Ο αγριόγατος πηγαίνει
πάντα μόνος
μυθιστόρημα της Τέτης
Παγκάλου
εκδόσεις Γαβριηλίδης
πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό vakxikon.gr https://www.vakxikon.gr/vivlioprotaseis-maios/
«Ο αγριόγατος διηγείται μια ιστορία που αρχίζει με έναν θάνατο και
τελειώνει με έναν άλλον· μα όποιον θάνατο και να συναντήσει κανείς μέσα σ’
αυτές τις σελίδες, θα διαπιστώσει πως πάντα υπάρχει και η επόμενη μέρα: η μέρα
οπότε και η ζωή ξαναπιάνει το νήμα της από την αρχή.»
(από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Εύστοχη η παραπάνω αναφορά στη
βασική έννοια που καθορίζει την ουσία της ζωής: τη συνέχεια. Η εναλλαγή των
γεγονότων, η μυστική δύναμη που βοηθά την πορεία προς τα εμπρός, όποια εμπόδια
κι αν έχουν στο ενδιάμεσο σωρευθεί, όποιες απογοητεύσεις κι αν έχουν απελπίσει
τον άνθρωπο. Πάνω σ’ αυτή την ελάχιστη -πλην σημαντική- συνθήκη δομείται το
μυθιστόρημα, αυτό το πολύπαθο λογοτεχνικό είδος, συχνά παρεξηγημένο κι ακόμη
συχνότερα παραποιημένο ως προς τις βασικές του προδιαγραφές, τα εγγενή
χαρακτηριστικά που το ξεχωρίζουν ως είδος. Το μυθιστόρημα, η σπουδαία και
μεγάλη αφήγηση, είναι μια θέα προς τη ζωή, μια εσωτερική απεικόνιση των ηρώων
(του κεντρικού αλλά και των περί αυτόν δευτερευόντων χαρακτήρων) με στοιχεία
που απηχούν τη -δυνάμει- διεύρυνση του
δείγματος, ώστε να συμπεριλάβει όσο γίνεται περισσότερους ομοίως πάσχοντες και
αναλόγως διαβιούντες – εδώ γίνεται μνεία στους αναγνώστες και οιονεί
συμμέτοχους της γραφής.
Η Τέτη Παγκάλου, με τον
«Αγριόγατο» μάς οδηγεί στην αρχή του 19ου
αιώνα, και αυτό από μόνο του είναι ικανό να κεντρίσει το ενδιαφέρον του
αναγνώστη/λάτρη της μεγάλης αφήγησης. Η αναφορά αυτή αξίζει, πιστεύω, να
γίνεται κάθε φορά που ένας συγγραφέας αποφασίζει να συμφιλιωθεί με την απλή
αλήθεια: δεν μπορεί να γραφεί αξιόλογο μυθιστόρημα εν μέσω κρίσης που να
αναφέρεται ακριβώς σ’ αυτήν θεματικά, καθόσον λείπει το βάθος χρόνου ως
απαραίτητη συνθήκη για να εννοηθούν σωστά τα μεγέθη. Όσο επιλέγεται η στροφή σε
προηγούμενες εποχές, ιστορικά αποδελτιωμένες πλέον και συνειδησιακά βιωμένες,
τόσο θα συναντάμε έργα άξια λόγου. Όσο, αντιθέτως, θα προτιμάται η ευκολία της
αποτύπωσης μιας ακόμη ρέουσας πραγματικότητας με ασαφή τα χαρακτηριστικά της,
τόσο θα έχουμε ως αποτέλεσμα άνευρα έργα, αμήχανα και ατελή. Επειδή όμως, όπως είναι φυσικό, δεν αρκεί η
επιλογή του θέματος και η ικανή χρονική απόσταση από τα ιστορούμενα, αξίζει να δούμε και τα
υπόλοιπα χαρακτηριστικά που χτίζουν μια αξιόλογη μεγάλη αφήγηση, όπως αυτή που
εδώ εξετάζεται.
Αρχικά η εποχή που ιστορείται στον «Αγριόγατο» προσφέρεται για μια
ενδιαφέρουσα πλοκή, καθόσον έχει πολλές και σημαντικές ιστορικές αφηγήσεις που την αποδίδουν με σαφήνεια,
ωστόσο λείπουν οι πιο προσωπικές ιστορίες, σαν να λέμε τα καθημερινά πρόσωπα
πίσω από την επίσημη εκδοχή της ιστορίας. Πώς ζούσαν την καθημερινότητά τους οι
άνθρωποι, λίγο πριν ξεσπάσει η επανάσταση; Πώς έβλεπαν την αναστάτωση της ζωής
τους, που ανέτρεπε την ως τότε συνύπαρξή τους με τους αλλοεθνείς και αλλόθρησκους – πλην όμως περιβεβλημένους
με τη συνήθεια τόσων αιώνων συμβίωσης; Κι έπειτα, τα κατοπινά χρόνια, πώς
διαμορφώθηκε η ζωή τους στον απόηχο της μεγάλης αλλαγής; Ο μυθιστοριογράφος που
θα επιλέξει μια τέτοιου είδους αφήγηση γνωρίζει ότι εισέρχεται στο αδιόρατο (και
αχαρτογράφητο) τοπίο, πίσω από τις
λέξεις της επίσημης ιστορίας.
Έπειτα οι ήρωες. Ο Αστέριος είναι ο κεντρικός ήρωας της αφήγησης, αν και
συχνά έχεις την αίσθηση ότι μοιράζεται τα πρωτεία με την Ασήμω. Και τα δύο αυτά
πρόσωπα, που θα μπορούσαν να είναι η ανθρώπινη φιγούρα του αγριόγατου του
τίτλου, δίνονται με σαφή τα χαρακτηριστικά τους, εύκολα διακριτοί εν μέσω των
υπολοίπων ηρώων.
«Θυμήθηκε, ήταν δεν ήταν τριών ετών και η Επιστήμη τον έβαλε σε μια
κουρελού να κάτσει εκεί κοντά στον πυρομάχο, αυτή σαν κάτι να έπλενε, σαν κάτι
να μαγείρευε, κάποια δουλειά έκανε τέλος πάντων, ζουζούλευε αυτός και την
ενοχλούσε, για να τον ημερέψει λοιπόν του είπε ότι μπορεί να έρθει ο αγριόγατος
και να τον πάρει, του είπε κάτι σαν ότι βγαίνει τη νύχτα για να βρει να φάει,
αν δεν βρει μπορεί να φάει και τα παιδιά του ακόμα, δεν έχει αισθήματα, αν του
τύχει και κάνα μωρό το κάνει μια χαψιά, δεν ντηριέται. Θυμάται επακριβώς τα
λόγια της. Ο αγριόγατος πηγαίνει πάντα μόνος.»
Το βασικό μοτίβο κατόπιν. Η μοναξιά των προσώπων, μοναξιά που άλλοτε
είναι μια αντικειμενική συνθήκη, από την οποία δεν μπορεί να ξεφύγει ο ήρωας (η
περίπτωση του ορφανού και σακάτη Αστέριου με τον κρυφό του έρωτα) και άλλοτε
πρόκειται για επιλογή σκληρή αλλά άφευκτη, αν θέλει η ηρωίδα -η Ασήμω εν
προκειμένω- να στηριχθεί στις δικές της δυνάμεις απομακρύνοντας (από φόβο για
την αυτόνομη και δυναμική της παρουσία) τους άλλους.
Δίπλα σ’ αυτούς τους δύο ήρωες
όλοι οι υπόλοιποι. Κάποιοι μυθοπλαστικά δημιουργήματα και κάποιοι αληθινά
πρόσωπα της ιστορίας, όπως ο εμβληματικός για την Πελοπόννησο, όπου
διαδραματίζονται τα γεγονότα, «Γκενεράλης» Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
«Είχε η Ασήμω ακούσει περιγραφές του Γκενεράλη κι όταν τον είδε αμέσως
τον αναγνώρισε, ήταν ανάκοντος με μάτια ευθύβολα σαν τ’ αητού, με πρόσωπο
μαυριδερό, δικαίως τον λέγανε με το παρατσούκλι ‘γύφτος’.»
Ο χειρισμός των ηρώων, ώστε να
αποδίδεται με αληθοφάνεια ο
χαρακτήρας τους θα πρέπει να προσμετρηθεί στα θετικά της γραφής της Παγκάλου.
Όπως επίσης η χρήση της γλώσσας με
τα στοιχεία της ντοπιολαλιάς (στο τέλος παρατίθεται χρήσιμο γλωσσάρι), που
πλάθει ακόμη πιο αληθινούς τους χαρακτήρες και μεταφέρει τον αναγνώστη σε
αυθεντικό σκηνικό της εποχής.
Αξίζει να αναφερθεί η τεχνική της γραφής της, η επιλογή της
Παγκάλου να αφήσει τα ιστορικά γεγονότα μόνον ως απόηχο πίσω από τα πρόσωπα της
ιστορίας που αφηγείται, δίνοντας έτσι τον χώρο στους ήρωές της για να
διεκδικήσουν την προσοχή του αναγνώστη. Ο χειρισμός αυτός -προφανώς σκόπιμος-
την αποτρέπει από το δέλεαρ να γράψει ένα τυπικό ιστορικό μυθιστόρημα, που να
κινείται στο προσκήνιο, και την οδηγεί να αφηγηθεί την ιστορία από την πλευρά
των αφανών ηρώων της καθημερινότητας, που νιώθουν να πέφτει πάνω τους η σκιά
των μεγάλων πρωταγωνιστών ταυτόχρονα με το φορτίο της προσωπικής τους ζωής,
δυσβάσταχτης συχνά από το βάρος των επιλογών των μεγάλων. Εδώ, στον χώρο της
μυθοπλασίας, έχουν την ευκαιρία να στρέψουν το ενδιαφέρον στο πρόσωπό τους, στη
δική τους ζωή, την πενιχρή και άδεια από ανδραγαθήματα που καταγράφει η επίσημη
ιστορία. Κάτω από αυτό το πρίσμα θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο ρόλος του μυθιστοριογράφου αναβαθμίζεται σε
καταγραφέα (καθόλου υποτιμητικό αυτό) της αληθινής ζωής, αυτής που κινείται στο
παρασκήνιο, που όμως έχει να δείξει τις άλλες ηρωικές πράξεις, της σκληρής και
δύσκολης επιβίωσης. Σε ρόλο αφηγήτριας
παραμυθιού η συγγραφέας ξετυλίγει βήμα βήμα το υλικό της (χωρισμένο σε δύο
κομμάτια, «Τα Πρώτα» από το 1814 και «Τα Ώριμα» από το 1842) και καθιστά τα
πρόσωπα κυρίαρχα της εικόνας που πλάθει με τη φαντασία της.
Στο προηγούμενο μυθιστόρημά της («Μου
λείπεται ύπνος») η Παγκάλου είχε επιλέξει μια ανάλογη τεχνική γραφής.
Παρακολουθήσαμε εκεί την προσωπική ιστορία της ηρωίδας της να μπερδεύεται με
τις εξελίξεις στον ελληνικό αλλά και στον ευρύτερο χώρο, από τις αρχές του 20ου
αιώνα μέχρι το 1978. Μας είχε μεταφέρει στη μικρή κοινωνία ενός χωριού της
ορεινής Κορινθίας με τα ιστορικά γεγονότα (δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, η προσφυγιά
του ’22, εμφύλιος, χούντα, μεταπολίτευση) να κυλούν στο φόντο της ζωής των
κατοίκων. Στην ουσία ξανά έναν υπαινιγμό της ιστορίας είχαμε, όπως κι εδώ, στον
«Αγριόγατο». Πρόκειται, λοιπόν, για συνειδητή επιλογή, αναγνωρίσιμο στοιχείο
της γραφής της. Ταυτόχρονα συνιστά μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση του
μυθιστορήματος ως είδους, με ειλικρίνεια ως προς τις προθέσεις και με σεβασμό
απέναντι στις προδιαγραφές του. Αποδεικνύει την εξέλιξη μιας γραφής που
προχώρησε σε δυσκολότερα λογοτεχνικά τοπία σε σχέση με το προηγούμενο
μυθιστόρημα, και έδωσε ένα αποτέλεσμα σαφώς αναβαθμισμένο ως προς τη θεματική
του και ως προς τις τεχνικές αφήγησης. Αξιοπρόσεκτο από κάθε άποψη.
Διώνη Δημητριάδου