Τετάρτη 24 Ιουλίου 2024

 

Σαράντα ποιήματα της Σοφίας Φιλιππίδου

 Σοφία Φιλιππίδου

 εκδόσεις Οδός Πανός

 η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal

στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ ΛΕΞΕΙΣ

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ ΛΕΞΕΙΣ | Όταν στενεύει ο χώρος πιάσε το ποίημα • Fractal (fractalart.gr)

 




Όταν στενεύει ο χώρος πιάσε το ποίημα

 

Χωράει μέσα στα ποιήματα ένας κήπος ολάνθιστος; Κι αν ναι, αφήνει χώρο για το πέρασμα από τη ζωή στη μη-ζωή; Πώς να την  περιγράψει; Να την αφηγηθεί ίσως; Τα πράγματα στη φύση παραμένουν αινιγματικά, θα γράψει η Σοφία Φιλιππίδου, ενώνοντας έτσι, μέσω του κρυφού αινίγματος (ανοιχτό μόνο σε όποιον μπορεί να υπερβεί τον ορθολογικά χτισμένο κόσμο μας για να αποδεχθεί το μη ορατό, το μη αισθητό), όλα τα φυσικά πράγματα. Ό,τι έχει γράψει μέχρι τώρα περικλείει τον φυσικό κόσμο, όπως η ίδια τον αντιλαμβάνεται, ευρύχωρο, να την προσκαλεί να ενσωματωθεί μέσα του, ένα κι αυτή στο όλον, που οι άλλοι αγνοούν ή βλέπουν μόνο την επιφάνεια. Η Σοφία έχει την ικανότητα να δημιουργεί με τα δικά της υλικά ένα δικό της κόσμο, άρρηκτα δεμένο με τη φύση και τις λειτουργίες της. Μαγικά σκηνικά που προκύπτουν από την, αναγκαία για κάθε δημιουργία, παρατήρηση. Κατασκευάζει και ανακατασκευάζει με περισσή θεατρικότητα όσα οι αισθήσεις προσλαμβάνουν,  μεταποιώντας τα σε υλικά μιας πολύ ξεχωριστής γραφής, σε μια ιδιαίτερου ύφους προσαρμογή λέξεων και εικόνων.

 

[…]

Επέμενε να κοιτάς τις σκιές στις βουνοπλαγιές

και θα αναγνωρίσεις το σύννεφο και τους κανόνες

Όλα τα φυσικά εξηγούνται κι ακόμα υπάρχουν κήποι.

(«Καθ’ οδόν προς Θεσσαλονίκη»)

 

Σαράντα ποιήματα, με τον απλό, αυτονόητο τίτλο να τα στεγάζει: Σαράντα ποιήματα της Σοφίας Φιλιππίδου. Απηχούν τη απώλεια του οικείου προσώπου, την αναγκαία συμφιλίωση με τα φθαρτά υλικά της ύπαρξης, με την αποδοχή ενός τέλους που κανείς δεν ξέρει αν είναι ή δεν είναι τέλος, αν η ζωή έχει τη συνέχειά της ή όλα ανήκουν στο εδώ που φθίνει με τον χρόνο.

 

Το μυαλό μου έγινε μνήμα

 να χωρέσει τη μάνα μου

Αν είναι αλήθεια πως μέσα στο κουτί υπάρχει το κρανίο της

Παρακαλώ κάποιος μετά από μένα

να το πετάξει στο χωνευτήρι

(ο.π.)

 

Στα ποιήματα της Σοφίας ανακαλύπτεις μυστικές συνδέσεις. Όσα φεύγουν απαρατήρητα, εκείνη τα αποτυπώνει, με τους δικούς της συνειρμούς, που ακροβατούν ανάμεσα στο πραγματικό και στην αναίρεσή του· έτσι κι αλλιώς η ποίηση έχει το προνόμιο να «μεταφέρει» αυθαιρέτως τις έννοιες, να αγγίζει την αλήθεια με έναν ανεπαίσθητο υπαινιγμό. Το ενδιαφέρον σε ό,τι γράφει η Σοφία (πεζό ή ποιητικό) είναι που όλα τα καθιστά ανοιχτά στην αναγνωστική πρόσληψη. Από τον προσωπικό της, ιδιωτικό κόσμο, μεταβαίνει σε συλλογικά προβλήματα, επισημαίνει όσα την πονούν, θλίβεται για την αδιαφορία μπροστά τις καταστροφές, για την αδυναμία μπροστά στον διαρκή πόλεμο, για την απαξίωση της ζωής.



 

[…]

Είσαι στα χέρια αυτού που θα σε αγκαλιάσει

Ή εκείνου που θα σε σπρώξει στη θάλασσα

Όταν πατήσεις τον καταπέλτη

Είσαι ένα «περιστατικό» στο λιμάνι

Ο πνιγμός σου είναι ένα «συμβάν»

Για το οποίο «το πλοίο δεν έχει καμία ευθύνη»

Πες ένα γεια,  μπαίνεις στη μεγάλη πόλη

(«Πες ένα γεια που βραδιάζει»)

 

Και τότε, μέσα στους κλειστούς δρόμους, έρχεται το ποίημα να ανοίξει σωτήριες χαραμάδες· ακόμα κι όταν καθυστερεί, είναι γιατί δουλεύει μέσα του τον τρόπο να μιλήσει. Πώς να ενσωματώσει όλη τη σοφία του φυσικού κόσμου, προκειμένου να στιγματιστεί η αδικία, η εγκατάλειψη, να στηλιτεύσει τις κραυγές επιτυχίας όσων ζουν από τον πόλεμο, αδιαφορώντας για τα παιδιά που έχασαν το γέλιο και το παιχνίδι τους. Πώς να φανεί η αλήθεια που απελευθερώνει, όχι όμως χωρίς το ανάλογο τίμημα. […] για την αλήθεια που σε απελευθερώνει/ Χρειάζονται δυο χρυσές περόνες/ Καρφωμένες μέσα στα μάτια σου («Το ποίημα δεν μπορεί να περιμένει»). Δοκιμασμένη αλήθεια, ρωτήστε τον Οιδίποδα. Έτσι και το ποίημα. Δεν σου χαρίζεται εύκολα. Απαιτεί αίμα.

Διαβάζοντας την ποίηση της Σοφίας, νιώθω την αγάπη μέσα της, για ό,τι αξίζει να ζει, αλλά του έχουν στερήσει το δικαίωμα στη ζωή, για ό,τι απελπίζεται στη μοναξιά του, για ό,τι περιμένει μάταια να μιλήσει, γιατί του στέρησαν τον ήχο. Όταν γράφει: Μια αγάπη ελαφριά σαν φτερό καρφώθηκε στην καρδιά μου, αφορά όλους όσοι θα θέλανε να επιβιβαστούν στο πλεούμενό της, στη σχεδία-καράβι της που με επιμονή και υπομονή κατασκευάζει από σκόρπια ξύλα, Γι αυτούς  που θα μπαρκάρουνε μαζί μου/ τις νύχτες με την κίτρινη σκόνη («Τρομάζω ν’ ακούω την καρδιά μου»). Ποίηση τολμηρή στις υπερβάσεις της, έτοιμη να μοιραστεί με όσους δεν προσπερνούν το καλό για το συμφέρον, για όσους ακόμη μπορούν να μιλούν με τα πουλιά και να τ’ ακούνε.

Εξώφυλλο εξαιρετικό (στηριγμένο σε μια ιδέα της Κοκό Σανέλ), διπλό πορτραίτο, σαν εικόνες ενωμένες στη μέση, για να αποτελέσουν μια πιστή αποτύπωση. Η Σοφία και ο εαυτός της, ο κόσμος της και ο κόσμος γύρω της.


Διώνη Δημητριάδου

Κυριακή 21 Ιουλίου 2024

ΣΕ ΣΤΑΥΡΩΣΑΝ ΑΔΕΡΦΙ ΜΟΥ Γιώργος Αλεξανδρής

 

 

ΣΕ ΣΤΑΥΡΩΣΑΝ ΑΔΕΡΦΙ ΜΟΥ 

Γιώργος Αλεξανδρής 

 


Το λίκνισμα του νησιού, στ’ αφρόσκεπο το κύμα,

γλυκανασαιμιά και τραγούδι στης πεθυμιάς την τράτα

και το μακρινό τ’ αγνάντεμα, ακόμη ένα στέριο  βήμα

για το σφιχτό τ’ αγκάλιασμα στης ένωσης τη στράτα.

 

Λιοκέντητη  η σημερινή, εικοστή του Ιούλη αυγή,

το μεσημέρι απάντημα της πίστης στην ελπίδα

κι απέλπισμα τ’ απόβραδο με σταύρωση θλιβερή

στ’ αντάμωμα που πόθησε τ’ αδέρφι στην πατρίδα.

 

Τα πορτόφυλλα που έπεσαν στο βάρος της κατάρας,

τα κλάματα που ακούστηκαν παράπονο κι ευχή,

ψυχές που μοιρολόγησαν το στοίχειωμα της λαχτάρας,

στο σπίτι μας αντήχησαν παράκληση και οργή.

 

Φωτιές φυγής και κρότοι διωγμού στο σπίτι του αδερφού

και πνίγεται η ανάσα του ,μαραίνεται η ψυχή του

στο μίσος και την απειλή, του γείτονα και του γνωστού,

να σηκώνει ψηλά τα χέρια του, ικέτης στη ζωή του.

 

Σε σταύρωσαν αδέρφι μου και είδα τη θανή μου.

Τον τάφο που σου άνοιξαν είναι δικό μου μνήμα.

Θεριέψου στο κουράγιο σου, άκου και τη φωνή μου

κι η πίστη μας ομόψυχη, φουρτουνιασμένο κύμα,

 

θα πνίξει στο βαθυγάλαζο τ’ αφορεσμένα χέρια

που μάτωσαν τη θάλασσα, αυτή που γλυκοκυματούσα

κρατούσε στην αγκάλη της το σμίξιμο των πόθων,

περήφανα που το ένιωθες κι εγώ το λαχταρούσα.

 

Το σταύρωσαν αδέρφι μου το συναπάντημά μας,

μα σφίξε μέσ’ στο χέρι μου τα στέφανα του χρόνου,

πανήγυρη ξημέρωμα στην Κύπρο τ’ αντάμωμά μας,

στο δίκιο μας  να ιστορήσουμε, το κούρσεμα του πόνου.


 20 - 7- 1974

 Γιώργος   Αλεξανδρής

Πέμπτη 18 Ιουλίου 2024

«Θηρίο ή θεός» της Διώνης Δημητριάδου ΑΩ εκδόσεις Γράφει η Χριστίνα Λιναρδάκη Η πρώτη δημοσίευση στο STIGMALOGOU.GR

 

 

«Θηρίο ή θεός» της Διώνης Δημητριάδου

 ΑΩ εκδόσεις

Γράφει η Χριστίνα Λιναρδάκη

Η πρώτη δημοσίευση στο STIGMALOGOU.GR

Δύο βιβλία για το καλοκαίρι(;) - StigmaLogou

 



Οι (συγ)χρονισμοί είναι σημαντικοί, ακόμη και στη λογοτεχνία. Με αυτή την κάπως βαρύγδουπη φράση, θέλω να πω ότι έχει σημασία και το πότε διαβάζει κάποιος ένα βιβλίο, μέσα σε ποια προσωπική συνθήκη. Εγώ ας πούμε πήρα να διαβάσω το βιβλίο της Διώνης στις διακοπές μου, που φέτος ξεκίνησαν πολύ νωρίς. Λάθος, προφανώς – γιατί η χαρούμενη περίσταση των διακοπών ήρθε σε μετωπική σύγκρουση με την ατμόσφαιρα του βιβλίου που είναι αρκετά βαριά. Αυτό δεν λέει βέβαια τίποτα για το βιβλίο της Διώνης, το οποίο είναι αριστούργημα.

 

Η γενικά βαριά ατμόσφαιρα λοιπόν του βιβλίου οφείλεται στο γεγονός ότι ο πρωταγωνιστής του, Ευγένιος, νιώθει βαθιά θλιμμένος εξαιτίας κάποιου ασήκωτου προσωπικού βάρους την ίδια στιγμή που στοχάζεται εντατικά για την ανθρώπινη ελευθερία. Μόνο πολύ αργά στο βιβλίο (στη σελίδα 91 από τις 95 συνολικά) μαθαίνει ο αναγνώστης ποιο είναι το βάρος που κουβαλάει ο Ευγένιος και δεν είναι άλλο από την απώλεια της συντρόφου του, Ελένης. Είναι μια αποκάλυψη που φωτίζει τον αναγνώστη και τον γεμίζει κατανόηση. Γιατί, ναι, είναι κατανοητό ότι μαζί με τον/την σύντροφο φεύγει ένα κομμάτι του εαυτού μας (ενδεχομένως το πιο λειτουργικό) και μένουμε λειψοί. Είναι κατανοητό ότι το φως του κόσμου μπορεί να σβήνει για μας, έτσι που να μοιάζει να μας περιστοιχίζει το σκοτάδι:

 

“Τώρα το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν μια μαύρη εικόνα που του σκέπαζε κάθε τι το ζωντανό και ελπιδοφόρο για το αύριο. Η μαύρη εικόνα που είχε επισκιάσει ό,τι μέχρι τότε μπορούσε να ονομάσει ζωή, ελπίδα, προοπτική. Το αύριο απλώς δεν υπήρχε. Η Αθήνα εξακολουθούσε να κοιμάται κι αυτό το μεσημέρι, τα μισόκλειστα παράθυρα και πάλι απέπνεαν κάποια διάθεση γαλήνης, ησυχίας, οι δρόμοι ήταν, όπως κάθε μεσημέρι χρόνια τώρα, όλα τα χρόνια της ζωής του, ίδιοι μέσα στην ηρεμία της ανάπαυσης. Αυτόν, όμως, δεν τον αφοροόυσε αυτή η σιωπή. Είχε να εξοικειωθεί με τη δική του σιγή και παύση, να συμφιλιωθεί με την προσωπική του χρωματική κλιμακα, όλη να βάφει το δικό του σκοτάδι” (σσ. 79-80).

 

Μέσα στο σκοτάδι, όλοι μπορούμε να χαθούμε. Ιδίως όσοι έχουμε συνηθίσει σε μια τόσο δραστική εσωτερίκευση του κόσμου, που να συγχέουμε τον εξωτερικό με τον εσωτερικό. Επιπλέον, όταν όλα είναι μαύρα μέσα και γύρω μας, τα πράγματα λειτουργούν σε φαύλο κύκλο γιατί είναι ανθρώπινο να θέλουμε να γαντζωθούμε από ό,τι έχουμε πιο κοντινό: τη διάνοιά μας, τη μελέτη, την έρευνα – δηλαδή να οδηγηθούμε σε περαιτέρω εσωτερικεύσεις. Έτσι και ο Ευγένιος στοχαζόταν, ολοένα. Κυρίως περί της, κατά Αριστοτέλη, φύσης εκείνου του ανθρώπου που δεν ανήκει στο κοινωνικό σύνολο και της κατάταξής του στην τάξη ή των θηρίων ή των θεών.

 

Ο Ευγένιος όμως δεν επιλέγει καμία από τις δύο τάξεις, αν και ίσως οι παλιοί του γνωστοί – ορμώμενοι από την απομόνωσή του  – να τον κατέτασσαν σε κείνη του θηρίου, εκτός από τους λίγους που πραγματικά τον εκτιμούσαν οι οποίοι θα τον κατέτασσαν στη θεϊκή. Αντίθετα, ο Ευγένιος αντιπροτείνει τον ελεύθερο άνθρωπο που ενδέχεται, ένεκα του πνεύματος της ελευθερίας που τον διακατέχει (παρεμπιπτόντως, διαβάστε και το χθεσινό μας ποίημα της Δευτέρας από τη Λένια Ζαφειροπούλου που μιλάει για τον άνθρωπο και την ελευθερία), να οδηγηθεί εντέλει στην τραγικότητα: τον νοήμονα άνθρωπο, τον έξυπνο και γνωστικό. Τον άνθρωπο που κάνει ό,τι μπορεί για να αποφύγει τη μοίρα η οποία στέκεται πάνω από θεούς και ανθρώπους, καθορίζοντας όλους, αλλά τελικά δεν την αποφεύγει. Τον άνθρωπο του οποίου πρότυπο, στον μύθο, ήταν ο Οιδίποδας.

 

Ο Ευγένιος είναι ένας χαρακτήρας μάλλον πλασμένος κατά τα πρότυπα του ρομαντισμού: με μια σκιά πάνω του που δεν επιθυμεί να αποτινάξει, αλλά μάλλον επιζητεί, την ίδια στιγμή που κάνει λόγο για ελευθερία σαν γνήσιος απόηχος των σκοτεινών ηρώων του Μίλτον. Με μόνη διαφορά ότι ο Ευγένιος έρχεται υποκινούμενος  από τη θέση της απώλειας και όχι από υπαρξιακά κινήτρα.

 

Η νουβέλα της Διώνης (Θηρίο ή θεός, εκδόσεις ΑΩ, 2023) χρησιμοποιεί διάφορους τύπους γραφής: το ημερολόγιο, τις ανοικτές επιστολές, τον δοκιμιακό λόγο, τις σημειώσεις. Όλα συναρμόζονται για να καθοδηγήσουν τον αναγνώστη στον δρόμο προς τη διαμόρφωση των μεγάλων ερωτημάτων, στον προβληματισμό επί των απαντήσεων, εντέλει στη βαθύτερη κατανόηση της ανθρώπινης συνθήκης.

 

Χριστίνα Λιναρδάκη

Τετάρτη 17 Ιουλίου 2024

Η ιστορία του παιδιού Πέτερ Χάντκε Μετάφραση: Θεοδώρα Τσόκα Εκδόσεις Κουκκίδα η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ ΛΕΞΕΙΣ

 

Η ιστορία του παιδιού

Πέτερ Χάντκε

 Μετάφραση: Θεοδώρα Τσόκα

Εκδόσεις Κουκκίδα

η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal

στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ ΛΕΞΕΙΣ

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ ΛΕΞΕΙΣ | Το μυστικό του κόσμου • Fractal (fractalart.gr)

 



 

Το μυστικό του κόσμου

 

Ήταν αυτή η  μοναδική στιγμή που δ ε ν έβλεπε τον εαυτό του σαν μονάδα· και μόνο μια τέτοια στιγμή κλείνει μέσα της τον μύθο: την αιώνια αφήγηση. Χάνεται η φώτιση του νου, αλλά παραμένει ένα μεγαλείο: και ο διαβάτης συνεχίζει ακόμα την πορεία του εκεί ψηλά στην πεδιάδα, προς την οροσειρά με το μελανό  πέπλο, με μια σκέψη στον νου του, που ποτέ δεν θα καταφέρει κανείς να αποτελειώσει: «Δουλεύω το μυστικό του κόσμου».   (σ. 71).

 

Γράφοντας ο Πέτερ Χάντκε την Ιστορία του παιδιού (Kindergeschichte), το 1981, έχει ως αφορμή την κόρη του (τότε δώδεκα χρονών), επιλέγει, ωστόσο, με την τριτοπρόσωπη αφήγηση και τις μικρές χαραμάδες στη μυθοπλασία, ώστε να χωρέσουν δοκιμιακά χαρακτηριστικά, να μιλήσει γενικότερα για την ιδιότυπη συνθήκη της ανατροφής ενός παιδιού ως διπλής, αμοιβαίας και αλληλοεπηρεαζόμενης ενηλικίωσης. Το παιδί, διαρκώς παρόν στην αφήγηση, μεγαλώνει χρόνο με τον χρόνο, μετρώντας παράλληλα τις επιδράσεις από τον στενό οικογενειακό χώρο (στην ουσία των δύο προσώπων: πατέρας-κόρη) όσο και τον ευρύτερο. Παρατηρεί, μιμείται, αντιγράφει, αφομοιώνει και αποδέχεται ή απορρίπτει, συγκρούεται ή συμφιλιώνεται· μια συνεχής εξέλιξη, συχνά απρόσμενη. Ο πατέρας, την ώρα που νομίζει πως ελέγχει την κατάσταση διαμορφώνοντας τον μικρόκοσμο του παιδιού, ώστε ομαλά να ενσωματωθεί στις συνθήκες της δεδομένης κοινωνίας, παρά τις αντιξοότητες που συναντά στο περιβάλλον του (απόρριψη και περιθωριοποίηση λόγω διαφορετικής καταγωγής), συνειδητοποιεί πως ταυτόχρονα διαμορφώνεται και ο ίδιος, αλλάζει και επαναπροσδιορίζει τη δική του ταυτότητα, βιώνοντας πλέον τη δική του ενηλικίωση.

Ο Χάντκε, σε όλο το έργο του (ποιητικό, θεατρικό, πεζό, δοκιμιακό), αγγίζει τη θεματική του χρόνου, που ως διάρκεια μορφοποιεί το άπιαστο, στην ουσία, σώμα της σε τόπους μνήμης, που έχουν υπόσταση, ακόμη κι όταν έχουν πλέον χαθεί από τον χάρτη. Διάρκεια είναι η επιστροφή, είναι η διάσωση του βλέμματος του μικρού παιδιού, που ακόμη εξετάζει τον κόσμο γύρω του και αποθηκεύει τη γεύση των τόπων, τα ακούσματα της φύσης δημιουργώντας τον δικό του χρόνο. Αυτή είναι η  δική του διάρκεια. Γράφοντας εδώ με το βλέμμα του πατέρα προσεγγίζει τη δική του διάρκεια, σε άρρηκτη σχέση με αυτήν του παιδιού· ενώ μιλά ο ίδιος, ακούγεται η φωνή και η σκέψη του παιδιού, που συχνά επισκιάζουν τη δική του οπτική για τον κόσμο. Δυο παράλληλες πορείες, σε διαρκή αλληλεπίδραση, μέχρι η κάθε μία να αποκτήσει τη δική της υπόσταση εν αυτονομία, μα και αυτή πάντα σχετική.


Και είναι ακριβώς η οπτική του παιδιού που θα τον καθοδηγήσει στην αλήθεια, στην επίγνωση της κρυφής ουσίας του κόσμου. Είναι η στιγμή που τα μάτια ενός μικρού παιδιού αν και με την αθωότητα της άγνοιας (ή κυρίως λόγω αυτής) φέρουν μέσα τους όλη την αιωνιότητα, αυτήν που πασχίζει με κάθε τρόπο να προσεγγίσει η φιλοσοφία και η λογοτεχνία. Όλη η ιστορία του κόσμου, σε τελευταία ανάλυση, μια αφήγηση είναι. «Αν ένα έθνος χάσει τους αφηγητές ιστοριών του, χάνει την παιδική του ηλικία», άλλωστε έχει πει ο ίδιος.

 

Και τότε κατάλαβε: «οι μοντέρνοι καιροί», που τόσες φορές είχε καταραστεί και απορρίψει, αυτοί δεν υπήρχαν· και η «συντέλεια του κόσμου» ήταν πλάσμα κακό της φαντασίας: με κάθε νέα επίγνωση ξεκινούν από την αρχή όλες πάλι οι δυνατότητες, και τα μάτια των παιδιών μέσα στο πλήθος – κοίταξέ τα τα μάτια τους!–  μεταφέρουν τον αιώνιο νου. Αλίμονο σ' εσένα που δεν θα αντιληφθείς αυτή τη ματιά. (σ. 98).

 

Στην Ιστορία του παιδιού (εύστοχος ο τίτλος εστιάζει στο παιδί και όχι στον αφηγητή/πατέρα) συναντάμε τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της γραφής του Χάντκε, τη διείσδυση στον ψυχικό κόσμο των προσώπων, ακόμα και μέσα από λεπτές αποχρώσεις των λέξεων ή των εικόνων (σκέφτομαι το νόημα που κρύβεται πίσω από την έκφραση «ανήλικος σύντροφος» αντί για παιδί, που εξισώνει τους δύο), την αίσθηση της αποξένωσης του ανθρώπου από τον κοινωνικό περίγυρο που πια δεν τον εκφράζει (καθόλου τυχαία η βράβευσή του το 2009 με το «Βραβείο Φραντς Κάφκα»), την αντίδρασή του στον ορθολογισμό που δρα πιεστικά με τον απόλυτο χαρακτήρα του στις σύγχρονες κοινωνίες, τον διακαή πόθο για μια επιστροφή στη φύση, με όποιον τρόπο φανεί πρόσφορος. Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κουκκίδα (σειρά: Κλασσικά κείμενα), σε μετάφραση της Θεοδώρας Τσόκα. Από τα πολύτιμα μικρά της παγκόσμιας λογοτεχνίας.


Διώνη Δημητριάδου

Σάββατο 13 Ιουλίου 2024

Ρέα Γαλανάκη Πού ζει ο λύκος; Εκδόσεις Καστανιώτη η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

 

 

Ρέα Γαλανάκη

Πού ζει ο λύκος;

Εκδόσεις Καστανιώτη

η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

Ρέα Γαλανάκη: «Πού ζει ο λύκος;» (diastixo.gr)

 


Ω λύκε, το δικό της σώμα γίνεται τώρα ελεύθερο και απαγορευμένο, αρσενικό και θηλυκό, βασανιστήριο και θαύμα, το μέσα και το έξω από το τζάμι, το άφοβο και φοβισμένο, τ’ αήθικο κι ασκητικό. (σ. 62).

 

Λόγος επιλεκτικά αλληγορικός, μεταφορικός, πεζός στη μορφή αλλά σε ευθεία επικοινωνία με την ποίηση. Πρόκειται για το έργο της Ρέας Γαλανάκη Πού ζει ο λύκος;, που πρωτοεκδόθηκε το 1982 και τώρα επανακυκλοφορεί, γιατί είναι από πολλά χρόνια εξαντλημένο αλλά γιατί έχει ακόμη και σήμερα (ή κυρίως σήμερα) τη σημασία του, διαφορετική φυσικά κάτω από διαφορετικές συνθήκες, ωστόσο με την ιδιαίτερη αξία της. Η αφιέρωση, Για τις παρέες από το ’67 ώς το ’74, σαφώς ορισμένη χρονικά από τα χρόνια της δικτατορίας, έχει ακόμη τη νοηματική δυναμική της τόσο ως μνήμη των συντρόφων της σκληρής εκείνης εποχής όσο και ως αναγκαία μνεία των προσωπικών ορίων, που καμιά φορά υπάρχουν ακριβώς για να υπερβαίνονται.

Το αφηγηματικό/ποιητικό κείμενο χωρισμένο στα δύο (Το σπίτι, Το διαμέρισμα), απηχεί το πέρασμα σε μια δύσκολη (λόγω συνθηκών) ενηλικίωση, με προσωπικές καταγραφές από την παρανομία και την αντιδικτατορική δράση· μια ζωή (μοιρασμένη κι αυτή σε ιδιωτικό και σε συλλογικό τοπίο) που περικλείεται μέσα σε λίγες σελίδες, στις οποίες τα νοήματα συμπυκνώνονται (ο ποιητικός τρόπος εμφανής) για να απλωθούν κατόπιν στα όρια της αναγνωστικής πρόσληψης (όσο οι μνήμες κρατούν) και να φανούν οι διαστάσεις τους σε όλη τους την έκταση. Ευφυής ο τίτλος, με τον λύκο να ξεφεύγει από τον παραδοσιακό του ρόλο, όπως μας τον δίδαξε το παραμύθι, για να αποδώσει με τον συμβολισμό του ένα άλλο νόημα στην «τοιχογραφία» της εποχής και στον χαρακτήρα της γενιάς εκείνης.



Έχοντας μελετήσει όλο το έργο της Γαλανάκη, ας μου επιτραπεί η διαπίστωση ότι σταδιακά πέρασε από τον ποιητικό στον πεζό λόγο, χωρίς ποτέ, ωστόσο, να γράψει καθαρόαιμα πεζά, ευτυχώς να πω. Πάντοτε στην πεζογραφία της ανιχνεύεται ένα πολύτιμο υπόγειο και υπόρρητο πέρασμα, που επιτρέπει την επικοινωνία ανάμεσα στο ρεαλιστικό πεδίο και στην αναίρεσή του, ανάμεσα στην κυριολεκτική και στη μεταφορική σημασία των γραφομένων, ανοίγοντας έτσι τον ορίζοντα μιας διττής ή πολλαπλής ερμηνείας. Και αυτό είναι ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ευρηματικής αυτής γραφής. Θα έλεγα, επομένως, ότι η Γαλανάκη ουδέποτε εγκατέλειψε τον ποιητικό λόγο, όσο κι αν δοκιμάστηκε με επιτυχία στις δυσκολίες και τις απαιτήσεις της μικρής ή της μεγάλης αφήγησης. Έχοντας αρχίσει να γράφει μέσα στις ιδιόμορφες συνθήκες της δικτατορίας, με τον κίνδυνο συνυφασμένο με την καθημερινότητα, τις διαρκείς αναμετρήσεις με το αδύνατο που έπρεπε να καταστεί δυνατό, προκειμένου να κερδηθεί τόσο η επιβίωση όσο και η αναγκαία ηθική υποχρέωση της συμμετοχής σε έναν αγώνα που μακάρι να ήταν, αλλά δυστυχώς δεν ήταν, συλλογικός, το λογοτεχνικό ύφος δεν γινόταν παρά να είναι πολύτροπο. Άλλωστε, στην ουσία η γραφή μία είναι, πολλές οι μορφές της. Όταν λίγα χρόνια μετά το τέλος της δικτατορίας (το βιβλίο άρχισε να γράφεται το 1979) γράφει για την τότε εποχή, χρησιμοποιεί την αλληγορία του παραμυθιού, την υποκρυπτόμενη σημασία των λέξεων κάτω από υπαινιγμούς και μεταφορικότητα, αποδίδοντας έτσι το κλίμα που επικρατούσε και δεν επέτρεπε, με τίμημα τη δίωξη, την κυριολεξία αλλά ανάγκαζε σε μια δισημία.

 

Έξω από το μικρό διαμέρισμα της το δέντρο της πλατείας πράσινο. Έξω απ’ το μπάνιο οι σωλήνες του φωταγωγού. Δεν εσκαρφάλωσε ούτε την πρώτη, ούτε τη δεύτερη φορά που τη συνέλαβαν στα ξεραμένα τους κλωνάρια. Η Παύλα είναι κρυμμένο δέντρο, είναι λοιπόν η δυνατότητα να δραπετεύσει σκαρφαλώνοντας στο ίδιο της το σώμα. Άλφα ωμέγα ο πόθος του άντρα. Άλφα ωμέγα ήσυχος ο ύπνος ο μετά τον έρωτα. Καφές, τσιγάρο. Λύκε, ω λύκε, μοναξιά. Λύκε, ω λύκε, αγλωσσία. Λύκε, ω λύκε, άπειρη ενοχή. Βαθιά κι ηδονική. (σ. 45).

 

Διαβάζοντας και το εκτενές Υστερόγραφο, «προσωπικό υστερόγραφο» το ονομάζει η ίδια, νιώθω ότι αξίζουν δύο επισημάνσεις. Η μία αφορά την ανάγκη να δοθούν κάποιες «εξηγήσεις» στο κείμενο του βιβλίου αυτό καθεαυτό· θα έλεγα ότι είναι μια μικρή καθοδηγητική οδός που ξεδιαλύνει τη μεταφορικότητα και τις αλληγορίες, προκειμένου να αποδώσει με σημερινούς όρους τις μνήμες. Η άλλη, και πιο ενδιαφέρουσα στη δική μου ανάγνωση, απηχεί την ανάγκη να φανεί η διάσταση ανάμεσα στις απαιτήσεις της τότε εποχής για συλλογικό αγώνα και στη μικρή ανταπόκριση στους κόλπους του ελληνικού λαού. Είναι σαφής η φράση της Γαλανάκη: «Αυτοί οι “όλοι εμείς” ήμασταν λίγοι», που αλλού αποκτά μεγαλύτερη δραματικότητα προσεγγίζοντας καλύτερα την αλήθεια των πραγμάτων: «Αυτοί οι “όλοι εμείς” ήμασταν λίγοι, ήμασταν ελάχιστοι». Γιατί, προφανώς και ένα μεγάλο μέρος του λαού ήταν ιδεολογικά απέναντι στο ανελεύθερο καθεστώς, ωστόσο σε περιόδους κρίσης είναι η ενεργή συμμετοχή που μετράει. Κι αν θέλουμε να προχωρήσουμε ακόμη πιο πέρα, εκτός από την πολιτική δράση, οι καιροί έδωσαν την ευκαιρία για αποστασιοποίηση από στερεότυπες αντιλήψεις που αφορούν την προσωπική ζωή, τις προσωπικές «επαναστάσεις» που συχνά οδηγούν και στις ευρύτερες. Πόσοι πραγματικά ακολούθησαν;

Το βιβλίο της Γαλανάκη, όπως κι αν διαβαστεί, ως ροή ποιητικού λόγου με τις υπόρρητες αλήθειες του ή ως μια αφήγηση μιας δύσκολης, βίαιης ενηλικίωσης, η ουσία είναι ότι λειτουργεί σήμερα, πενήντα χρόνια μετά την αποκατάσταση του δημοκρατικού καθεστώτος, σαν μια υπενθύμιση πως πολύ λίγο απέχει η προσωπική και συλλογική ελευθερία από την αναίρεσή της, κάτω από όποιες συνθήκες· όσο η μνήμη καταργείται ή, ακόμη χειρότερα, θυμάται και εννοεί μεν, αλλά διαστρέφει την αλήθεια, τόσο πιο απειλητικός ο ορίζοντας. Γράφει στο Υστερόγραφο:

 

[…] ένα δικό μου υστερόγραφο θα διευκόλυνε τον ανυποψίαστο σημερινό αναγνώστη να διασχίσει τον θεοσκότεινο λαβύρινθο εκείνης της εποχής, τον δε μνήμονα αναγνώστη να αναστοχαστεί. (σ. 100).

 

Κρατώ για το τέλος τη σημαδιακή κατάληξη του Υστερόγραφου:

 

Η δε αφιέρωση του βιβλίου «Για τις παρέες από το ’67 ώς το ’74» παραμένει για μένα ζωντανή και τρυφερή παρά τα πενήντα χρόνια που έχουν μεσολαβήσει.

 

Διαφαίνεται, έτσι, ένας ακόμη λόγος, ο πιο συναισθηματικός, που οδήγησε στην απόφαση της επανέκδοσης. Να μην ξεχαστεί, να μείνει ζωντανή και τρυφερή η μνήμη των ανθρώπων, της παρέας εκείνης, όσα πρόσωπα κι αν αριθμούσε. 

 

Διώνη Δημητριάδου

 

 

 

 

Η ομορφιά του πυράκανθου Έλενα Δαρούσου εκδόσεις Ο μωβ σκίουρος η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ

 

Η ομορφιά του πυράκανθου

Έλενα Δαρούσου

 εκδόσεις Ο μωβ σκίουρος

η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal

στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ ΛΕΞΕΙΣ | Ένα «ήσυχο βάθος» • Fractal (fractalart.gr)

 



Ένα «ήσυχο βάθος»

 

Πρώτο βιβλίο για την Έλενα Δαρούσου, δεκατρείς ιστορίες που αναζητούν, εν μέσω ασφυκτικά κλειστών τοπίων, την ανθρώπινη παρουσία, όπως ήταν κάποτε ή όπως θα έπρεπε ακόμη να είναι. Οι ήρωες ζουν στιγμές (αυτές αποτυπώνονται στις ιστορίες), σαν να «κόβεται» ο χρόνος και να τους αναλογεί ένα μικρό κομμάτι ζωής για να δείξουν ποιοι είναι. Είναι τέχνη, οπωσδήποτε, να καταφέρεις να δώσεις το περίγραμμα του κάθε προσώπου (ταυτόχρονα αχνό περίγραμμα ζωής) μέσα στο οποίο ομαλά θα ενταχθούν οι στιγμές που αποτελούν τον καμβά για να υφανθεί η πλοκή. Μέσα σε ένα κλίμα υπόκωφης θλίψης, οι ήρωες νοσταλγούν, ονειρεύονται, επινοούν αλλαγές, μονολογούν, εξομολογούνται. Αν και οι ιστορίες είναι όλες διαφορετικής θεματικής, ακολουθούν ένα αόρατο νήμα που τις κρατά στην ίδια ευθεία, να μην παρεκκλίνουν από μια αρχική ιδέα που φαίνεται να κατευθύνει τη γραφή αυτή, δηλαδή να παραμεριστεί με κάθε τρόπο  το υπαρκτό τοπίο για να αναδυθεί ο έσω κόσμος.

Στρέφομαι για λίγο στο εξώφυλλο (Κωνσταντίνος Μάσσος, What do you see when you look at me?, εικόνα ενταγμένη στη σχεδίαση του εξωφύλλου από τη Μιχαήλα Πλιαπλιά). Και μόνο το πλακάκι του δαπέδου παραπέμπει σε άλλη εποχή, με το κορίτσι να σταματά για λίγο την κίνηση της αιώρας για να μας κοιτάξει και να μας απευθύνει την άηχη ερώτηση. Έτσι και οι ιστορίες της Δαρούσου, μας κοιτάζουν κατευθείαν στα μάτια, με ειλικρίνεια, με αναμονή μιας απάντησης στο ερώτημα: «αλήθεια, όταν μας διαβάζεις, τι σκέφτεσαι; Οι ήρωες μέσα μας σου μοιάζουν;» Όλες μιλούν για ένα «ήσυχο βάθος», όπως αυτό αφήνεται να φανεί μέσα από μικρές ανατροπές, μικρές «επιστροφές» στο πριν της ζωής, όταν όλα μοιάζαν διαφορετικά, ή στο μετά (το όποιο μετά) μήπως κι όλα αλλάξουν, ή αλλού μέσα από μια μικρή συμφιλίωση με την πραγματικότητα.  

 

[…] Βούρτσισε πολλή ώρα τα φρεσκολουσμένα μαλλιά της πριν τα δέσει ψηλά με την κορδέλα, που είχε περισσέψει από το φόρεμα μιας κούκλας. Καρφίτσωσε στο κουμπί του λαιμού το παλιό καμέο της γιαγιάς της, που το είχε τόσα χρόνια στο κουτί. Έσφιξε τη ζώνη στη μέση της· δεν ήταν πολύ λεπτή, όχι, αλλά ήταν η μέση της. Κι ένιωσε την ομορφιά να της ανταποδίδει το χαμόγελο μέσα απ’ τον καθρέφτη. Ναι. Ήταν το δικό της μικρό θαύμα. («The dolllmaker», σσ. 66-67).


 

 Η ιδιαίτερη γραφή της Δαρούσου βάζει την τελεία σε κάθε ιστορία, όταν πιστεύεις ότι έχει ακόμη κάτι να πει. Έχει δύο πλεονεκτήματα αυτό το «ξάφνιασμα» του τέλους. Το ένα αφορά τη διαπίστωση (κοινή πεποίθηση σε όλους, κι ας μην την ακολουθούν πολλοί) πως οι ιστορίες δεν τελειώνουν ποτέ· οι ιστορίες που αφηγούμαστε αποτελούν μικρές στάσεις στην αδιάκοπη ροή του χρόνου, ένα διήγημα (κυρίως αυτή η μορφή γραφής) δημιουργεί ένα στεγανό  χώρο, μέσα στον οποίο χτίζεται η ιστορία, δομείται η πλοκή, βρίσκουν τόπο να σταθούν οι ήρωες. Το δεύτερο αφορά τον αναγνώστη που, έτσι, προκαλείται (ή προσκαλείται) να συνεχίσει με τις δικές του προσλαμβάνουσες, τα δικά του βιώματα. Και στις δύο περιπτώσεις κερδισμένη η γραφή.

Ένα σχόλιο, τέλος, για τον τίτλο που στεγάζει όλα τα διηγήματα. Απηχεί την ελπίδα ότι δεν γίνεται όλα να τελειώνουν άδοξα, σαν να λειώνουν ο πάγοι και να μας καταπίνει το νερό. Πάντα θα υπάρχει η άλλη εικόνα του κόσμου, που θα συγκινείται με την ομορφιά ενός πυράκανθου, μιας ανθισμένης αυλής με τα πολύχρωμα πλακάκια στο δάπεδο, με τα κόκκινα μαλλιά ενός κοριτσιού, με την ανάγνωση ενός βιβλίου. Κι αν αυτή την ελπίδα μπορεί να μας τη δώσει η λογοτεχνία, με τους δικούς της ιδιαίτερους, μαγικούς, τρόπους, ας πούμε πως κι αυτό είναι κάτι σπουδαίο.

 

[…] Η ζωή είναι ζεστή ύλη – μια φωσφορίζουσα ζύμη, που κρατάω στα χέρια μου κάθε στιγμή. Η κοκκινομάλλα από την Τρίτη τάξη μού χάρισε μια χούφτα μολύβια· μου φάνηκαν τόσο όμορφα. Στο διάλειμμα ένας παπαγάλος ήρθε και κάθισε στο δέντρο, φώναξα τα παιδιά να τον δουν. Παίρνω μήνυμα από έναν ξεχασμένο φίλο. Η ομορφιά του πυράκανθου με κάνει να δακρύζω. Όχι, ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να συμβεί πριν μπούμε στο χώμα. («Ανοιχτοί ορίζοντες», σσ. 104-105).

 

Διώνη Δημητριάδου

Δευτέρα 8 Ιουλίου 2024

ΑΣΚΗΤΙΣΜΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΗΣ

 

 

ΑΣΚΗΤΙΣΜΟΣ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΗΣ



Και μη θαρρείς πως πραγματικά επαναστατείς

όταν εγκαλείς την προνοητικότητα του ψεύδους

πάνω από τα ερείπια των ήσυχων καιρών

ούτε κι όταν βίαιες ανατροπές καθαγιάζεις

σε μέρες ευφρόσυνες άδηλων συμφορών,

γιατί η συγχορδία ολοφυρμών και απειλών,

ενός πυροβολισμού και μιας αυτοκτονίας,

επανάληψη είναι κι ας μοιάζει πρωτοτυπία,

γνώριμες αθωότητες και της συνήθειας πιστώσεις,

συστράτευση αβίαστη κι εξαγνισμού παράσταση

για την ύποπτη φυγή και την αθώα επιστροφή.

 

Αλόγιαστη κι ασύνταχτη η υποτέλεια του νου,

η διαφάνεια στέγασμα στις ύστερες εκτιμήσεις

κι ευδόκιμη προσαρμογή η άσκηση της αλήθειας,

στου χρόνου την επανένταξη και τις μαρτυρίες.

 

Κι αν λεύτερο πνεύμα της ευταξίας αντιστέκεσαι,

την ευνομία των επινίκιων θεσμών αμφισβητείς

κι ο λόγος σου πρεσβεία ιδεών δοκιμάζεται

στην ιστορία που ρητόρευσε δίκες και θυσίες

και διαφέντεψε σε μνήμες και αλήθειες,

δύσκολο ν’ αρνηθείς την εποχή σου,

αυτή που ως ασκητισμός είχε προηγηθεί,

με τις επίνοιες, τα εφικτά και τ’ ατελέσφορα,

κι ακόμη δυσκολότερο ως ασκητής ν’ απαλλαχτείς

από τη σωτηρία της προσφοράς και της συντριβής

που η πλάνη της μοναδικότητας περιποιεί.

 

 Γιώργος  Αλεξανδρής

(φωτογραφία: Lee Jeffries)

Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους Μιχάλης Αλμπάτης Εκδόσεις Νήσος [παρουσίαση: Παναγιώτης Χαλούλος]

 

 

Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους

Μιχάλης Αλμπάτης

Εκδόσεις Νήσος

 

[παρουσίαση: Παναγιώτης Χαλούλος]


 

 Ένα βιβλίο, που θα μπορούσε κάλλιστα να τροφοδοτήσει με τις ευρηματικές ιστορίες που περιγράφει σενάριο μιας κινηματογραφικής ταινίας με σκηνές διασκεδαστικές, αλλά και με προβληματισμό για τις σχέσεις των ανθρώπων, τις υποκριτικές, με τις κακίες και τις δολοπλοκίες τους, τις κρυφές επιθυμίες, τα ανέκφραστα και ανολοκλήρωτα όνειρα, τις σκέψεις, τα μυστικά, που, όπως λέγεται, συχνά «τα παίρνουν στον τάφο» οι άνθρωποι!...

  Αν μπορούσαμε να …ακούσουμε τι σκέφτεται ένας άνθρωπος, αφού πεθάνει, το πνεύμα του δηλαδή, αν υποθέσουμε ότι αυτό δεν απόλλυται με το θάνατο του σώματος, πόσα μη αναμενόμενα για πολλούς από τους οικείους και τους φίλους του θα μαθαίναμε! Αν οι νεκροί σκέφτονταν και «μιλούσαν», πόσα θα μπορούσαν να συμβούν! Πόσοι θα δυσαρεστούνταν και πόσοι θα αισθάνονταν δικαίωση για όσα πίστευαν για τον εκλιπόντα! Αφού, απαλλαγμένοι πλέον από την άμεση σχέση και επικοινωνία με τους ζωντανούς οι νεκροί, δεν θα είχαν κανένα ενδοιασμό να αποκαλύψουν την αλήθεια τους, όλα όσα φοβούνταν να πουν ενώ ζούσαν, στα πλαίσια της κοινωνικής υποκρισίας ή από φόβο, υστεροβουλία και σκοπιμότητα. Και πόσο κάποιες φορές θα διασκέδαζαν οι πεθαμένοι διαπιστώνοντας τις διάφορες αντιδράσεις των οικείων τους, αν ήταν δυνατό να ακούσουν εκείνοι τις αλήθειες που κρύβονταν μια ζωή, ενώ άλλες φορές θα λυτρωνόταν το πνεύμα τους από το βάρος που έφεραν στη ζωή κρύβοντας πολλά από αγαπημένα τους πρόσωπα, αν έτσι αποκαλύπτονταν από τους ίδιους, ως εξομολόγηση, έστω μετά το θάνατο!...

    Ο Μιχάλης Αλμπάτης επινόησε τον ήρωα του βιβλίου, ένα νεαρό αγόρι στην Κρήτη, που ανακαλύπτει σε μια κηδεία πως έχει το «χάρισμα» να ακούει τη φωνή, τη σκέψη των νεκρών, χάρισμα, που κάποιες φορές σκέφτεται πως μπορεί να είναι «κατάρα» για τον ίδιο. Ένας θείος του σκέφτηκε να εκμεταλλευτεί την ιδιότητα του νεαρού και τον κάνει «διερμηνέα των πεθαμένων» περιοδεύοντας στα χωριά, παραβρισκόμενοι σε νεκροτομεία, και προσφέροντας τις υπηρεσίες τους σε συγγενείς, αλλά και, όταν χρειαστεί, στις αστυνομικές αρχές, στην ιατρική επιστήμη προς έρευνα και μελέτη του φαινομένου, υπό την εποπτεία και των εκκλησιαστικών αρχών, προς επιβεβαίωση της θρησκευτικής πίστης περί αθανασίας της ψυχής!...

   Θα μπορούσαν να αποτελούν μια επιστημονική θεωρία όσα συμπεραίνει ή υποθέτει ο αρχίατρος, επικεφαλής μιας επιστημονικής επιτροπής που μελετά τη διαδικασία «διερμηνείας» της σκέψης των νεκρών στο νεκροτομείο του παλαιού Δημοτικού Πανάνειου Νοσοκομείου του Ηρακλείου – η ιστορία τοποθετείται στο 1950 – από το νεαρό Φανούρη, με την παρουσία, πάντα βεβαίως, του θείου του, δημοσιογράφων, αλλά και ενός ιερωμένου ως εκπροσώπου της Αρχιεπισκοπής. Μια θεωρία ενδιαφέρουσα, που δεν αποδέχεται την εκκλησιαστική άποψη περί αθανασίας της ψυχής, αλλά δέχεται την ύπαρξη αυτού που αποκαλούμε ψυχή, «όχι όμως σαν μια αθάνατη έξωθεν ουσία, αλλά σαν παράγωγο του ίδιου του σώματος, σαν κύημά του».

   Αντιγράφουμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από τη συζήτηση στην επιτροπή και την …«επιστημονική» θεωρία:

     « ̶ Ένα είναι το αδιαμφισβήτητο συμπέρασμα! παρενέβη αποφασιστικά ο ιερομόναχος. Η ψυχή υπάρχει! Ο άνθρωπος δεν είναι μονάχα το σώμα του, όπως η επιστήμη πασχίζει τους τελευταίους αιώνες να αποδείξει! Ιδού! Είναι νεκροί κι όμως ακόμα μιλάνε, υπάρχουνε ακόμα!

̶  Δεν έχετε άδικο, αγαπητέ, απάντησε ο αρχίατρος χαμογελώντας με συγκατάβαση, αλλά ούτε ολοκληρωτικά δίκιο. Απ’ ό,τι αποδεικνύεται, είμαστε κάτι περισσότερο από το σώμα μας, αλλά όχι κάτι πέρα από αυτό. Όπως κι αν ονοματίσουμε αυτό που απομένει του θανάτου, παρατηρούμε ότι παραμένει προσδεμένο στο κορμί που το εκκόλαψε κι ότι είναι καταδικασμένο να εξασθενεί και να αποσυντίθεται προοδευτικά μαζί του, διαδικασία που η ψύξη της σάρκας δεν μπορεί να ανακόψει. Μακάρι να βρίσκαμε έναν τρόπο να διατηρήσουμε αναλλοίωτο αυτό που θα αποκαλούσαμε ψυχή, γιατί – ναι! – πρέπει να παραδεχτούμε πως υπάρχει, όχι όμως σαν μια αθάνατη έξωθεν ουσία, αλλά σαν παράγωγο του ίδιου του σώματος, σαν κύημά του. Αν παρομοιάζαμε το ανθρώπινο έμβρυο με έναν σπόρο και το ενήλικο άτομο μ’ ένα πλήρως αναπτυγμένο φυτό, θα λέγαμε ότι η ψυχή είναι το άρωμα που αναδίδουν τα άνθη του. Ακόμα κι αν το λουλούδι κοπεί, το άρωμά του θα εξακολουθεί για κάποιο διάστημα να διαχέεται στον αέρα, αλλά θα ήταν παράλογο να υποθέσουμε ότι το άρωμα προϋπήρχε του φυτού ή ότι είναι δυνατόν να συνεχίσει να υπάρχει εις το διηνεκές μετά τον μαρασμό του υλικού κέντρου εκπήγασής του.

  »Για να χρησιμοποιήσω μιαν άλλη παρομοίωση, θα έλεγα πως η ψυχική μας δραστηριότητα, παραγόμενη προφανώς από τη λειτουργία του νου, προσιδιάζει σε μια αδιάκοπη εκπομπή εγκεφαλικών κυμάτων, τα οποία δεν είμαστε σε θέση ακόμα, δυστυχώς, να συλλάβουμε και να αναλύσουμε. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι ψυχικοί αυτοί παλμοί συμπεριφέρονται όπως και κάθε άλλο παλμικό κύμα, διαχέονται δηλαδή προς όλες τις κατευθύνσεις με τη μορφή πολλών, ολοένα διευρυνόμενων κύκλων. Μπορούμε να φανταστούμε τον θάνατο σαν τη στιγμή εκείνη όπου ρίπτεται στο ακουάριο(*) του Νου το τελευταίο βότσαλο αυτοσυνειδήσεως, προξενώντας τις στερνές, κυκλοειδείς ρυτιδώσεις, τις ύστατες εκπομπές ψυχικού ρευστού, που με τη μορφή διευρυνόμενων δακτυλίων εξαπλώνονται ολοένα, μέχρι την οριστική τους διάλυση.

    »Τούτο πιστεύω, κύριοι, ότι συμβαίνει, ένα καθ’ όλα φυσικό φαινόμενο, το οποίο ως τώρα δεν είχε υποπέσει στην αντίληψή μας και που κάποια στιγμή η εξέλιξη της επιστήμης θα μας επιτρέψει να μελετήσουμε διεξοδικά και να εντρυφήσουμε στους νόμους που το διέπουν…»

  Η φαντασία του συγγραφέα μάς προσφέρει ιστορίες διασκεδαστικές, πικάντικες κάποτε, συναρπαστικές και απροσδόκητες, με μόνο μειονέκτημα, κατά την άποψή μας το μακροσκελές κάποιων ιστοριών-αφηγήσεων των νεκρών, που καλό θα ήταν να είχαν κάποια συμπύκνωση λόγου.

   Σε συνέντευξή του στη lifo ο Μιχάλης Αλμπάτης στην ερώτηση “— Από πού ξεκίνησε η ιδέα για το «Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους»;” απαντά:

  “…χρειαζόμουν κάτι άλλο, μια ιδέα καινούρια, ξεχωριστή, κι αυτή με βρήκε αναπάντεχα στην κηδεία ενός συγγενή μου. Κατά τη διάρκεια της αγρύπνιας, ένας φίλος του, που συνήθιζαν να τα πίνουν παρέα, νιώθοντας ενοχές που εμείς απολαμβάναμε το κονιάκ μας ενώ κανείς δεν σκέφτηκε να δώσει λίγο στον μακαρίτη, του έσταξε μερικές σταγόνες στα χείλη και του παραπονέθηκε για το φευγιό του, γιατί οι ζωντανοί αισθανόμαστε πάντα εγκαταλειμμένοι μπροστά στον θάνατο.

Αναρωτήθηκα τότε τι θα σκεφτόταν ο θείος μου αν μπορούσε να ακούσει τα παράπονα του φίλου του, τι θα σκεφτόταν και τι θα μας έλεγε αν μπορούσε να μιλήσει, και η ιδέα του βιβλίου ξεπήδησε με μιας· ένα νεαρό αγόρι που μπορεί να αφουγκραστεί τις σκέψεις των νεκρών! Ήξερα πως θα είναι μυθιστόρημα ενηλικίωσης και περιπλάνησης, αλλά ταυτόχρονα, μέσα απ’ τις διηγήσεις των νεκρών, ιστορίες μέσα στην ιστορία, θα μπορούσε να είναι πολλά περισσότερα…”

Με μια τέτοια ιστορία αρχίζει το βιβλίο, με το θάνατο του θείου του Φανούρη, του Κρασογιώργη:

“…Όταν έφτασε ο Φανούρης, η αυλή ήταν ήδη γεμάτη κόσμο. Είχαν κουβαλήσει καρέκλες απ’ όλη τη γειτονιά, που τις είχαν τοποθετήσει περιμετρικά του αυλόγυρου, κι ο κόσμος, αφού έμπαινε να προσκυνήσει τον νεκρό και να δώσει τα συλλυπητήριά του, καθόταν εκεί για να κουτσομπολέψει ψιθυριστά, αργορουφώντας τους καφέδες κι αδειάζοντας τα ποτηράκια με το κονιάκ που η αδερφή του, η Φιλιώ, και άλλες συγγενοπούλες σερ­βίρανε αδιάκοπα, πηγαινοερχόμενες αεικίνητα ανάμεσα στο πλήθος…

Όλες αυτές οι εκφράσεις τρυφερότητας προς τον νεκρό ξάφνιασαν τον Φανούρη, που είχε συνηθίσει να ακούει τα ίδια χείλη να κατηγορούν αδιάκοπα τον μακαρίτη σαν μέθυσο, ανεπρόκοπο, γρουσούζη και ακαμάτη, και σκέφτηκε πως αυτή η μεταστροφή εξη­γούσε τη συνήθεια να αποκαλούνται οι νεκροί «συγχωρεμένοι», πως ο θάνατος έκανε να φαίνεται ασή­μαντο κάθε ελάττωμα και κάθε πρότερο αμάρτημά τους, απαλλάσσοντάς τους από κάθε μομφή και κάθε κατηγορία. Με τις σκέψεις αυτές, ζύγωσε πάνω απ’ το φέρετρο…

Τότε το άκουσε. Ήταν η φωνή του θείου του, με τη συνηθισμένη της χροιά, όμως σε έναν τόνο πολύ πιο χαμηλό κι από αυτόν του πιο αιθέριου ψιθύρου, χωρίς να χάνει ωστόσο σε διαύγεια ή σε σφρίγος, θυμίζοντας το απαλό βουητό που αφήνει ο άνεμος καθώς περνάει μέσα απ’ τα χωράφια με τα στάχυα.

— Καλώς το Φανουράκι μου! Ήρθες; Πώς και σ’ άφησε ο τσιγκούναρος ο Σπαγούλιος να φύγεις; Αυτός δεν ήρθε, ε; Εμ βέβαια! Σιγά μην κλείσει το μαγαζί του να ’ρθει να ανάψει μια λαμπάδα στον συγγενή του! Φοβάται μη χάσει καμιά δεκάρα ο σπαγγοραμμένος!

Ο Φανούρης, που δεν είχε προλάβει ακόμα να προσκυνήσει το εικόνισμα, έστρεψε τα γουρλωμένα από έκπληξη μάτια του προς το πρόσωπο του νε­κρού, πιστεύοντας πως είχε γίνει κάποιο θαύμα και πως ο θείος του είχε αναστηθεί, όμως όχι, τα χείλη του παρέμεναν σφαλιστά, έχοντας την μπλαβιά από­χρωση του σκοτωμένου αίματος.

— Αχ! Τι με κοιτάς, ανίψο μου, λες και μπορείς ν’ ακούσεις όσα λέω. Μακάρι να μπόραγες! Εσύ πάντα με νοιαζόσουνα και με καταλάβαινες κι όλο και κάνα ποτηράκι κρασί μου ’φερνες κρυφά απ’ τη γιαγιά σου. Αχ! Μακάρι να μ’ άκουγες και να μου ’δίνες κι εμένα λίγο κονιακάκι, που το ζήλεψα. Τόση ώρα πίνουνε οι κερατάδες και λένε «Μακαρία του», μα δεν εβρέθηκε ένας τους να στάξει λιγουλάκι απά στα χείλια μου, απού έχουνε πετρώσει!

Ο Φανούρης, σίγουρος πια πως ο θείος του ήτανε ζωντανός, μόνο που δεν μπορούσε να ανοίξει το στόμα του εμποδισμένος απ’ το μαντίλι, στράφηκε απότομα προς τα πίσω, άρπαξε ένα ποτηράκι με κονιάκ από τον δίσκο που η αδερφή του μετέφερε και ξαναγυρίζοντας πάνω από το φέρετρο έσταξε αργά αργά το περιεχό­μενό του πάνω στα παχιά, σφιγμένα χείλη, που όμως διόλου δεν σαλέψανε για να το υποδεχτούν, παρά το άφησαν να κυλήσει σε δυο λεπτές γραμμές πάνω στον ζαρωμένο λαιμό κι από κει να μουσκέψει τον γιακά του άσπρου πουκαμίσου. Μέσα στην αίθουσα επικράτησε ξαφνικά μια απόλυτη σιωπή, με κάθε κίνηση να μένει μετέωρη και με ολωνών τα βλέμματα συγκεντρωμένα επάνω του, ξαφνιασμένα από την παράδοξη σπονδή, που την ερμήνευσαν σαν έναν συμβολικό αποχαιρετι­σμό προς τον αγαπημένο του θείο.

Εκείνη τη στιγμή η αέρινη φωνή ακούστηκε ξανά:

— Αχχχ! Να’χεις την ευχή μου! Δεν μπορώ, βέβαια, να το καταπιώ, μα μου γλύκανε τα χείλη. Μα πώς μπορείς και με ακούς; Είσαι κι εσύ σαν τον παππού σου τον Φανούρη, ε; Κι αυτός λένε πως εμίλαγε με τους αποθαμένους…”

 

Πάλι από τη συνέντευξή του συγγραφέα στη lifo:

   “— Γιατί τοποθετείς το βιβλίο σε παλιότερη δεκαετία, του ’50, και όχι στη σημερινή εποχή;”

“Το «τώρα» του βιβλίου είναι οι αρχές της δεκαετίας του 1950, αλλά με τις διηγήσεις-αναμνήσεις των νεκρών ταξιδεύουμε ακόμα πιο πίσω. Ήταν εποχές που ο κόσμος δεν είχε ακόμα ολότελα απομαγευτεί, όπου, κυρίως στην επαρχία, πίστευαν ακόμα στα ξόρκια, στις μαγικές τελετές, στις νεράιδες και τα φαντάσματα. Ήταν ένας κόσμος όπου ο Φανούρης, με το αλλόκοτο χάρισμά του, μπορούσε, παρ’ όλες τις αρχικές επιφυλάξεις, να γίνει πιστευτός και σεβαστός. Αν εμφανιζόταν στην εποχή μας ένα παιδί που υποστήριζε ότι μπορεί να μιλήσει με τους νεκρούς, είναι σίγουρο ότι θα κατέληγε στο ψυχιατρείο…”

 

Ο Μιχάλης Αλμπάτης γεννήθηκε στο Ζαρό Κρήτης, στους πρόποδες του Ψειλορείτη, ζει στο Ηράκλειο.

Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «νήσος», Αθήνα 2022


(*) ακουάριο = ενυδρείο