και της το έδωσα. Τα μάτια της είχαν βουρκώσει. Δεν έβλεπε τα γράμματα. Μου το ’δωσε ξανά πίσω για να το διαβάσω εγώ. Δεν έμεινε ν’ ακούσει τι έγραφε το παιδί. Αποσύρθηκε στο δωμάτιό της, κι έμεινε εκεί μες στο σκοτάδι, κλαίγοντας μ’ αναφιλητά. Δεν έκανα τίποτα. Την άφησα να ηρεμήσει.

Όταν ξαναβγήκε, ήταν καλύτερα. Είχε συνέλθει. Το χρώμα είχε επιστρέψει στα μάγουλά της, όταν στράφηκε προς την μεριά του επισκέπτη μας και τον κουνούσε για να σηκωθεί. Έλα παιδί μου, μπάνιο τώρα, ζεστό φαΐ και ύπνο. Πρέπει να ξεκουραστείς, να πάρεις δυνάμεις.
Όταν ξαπλώσαμε μετά το φαγητό, για να πάρουμε το μεσημεριανό μας υπνάκο, διαβάσαμε μαζί το γράμμα του γιου μας.

Αγαπητέ πατέρα, σεβαστή και πολυαγαπημένη μου μητέρα,

 Σας γράφω από ένα άθλιο χωριό, εδώ πάνω στην Αλβανία. Σήμερα βρέθηκα μόλις ένα βήμα πριν από το θάνατο. Μια σφαίρα πέρασε ξυστά από το μάγουλό μου και πέτυχε κατακούτελα τον στρατιώτη πίσω μου. Ο πανικός με παρέλυσε για μια στιγμή, έμεινα μετέωρος στην γοητεία του ίδιου μου του τρόμου κι ύστερα λες κι ένα χάσμα κυρίεψε τη συνείδησή μου, άρχισα να πυροβολώ φρενιασμένα δεξιά αριστερά, χωρίς να στοχεύω, να σημαδεύω, δίχως καν να κοιτάζω πού ή ποιον πυροβολούσα. Φώναζα, βλαστημούσα, ανίκανος να συγκρατηθώ, να λογικευτώ, γύρω μου σφύριζαν οι σφαίρες, φούντωναν φωτιές κι ο κόσμος όλος τιναζόταν σε χίλια κομμάτια με κατακλυσμιαίο πάταγο. Με τύλιξε η ζέστη, ο καπνός, δεν θυμάμαι πόση ώρα κράτησε όλο αυτό, ούτε γιατί το έκανα, ήταν ίσως ένα ξέσπασμα, τα νεύρα όλων μας εδώ πάνω, κρατιούνται από μια κλωστή. Θυμάμαι μόνο το θαύμα που ήμουν ζωντανός, την έκλυση της αδρεναλίνης και τον πόνο σ’ όλο μου το κορμί, που έκανε λιώμα τα κόκαλά μου, βυθίζοντας με τελικά σ’ ένα μαύρο κενό.
Ο διμοιρίτης μου πάντως και οι άλλοι αξιωματικοί, μου φέρονται σα να είμαι υπαξιωματικός. Δεν έχω παράπονο. Δεν θέλω να σας τρομάξω, σε γενικές γραμμές είμαι καλά, το αυτό επιθυμώ και δι' εσάς. Μου λείπετε πολύ κι εσείς και το νησί μας, μα να κάνετε υπομονή. 
Υπερασπιζόμαστε μέχρις εσχάτων την Πατρίδα. Κανείς εχθρός δεν θα την υποτάξει, όλοι μας άλλωστε εδώ πάνω γι’ αυτό πολεμούμε. Δεν είναι εύκολο να σας γράφω, θα προσπαθήσω όμως να σας ενημερώνω όσο πιο συχνά μου επιτρέπεται.
Γράψτε μου σας παρακαλώ τα νέα σας. Οι επιστολές σας μου είναι πολύτιμες. Τον τομέα μου τον γνωρίζετε.

Σας ασπάζομαι θερμά,
ο υιός  σας
Λευτέρης.

Υ.Σ. Σας στέλνω τούτο το γράμμα με τον Μενέλαο. Σίγουρα θα φτάσει πιο γρήγορα, απ’ ό,τι με το ταχυδρομείο. Μητέρα, θα γυρίσω. Να το θυμάσαι . Κάνω ό,τι μπορώ για να εκπληρώσω την υπόσχεση που σου ’δωσα.






15 Φεβρουαρίου  1941
 Αλβανικό μέτωπο - Διάβαση Μετσγκόρανι

Λευτέρης

Γνωρίζω τη βία, είναι ένα ξετρελαμένο θηρίο. Δεν μπορείς να το λογικέψεις, πρέπει να προσπαθήσεις να το ξεγελάσεις. Ζηλεύω τους πιλότους, εκεί πάνω χάνεσαι πιο εύκολα, σχεδόν δεν το καταλαβαίνεις, πέφτεις σαν πέτρα ή τινάζεσαι σ’ ένα εκατομμύριο κομμάτια στον αέρα, δίχως να προλάβεις καν να προσευχηθείς. Πριν δυο μέρες η Μεραρχία Κρητών στην οποία υπηρετώ ανανέωσε τις επιθετικές ενέργειες. Επιτεθήκαμε βορειοδυτικά του όρους Τρεμπεσίνα και για άλλη μια φορά απωθήσαμε τους Ιταλούς. Σήμερα καταλάβαμε τη διάβαση Μετσγκόρανι και το όρος Σεντέλι. Αλλά πολύ φοβάμαι ότι θα πρέπει να διακόψουμε ξανά, λόγω των πυκνών χιονοπτώσεων.

Είμαστε δεμένοι εδώ, ένα σώμα, μια ψυχή, οι σύντροφοί μου είναι φίλοι μου, αδελφοί μου, όλοι ενωμένοι είμαστε στην ίδια απελπισμένη αδελφότητα. Εδώ όλα είναι ή άσπρα ή μαύρα, δεν έχει μισά χρώματα. Ή σκοτώνεις ή πεθαίνεις. Είμαστε όλοι υποψήφιοι για ήρωες, πρέπει να αποδεικνύουμε καθημερινά πως είμαστε άντρες, πολεμιστές, αντιστεκόμαστε, αντέχουμε τον πόνο και την έλλειψη ανθρώπινων συνθηκών διαβίωσης. Ποτέ δεν παραπονιόμαστε, σκοτώνουμε μόνο αδιάκοπα, σφίγγουμε τα δόντια και δεν σκεφτόμαστε. Μην επαληθεύεις, υπάκουσε, γι’ αυτό μας εκπαίδευσαν με κλωτσιές, προσβολές και ταπεινώσεις. Σ’ αυτό το τραγικό θέατρο της βίας είμαστε απλά μηχανές εξόντωσης στην υπηρεσία της Πατρίδας.

Χθες μας ανατέθηκε μια δύσκολη αποστολή, ο αξιωματικός επικεφαλής της διμοιρίας ήταν καινούριος, κάποια στιγμή βρεθήκαμε κυκλωμένοι. Άρχισε το πυρ, έπεσαν τραυματισμένοι πέντε στρατιώτες μας εν ριπή οφθαλμού, ο αξιωματικός λιποψύχησε, διέταξε υποχώρηση, δίχως να πάρουμε τους πληγωμένους. Κοίτα τι κερατάς, τι ηλίθιος Θεέ μου, πώς θα τους αφήναμε εκεί, φαντάστηκα να ήμουν εγώ στη θέση τους πληγωμένος, κι ενώ θα μπορούσα να σωθώ,  να μ’ άφηναν εκεί οι σύντροφοί μου αβοήθητο, επειδή ένας βλάκας δεν είχε τα κότσια να πολεμήσει. Προσπάθησα να του εξηγήσω αλλά αυτός τίποτα.

Σαν υστερικός, έβγαλε το πιστόλι του και μας απείλησε, φώναζε κουνούσε τα χέρια του. Είχε τρελαθεί. Από φόβο.  Δεν περιμέναμε να ηρεμήσει, δεν είχαμε καιρό, ο Σωτήρης Δαλάσκας σήκωσε το όπλο και του ’ριξε εξ επαφής. Ο αξιωματικός -ένα παιδαρέλι σχεδόν αμούστακο που μας έκανε τον καμπόσο- έπεσε χωρίς να το καταλάβει. Οι υπόλοιποι παγώσαμε, δεν το περιμέναμε, μέσα μας όμως το κατευχαριστηθήκαμε.

Πολεμήσαμε υποχωρώντας, κουβαλώντας στους ώμους τους δικούς μας, όπως είναι σωστό να γίνεται. Τους σώσαμε όλους,  εκτός από έναν που δεν είχε γυρισμό. Καημένο παλικάρι, ο Κίτσος ήταν,  ο Ηπειρώτης, νιόπαντρος ο δύσμοιρος, ακόμα θυμάμαι τη φωτογραφία του γάμου του που μας την έδειχνε τις ώρες του συσσιτίου, ήταν περήφανος και πολύ ερωτευμένος με την γυναίκα του, η Κατερίνα, η καρδερίνα μου την αποκαλούσε, κάθε φορά. Πριν να φυλάξει τη φωτογραφία στην εσωτερική τσέπη της χλαίνης του, την φίλαγε τουλάχιστον δέκα φορές. Εικόνισμα, την είχε. Αμαρτία τέτοια αγάπη να κόβεται στα δυο… Μη μ’ αφήνετε ζωντανό εδώ πάνω, παρακαλούσε  μουγκρίζοντας απ’ τους πόνους πνιγμένος στο αίμα του. Το ένα του πόδι είχε ξεριζωθεί από το ισχίο. Πέστε… συγγνώμη  στη …γυ… ναίκα μου, δεν ή… θελα… προσπαθούσε να μιλήσει, μα ξερνούσε συνεχώς αίμα, Θεέ μου πώς έσφιγγε τη φωτογραφία καταματωμένη, η Κατερίνα, η καρδερίνα του, φορούσε τώρα κόκκινο νυφικό. Δεν περίμενα να τελειώσει, δεν το άντεχα, αναγκάστηκα να του ρίξω μια στον κρόταφο, ο Θεός να με συγχωρέσει,…  καταραμένος, ηλίθιος αυτός ο πόλεμος.




Γιατρός

Άξιζαν όλα αυτά που πέρασα για να γίνω γιατρός. Οι λευκές νύχτες, το παθιασμένο διάβασμα στην Αθήνα και το Παρίσι, οι μήνες που έτρωγα ξερό ψωμί, δυο τρία, άθλια συνήθως, φρούτα και τη σούπα του συσσιτίου για τους φτωχούς, η αγωνία των πρώτων αρρώστων, η βοήθεια στους χολερικούς κι ο κίνδυνος που συνόδευε την εκάστοτε εξέτασή τους, το νοσοκομείο για παιδιά στη Λυών, οι φυματικοί αργότερα, τα κρυοπαγήματα πολύ πρόσφατα των γενναίων στρατιωτών μας στη γειτονική Αλβανία…
Ακούραστος, αδάμαστος, με στόχο κι όραμα. Πάντα μ’ ένα νυστέρι στο χέρι και την καρδιά μου ποτισμένη με άφατη συμπόνια για τον ανθρώπινο πόνο.

Θυμάμαι ξαφνικά την πέργκολα στον κήπο μας, το άρωμα από τις αναρριχώμενες τριανταφυλλιές τον Μάη, τις Άγιες μέρες του Πάσχα στην πατρίδα έπειτα από τόσα χρόνια ξενιτιάς. Ήμουν στα δεκαεφτά σαν έφυγα απ’ τον τόπο μου. Κουβάλαγα μόνο ένα μικρό βαλιτσάκι με τα απολύτως απαραίτητα και την ευχή της μάνας μου.
Άλλη εικόνα , άλλο πλάνο έρχεται να διεκδικήσει την προσοχή των ματιών του νου μου. Οι φωνές αντηχούν τρομαγμένες, βαριές στον μεγάλο μας κήπο. Το μαγεμένο, ανοιξιάτικο σούρουπο καθυστερεί όλο και περισσότερο να παραδώσει το πνεύμα στο αδηφάγο σκοτάδι. Πάλι μυρίζω τριαντάφυλλα. Το βαρύ μεθυστικό τους άρωμα ποτίζει τα πάντα γύρω, μέχρι τα κρινένια ακροδάχτυλα της γυναίκας μου. Κάτω απ’ την πέργκολα η Λιλή παραγγέλνει  στη Γαρουφαλλιά να σερβίρει το δείπνο.

Στριφογυρίζει σκυθρωπή, ο Λευτέρης την κοιτά ακουμπισμένος στην πόρτα. Λεία και στιλπνά τα σκούρα μαλλιά του, τα έχει χτενισμένα προς τα πίσω, χωρίς να ξεφεύγει ούτε τρίχα. Τα μάτια του, δυο φωτεινοί, γαλαζοπράσινοι, γυάλινοι βόλοι, οι γυριστές, πυκνές του βλεφαρίδες αγγίζουν σχεδόν τα φρύδια. Η επιδερμίδα του προσώπου του, είναι τόσο λεία και χλομή, σαν της μητέρας του. Στη σκέψη και μόνο να την αγγίξεις, σου ’ρχεται στο μυαλό η αίσθηση του κρύου. Άψογο και το φρεσκοσιδερωμένο λευκό του πουκάμισο. Η Λιλή κοιτά πικραμένη το αγόρι το λατρεμένο, το μοναχοπαίδι μας. Μ’ όλη της την καρδιά θα ήθελε να μην έχει συμβεί τίποτα. Μισεί τον πόλεμο, σιχαίνεται τον ενθουσιασμό του μοναχογιού μας, που είναι μόνο είκοσι χρονών και θέλει να φύγει για το μέτωπο. Εκείνον πάλι δεν τον πτοεί τίποτα. Ούτε τα δάκρυα και τα παρακάλια της μάνας του, ούτε οι ψόφιες μου κουβέντες μπροστά της, δήθεν για να τον πείσω να μείνει.

Είμαι τόσο περήφανος γι' αυτόν. Ο γιος μου είναι παλικάρι. Το λέει η ψυχή του.  Άλλωστε έχει καθήκον να πολεμήσει για την πατρίδα. Όλοι μας έχουμε. Κι ο καθένας μας πολεμάει με τον τρόπο του. Ο γιος μου με το όπλο, η Γαρουφαλλιά με τις βελόνες του πλεξίματος - πλέκει κάλτσες για τους στρατιώτες- η αδερφή μου η Έλλη, με την στολή του Ερυθρού Σταυρού -μόλις ξέσπασε ο πόλεμος έγινε νοσοκόμα- η Άννα, ο Στράτος,  οι αντάρτες με την ψυχή και το σώμα τους, εγώ με το νυστέρι… Η Γαρουφαλλιά έχει έναν αδελφό που πολεμάει στην Αλβανία. Καταλαβαίνει την αγωνία της κυράς της. Καταλαβαίνει τόσο καλά, που η καρδιά της κοντεύει να σπάσει. Για να μην κλάψει, δαγκώνει τα χείλη της και φεύγει τρέχοντας δήθεν για να πλύνει τα πιάτα.

Ο Λευτέρης μας έφυγε για το μέτωπο. Από τότε σπάνια έχουμε γράμμα του. Η γυναίκα μου από εκείνη τη μέρα έχει μαραζώσει. Αρνείται να δεχτεί ότι ο γιος της είναι ένας ακόμα απ’ τους χιλιάδες στρατιώτες που καλούνται να πολεμήσουν για την πατρίδα τους. Το έχουμε συζητήσει άπειρες φορές. Δεν θέλει να το καταλάβει. Η Λιλή ζει σ’ ένα δικό της σύμπαν, όπου όλα είναι βυθισμένα σε νωχέλεια, περιστρέφονται συνεχώς σ’ ένα  ονειρικό κόσμο,  εντελώς έξω απ’ την ζοφερή πραγματικότητα. Προσπαθώ να την ξυπνήσω, να την κάνω να συνέλθει από τον λήθαργο. Γιατί ο πόλεμος μόλις πριν λίγους μήνες άρχισε. Και φαίνεται πως θα βαστήξει πολύ.

Ρένα Πετροπούλου - Κουντούρη, "Στο δρόμο με τις πικροδάφνες", Εμπειρία Εκδοτική

 «Ο δρόμος με τις πικροδάφνες» της Ρένας Πετροπούλου – Κουντούρη είναι ένα μυθιστόρημα που πατάει γερά την πλοκή του πάνω στην ιστορία του τόπου από το 1930 ως το 1944, αποτελώντας ταυτόχρονα τη μοναδική ως τώρα μυθιστορηματική αφήγηση της μάχης της Κρήτης. Είναι γνώρισμα της ικανότητας ενός συγγραφέα, το να καταφέρνει να πλέκει τόσο αρμονικά τη μυθοπλασία με την αλήθεια των γεγονότων. Και εδώ έχουμε μια γερή πένα που επιχειρεί σ’ αυτό το μυθιστόρημα την πρωτοπρόσωπη αφήγηση με την εναλλαγή των προσώπων, που διαδέχονται το ένα το άλλο, προκειμένου να μας δώσει τη δική του οπτική το καθένα, στοχεύοντας έτσι την αληθοφάνεια της ιστορίας. Αυτή η τεχνική της αφήγησης μαζί με την ικανότητα να ψυχογραφεί τους χαρακτήρες της ως τα όρια που επιτρέπει η λογοτεχνία, καθιστούν τη Ρένα Πετροπούλου – Κουντούρη μια συγγραφέα που δικαίως ξεχωρίζει ανάμεσα σε όσους προτιμούν τη μεγάλη αφήγηση, δηλαδή το μυθιστόρημα. Το συγκεκριμένο βιβλίο (μετά από οκτώ χιλιάδες αντίτυπα που εκδόθηκαν) είναι πια εξαντλημένο. Ευχής έργο θα ήταν να φθάσει σε μια επανέκδοση. 
(για το σχόλιο: Διώνη Δημητριάδου)








"Εις μνήμην... "


αφήγημα της Σαβίνας Μαντζαβινάτου

Ληξούρι, φωτογραφία εποχής


Ο μπάρμπα Πέτρος ο Χαράρας ζούσε στο Ληξούρι της Κεφαλλονιάς. Χαράρας ήταν το παρατσούκλι του, γιατί έδινε σε όλο τον κόσμο χαρά και αγάπη. Ήταν αγνός και καθαρός σαν το γάργαρο νερό, δεν είχε πειράξει ούτε κουνούπι.
Έρχεται ο Άρχοντας, φώναζαν σαν τον έβλεπαν να κατεβαίνει στο μαρκάτο*. Άρχοντας όχι στην τσέπη, μα στην καρδιά. Δεν ήταν πλούσιος, μα διατηρούσε αρκετά κτήματα που έφταναν για να ζει με την οικογένειά του -τέσσερα παιδιά και τη γυναίκα του- και να προστρέχει για βοήθεια όπου υπήρχε χρεία.

Ώσπου ήρθε ο πόλεμος του ’40. Πήρε την οικογένειά του και πήγαν για να ζήσουν στα κτήματα, που είχε ένα αγροτικό σπίτι και αποθήκες για τα σιτηρά. Το σπίτι διέθετε και ένα υπόγειο, όπου φύλαξε το αλεύρι του και άλλα καλούδια που του είχε δώσει η γη. Περίμενε την κατοχή που ήταν σίγουρος πως θα ’ρθει. Νύχτα έπαιρνε το γαϊδουράκι του και κρυφά πήγαινε σε σπίτια που ήξερε ότι πεινούσαν οι φαμίλιες τους.

Σαν ήρθαν οι Γερμανοί στο νησί, τα πράγματα σκλήρυναν. Οι πραμάτειες του λιγόστεψαν, μα πάντα είχε μια κρυψώνα που κανείς δεν μπορούσε να τη βρει και ποτέ δεν πείνασαν τα παιδιά του, ούτε και οι σέμπροι* του, που περιστοίχιζαν με τις καλύβες τους το αφεντικό. 


Μια νύχτα, βαρυχειμωνιά, άκουσε κρότο στην πόρτα και με φόβο πήγε να ανοίξει. Τρομαγμένος είδε ένα Γερμανό στρατιώτη, μες στα αίματα, ημιθανή, και τον τράβηξε μέσα στην κάμαρη. Ο στρατιώτης, που ήταν Αυστριακός, με τα λίγα ελληνικά του τον παρακάλεσε να μην τον καταδώσει. Ήταν φυγάς… Ο μπάρμπα Πέτρος και η γυναίκα του τον κράτησαν στο σπιτάκι ενός σέμπρου, ώσπου τον έκαναν καλά, και κρυφά τον φυγάδευσαν στην κορυφή ενός χωριού που δεν πάτησε ποτέ ο κατακτητής. Μετά από πολλούς μήνες, όταν τελείωσε ο πόλεμος, του ήρθε ειδοποίηση από το ταχυδρομείο ότι έχει δέμα. Πήγε και τον περίμενε ένα μπαούλο γεμάτο με κουβέρτες, πλεκτά τραπεζομάντιλα και ρούχα, γυναικεία και αντρικά. Σε ένα σημείωμα διάβασε στα ελληνικά: Μου έσωσες τη ζωή, δέξου ένα ευχαριστώ, ανάξιο της προσφοράς σου.
Ο πόλεμος είχε τελειώσει, μα άρχισε ο χειρότερος, ο εμφύλιος. Ο μπάρμπα Πέτρος είχε από πάππου προς πάππου μιαν ιδεολογία, ήταν δεξιός. Στην καρδιά του, όμως, ήταν όλοι οι άνθρωποι ίδιοι. Οι αντάρτες συγχωριανοί του ποτέ δεν τον πείραξαν, μα και αυτός είχε ανοιχτή την αποθήκη του και πριν ανέβουν στο βουνό τούς προμήθευε ό,τι μπορούσε.
Δεν τους φοβόταν, όπως έλεγαν οι κακές γλώσσες, έκανε το καθήκον του σαν άνθρωπος, όπως το έκανε και με τους δεξιούς, που τάιζε τα παιδιά τους κρυφά στη γειτονιά.
Κάποια μέρα έφτασαν στο νησί και οι ταγματασφαλίτες. Απαγόρεψαν στους ντόπιους να κυκλοφορούν το βράδυ πέραν κάποιας ώρας.
Για κακή τύχη του Πέτρου, καθώς γύριζε από το κτήμα στο σπίτι του με το κάρο, που το έσερνε το άλογό του, σπάει η ρόδα και κατέβηκε να τη μαστορέψει πρόχειρα, ίσαμε να τον πάει στο σπίτι. Η ώρα της κυκλοφορίας είχε περάσει και τον τσάκωσαν οι ταγματασφαλίτες.Τον αρπάζουν από το λαιμό και πού σε πονεί και πού σε σφάζει. Του ’δωσαν τόσο ξύλο, όσο θα είχαν φάει από τους πατεράδες τους, γιατί αλλιώς δεν εξηγείται τέτοια βαναυσότητα. Ματωμένο και σκεβρωμένο τον πήγαν στους χωροφυλάκους.
Μα αυτοί δεν τόλμησαν να τον πειράξουν. Του έπλυναν τις πληγές και τον πήγαν οι ίδιοι στο σπίτι του, στον κάμπο. Ο μπάρμπα Πέτρος μετά από αυτό το περιστατικό δεν άλλαξε ιδεολογία, αλλά δεν άλλαξε και στάση ζωής ίσαμε το τέλος του πολέμου.
Γίνηκε για το Ληξούρι κάτι σαν άγιος και όλοι έπιναν νερό στο όνομά του. Αυτή η λατρεία κρατάει ίσαμε τώρα.
* μαρκάτο = αγορά
* σέμπροι= εργάτες

(Σημείωση: Ο μπάρμπα Πέτρος ήταν ο παππούς μου, ο πατέρας της μητέρας μου. Έχω την ευχή του και δεν φοβάμαι τίποτα, μόνο την ανθρώπινη κακία.)


Σαβίνα Μαντζαβινάτου
(Καθηγήτρια φιλόλογος, υπηρέτησε 28 χρόνια στη Δημόσια εκπαίδευση. Σπούδασε κλασικό χορό και δίδαξε στη σχολή της Ρούλας Παπαδημητρίου πριν διοριστεί. Έχει εκδώσει δύο βιβλία: ποίηση "ο άνθρωπος το κράμα", εκδόσεις Γραμμικόν  και ένα βοήθημα για τα Νέα Ελληνικά 1ης Γυμνασίου, εκδόσεις Εκδοτικές τομές, Ορόσημο. Συμμετείχε στην ομάδα σύνταξης του περιοδικού "Η εν λόγω Τέχνη", με άρθρα λογοτεχνικού χαρακτήρα.)

Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2016

δύο σκέψεις και δύο ποιήματα 
από την Αρσινόη Βήτα (Αγγελική Γιαννοπούλου)

"οι λέξεις μας ο κόσμος μας"



Οι λέξεις μας, ο υπέροχος, ο θαυμάσιος κόσμος μας. Ιχνηλατώ τις λέξεις και τις σιωπές.

Υπάρχουν λέξεις που γεφυρώνουν, ισορροπούν μοναδικά τις αντιθέσεις, που υφαίνουν προσδοκίες, ελπίδες, χαρά. Κι εκείνες που γκρεμίζουν, ισοπεδώνουν, ψεύδη ανυπόφορα, απελπισία, λύπη. Κάπου εκεί κρυμμένες στην άκρη των χειλιών οι σιωπές έτοιμες να εκραγούν, να δονήσουν, να συνεπάρουν, ή σαν την παλίρροια να παρασύρουν στο βυθό της ψυχής ό,τι θα ματαιώσει μια τρυφερή αγκαλιά, ένα χαμόγελο, ένα λυτρωτικό χάδι, ένα δειλό άγγιγμα.
Λέξεις ανείπωτες που περιμένουν υπομονετικά την κατάλληλη στιγμή να σκορπίσουν το πολύτιμο άρωμά τους, να δροσίσουν σαν πρωινό καλοκαιρινό αεράκι φλέγουσες ψυχές.
Έμαθα να διαλέγω λέξεις που καλύπτουν ρωγμές, που επουλώνουν πληγές, που εξοβελίζουν την αδιαφορία, τον εγωισμό, την σκληρότητα, που είναι ειλικρινείς, πλήρεις ζεστασιάς όμορφων αισθημάτων... αναγκαίων σε μια κούφια, ασύστολα κραυγάζουσα, υποκριτική, κενόδοξη, μισαλλόδοξη εποχή.
"Η λέξη με είχε
με βρήκε
με είπε.
Κι εγώ
μονάχα «ευχαριστώ».
Στη λέξη
μια λέξη.
Ο κόσμος"
Γ. Ρίτσος



"οι παρτιτούρες της Σιωπής"



Ό,τι στη ζωή μας πραγματώνεται, μέσα από μια διαδικασία σκέψεων, μέσα από έναν εσωτερικό διάλογο πραγματώνεται. Στη σιωπή ευδοκιμεί αυτός ο διάλογος. Ιχνηλατώντας τη σιωπή πέρα και μακριά από τους εκκωφαντικούς, παράταιρους ήχους ανθρώπων που επιζητούν με αυτό τον τρόπο να επικοινωνήσουν, ανακαλύπτουμε τον υπέροχο κόσμο του μέτρου. Η σιωπή είναι το μέτρο του λόγου μας. Είναι το μυστικό να ακούγεται, να νοηματοδοτείται ο λόγος. Αν δεν υπάρχει όλα καταρρέουν, τα λεγόμενα δεν ακούγονται καν. Για να επικοινωνήσουμε χρειάζεται να σιωπούμε, όταν δεν έχουμε κάτι να προσθέσουμε. Η σιωπή δυναμώνει τη φωνή μας όταν τη χρειαστούμε… και φωνάζει πιο δυνατά από οτιδήποτε άλλο.
Λένε πως υπάρχουν στους μεγάλους μουσικούς ''οι παρτιτούρες της σιωπής''. Κι είναι ισάξιες με τις κανονικές παρτιτούρες. Οι σιωπές κρύβονται κάτω από την κανονική παρτιτούρα με τις νότες του κάθε συνθέτη. Αν δεν ανακαλύψουμε τις σιωπές του, δεν πρόκειται ποτέ να ερμηνεύσουμε σωστά τις νότες του, τις παρτιτούρες του, να απολαύσουμε τη μελωδία...
Συχνά γινόμαστε σπάταλοι στα λόγια για να αποφύγουμε την ουσιαστική συνάντηση με τον εαυτό μας, το «βύθισμα» στην ουσία. Όσο αυτό συμβαίνει τόσο απομακρυνόμαστε από την ύπαρξή μας, από την πολύτιμη αυτογνωσία. Υπερισχύει η επιφάνεια, το Φαίνεσθαι. Χάνεται η εσωτερικότητα, το Είναι.
Γύρω μας όλοι μιλούν για τον εσωτερικό τους κόσμο. Αυτός ο κόσμος παραμένει άγνωστος και ξένος. Φτιαγμένος με πολύτιμες ύλες την ψυχή και το μυαλό παραμένει αναξιοποίητος αν δεν εντρυφήσουμε, δε διαβούμε τις κορφές και τα βάθη του, τις όχθες, τις θάλασσες, το φως του, τη σκοτεινιά του. Σιωπώντας τον ανακαλύπτουμε. Έπειτα με προσοχή, με αυτοσυνειδησία θέτουμε στόχους για την καλυτέρευσή του, την καλλιέργειά του. Αλλιώς σπαταλιόμαστε στο εφήμερο, το πεπερασμένο, το μάταιο.
Κουράστηκαν τα μάτια μας από τα αληθοφανή ψεύδη, κουράστηκαν τα αυτιά μας από τις κραυγές. Καιρός για ουσία. Καιρός για εσωτερικό διάλογο διανθισμένο από τις πολύτιμες σιωπές που γίνονται εφαλτήριο για πράξεις ηρωικές, αντάξιες της ανθρώπινης και συνάμα θεϊκής οντότητάς μας.


"παραθαλάσσια νοσταλγία"



Ο δικός μου τόπος

στην άκρη της θάλασσας,
άμπωτη και παλίρροια
στα όνειρα,
ίχνη πραγματικότητας
στην άμμο.
Λιγοστό το φεγγάρι
στα μαλλιά σου,
σπονδή
στη νοσταλγία
το δάκρυ μιας νύχτας,
έφυγες.

"έκκληση"



Λέξεις ανέγγιχτες
στο βάθος του μυαλού
αδημονούν
το δάκρυ της ψυχής
το καθαρό νερό της μνημοσύνης
να πιούν
να ξεδιψάσουν.
Σκέψεις ναυαγοί
στο πολύ του κόσμου
το κουράγιο
την τόλμη
ζητούν
απ’ το σκοτάδι
να σωθούν.
Κι ο χρόνος
ψιθύρισα
βραχύς.
Όνειρο κι ελπίδα
σιωπηλή μου ποίηση
ας μη χαθείς.

Αρσινόη Βήτα (Αγγελική Γιαννοπούλου)

οι φωτογραφίες είναι του Nathan Wirth