Το ιστολόγιο «Με ανοιχτά βιβλία» φιλοξενεί
τον Δημήτρη Μπούκουρα
και το διήγημά του
Pietà
Το πράσινο λεωφορείο του ΚΤΕΛ Ιωαννίνων
μόλις είχε μπει στη νέα Εθνική Οδό Αθηνών – Πατρών. Εκείνη είχε ακουμπήσει το
γερασμένο της πρόσωπο πάνω στο τζάμι του παραθύρου και κοιτούσε το διερχόμενο
τοπίο. «Κοιτούσε» είναι τρόπος του λέγειν. Γιατί όπως έλεγαν και οι παλιοί «νους
ορά και νους ακούει». Κι εκείνης ο νους ήταν πολύ πίσω. Τρεις δεκαετίες πίσω.
Έβγαλε από τον κόρφο της τη φωτογραφία του. Την κοίταξε. Το όμορφο, λατρεμένο πρόσωπο του αγαπημένου γιου, της χαμογελούσε. Ένας Θεός ξέρει το πώς το μεγάλωσε αυτό το παιδί που είχε έρθει μετά από είκοσι δύο χρόνια γάμου, και όταν η ελπίδα για τεκνοποιία είχε πια χαθεί. Και ύστερα ήρθε ο εμφύλιος. Και ο άντρας της σκοτώθηκε πάνω στα βουνά. Από ποιους; Από τους από εδώ; Από τους από εκεί; Τι σημασία είχε; Το αποτέλεσμα μετράει. Και εκείνη ήξερε καλά τις συνέπειες που είχε γι’ αυτήν εκείνος ο χαμός. Έσφιξε τα δόντια και αφιερώθηκε στο μεγάλωμα του γιου της μέσα στις γνωστές δύσκολες μετεμφυλιακές συνθήκες. Το παιδί έβγαλε το Δημοτικό στο χωριό και ύστερα κατέβηκε στα Γιάννενα για να συνεχίσει στο Γυμνάσιο. Ευτυχώς που είχε βρεθεί κι εκείνη η θεία που το φιλοξένησε στο σπίτι της. Ήταν άριστος μαθητής. Τέλειωσε το Γυμνάσιο και έδωσε εξετάσεις. Πέρασε τρίτος στη Φιλοσοφική σχολή. Ακολούθησε η κάθοδος στην Αθήνα. Στην αρχή της έγραφε ταχτικά. Κάθε βδομάδα ο ταχυδρόμος τής χτυπούσε την πόρτα. Ύστερα τα γράμματα αραίωσαν. Και κάποτε η αλληλογραφία διακόπηκε.
Είχαν περάσει πια δύο χρόνια χωρίς να έχει λάβει γράμμα του. Τα δικά της, που του έστελνε στη διεύθυνση που γνώριζε, γύριζαν πίσω. Και ποιον να ρωτούσε άραγε; Οι λίγοι χωριανοί που κατέβαιναν στην πρωτεύουσα για καμιά δουλειά δεν θα μπορούσαν κι αυτοί να ρωτήσουν, να μάθουν κάτι για το παιδί της. Η πόλη ήταν τεράστια. Δεν ήταν σαν το χωριό που ο ένας γνώριζε τον άλλον. Και μια μέρα κάποιος συγχωριανός της, γείτονας, της χτύπησε την πόρτα.
-Καλημέρα, Λενιώ μου, έχω νέα για το παιδί σου…
Εκείνη λαχτάρησε.
-Για πες μου… για πες μου, τον ρώτησε με ανυπομονησία.
-Άκου, Λενιώ… Κάνε κουράγιο γιατί τα νέα δεν είναι ευχάριστα.
-Λέγε τι έχεις να μου πεις. Έχω μάθει να ακούω τα δυσάρεστα.
Εκείνος στριφογύρισε άβολα στην ψάθινη καρέκλα που καθόταν. Η αμηχανία του ήταν ολοφάνερη. Κάποτε το αποφάσισε:
-Άκουσέ με… σκέφτηκα καλά για το πώς θα σου πω την ωμή αλήθεια και να μη σου μιλήσω με μισόλογα. Γιατί έκρινα πως θα πρέπει να ξέρεις τα πράγματα όπως είναι. Λοιπόν: περνούσα έξω από το Μουσείο όταν τον είδα. Ήταν αγνώριστος. Αδύνατος μέσα στα παλιόρουχα που φορούσε. Με δυσκολία στεκόταν στα πόδια του. Τον ρώτησα αν είναι εκείνος. Με κόπο μου απάντησε πως «ναι». Ήταν εκείνος…
Η μάνα τον άκουγε άφωνη καθώς είχε καταρρεύσει στην πολυθρόνα.
-Ήταν και άλλα παιδιά εκεί γύρω, συνέχισε ο γείτονας, όλα εξαθλιωμένα. Κάθε τόσο ερχόταν κάποιος μυστήριος τύπος και τους πουλούσε αυτό που δεν χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια να το καταλάβω…
Έβγαλε από τον κόρφο της τη φωτογραφία του. Την κοίταξε. Το όμορφο, λατρεμένο πρόσωπο του αγαπημένου γιου, της χαμογελούσε. Ένας Θεός ξέρει το πώς το μεγάλωσε αυτό το παιδί που είχε έρθει μετά από είκοσι δύο χρόνια γάμου, και όταν η ελπίδα για τεκνοποιία είχε πια χαθεί. Και ύστερα ήρθε ο εμφύλιος. Και ο άντρας της σκοτώθηκε πάνω στα βουνά. Από ποιους; Από τους από εδώ; Από τους από εκεί; Τι σημασία είχε; Το αποτέλεσμα μετράει. Και εκείνη ήξερε καλά τις συνέπειες που είχε γι’ αυτήν εκείνος ο χαμός. Έσφιξε τα δόντια και αφιερώθηκε στο μεγάλωμα του γιου της μέσα στις γνωστές δύσκολες μετεμφυλιακές συνθήκες. Το παιδί έβγαλε το Δημοτικό στο χωριό και ύστερα κατέβηκε στα Γιάννενα για να συνεχίσει στο Γυμνάσιο. Ευτυχώς που είχε βρεθεί κι εκείνη η θεία που το φιλοξένησε στο σπίτι της. Ήταν άριστος μαθητής. Τέλειωσε το Γυμνάσιο και έδωσε εξετάσεις. Πέρασε τρίτος στη Φιλοσοφική σχολή. Ακολούθησε η κάθοδος στην Αθήνα. Στην αρχή της έγραφε ταχτικά. Κάθε βδομάδα ο ταχυδρόμος τής χτυπούσε την πόρτα. Ύστερα τα γράμματα αραίωσαν. Και κάποτε η αλληλογραφία διακόπηκε.
Είχαν περάσει πια δύο χρόνια χωρίς να έχει λάβει γράμμα του. Τα δικά της, που του έστελνε στη διεύθυνση που γνώριζε, γύριζαν πίσω. Και ποιον να ρωτούσε άραγε; Οι λίγοι χωριανοί που κατέβαιναν στην πρωτεύουσα για καμιά δουλειά δεν θα μπορούσαν κι αυτοί να ρωτήσουν, να μάθουν κάτι για το παιδί της. Η πόλη ήταν τεράστια. Δεν ήταν σαν το χωριό που ο ένας γνώριζε τον άλλον. Και μια μέρα κάποιος συγχωριανός της, γείτονας, της χτύπησε την πόρτα.
-Καλημέρα, Λενιώ μου, έχω νέα για το παιδί σου…
Εκείνη λαχτάρησε.
-Για πες μου… για πες μου, τον ρώτησε με ανυπομονησία.
-Άκου, Λενιώ… Κάνε κουράγιο γιατί τα νέα δεν είναι ευχάριστα.
-Λέγε τι έχεις να μου πεις. Έχω μάθει να ακούω τα δυσάρεστα.
Εκείνος στριφογύρισε άβολα στην ψάθινη καρέκλα που καθόταν. Η αμηχανία του ήταν ολοφάνερη. Κάποτε το αποφάσισε:
-Άκουσέ με… σκέφτηκα καλά για το πώς θα σου πω την ωμή αλήθεια και να μη σου μιλήσω με μισόλογα. Γιατί έκρινα πως θα πρέπει να ξέρεις τα πράγματα όπως είναι. Λοιπόν: περνούσα έξω από το Μουσείο όταν τον είδα. Ήταν αγνώριστος. Αδύνατος μέσα στα παλιόρουχα που φορούσε. Με δυσκολία στεκόταν στα πόδια του. Τον ρώτησα αν είναι εκείνος. Με κόπο μου απάντησε πως «ναι». Ήταν εκείνος…
Η μάνα τον άκουγε άφωνη καθώς είχε καταρρεύσει στην πολυθρόνα.
-Ήταν και άλλα παιδιά εκεί γύρω, συνέχισε ο γείτονας, όλα εξαθλιωμένα. Κάθε τόσο ερχόταν κάποιος μυστήριος τύπος και τους πουλούσε αυτό που δεν χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια να το καταλάβω…
Ο Αργύρης είχε κατέβει στην Αθήνα. Νέος,
όμορφος, με τα όνειρα ολόρθα μπροστά του, ίδια φωτιά που τον έκαιγε. Γράφτηκε
στο Πανεπιστήμιο και το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να βρει μια δουλειά. Βρήκε
μια θέση φορτοεκφορτωτή στη Βαρβάκειο. Η επαφή με τη μάνα του μέσω επιστολών
(καθώς τα τηλέφωνα ήσαν δύσκολα τότε) ήταν συχνή. Σχεδόν εβδομαδιαία. Η ζωή
μέσα στην απρόσωπη πολιτεία δύσκολη για εκείνον που είχε ζήσει μέσα στην
αμεριμνησία του χωριού. Τον έπνιγε. Είχε, βέβαια, δυο τρεις φίλους. Ύστερα
γνωρίστηκε με μια κοπέλα, όμως η σχέση δεν κράτησε πολύ. Εκείνη τον άφησε για
να πάει με κάποιον άλλον. Αυτός μελαγχόλησε και μια μέρα, άδειος από ζωή,
ευάλωτος, έπεσε στο λούκι. Δεν χρειάστηκε πολύ. Κάτι περίεργες παρέες τον
έσπρωξαν στους χαοτικούς δρόμους των ναρκωτικών. Και έπεσε στην εξαθλίωση.
Έπαψε να δουλεύει καθώς το σώμα του σιγά σιγά καιγόταν. Μαζί με κάποιους άλλους
βρέθηκε να κοιμάται τα βράδια σε κάτι άδεια βαγόνια εγκαταλειμμένα πάνω σε
σκουριασμένες ράγες, εκεί κοντά στον σταθμό Λαρίσης. Τη μέρα ζητιάνευε στον
ηλεκτρικό. Δεν έγραφε πια στη μάνα. Ήταν ένας χαμένος ανάμεσα σε άλλους
χαμένους. Αργά αλλά σταθερά βυθιζόταν στην ανυπαρξία, στο τίποτα.
Το λεωφορείο έφτασε κάποτε στο τέρμα.
Στον σταθμό των υπεραστικών. Ο κόσμος κατέβηκε απηυδισμένος από το πολύωρο
ταξίδι. Κατέβηκε κι εκείνη και σε λίγο βρέθηκε χαμένη μέσα στους δρόμους της
πολύβουης πολιτείας. Ρώτησε, έμαθε και σε λίγο βρέθηκε στο Μουσείο. Στο στέκι
που της είχε περιγράψει ο γείτονας. Προσπάθησε να ξεχωρίσει το παιδί της
ανάμεσα στους εξαθλιωμένους νέους. Εκεί, μέσα στο φως του δειλινού, στεκόταν
και κοιτούσε τις θλιβερές εικόνες. Άλλος έψαχνε να βρει κάποια φλέβα στα πιο
απίθανα μέρη του σκεβρωμένου του κορμιού για να τρυπηθεί και να πάρει τη δόση
του θανάτου. Παραπέρα, μια κοπέλα προσπαθούσε να κάνει το ίδιο στον φίλο της.
Άλλοι κατέβαζαν τα χάπια σα να ’ταν καραμέλες. Και ολοένα έρχονταν κι άλλοι
τρικλίζοντας, στρατός ολόκληρος της απόγνωσης. Πάνω στο χορτάρι του κήπου
αμέτρητες οι χρησιμοποιημένες σύριγγες και άλλες τόσες οι καρτέλες από τα
χάπια.
Και τότε τον είδε…
Αυτό που έβλεπε δεν ήταν ο Αργύρης της. Μόνο μια μάνα θα μπορούσε να αναγνωρίσει το παιδί της σ’ αυτά τα χάλια. Γιατί όντως ήταν αγνώριστος. Πώς είχε γίνει έτσι το παλληκάρι της; Πού είναι τα ροδοκόκκινα μάγουλά του; Τώρα μαύροι κύκλοι γύρω από τα γυάλινα μάτια του, που χωμένα μέσα στις κόγχες την κοιτούσαν ανέκφραστα. Το παιδί έτρεμε μέσα στα κουρελιασμένα ρούχα που φορούσε.
Έτρεξε και τον αγκάλιασε καθώς κατέρρεε. Κάθισε σ’ ένα παγκάκι. Το παιδί της έμοιαζε σαν παράλυτο έτσι όπως το κρατούσε στην αγκαλιά της πάνω στα στήθια που το πρωτοτάισαν. Τα χέρια του κρέμονταν χωρίς ζωή…
Pieta…
Και τότε τον είδε…
Αυτό που έβλεπε δεν ήταν ο Αργύρης της. Μόνο μια μάνα θα μπορούσε να αναγνωρίσει το παιδί της σ’ αυτά τα χάλια. Γιατί όντως ήταν αγνώριστος. Πώς είχε γίνει έτσι το παλληκάρι της; Πού είναι τα ροδοκόκκινα μάγουλά του; Τώρα μαύροι κύκλοι γύρω από τα γυάλινα μάτια του, που χωμένα μέσα στις κόγχες την κοιτούσαν ανέκφραστα. Το παιδί έτρεμε μέσα στα κουρελιασμένα ρούχα που φορούσε.
Έτρεξε και τον αγκάλιασε καθώς κατέρρεε. Κάθισε σ’ ένα παγκάκι. Το παιδί της έμοιαζε σαν παράλυτο έτσι όπως το κρατούσε στην αγκαλιά της πάνω στα στήθια που το πρωτοτάισαν. Τα χέρια του κρέμονταν χωρίς ζωή…
Pieta…
Δημήτρης Μπούκουρας
6/5/2016
Jusepe de Ribera, Descent from the Cross · Pietà (1630s)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου