Εμείς κορίτσια
δεκατριώ δεκατεσσάρω
χρόνων
Γιώργος Χρονάς
με μετάφραση στα αγγλικά
(Ειρήνη Βρης)
στα γαλλικά (Χρυσούλα
Αγκυρανοπούλου)
και στα ιταλικά (Τζίνα
Καρβουνάκη)
εκδόσεις Οδός Πανός
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal
https://www.fractalart.gr/emeis-koritsia/
κίτρινο το χρώμα του θανάτου
Πρόκειται
για ένα θεατρικό μονόπρακτο, που γράφτηκε το 1974, πρωτοεκδόθηκε αναθεωρημένο το
2001 μαζί με άλλες δραματικές-ποιητικές συνθέσεις στο βιβλίο Κίτρινη όχθη Β’ , και το έχουμε τώρα στην
αυτόνομη επανεμφάνισή του, πάλι από τις εκδόσεις Οδός Πανός. Μια τραγωδία σε
1118 στίχους.
Η αφορμή
δόθηκε από μια είδηση στην εφημερίδα, η οποία με την τραγικότητά της έδωσε το
έναυσμα στον ποιητή Γιώργο Χρονά να δημιουργήσει ετούτο το σκηνικό που
μεταφέρει τον κόσμο τον αθέατο σε
συνύπαρξη (έστω θεατρική) με τον γήινο και θνητό. Έτσι η είδηση της αυτοκτονίας
μιας δεκατετράχρονης μαθήτριας γίνεται το πλαίσιο για να ιστορηθεί θεατρικά η
σύμμειξη των δύο κόσμων.
Οι συμμαθήτριες
του νεκρού κοριτσιού (ο Χορός της τραγωδίας) μαζεύονται στην αυλή ενός
εργοστασίου σιδηρικών ανάμεσα σε δύο εργατικές βάρδιες για να τελέσουν ένα
ιδιότυπο μνημόσυνο· εδώ δεν χωρούν τα θρησκευτικά τελετουργικά, αρκεί η μνήμη
των κοριτσιών για το κορίτσι που χάθηκε και ο προσωπικός τους θρήνος.
Εμείς είμαστε εδώ
μια σειρά από
μικρά κορίτσια ξεχασμένα
Εμείς κορίτσια δεκατριώ δεκατεσσάρω χρόνων
κλεισμένα σε τούτο το οικόπεδο
κάτω απ’ τα ψηλά φουγάρα
δίπλα στα χυτήρια σωλήνων
στα στόματα καυστήρων
που στάζουν σίδερο λιωμένο
πέφτουμε στο χώμα και μετράμε
με μαύρα νύχια
απ’ τα σκουριά
τα σημάδια που δεν βρήκαμε
τη φίλη μας που χάθηκε
που δεν βλέπει τον ήλιο. (στ. 44-57)
Καλούν και
τη μητέρα του κοριτσιού, το μόνο πρόσωπο του έργου που συνδέεται με τον κόσμο
των ζωντανών, καθόσον τα μέλη του Χορού (όπως καθορίζεται από τις αρχές της
Τραγωδίας) δεν εκλαμβάνονται ως ήρωες του έργου αλλά μόνον συλλήβδην ως μια ιδιαίτερη παρουσία με
μία φωνή. Η μητέρα θα διηγηθεί την πολυβασανισμένη της ζωή στα κορίτσια του
Χορού, κι έτσι θα φωτιστεί ένας χώρος που συχνά συναντάμε στα έργα του Χρονά:
οι φτωχοί, οι βασανισμένοι άνθρωποι του περιθωρίου της ζωής, που τίποτα δεν
καρτερούν και σε τίποτα δεν ελπίζουν, και που καμιά φορά, όταν απελπίζονται
εντελώς, βρίσκουν την άκρη θέτοντας ένα τέρμα στη ζωή τους.
Αυτή είναι
η μία όψη του θεατρικού σκηνικού, που με τον πολύ δυνατό λόγο συγκλονίζει. Η
κορύφωση, ωστόσο, της συγκίνησης έρχεται με την εμφάνιση του άλλου θιάσου, που
θα καταργήσει το άβατο και ανεπίστρεπτο και θα εμφανιστεί για να συνοδέψει τη
νεκρή κόρη (εν είδει Περσεφόνης) που επιστρέφει από τον Κάτω Κόσμο (Κίτρινη ήταν η όχθη, στ. 877) πίσω στα
επίγεια, για λίγο όμως μόνο. Δύο θίασοι επί σκηνής πλέον, και δύο ηρωίδες, μόνο
που η μία φέρει το άσαρκο και άυλο σώμα της δίπλα στη μητέρα που θρηνεί.
Κόρη μου, ζητιανεύω κάθε σημάδι σου. Κάθε
κίνησή σου την σέβομαι. Και πια εγώ
σωπαίνω, βλέποντάς σε εμπρός μου. (στ. 826-828)
Και σαν
ακουστεί η σειρήνα του εργοστασίου για την έναρξη της άλλης βάρδιας, η νεκρή
κόρη θα πρέπει να αναχωρήσει μαζί με τον θλιβερό Χορό που τη συνόδεψε στην
παράλογη επιστροφή της στον επάνω κόσμο. Κι όταν όλοι αποχωρήσουν, η μάνα μόνη
πια θα απομείνει να κοιτά το ρήγμα που για λίγο έφερε τους δύο κόσμους σε
ανάμειξη.
Το πλοίο που το λένε Πειραιεύς
σαλπάρει απόψε μ’ όλα τα φώτα του
αναμμένα.
Το πλοίο που το λένε Πειραιεύς
σαλπάρει απόψε σε θάλασσες γαληνεμένες. (στ. 987-991)
Μια
σύγχρονη τραγωδία που κρατάει όσο το κενό χρονικό μεσοδιάστημα από τη μία
βάρδια στην άλλη· αρκετός όμως ο χρόνος αυτός για να δοθούν τα στοιχεία του
τραγικού θεάτρου. Η συνύπαρξη της ηρωίδας με τον Χορό σε μια διαλεκτική σχέση
αλληλοσυμπλήρωσης, η αφήγηση της πρότερης ιστορίας που δικαιολογεί την τωρινή
συμφορά και προσφέρει το πλαίσιο για να σταθούν τα πρόσωπα περίοπτα και
αληθοφανή. Σ’ αυτή την αφήγηση της μητέρας ενσωματώνεται και η περιπέτεια,
απαραίτητη θεατρική συνθήκη, και επιτυγχάνεται η συμμετοχή του συμπάσχοντος
θεατή με τα πάθη των προσώπων που η ζωή τους ιστορείται επί σκηνής. Είναι
αξιοθαύμαστη η νοηματική πυκνότητα του έργου μέσα σε τόσο σύντομη έκταση
γραφής.
Περισσότερο,
όμως, το ενδιαφέρον εστιάζεται στη θεματική του έργου. Θα μπορούσε να θεωρηθεί αυτό το μονόπρακτο
ένα ανακάλημα, όπως αυτά της δημώδους ποίησης που συνιστούν ταυτόχρονα μια
ανάμνηση αλλά και μια θρηνητική ανάκληση του προσώπου που έχει αναχωρήσει από
τη ζωή. σαν ο θρήνος να φτάνει στον Κάτω Κόσμο και να προκαλεί το ρήγμα ανάμεσα
στο εδώ και στο επέκεινα – η γης αναταράχτηκε κι ο Κωσταντής εβγήκε,
θα πει η λαϊκή φωνή γεφυρώνοντας κι αυτή τους δύο κόσμους.
Το έργο
τελειώνοντας κανοναρχεί τη θέση του θεατρικού δρώμενου στη συνείδηση του θεατή,
σαν μια τετελεσμένη ιεροπραξία που ορίζει τα τελούμενα ανάμεσα στη ζωή και τον
θάνατο:
Γιατί είναι νόμος αυτής της τραγωδίας κάθε φορά
που θα παίζεται να επιστρέφει η κόρη από τον Άδη.
Σαν να μην
ήταν μόνο η θεατρική ανάγνωση μιας τραγικής είδησης που τελειώθηκε σε έργο
τέχνης επί σκηνής· σαν να μην ήταν η θεατρική πλάνη που μας συνεπήρε και
νιώσαμε πως κάτι συντελέστηκε με τη συνδρομή των υποκριτών και του Χορού. Σαν
να βρήκε η Τέχνη τη θέση της στον κόσμο – να δημιουργεί εκ του μη όντος κάτι
που να στέκεται αυθύπαρκτο και αληθινό. Κι εμείς να ακολουθούμε περιμένοντας
την επόμενη θεατρική σκηνή* που θα φιλοξενήσει τα Κορίτσια δεκατριώ δεκατεσσάρω χρόνων για να δούμε πάλι την κόρη να
επιστρέφει από τον Άδη πίσω στη γη. Κι ας μην ενώνονται οι δύο κόσμοι, κι ας
μην αγγίζονται στο σύντομο συναπάντημά τους. Καθόλου δεν ενδιαφέρει αυτό όποιον
πείστηκε μέσα σε 1118 στίχους πως όλα μπορούν να γίνουν μέσα σε ένα θεατρικό
έργο τέτοιας τέχνης.
Η έκδοση
περιλαμβάνει και τη μετάφραση του έργου σε τρεις γλώσσες στα αγγλικά (Ειρήνη
Βρης), στα γαλλικά (Χρυσούλα
Αγκυρανοπούλου) και στα ιταλικά (Τζίνα Καρβουνάκη). Στο εξώφυλλο ένα έργο του
Δημήτρη Λαλέτα, που με το έκδηλο πένθος στα σημεία του και τη χρωματική
συνύπαρξη του κίτρινου με το μαύρο μάς εισάγει στο κλίμα του θεατρικού λόγου
του Γιώργου Χρονά.
Διώνη Δημητριάδου
*(το έργο
παρουσιάστηκε με τη μορφή θεατρικού αναλογίου στο Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν,
στις 23 Σεπτεμβρίου 2019, υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες της Σοφίας Φιλιππίδου)