Σάββατο 29 Απριλίου 2023

ΝΕΕΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΕΣ "Κόκκινο έσταζαν οι λέξεις", για το έργο του Γιώργου Δουατζή, από τις εκδόσεις Στίξις, σε επιμέλεια και εισαγωγή του Γιώργου Ρούσκα, με 15 κείμενα ποιητών, λογοτεχνών και κριτικών λογοτεχνίας.




Μόλις κυκλοφόρησε ο τόμος

"Κόκκινο έσταζαν οι λέξεις"

για το έργο του Γιώργου Δουατζή

από τις εκδόσεις Στίξις

σε επιμέλεια και εισαγωγή του Γιώργου Ρούσκα

με 15 κείμενα ποιητών, λογοτεχνών και κριτικών λογοτεχνίας

Εξαιρετικά όλα τα κείμενα, παρουσιάζουν από διαφορετικές οπτικές γωνίες το σημαντικό έργο του ποιητή Γιώργου Δουατζή, αναδεικνύοντας την ταυτότητα του ποιητικού του λόγου, την κοινωνική, πολιτική, στοχαστική ματιά του.

Συγγραφείς: Δάφνη Μαρία Γκυ-Βουβάλη, Κατερίνα Δασκαλάκη, Διώνη Δημητριάδου, Ευσταθία Δήμου, Νικόλας Ευαντινός, Αλεξία Καλογεροπούλου, Έφη Καλογεροπούλου, Παρασκευή Κοψιδά-Βρεττού, Kώστας Α. Kρεμμύδας, Κωνσταντίνος Μπούρας, Τζίνα Ξυνογιαννακοπούλου, Μάρθα Παπαδοπούλου, Δημήτρης Παπακωνσταντίνου, Σταύρος Σταμπόγλης, Δήμος Χλωπτσιούδης.

Αναμνήσεις ενός κοριτσιού Annie Ernaux μετάφραση: Ρίτα Κολαΐτη εκδόσεις Μεταίχμιο η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

 

Αναμνήσεις ενός κοριτσιού

Annie Ernaux

μετάφραση: Ρίτα Κολαΐτη

εκδόσεις Μεταίχμιο

η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

Annie Ernaux: «Αναμνήσεις ενός κοριτσιού» (diastixo.gr)

 


«Πάντα υπήρχαν φράσεις στο ημερολόγιό μου, αναφορές στο “κορίτσι του Σ”, στο “κορίτσι του 58”. Από τα είκοσί μου σημειώνω «58» στα διάφορα προσχέδια βιβλίων μου. Είναι το κείμενο που λείπει πάντα, που μετατίθεται πάντα γι’ αργότερα. Το άφατο κενό». Ξεκάθαρη στα λόγια αυτά η επίδραση που άφησε ένα γεγονός του 1958 τόσο μακρινό, όταν η Ανί Ερνό ήταν μόλις δεκαοκτώ χρονών, ένα άβγαλτο κοριτσόπουλο, χωρίς καμία απολύτως εμπειρία ερωτική, που ξεμύτιζε από το συντηρητικό και ασφαλές οικογενειακό περιβάλλον, έτοιμη να γνωρίσει τα πάντα και με όποιο κόστος. Με τις Αναμνήσεις ενός κοριτσιού, η Ερνό τολμά να αντικρίσει γραμμένα όσα έζησε, όσα ένιωσε, όσα είχαν το δικό τους μερίδιο όχι μόνο στην προσωπική της ζωή αλλά και στο συγγραφικό της έργο. Ένα έργο που δύσκολα θα χαρακτηριζόταν μυθιστόρημα με τα τυπικά γνωρίσματα του είδους, ωστόσο αποτελεί από μόνο του μια κατηγορία που αγγίζει τόσο τη μυθοπλασία όσο και την αυτοβιογραφία, χωρίς να είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο. Ιδιαίτερη γραφή που δικαίως αναγνωρίστηκε και βραβεύθηκε με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 2022. Ό,τι γράφει η Ερνό αφορά ως αρχικό κίνητρο τη δική της ζωή, όμως με τον εξαιρετικό τρόπο της το διαμορφώνει έτσι που να εκβάλλει στις ζωές όλων μας, ταυτόχρονα ως ιδιωτικός βίος, στον οποίο μας επιτρέπει την παρείσφρηση, αλλά και ως κοινωνικό σχόλιο που αφορά και αγκαλιάζει ομοειδείς περιπτώσεις, αποτελώντας μια καταγραφή εποχής, με γεγονότα, πρόσωπα, ατμόσφαιρα και νοοτροπίες. Όσο, επομένως, διαφέρει ως μορφή από την κλασική μυθοπλασία, τόσο την προσεγγίζει ως ουσιαστικό περιεχόμενο.

Οι Αναμνήσεις ενός κοριτσιού, αποτέλεσμα μιας μακρόχρονης επαφής μα και απόστασης, απόφασης μα και αναβολής («αρνιόμουν το άλγος της μορφής», θα πει), γράφονται και σκίζονται για να δουν τελικά το φως της έκδοσης το 2016, όταν η Ερνό ήταν ήδη εβδομήντα έξι χρονών. Τώρα στην ελληνική έκδοση από το Μεταίχμιο, σε μετάφραση άριστη από τη Ρίτα Κολαΐτη, που πολύ καλά γνωρίζει το έργο της Ερνό αλλά και την ίδια.

Το πλέον ενδιαφέρον είναι πως οι Αναμνήσεις γράφονται σε τρία επίπεδα. Το πρώτο αφορά τη μνήμη που τίθεται σε λειτουργία τόσα χρόνια μετά το γεγονός, με τον κίνδυνο φυσικά να αλλοιώνονται τα πραγματικά στοιχεία από τις «επιχωματώσεις» της ωριμότητας. Ωστόσο, κι έτσι ακόμη, η μνήμη λειτουργεί ως μια μορφή βαθιάς επίγνωσης του πραγματικού.

 

«Αναρωτιέμαι τι σημαίνει για μια γυναίκα η καταβύθιση σε σκηνές αλλοτινές που συνέβησαν πριν από σχεδόν πενήντα χρόνια και στις οποίες η μνήμη δεν μπορεί να προσθέσει τίποτα το καινούργιο. Ποια είναι η πίστη που την οδηγεί, αν όχι η πίστη πως η μνήμη είναι μια μορφή γνώσης;» (σ. 123).

 

Το δεύτερο επίπεδο αφορά την τριτοπρόσωπη παρατήρηση, την ιδιόμορφη δηλαδή παράλληλη συνθήκη γραφής, κατά την οποία η Ερνό επιλέγει να βγει από το σώμα του κοριτσιού που ήταν κάποτε και, αλλάζοντας την πρωτοπρόσωπη αφήγηση,  να παρουσιάσει όσα συνέβησαν μιλώντας σε τρίτο πρόσωπο· το «εγώ» γίνεται «αυτό».

 

«Αν το πραγματικό είναι αυτό που δρα, παράγει αποτελέσματα, σύμφωνα με τον ορισμό του λεξικού, εκείνο το κορίτσι δεν είναι εγώ, είναι όμως πραγματικό μέσα μου – ένα είδος πραγματικής παρουσίας. Εφόσον έτσι είναι, θα πρέπει να συντήξω το κορίτσι του 1958 και τη γυναίκα του 2014 σ’ ένα και μόνο “εγώ”; Ή να συνεχίσω με τρόπο που είναι αν όχι ο πιο ακριβής –υποκειμενική εκτίμηση–, σίγουρα ο πιο ριψοκίνδυνος, δηλαδή, να διαχωρίσω το πρώτο από τη δεύτερη χρησιμοποιώντας το “αυτό” και το “εγώ”, προκειμένου να φτάσω όσο πιο μακριά γίνεται στην παρουσίαση γεγονότων και πράξεων». (σσ. 26-27).

 


Σε ένα τρίτο επίπεδο, όμως, όλη η ιστορία που καταγράφεται συνιστά στο παρόν της συγγραφής, ένα γεγονός που, ανασυρόμενο με πολύ κόπο από το παρελθόν, ταυτόχρονα λειτουργεί ως επώδυνη αναψηλάφηση αλλά και ως απελευθέρωση, όσο μπορεί η γραφή να αναλάβει αυτό τον ρόλο – οι ασχολούμενοι μαζί της εννοούν απολύτως αυτή την ιδιαίτερης αξίας λειτουργία. Η ίδια καταλήγει σε διαπιστώσεις που εκτινάσσονται από την ιδιωτική σφαίρα για να αποτελέσουν αλήθειες που συνοδεύουν τους όπου γης αυθεντικούς γραφιάδες.

 

«Πόσο παρόντες είμαστε στις ζωές των άλλων, στις μνήμες τους, στους τρόπους ύπαρξής τους, ακόμα και στις πράξεις τους; Υπάρχει μια απίστευτη δυσαναλογία ανάμεσα στο πόσο επηρέασαν τη ζωή μου αυτές οι δυο νύχτες με τούτο  τον άντρα και στο πόσο ασήμαντη ήταν η παρουσία μου στη δική του.

Δεν τον ζηλεύω, εγώ είμαι αυτή που γράφω». (σ. 131).

 

Η Ανί Ερνό θέλησε με αυτό το βιβλίο να συγκεράσει την ανάμνηση της πρώτης ερωτικής επαφής, ενός γεγονότος τόσο καθοριστικού για τη διαμόρφωση της ερωτικής της συμπεριφοράς αλλά και για την επίγνωση του χαρακτήρα της, με τη βίωση του μέσα στα χρόνια. Στην ουσία να γεφυρώσει, αν ποτέ γίνεται, το πραγματικό (με την αδιαμφισβήτητη ισχύ του την ώρα που συμβαίνει) με το εξωπραγματικό της αναλλοίωτης δύναμής του χρόνια αργότερα· αυτό που εν τέλει έχει τη δυναμική μιας ιστορίας (που μάλιστα μοιράζεται), αυτό που στη δική της περίπτωση, την κάνει συγγραφέα. Είναι αυτό που την ενδυναμώνει, της προσδίδει  μια μορφή εξουσίας, αυτή μόνο να θυμάται («Η σκέψη ότι μόνο εγώ θυμάμαι, όπως πιστεύω, με σαγηνεύει. Σαν να είμαι προικισμένη με μια ηγεμονική εξουσία», σ. 21),  αυτή να έχει τη δύναμη (τόσο δύσκολα αποκτημένη) να δει όσα έζησε γραμμένα και να τα μοιραστεί με όποιον  «παρείσακτο» αναγνώστη θελήσει να εισχωρήσει. Τα βιώματά της έτσι μοιρασμένα, δεν αφορούν πλέον μόνο την ίδια. Και αυτή είναι η ξεχωριστή αξία της γραφής της.

 

Διώνη Δημητριάδου

 

 

 

 

Πέμπτη 27 Απριλίου 2023

Κόκκινο κουκούλι διηγήματα Βάσω Σπηλιοπούλου εκδόσεις Ιωλκός η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ

 

Κόκκινο κουκούλι

διηγήματα

Βάσω Σπηλιοπούλου

 εκδόσεις Ιωλκός

η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal

στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ: Κόκκινο και ζεστό μάς περικλείει • Fractal (fractalart.gr)

 


 

Κόκκινο και ζεστό μάς περικλείει

 

Ήδη από την πρώτη της εμφάνιση στη λογοτεχνία (το μυθιστόρημα Ασύμβατες διαδρομές, Ιωλκός, 2019, στο οποίο απέδωσε το δύσκολο θέμα της συλλογικής μνήμης σε λογοτεχνική γραφή) η Βάσω Σπηλιοπούλου έδειξε να κατέχει καλά τόσο τις τεχνικές αφήγησης όσο και την αίσθηση του περιττού, με σοφή επεξεργασία του χρόνου της ιστορίας της. Τώρα, με μια συλλογή διηγημάτων φανερώνει μια άνεση στη διαχείριση της μικρής φόρμας, με ισορροπία στα αφηγηματικά μέσα που χρησιμοποιεί, ώστε να διαγράφονται οι κεντρικοί χαρακτήρες και να δομείται άριστα η σύντομη πλοκή.

Δεκατέσσερις ιστορίες, που ενώνονται κάτω από μια κοινή θεματική, υπογραμμισμένη από τον τίτλο που τις στεγάζει όλες, το «κουκούλι», στεγανό, προστατευτικό περίβλημα –με το κόκκινο χρώμα να παραπέμπει στην παραπλανητική ζεστασιά της θαλπωρής–, ωστόσο εύκολα διακρίνεται μια επιμέρους ομαδοποίηση. Από τη μια, ο χώρος που «κατασκευάζουν» οι άλλοι για τους ήρωες των ιστοριών, ασφαλής αλλά ταυτόχρονα επικίνδυνος, καθώς αποτρέπει την όποια προσπάθεια αποδέσμευσής τους και τους καταδικάζει σε μια ετεροπροσδιοριζόμενη και κατευθυνόμενη ζωή – στην ουσία μια μη-ζωή. Από την άλλη, ένα κουκούλι που οι ίδιοι οι ήρωες δημιουργούν για να εναποθέσουν μέσα τους τον νόστο, την ευκταία επιστροφή σε πρόσωπα και καταστάσεις, από τις αναμνήσεις των οποίων τροφοδοτούν την τωρινή ζωή τους – μια ζωή που δύσκολα πάλι θα χαρακτηριζόταν πλήρης, έτσι προσκολλημένη στο παρελθόν. Ένας εγκλωβισμός με δύο όψεις, σε παθογενείς καταστάσεις που χαρακτηρίζουν και τις δύο περιπτώσεις.

Η γραφή της Σπηλιοπούλου διακρίνεται για την πολυμορφία της, καθώς μοιάζει να  μην επαναλαμβάνεται στους τρόπους που χρησιμοποιεί σε κάθε μία από τις ιστορίες της. Ακούμε διαφορετικές αφηγηματικές φωνές, που εναλλάσσονται: η πρωτοπρόσωπη, ως μια ευθεία αντανάκλαση του εσωτερικού κόσμου των συγκεκριμένων ηρώων, και η τριτοπρόσωπη του «απόντος» από την ιστορία αφηγητή-παρατηρητή-συγγραφέα, ως ένα σχόλιο για τον κοινό τόπο στον οποίο συναντώνται περισσότερες από μία παρόμοιες ιστορίες – άλλωστε διαβάζοντας νιώθεις μια περίεργη οικειότητα με τους χαρακτήρες, με άλλους να σου θυμίζουν ανάλογες περιπτώσεις ή (πιο δύσκολο αυτό) να σε  αγγίζουν σε πιο προσωπικό επίπεδο. Παράλληλα, μετέρχεται ποικίλες τεχνικές της γραφής, προκειμένου να καταστεί ορατή κάθε φορά η ιδιαίτερη συνθήκη που καθορίζει τη ζωή του ήρωα. Όπως εδώ, που η περιγραφή ενός πίνακα  αποδίδει με τον καλύτερο τρόπο τον ασφυκτικό κλοιό (ως σκιά, με γεωμετρική ακρίβεια και σκοτεινά χρώματα του φόβου) μέσα στον οποίο η μητέρα εγκλώβισε τη ζωή της κόρης-ηρωίδας:



 

Ο πίνακας, με τρόπο αφαιρετικό, παρίστανε μια αράχνη ή μάλλον τη σκιά της στο κέντρο ενός λεπτού, γεωμετρικά άρτιου και ιριδίζοντα κατά τόπους ιστού, που απλωνόταν σ’ ολόκληρο το τελάρο και τα σκούρα χρώματα σ’ αποχρώσεις του γκρι τού έδιναν ένα σκοτεινό βάθος. («Κόκκινο κουκούλι», σ. 14).

 

Ή αλλού, που ένα ζευγάρι μαύρα βατραχοπέδιλα προκαλούν μια επώδυνη επιστροφή:

 

Πόνος, αληθινός πόνος, αληθινή σάρκα-σώμα ζωντανό, το άλλο σώμα φάντασμα, κρυμμένο χρόνια στην αποθήκη μου.

Υπονομεύεται ο χρόνος, το παρόν γίνεται παρελθόν και το παρελθόν παρόν χωρίς μέλλον κι οι μνήμες σμήνος κεντριά τρυπάνε το μυαλό μου. («Μαύρα πέδιλα», σ. 165).

 

Ενδιαφέρον στοιχείο τα απολύτως γήινα αναγνωριστικά στοιχεία των ηρώων,  πιστές αποτυπώσεις κοινών χαρακτήρων, που ακουμπούν πάνω στην επινοημένη κάθε φορά ιστορία που τους περικλείει, έχοντας πλήρη συναίσθηση της κατάστασης στην οποία βρίσκονται. Η επίγνωση αυτή τους προσδίδει την απαραίτητη τραγικότητα, ικανή να οδηγήσει την ιστορία τους μπροστά στο καθοριστικό, καθαρά προσωπικό  ερώτημα: εφόσον κατανοώ πού βρίσκομαι, γιατί δεν κάνω απόπειρα απόδρασης, γιατί δεν σκίζω το κουκούλι που με κρατά σε ακινησία, χωρίς καμία  ελπίδα μεταμόρφωσης σε πεταλούδα; Η ηρωίδα στο παρακάτω απόσπασμα τοποθετεί με ψυχραιμία τα πράγματα:

 

Να ζω τη ζωή μου κάπου μακριά, χωρίς περιττούς συναισθηματισμούς και προσκολλήσεις. […] Αυτή η σκέψη με παρηγορεί, μου δίνει μια αίσθηση ελευθερίας και ελαφρότητας. Αρκεί να παραβλέψω κάτι που με τριβελίζει επίμονα. Πως ακόμα κι αν βρεθώ στο πιο ανοίκειο περιβάλλον, ανάμεσα σ’ ανθρώπους που δεν έχω ξαναδεί ποτέ η πιο ασήμαντη λεπτομέρεια μπορεί να γίνει αφορμή για να με πλημμυρίσουν πάλι αναμνήσεις. Λες και καραδοκούν καλά κρυμμένες κάπου, έξω από χώρο κα χρόνο, για μια τυχαία χειρονομία, τη βραχνάδα μιας φωνής ή ένα δίχως αξία αντικείμενο. Θα σπάσουν τότε τη λεπτή, σχεδόν διάφανη κρούστα λησμονιάς που μας χωρίζει και θα ξεχυθούν κατά πάνω μου, θ’ αρχίσουν να με καταδιώκουν. («Υπάρχει θεραπεία;», σσ. 154-155).

 

Το κουκούλι, κόκκινο και ζεστό, επιμένει να κρατά τους ήρωες των ιστοριών μέσα του, γιατί τελικά είναι οι ίδιοι που, ακόμη κι αν δεν το δημιούργησαν, σε κάθε περίπτωση είναι αυτοί που το συντηρούν, τροφοδοτώντας το διαρκώς με τον φόβο και την ανασφάλειά τους. Φόβος πως θα γίνομαι όλο και περισσότερο οι φόβοι μου, θα παραδεχθεί προς εαυτόν ο ήρωας μιας από τις ιστορίες («Αναγκαστικός περίπατος», σ. 60). Η γραφή της Σπηλιοπούλου, ιδιαίτερης γλωσσικής αξίας, σε διακριτό, προσωπικό ύφος, κατορθώνει να δείξει ακριβώς αυτή την πραγματικότητα, σε μια συλλογή διηγημάτων από τις πιο ενδιαφέρουσες στο σύγχρονο τοπίο της πεζογραφίας.


Διώνη Δημητριάδου 

Τρίτη 25 Απριλίου 2023

«Πέντε στάσεις» του Μάκη Τσίτα σε σκηνοθεσία Θοδωρή Γκόνη με τη Γιώτα Φέστα Έρχεται τον Νοέμβριο του 2023 στο θέατρο ΑΥΛΑΙΑ

 

«Πέντε στάσεις»

του Μάκη Τσίτα

σε σκηνοθεσία Θοδωρή Γκόνη

με τη Γιώτα Φέστα

Έρχεται τον Νοέμβριο του 2023

στο θέατρο ΑΥΛΑΙΑ

 


Η νέα παραγωγή του θεάτρου ΑΥΛΑΙΑ με τη Γιώτα Φέστα στις «Πέντε στάσεις» του Μάκη Τσίτα, σε σκηνοθεσία Θοδωρή Γκόνη, έρχεται τον Νοέμβριο του 2023.

 

Οι «Πέντε στάσεις» (Εκδόσεις Μεταίχμιο) ανεβαίνουν, με τη μορφή μονολόγου, στο θέατρο, με τη Γιώτα Φέστα να υποδύεται την ηρωίδα του βιβλίου, την Τασούλα, μια γυναίκα απ’ την επαρχία, που έζησε για τριάντα χρόνια στη Θεσσαλονίκη κινούμενη με ασφάλεια στη διαδρομή των πέντε στάσεων του λεωφορείου, από το σπίτι στη δουλειά και πάλι πίσω.

 

 Συντελεστές

 

Κείμενο: Μάκης Τσίτας

Σκηνοθεσία: Θοδωρής Γκόνης

Σκηνογραφία / κοστούμια: Ανδρέας Γεωργιάδης

Φωτισμοί: Τάσος Παλαιορούτας

Ερμηνεία: Γιώτα Φέστα

Παραγωγή: Θέατρο ΑΥΛΑΙΑ

 



 Πληροφορίες

Θέατρο ΑΥΛΑΙΑ: Τσιμισκή 136, (Πλατεία ΧΑΝΘ), τηλ.: 2310 230013



www.avlaiatheater.gr

 

in|f



Σάββατο 22 Απριλίου 2023

Η Σοφία Κόκκινου γράφει για την ποιητική συλλογή της Ελένης Αλεξίου Επτά ανάσες πριν εκδόσεις Σαιξπηρικόν 2022

 

 

 

Η Σοφία Κόκκινου

γράφει για την ποιητική συλλογή

της Ελένης Αλεξίου

Επτά ανάσες πριν

εκδόσεις Σαιξπηρικόν 2022

 


Η τρίτη, κατά σειρά, ποιητική συλλογή της Ελένης Αλεξίου Επτά ανάσες πριν (εκδόσεις Σαιξπηρικόν, Θεσσαλονίκη, 2022) αποτελείται από εφτά ολιγόστιχες ποιητικές ενότητες, οι οποίες μοιάζουν αυτόνομες και συνάμα δεμένες με ένα λεπτό νήμα που τις διατρέχει. Οι ενότητες αυτές αποτελούν τη θέαση της πραγματικότητας, από τις απλές καθημερινές στιγμές μέχρι τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα της εποχής μας, ιδωμένα μέσα από το πρίσμα της ποιήτριας, που αφουγκράζεται τη ζωή και τη μετουσιώνει σε στίχους.  Ο τίτλος της συλλογής προέρχεται από την ομότιτλη ποιητική ενότητα που βρίσκεται στο τέλος του βιβλίου.

Η συλλογή ξεκινά με τις τρεις λέξεις «μάνα πατέρα θάλασσα» γραμμένες τη μία κάτω από την άλλη ως μότο της συλλογής. Τρεις έννοιες που συμβολίζουν την αρχή της ζωής (μάνα, πατέρας) και υποδηλώνουν την αρχέγονη σύνδεση των Ελλήνων, συνεπώς και της ποιήτριας, με τη θάλασσα. Η παρουσία τους στην αρχή της συλλογής μας καθοδηγούν, χωρίς ωστόσο να μας υποχρεώνουν, στην αποκρυπτογράφηση των ποιημάτων που ακολουθούν. 

Η πρώτη ενότητα «Βηματισμοί σε ένα ξερό ρυάκι» επιβεβαιώνει πλήρως τον τίτλο της και μας εξοικειώνει με τον ποιητικό κόσμο της Αλεξίου, ο οποίος χαρακτηρίζεται από τη δημιουργία παραστατικών οπτικών (και όχι μόνο) εικόνων. Από τους πρώτους στίχους οι αναγνώστες/τριες βιώνουν την αίσθηση της ξηρότητας και της λειψυδρίας, με λέξεις όπως «κρούστα της γης», «χωμάτινο», «αγκάθια», αλλά και με τη φράση «ξερό ρυάκι», που επανέρχεται στην αρχή αρκετών στροφικών ενοτήτων εν είδει leitmotif. Κι ίσως δεν είναι τυχαία η επιλογή της Αλεξίου να τοποθετήσει αμέσως μετά την ποιητική ενότητα «Γραμματική του καλοκαιριού», που έρχεται να δροσίσει το διψασμένο αναγνωστικό κοινό μετά από τη δύσβατη πορεία στην ξερή φύση. Η ενότητα αυτή ξεκινάει με τη λήξη του σχολικού έτους και φέρνει στο νου μας στιγμές ανεμελιάς και ξεγνοιασιάς. Καλοκαίρι στην πόλη ή στην εξοχή, εικόνες που απηχούν κάτι από τα ποιητικά καλοκαίρια του Ελύτη συνθέτουν την ενότητα αυτή, που ολοκληρώνεται με τα πρωτοβρόχια. Αξίζει εδώ να σημειωθεί η προσεκτική επιλογή λέξεων που δημιουργούν ένα συγκεκριμένο ηχητικό αποτέλεσμα, όπως οι στίχοι «εγώ εσύ εγώ εσύ», που παραπέμπουν στον ήχο των κυμάτων, αλλά και η απόπειρα της Αλεξίου να δημιουργήσει ένα μικρό calligramme, τοποθετώντας τα γράμματα των λέξεων «δάκρυ δάκρυ» το ένα κάτω από το άλλο, αποδίδοντας οπτικά τα δάκρυα του μαστιχόδεντρου. Ακολουθεί η «Δήλωσις πίστεως», το πιστεύω του ποιητικού υποκειμένου, γήινο και ανθρώπινο, γεμάτο κατανόηση για την ανθρώπινη φύση. Στο κέντρο τίθεται ο άνθρωπος και ιδιαίτερα το παιδί, η αγάπη και η φύση, η κατανόηση της ανθρώπινης αδυναμίας και η συγχώρεση, η τέχνη και τα γράμματα, διαχρονικές και οικουμενικές αξίες πάνω στις οποίες στηρίζεται ο ανθρώπινος πολιτισμός. Κι ύστερα έρχεται η «Ακίνητη νύχτα», η «νύχτα λίμνη» όπως διαβάζουμε σε κάποιον στίχο, όπου κυριαρχούν οι συνηθισμένοι βραδινοί ήχοι, η δίψα και η ακινησία. Ενδιαφέρον παρουσιάζει εδώ η σύζευξη δύο διαφορετικών και τόσο μακρινών χρονικά κόσμων. Έτσι, οι «βραχνές εξατμίσεις» και το «κλιματιστικό» συνυπάρχουν με τον «Νόστο», την «Πηνελόπη» και την «Τυφλή ποιήτρια», κατ’ αναλογία του τυφλού Ομήρου, που αναζητά τη Μούσα της, δημιουργώντας ένα ξεχωριστό μωσαϊκό ετερόκλητων – κι όμως τόσο όμοιων, χάρη στη νύχτα που τα σκεπάζει κάτω από το σκοτάδι της – στοιχείων.

Αν οι τέσσερις πρώτες ποιητικές ενότητες φαίνεται – τουλάχιστον σε ένα πρώτο αναγνωστικό επίπεδο –  να περιστρέφονται κυρίως γύρω από εικόνες της καθημερινότητας και το προσωπικό βίωμα, οι επόμενες τρεις πραγματεύονται κοινωνικά ζητήματα της σύγχρονης εποχής και ασχολούνται με το συλλογικό. Έτσι, ο «Προσφυγικός καταυλισμός» προσεγγίζει με ανθρωπιά το προσφυγικό δράμα, εστιάζοντας στις μητέρες, τους συζύγους τους και τα παιδιά τους, που αναγκάζονται να περάσουν τα θαλάσσια σύνορα και να ζήσουν επ’ αόριστον στα κοντέινερ, παίζοντας το μόνο παιχνίδι που ξέρουν, τον πόλεμο. Ιδιαίτερα συγκινητικές είναι οι σκηνές με την εικόνα της Παναγίας στην οποία προσεύχεται η ετοιμόγεννη μουσουλμάνα προσφύγισσα, αλλά και η γάτα του νεκρού Ομέρ, που παραμένει φίλη του ακόμα και μετά τον θάνατό του. Και κάπως έτσι η Αλεξίου περνάει στην επόμενη ενότητα, το «Θέμα ανατομίας», που πραγματεύεται τον πόλεμο από μια άλλη σκοπιά. Είναι η σκοπιά των μανάδων που είδαν τα παιδιά τους, αυτά που κυοφόρησαν, γέννησαν, θήλασαν και μεγάλωσαν, να πεθαίνουν στα πεδία της μάχης και να δοξάζονται μετά θάνατον ακολουθώντας παράλογες διαταγές, σε έναν πόλεμο που ποτέ δεν διάλεξαν. Αλλά οι ανθρώπινες ζωές δεν χάνονται μόνο εξαιτίας του πολέμου. Η πρόσφατη εμπειρία της πανδημίας του κορωνοϊού απέδειξε ακριβώς το αντίθετο. Το ισχυρό και νωπό ακόμα βίωμα τροφοδότησε την πένα της Αλεξίου με μία ακόμα ποιητική ενότητα, τις «Επτά ανάσες πριν», που έδωσε το όνομά της και σε ολόκληρη συλλογή. Η ενότητα αφιερώνεται στους ανθρώπους που έγιναν αριθμοί κρουσμάτων, που κατέληξαν στην εντατική και που τελικά έφυγαν από τη ζωή επειδή απλώς ζούσαν την απλή καθημερινότητά τους ως όντα κοινωνικά σε μια εποχή που έπρεπε να μείνουν στο σπίτι τους απομονωμένοι, για να προστατευτούν από τον άγνωστο ιό.

Το πρόσωπο που κυριαρχεί σε ένα μεγάλο μέρος της συλλογής είναι το α’ ενικό και πληθυντικό, διαμορφώνοντας ένα ύφος οικείο, εξομολογητικό και άμεσο, ιδανικό για να αποτυπωθεί το βίωμα του ποιητικού υποκειμένου και να οδηγήσει στην ταύτιση των αναγνωστ(ρι)ών με αυτό. Σε άλλες περιπτώσεις επιλέγεται η αποστασιοποίηση και η αντικειμενική θέαση των πραγμάτων, που αποτυπώνεται με το γ’ ενικό πρόσωπο. Εδώ το ποιητικό υποκείμενο αποτραβιέται από το προσκήνιο και αφήνει το αναγνωστικό κοινό να νιώσει όσα απλώς αποδίδονται με λέξεις και εικόνες, χωρίς καμία συναισθηματική καθοδήγηση. Στη δημιουργία αυτού ύφους συνεισφέρει και το λεξιλόγιο που χρησιμοποιείται. Δεν υπάρχουν λεκτικές υπερβολές ή επιτήδευση στα όσα διαβάζουμε, τα επίθετα επιλέγονται με φειδώ αφήνοντας να κυριαρχήσουν τα ρήματα και τα ουσιαστικά, ενώ τα σχήματα λόγου προκύπτουν εντελώς αβίαστα κατά τη διαδικασία της γραφής, χωρίς να φορτώνουν τα ποιήματα με μελοδραματικούς συναισθηματισμούς. Κι ακόμα κι αν στο ποίημα υπάρχουν λέξεις που εκ πρώτης όψεως μοιάζουν «αντιποιητικές», με την κλασική έννοια του όρου, στην πραγματικότητα είναι απαραίτητες για τη δημιουργία παραστατικών και οικείων εικόνων της εποχής μας. Γι’ αυτό και θα συναντήσουμε τη λαμαρίνα με τον κισσό, το γκαράζ με τις πεταλούδες και τα air conditions με τα τζιτζίκια. Όλα αυτά τα στοιχεία των ποιημάτων της συλλογής, με τους ολιγοσύλλαβους, ως επί το πλείστον, στίχους και τη λιτή μα συνάμα δυνατή γραφή της Αλεξίου, διαμορφώνουν τελικά όχι επτά, αλλά πολύ περισσότερες ποιητικές ανάσες, που αναζωογονούν τη διψασμένη για τη λυτρωτική δύναμη της τέχνης, ψυχή μας.

Σοφία Κόκκινου 

(καθηγήτρια φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση, με μεταπτυχιακό στη Νεοελληνική Φιλολογία)


H Eλένη Χρ. Αλεξίου (Τρίκαλα, 1980) είναι εκπαιδευτικός. Έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές, Το Φλας (Λογείον, 2009) και Ποιήματα που γράψαμε μαζί (Μελάνι, 2015). Ποιήματα και διηγήματά της φιλοξενούνται σε ανθολογίες και λογοτεχνικά περιοδικά. Το Επτά ανάσες πριν είναι το τρίτο της βιβλίο ποίησης.

12 σκηνοθέτες Νέστορας Πουλάκος Βίβιαν Χαλκίδη Εκδόσεις Το μέλλον η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

 

12 σκηνοθέτες

Νέστορας Πουλάκος

Βίβιαν Χαλκίδη

Εκδόσεις Το μέλλον

η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

Νέστορας Πουλάκος – Βίβιαν Χαλκίδη: «12 σκηνοθέτες» (diastixo.gr)

 

 


Ποιο είναι το πρόσωπο πίσω από τις κάμερες, ο ικανός «καθοδηγητής» της υποκριτικής τέχνης, ο δημιουργός των χαρακτήρων και της μαγικής κινηματογραφικής επινόησης στο σύνολό της; Γνωρίζουμε τον άνθρωπο που καλύπτεται πίσω από το έργο; Δώδεκα σημαντικοί σκηνοθέτες, από τον ελληνικό και τον παγκόσμιο χώρο του κινηματογράφου (Φράνσις Φορντ Κόπολα, Τόνι Γκατλίφ, Γιάννης Σμαραγδής, Κωνσταντίνος Γιάνναρης, Παντελής Βούλγαρης, Κώστας Γαβράς, Μιχάλης Κακογιάννης, Χρήστος Δήμας, Βέρνερ Χέρτζογκ, Φατίχ Ακίν, Πατρίς Λεκόντ, Νίκος Κούνδουρος) παρουσιάζονται από τον εκδότη και δημοσιογράφο, με πολύχρονη πείρα στην κριτική του κινηματογράφου, Νέστορα Πουλάκο, που υπογράφει και σχολιάζει τις συνεντεύξεις. Το βιβλίο-λεύκωμα συμπληρώνεται από πρωτότυπους πίνακες της εικαστικού Βίβιαν Χαλκίδη, εμπνευσμένους από το έργο και την προσωπικότητα του εκάστοτε σκηνοθέτη.

Αξίζει να εστιάσουμε στον τρόπο που ο καθένας από τους δύο δημιουργούς του βιβλίου, προσεγγίζει τον σκηνοθέτη (δημοσιογραφικά και εικαστικά) και, εν τέλει,  στον τρόπο που «συνομιλούν» μεταξύ τους τα κείμενα με τις εικαστικές αποτυπώσεις, συμπληρώνοντας την προσωπικότητά του. Από τη μία, ο Νέστορας Πουλάκος, με καλή γνώση του αντικειμένου, θέτει τις καίριες ερωτήσεις (σχετικά με το πρόσφατο έργο του σκηνοθέτη αλλά και τον τρόπο που προσεγγίζεται από αυτόν γενικότερα η τέχνη του κινηματογράφου), ώστε μέσα από λίγες εύστοχες λέξεις να αποκαλυφθεί τόσο η τέχνη όσο και η προσωπικότητα του ανθρώπου που εδώ ενδιαφέρει. Από την άλλη η Βίβιαν Χαλκίδη όχι μόνον αποτυπώνει εικαστικά το πρόσωπο του σκηνοθέτη, αλλά αποδίδει με τα εκφραστικά μέσα της δικής της τέχνης τα στοιχεία του χαρακτήρα του. Ταυτόχρονα –αυτό έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον– με τους τίτλους των έργων της δίνει τόσο το ξεχωριστό γνώρισμα του προσώπου όσο και προϊδεάζει για τη συνέντευξη που ακολουθεί. Παραθέτω δύο παραδείγματα που τεκμηριώνουν την παραπάνω αίσθηση που δημιουργεί η συνεργασία τους.

Αρχικά, η περίπτωση του Φατίχ Ακίν, του Τουρκογερμανού σκηνοθέτη και της «παρένθεσης» στο έργο του, που συνιστά η ταινία του Soul Kitchen. Η Χαλκίδη ονομάζει το εικαστικό πορτρέτο του Ακίν «Ανάμεσα», παριστάνοντας το πρόσωπο του σκηνοθέτη σε ένα σταυροδρόμι πινακίδων και, κατ’ επέκταση, πολιτισμών. Η συνέντευξη που ακολουθεί «κατευθύνει» τον Ακίν στο ζητούμενο, δηλαδή να διαφανεί η μείξη μέσα στην ψυχή του των διαφορετικών ταυτοτήτων που φέρει, και που αυτονόητα συνιστούν το ιδιαίτερο γνώρισμα του  σπουδαίου έργου του.

 

Ν. Π. […] έχετε επιχειρήσει ένα έθνικ πάντρεμα πολιτισμών και εικόνων. Τι είναι αυτό που εν τέλει θέλετε να κάνετε;

Φ. Α. Αυτό που βλέπετε. Να φέρω, μέσα από την τέχνη μου, κοντά λαούς, όπως τον τουρκικό με τον ελληνικό. Να αναμειγνύω μουσικές, όπως τα μπλουζ με τα ρεμπέτικα και το soul με το ροκ. Λατρεύω να το κάνω αυτό. Γιατί όλα καταλήγουν σε ένα κοινό παρονομαστή. Την επιθυμία, το γέλιο, τη χαρά, μέσα από το ποτό, τη μουσική, τη διασκέδαση και το… σινεμά! (Συνέντευξη με τον Φατίχ Ακίν, σσ. 62-63).

 


Άλλο παράδειγμα, η περίπτωση του Κώστα Γαβρά, του διεθνούς φήμης Έλληνα δημιουργού, με την ερώτηση του Πουλάκου να εστιάζει στο εμβληματικό έργο του σκηνοθέτη Ζ, που ακόμη δοκιμάζει την αντοχή του σε σύγχρονη επανέκδοση της αρχικής του 1969. Κατ’ εξοχήν εκπρόσωπος του πολιτικού κινηματογράφου ο Γαβράς, εκφράζει στη συνέντευξη την ετοιμότητά του, αν χρειαστεί από τις πολιτικές συνθήκες και συγκυρίες, πάλι να αποτυπώσει με μια ταινία του τη συνείδηση των πολιτών που επαγρυπνούν και αντιστέκονται. Η Χαλκίδη, σε ό,τι την αφορά εικαστικά, τιτλοφορεί το πορτρέτο του σκηνοθέτη «Ρωγμή στο σύστημα», αποδίδοντας άριστα το χαρακτηριστικό γνώρισμα, το πνεύμα που διέπει όλες τις ταινίες του Κώστα Γαβρά.

 

Ν. Π. Αυτή την εποχή θα επιχειρούσατε να κάνετε ταινία ανάλογου ύφους;

Κ. Γ. Αν ανακαλύψω ότι στον κόσμο γίνονται παρόμοια γεγονότα, γιατί όχι; Βέβαια, πιστεύω ότι οι πολιτικές και κοινωνικές καταστάσεις έχουν πλέον εξομαλυνθεί σε σύγκριση με το παρελθόν. (Συνέντευξη με τον Κώστα Γαβρά, σ. 41).

 

Δώδεκα πορτρέτα σκηνοθετών, με την εύστοχη λιτότητα των μέσων (λεκτικών στις συνεντεύξεις και εικαστικών στα ζωγραφικά έργα) να κυριαρχεί και να κερδίζει το στοίχημα. Δώδεκα αποτυπώσεις των προσώπων, με όσα θεωρούνται ικανά να τους σκιαγραφήσουν τόσο ως δημιουργούς κινηματογραφικών εικόνων όσο και ως προσωπικότητες πίσω από το έργο τους. Μια τυποτεχνικά άριστη ειδική κυκλοφορία των εκδόσεων Το Μέλλον, στην εκδοτική  σειρά Με το Βλέμμα της Κριτικής. 

 

Διώνη Δημητριάδου

Τετάρτη 19 Απριλίου 2023

Χάθηκε βελόνι Χρήστος Αρμάντο Γκέζος εκδόσεις Μεταίχμιο η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ

 

Χάθηκε βελόνι

Χρήστος Αρμάντο Γκέζος

 εκδόσεις Μεταίχμιο

η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal

στη στήλη  ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ: Μια ιστορία γεμάτη επιστροφές • Fractal (fractalart.gr)

 


 

Μια ιστορία γεμάτη επιστροφές

 

Πού επιστρέφει κανείς, σε ποιους τόπους και με πόση δύναμη, με ποιες αντοχές; Ο Χρήστος Αρμάντο Γκέζος, με μια γραφή από τις πιο ενδιαφέρουσες των τελευταίων χρόνων, επιχειρεί με το πρόσφατο μυθιστόρημά του Χάθηκε βελόνι μια επιστροφή πολυεπίπεδη, μυθοπλαστική όσο και προσωπική σε ό,τι παραμένει φυλαγμένο καλά στη μνήμη, σε ό,τι θεωρείται «πατρίδα», είτε αφορά τόπους είτε πρόσωπα. Το αποτέλεσμα; Μια πορεία διάστικτη από τραύματα, από το Δρεπένι της Β. Ηπείρου μέχρι τις πολιτείες του νέου κόσμου, από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα, στα 1932, μέχρι τη σημερινή εποχή, σε ένα μυθιστόρημα συναρπαστικό, στο οποίο –χωρίς καμία αμφιβολία– ο συγγραφέας του χρειάστηκε γράφοντας να επαναπροσδιορίσει τη δική του ταυτότητα.

Τα πρόσωπα της ιστορίας, αληθινά ή επινοημένα, ακουμπούν πάνω σε προσωπικά βιώματα (με αυτοβιογραφικά στοιχεία ή όχι – άλλωστε ό,τι γράφεται αγγίζει και τους δύο χώρους) αλλά και σε μια πλούσια φαντασία, χαρακτηριστικό του συγγραφέα. Γύρω από τον κεντρικό ήρωα, τον Αλέξανδρο (τον ξαναβρίσκουμε εν είδει συνέχειας της Λάσπης, ως επίρρωση της άποψης πως στην ουσία ένα βιβλίο πάντα γράφεται σε διαφορετικές εκδοχές), ο παππούς Βασίλης, καταδικασμένος σε αναπηρία μετά από μια σφαίρα στο κεφάλι, η αλλοπρόσαλλη Ρόζα, η γυναίκα του, ο γιος τους ο Παύλος, στιγματισμένος από τη μοίρα του πατέρα του, η γυναίκα του η Ηλέκτρα (Τέτα) και τα έξι παιδιά τους, με το μικρότερο, τον Μενέλαο να χάνεται στην πορεία τους από το περίκλειστο, απομονωμένο χωριό της Β. Ηπείρου προς την Ελλάδα της ματαιωμένης ελπίδας. Αυτόν τον χαμένο αδελφό θα αναζητήσει ο Αλέξανδρος, σαν μια αναγκαία σύνδεση με ένα λησμονημένο παρελθόν.

Η ιστορία, από μόνη της, ως θεματική συναρπάζει. Ωστόσο, το στοιχείο που καταχωρίζει αυτό το μυθιστόρημα ανάμεσα στα πιο ενδιαφέροντα είναι ο ιδιαίτερος τρόπος που ο Γκέζος επέλεξε να την αφηγηθεί. Χωρισμένο το μυθιστόρημα σε τρία μέρη («Ο σκοτωμένος», «τσιμπιτόνι», «electric blue») με διαφορετικό ύφος και γλώσσα το καθένα, καθορίζουν τόσο τη συγγραφική πρόθεση όσο και τις προεκτάσεις που, εκ των πραγμάτων, αποκτά το βιβλίο. Σε μια πρώτη, επιφανειακή προσέγγιση, πρόκειται για μια ιστορία από τις πολλές που γράφονται με θέμα τη μετανάστευση, σε όλα της τα επίπεδα.  Η κάθε τέτοια μετακίνηση, όμως, πέρα από την ανανέωση των χώρων, εγκιβωτίζει μέσα της πολλές επιστροφές, υπαρκτές ή νοητές, συνειδητές ή υποσυνείδητες, που αναζητούν τον δικό τους χώρο να σταθούν. Είναι τότε που δένουν μεταξύ τους, το παιδικό τραγούδι με το «χάθηκε βελόνι» του τίτλου, με το χαμένο παιδί, με τις χαμένες πατρίδες, με κάθε τι που μοιάζει αμελητέο σε μια αναζήτηση, όμως κρύβει μέσα του όλη την ουσία, την επιστροφή. Η μνήμη έχει τους δικούς της νόμους και δεν επιτρέπει τη βολική, συχνά,  λήθη. Εδώ υπεισέρχεται και το βιωματικό στοιχείο του συγγραφέα, ικανό να πυροδοτήσει τόσο την αφορμή της συγκεκριμένης γραφής όσο και μια δική του προσωπική «επιστροφή». Αλλά και η πατρίδα, όπως έχουμε συνηθίσει να την εννοούμε, δεν αρκείται πάντα και μόνο στα πατρογονικά εδάφη, στα σταθερά πράγματα που εξακολουθούν να ανασαίνουν σαν να είναι άνθρωποι, όπως, για παράδειγμα, το πατρικό σπίτι στο Δερβένι που θέλει να «κρατήσει» τους ανθρώπους του μέσα του. Πατρίδα είναι και η παντοδύναμη γλώσσα, ο συνδετικός κρίκος μιας μακράς αλυσίδας, που όσο κι αν υποστεί αλλοιώσεις και προσμείξεις, πάντα σηματοδοτεί την αρχική κοιτίδα, τη ρίζα. Σ’ αυτή τη γλώσσα και στη δυναμική της προσδίδει το βιβλίο ιδιαίτερη αξία, κυρίως στο δεύτερο μέρος, στη χειμαρρώδη αφήγηση της Ηλέκτρας στη ντοπιολαλιά της Χιμάρας (που και ο ίδιος ο συγγραφέας μιλούσε από  μικρός στην πρώτη του πατρίδα), μια αφήγηση που έρχεται να βάλει τα πράγματα στη θέση τους, να φωτίσει πρόσωπα και γεγονότα που από το πρώτο μέρος  δεν είχαν ξεκαθαρίσει τις αιτίες τους.


Όμως, το τρίτο μέρος, με χώρο δράσης τις πολιτείες της Αμερικής, φανερώνει με άλλο ύφος και άλλη γλώσσα, με εναλλαγή του πραγματικού με το ονειρικό στοιχείο, την αυταπάτη και την αποκάλυψη, την ελπίδα και τη ματαίωσή της, μια άλλη πτυχή του συγγραφικού ταλέντου του Γκέζου. Μια γραφή που ανοίγει απλόχερα τον χώρο του πεζού λόγου για να δεχθεί τις άπειρες προεκτάσεις του ποιητικού, παραμένοντας ωστόσο (με τη μεταμοντέρνα φυσικά οπτική) ένα σύγχρονο, σπουδαίο μυθιστόρημα. Εκεί, κατά τη δική μου ανάγνωση, διακρίνεται όλο το εύρος των δυνατοτήτων του συγγραφέα, που εύκολα θα τον χαρακτήριζες (ακόμη και σ’ αυτό το βιβλίο) ποιητή. Κι αλήθεια, αναρωτιέμαι πού θα τον οδηγήσει η επόμενη συγγραφική (πεζογραφική ή και ποιητική ακόμη) κατάθεσή του. Μοιάζει να είναι διάπλατα ανοιχτός ο ορίζοντας.


Διώνη Δημητριάδου

 

Απόσπασμα

 

[…] κι έτσι είναι ο Μενέλαος που ξεκολλάει αθόρυβα από τη συμπαγή λόγω κρύου και κακουχιών μάζα της οικογένειάς του χωρίς να τον πάρουνε χαμπάρι και με μικρά σταθερά βήματα απομακρύνεται απ’ το πλήθος για να κατευθυνθεί πίσω προς την αλβανική πλευρά, γιατί θέλει να αγγίξει το δέντρο, να βουτήξει τα δάχτυλα στη ρευστή εναλλασσόμενη ύλη του,  να μυρίσει τα παλλόμενα, φωσφορίζοντα φύλλα, είναι πιο μακριά όμως απ’ όσο του φαινόταν στην αρχή και περπατάει κάμποσα μέτρα ακόμα, απομακρύνεται τόσο που κανείς δεν είναι εκεί κοντά για να τον δει ή να τον ακούσει να σκοντάφτει σε μια μεγάλη πέτρα και να παραπατά μέχρι να πέσει πριν προλάβει να βγάλει άχνα σε ένα κοίλωμα μέσα στο βουνό, μια μικρή διαγώνια πτυχή σαν ένα πελώριο πονηρό μάτι, ένα ζάρωμα πάνω στο χώμα, κι εκεί πέφτει με πάταγο ματωμένος αλλά γαλήνιος, σαν ένα μικρό ζώο που μετά το άκαρπο κυνήγι του έξω στην άγρια νύχτα επέστρεψε επιτέλους στη φωλιά του για να κοιμηθεί. (σ. 202).


Σάββατο 8 Απριλίου 2023

ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕ ΣΤΑΦΥΛΗ τ. 4 ΜΕ ΣΕΛΙΔΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΩΣΤΑ ΒΑΡΝΑΛΗ

 

ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕ

ΣΤΑΦΥΛΗ τ. 4

ΜΕ ΣΕΛΙΔΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΩΣΤΑ ΒΑΡΝΑΛΗ

 


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΣΤΑΦΥΛΗΣ ΑΠΟΣΤΑΓΜΑ

Η ΚΥΡΙΩΣ ΜΕΘΗ

ΣΕΛΙΔΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΩΣΤΑ ΒΑΡΝΑΛΗ

ΣΠΥΡΟΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ: Κώστας Βάρναλης-Χρήστος Κανάκης, Ο δάσκαλος-ποιητής

κι ο σιδηροδρομικός-κομμουνιστής

ΓΙΩΡΓΟΣ Χ. ΘΕΟΧΑΡΗΣ: Ο Κώστας Βάρναλης, το Γλωσσικό Ζήτημα και η εφημερίδα Σκριπ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΟΡΤΑΡΙΑΣ: Μετρικές σκέψεις σε δύο δυσεύρετα ποιήματα του Κώστα Βάρναλη

ΚΩΣΤΑΣ Α. ΚΡΕΜΜΥΔΑΣ: Η αρχαιογνωσία μαζί με την κοροϊδία χορεύουν τον καρσιλαμά

ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ: Το συγκινημένο εγώ - Διαβάζοντας ένα κριτικό σημείωμα

του Κώστα Βάρναλη για τον Γεώργιο Βιζυηνό

ΣΤΑΥΡΟΣ Σ. ΣΤΑΜΠΟΓΛΗΣ: Περί ήθους και ποιητικής

ΧΡΥΣΑ ΦΑΝΤΗ: Ο Βάρναλης σήμερα

ΓΙΩΡΓΟΣ Χ. ΘΕΟΧΑΡΗΣ: Μια λυρική διαμάχη ανάμεσα στον Παλαμά, τον Βάρναλη και τον Μαλακάση στο περιοδικό Μούσα το 1923

ΚΩΣΤΑΣ Θ. ΡΙΖΑΚΗΣ: αντιπαιάνας πόνος

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΠΑΝΟΣ: Ακούγοντας Βάρναλη – Οι μελοποιήσεις

ΓΕΩΡΓΙΑ ΜΑΚΡΟΓΙΩΡΓΟΥ: Συμβολικές μορφές με ουρά στην ποίηση του Κώστα Βάρναλη

ΓΙΩΡΓΟΣ Χ. ΘΕΟΧΑΡΗΣ: Ένα στιγμιότυπο με τον Κώστα Βάρναλη

ΔΟΚΙΜΙΟ

ΔΗΜΗΤΡΗΣ  ΚΟΚΟΡΗΣ: Τρία τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη σε πεζογραφήματα για τον Εμφύλιο

ΜΑΡΙΖΑ ΓΑΛΑΝΗ: Alfred de Vigny, Chatterton

ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΔΗΜΟΥ: Πρόσωπα και προσωπεία: Μια διερεύνηση της γυναικείας ποίησης του μεσοπολέμου (Μυρτιώτισσα - Μελισσάνθη - Ανθούλα Σταθοπούλου)

ΑΝΤΖΕΛΑ ΓΕΩΡΓΟΤΑ: Μια ανάγνωση του διηγήματος «Πίστομα» από τις Κορφιάτικες ιστορίες του Κωνσταντίνου Θεοτόκη

ΠΟΙΗΣΗ

ΣΩΤΗΡΗΣ ΣΑΡΑΚΗΣ: Πέντε ποιήματα

ΔΗΜΗΤΡΗΣ Γ. ΠΑΠΑΣΤΕΡΓΙΟΥ: Τρία σονέτα

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΕΡΟΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ: Ακρόαση πρώτη

ΝΙΟΒΗ ΙΩΑΝΝΟΥ: Αμυδρά

ΕΙΡΗΝΗ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΙΔΟΥ: Υπερωρίες

ΘΑΝΑΣΗΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ: Τέσσερα ποιήματα

ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ: Χρεία ονόματος

ΚΩΣΤΑΣ Θ. ΡΙΖΑΚΗΣ: Το παρεξηγημένον «ποιητής»

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΑΪΤΑΤΖΗ-ΧΟΥΛΙΟΥΜΗ: Karin Boye, Η γλώσσα πέρα από τη λογική

ΑΝΝΑ ΚΟΥΣΤΙΝΟΥΔΗ: Bhanu Kapil (1968- ), Τρία ποιήματα

ΝΕΦΕΛΗ ΓΚΑΤΣΟΥ: O.V. de L. Milosz, Ημιτελής συμφωνία

ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ: William B. Yeats, «Το ξαμόλυμα των ζώων του τσίρκου»

ΒΕΡΑ ΚΟΝΙΔΑΡΗ: Billy Collins, Ποιήματα

ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΝΔΗΣ: e.e. cummings, Τέσσερα ποιήματα

ΕΦΗ ΖΕΡΒΟΥ: Patrizia Cavalli, Υπέροχη ζωή

ΠΕΖΟ

ΛΙΛΙΑ ΤΣΟΥΒΑ: Όταν οι πεταλούδες πετάξουν...

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Dirk Uwe Hansen, ένας Γερμανός εκδότης που αγαπά την ελληνική ποίηση

Με τον Dirk Uwe Hansen συνομιλεί η Αναστασία Γκίτση

ΣΤΟ ΠΑΤΗΤΗΡΙ

ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ: Με τον τρόπο του κολυμβητή - Θοδωρής Γκόνης, Το μαύρο φόρεμα του κόρακα, εκδόσεις Άγρα, 2021

ΚΛΗΣΕΙΣ ΕΝ ΣΤΙΧΩ - ΕΚΤΑΚΤΕΣ

ΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΣΥΝΟΜΙΛΙΕΣ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΕΛΙΟΠΟΥΛΟΣ: Ένας γρύλος που γράφει με πίσσα και θειάφι

ΓΙΑ ΤΑ ΚΟΣΜΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΤΕΥΧΟΥΣ

ΦΩΤΕΙΝΗ ΧΑΜΙΔΙΕΛΗ: Το σχέδιο μια σπουδαία φόρμα έκφρασης-

Η αυθεντικότητα του σχεδίου στο έργο του Κώστα Ντιό

ΚΩΣΤΑΣ ΝΤΙΟΣ: Το σχέδιο ως αυθεντική γραφή