Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2019

Συζητώντας με αφορμή ένα βιβλίο Μιχάλη Μακρόπουλου Μαύρο Νερό εκδόσεις Κίχλη Με τον Μιχάλη Μακρόπουλο συζητά η Διώνη Δημητριάδου



        

Συζητώντας  



με αφορμή ένα βιβλίο

Μιχάλη Μακρόπουλου

Μαύρο Νερό

εκδόσεις Κίχλη









Με τον Μιχάλη Μακρόπουλο 

συζητά η Διώνη Δημητριάδου






-        Για μια ακόμη φορά το σκηνικό για την ιστορία σας είναι η Ήπειρος. Σκληρός τόπος στην απομόνωσή του, ανελέητος για όσους επιμένουν να τον κατοικούν. Μιλώ φυσικά για τις ορεινές και απομακρυσμένες περιοχές που ερημώνουν από ζωή. Τι είναι, λοιπόν, για σας η Ήπειρος;

Δεν είναι απομονωμένη η Ήπειρος, έρημη είναι. Πρωτοπήγα στο Πωγώνι στα ελληνοαλβανικά σύνορα πριν από 14 χρόνια, άνθρωπος της πόλης το χειμώνα και των Κυκλάδων το καλοκαίρι, και δεν αγάπησα διαμιάς τον τόπο, αλλά σιγά σιγά – μ’ αυτή την αγάπη που δεν είναι κεραυνοβόλος έρωτας, όμως ριζώνει βαθύτερα ίσως. Στην περιοχή υπάρχουν χωριά με έναν κάτοικο, με τρεις, με πέντε. Μου ’γινε κάποια στιγμή μια ερώτηση, αν ένα τέτοιο χωριό αποτελεί κοινότητα. Η προφανής απάντηση θα ήταν «όχι». Τι κοινότητα να ’ναι ένας άνθρωπος; Και δεν θα ήταν, πράγματι, αν παραδίπλα δεν υπήρχαν κλειστά άδεια σπίτια και παρακάτω δεν ήταν το νεκροταφείο. Ένας άνθρωπος μόνος του προφανώς δεν είναι κοινότητα. Ένας άνθρωπος κι ένα έρημο χωριό, όμως, είναι. Μια κοινότητα δεν είναι μονάχα ζώντες άνθρωποι, αλλά και μνήμες ανθρώπων. Πάρτε πενήντα ανθρώπους που μεταξύ τους είναι άγνωστοι και βάλτε τους σε ένα έρημο χωριό. Είναι κοινότητα; Όχι, γιατί τίποτα δεν τους συνδέει με τον τόπο. Αν μείνουν όμως αρκετά χρόνια στο χωριό, κι αρχίσουν κάποιοι να πεθαίνουν και να κηδεύονται εκεί, θα γίνουν κοινότητα τελικά. Οι νεκροί είναι απαραίτητη προϋπόθεση, είναι το κουρασάνι που δένει τους ζωντανούς. Επανέρχομαι στην ερώτησή σας. Η Ήπειρος είναι για μένα ο τόπος όπου για πρώτη φορά σκέφτηκα τι είναι εντέλει μια κοινότητα.

-          Είναι η ιστορία που επιλέγει τον τόπο για να απλώσει την πλοκή της ή ο τόπος κατευθύνει τη γραφή της ιστορίας;

Προφανώς και τα δύο. Υπάρχουν ιστορίες που δεν θα μπορούσα να αφηγηθώ στο περιβάλλον της Ηπείρου – έχω γράψει τέτοιες τα τελευταία χρόνια, απλώς δεν θα εκδοθούν ή δεν εκδόθηκαν ακόμα. Από την άλλη, ο τόπος ορίζει πράγματι εν μέρει την ιστορία. Όπως είπα και παραπάνω, το Πωγώνι είναι στα ελληνοαλβανικά σύνορα. Ένα σύνορο δεν είναι απλώς μια γραμμή σ’ ένα χάρτη. Αυτά τα σύνορα, όταν χαράχτηκαν, έκοψαν ζωές στη μέση, και η μεθόριος δεν ήταν, ούτε είναι, γεωγραφική απλώς, αλλά και ψυχική. Αυτό φαίνεται, το νιώθεις, και πώς να μην επηρεάσει τις ιστορίες μου – αλλά και τη γραφή μου την ίδια; Ένα σύνορο είναι δυο πράγματα μεταξύ τους αντίθετα: σε καλεί να το δρασκελίσεις και σου απαγορεύει να το περάσεις. Στα άκρα υπάρχει μια αλήθεια, μια άλλη αλήθεια, που του κέντρου (του αθηναϊκού, ας πούμε) του διαφεύγει πάντα. Οι άνθρωποι της μεθορίου μπορεί να κατηγορηθούν ως εθνικιστές, υπερπατριώτες, οπισθοδρομικοί, ή δεν ξέρω τι άλλο, και μπορεί κιόλας να είναι – ωστόσο, κατηγορούνται από ανθρώπους που δεν τους καταλαβαίνουν. Ξέφυγα όμως απ’ την ερώτηση, έτσι θα σταματήσω εδώ.

-          Επιμένω λίγο ακόμη στον τόπο. Η διαμόρφωση της ζωής και η ψυχοσύνθεση των ανθρώπων είναι στενά δεμένες με τις γεωγραφικές ορίζουσες.  Όπως γράφετε: Κάτι από την ερημιά των σπιτιών και των χωριών έμοιαζε να υπάρχει μόνιμα πλέον μέσα του. Τι είναι, ωστόσο, αυτό που κρατά κάποιον στον τόπο του, ακόμη κι όταν αυτός αποβαίνει απολύτως εχθρικός γι’ αυτόν;

Πιστεύω, δύο πράγματα. Η αδυναμία προσαρμογής αλλού, που τον κρατά δέσμιο, και η αγάπη για τον τόπο, που επίσης τον κρατά δέσμιο. Μα, αυτά τα δύο δεν είναι το ίδιο – είναι δύο ολωσδιόλου διαφορετικές όψεις στο ίδιο νόμισμα. Τον κρατούν στον τόπο οι νεκροί. Η παραμονή στον εχθρικό αγαπημένο τόπο είναι ο οβολός του ζωντανού, για να εξακολουθήσει να ταξιδεύει στη χώρα των οικείων νεκρών, εκεί όπου ριζώνει η ζωή του. Μένει στον τόπο, γιατί εννοεί τον εαυτό του ως κομμάτι μιας αλυσίδας και δεν μπορεί να τον νοήσει αλλιώς. Προσέξτε, ωστόσο. Δεν μιλώ για μένα εδώ. Μιλώ για τους ανθρώπους στην ιστορία μου.

-          Η ιστορία του βιβλίου σας θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μελλοντολογική ή μήπως το  δυστοπικό της περιβάλλον είναι πλέον πολύ κοντινό χρονικά, ώστε να μας επιτρέπει να μιλήσουμε για ρεαλιστική θεματική;

Η ιστορία μου, όπως όλες οι ιστορίες μου μάλλον, είναι μύθος που φοράει ένα ρεαλιστικό ντύμα. Δεν παριστάνω τον προφήτη – αλλά, ότι όλα τούτα περί εξορύξεων κ.λπ. με έχουν θλίψει κι ανησυχήσει, είναι γεγονός αναμφισβήτητο.

-          Ο Πατέρας, ο ήρωας της ιστορίας σας, αναζητά τη γλώσσα όπου μπορεί, ακόμη και στις ακατανόητες γι’ αυτόν Γραφές – το μυστήριο των παλιών λέξεων, όπως λέτε. Φροντίζει μάλιστα να προμηθεύει τον γιο του, τον Φόρη, με αναγνώσματα. Είναι ο φόβος του μήπως χαθούν οι λέξεις που τον παρακινεί;

Είμαστε άνθρωποι γιατί κατανοούμε τον εαυτό μας μέσ’ από μια διαρκή διήγηση όπου πρωταγωνιστούμε εμείς. Η βαθύτερη ουσία της ζωής μας είναι η εξιστόρησή της – αυτό είναι το παράδοξο της ανθρώπινης κατάστασης, ή ένα απ’ τα παράδοξά της, έτσι οι λέξεις είναι ψυχική τροφή, αναγκαία για την επιβίωση.

-          Μπορεί, λοιπόν, να σωθεί ο άνθρωπος μέσα από τη γλώσσα, μέσα από τις λέξεις, ακόμη κι αν δεν υπάρχει κανείς για να επικοινωνήσει; Μια μοναχική εκδοχή, μια σωτηρία εαυτού;

Επανέρχομαι σ’ αυτό το χωριό με τον έναν κάτοικο, τα κλειστά άδεια σπίτια και το κοιμητήριο. Ξέρετε, υπάρχει αυτό το χωριό – υπάρχουν πολλά τέτοια. Υπάρχουν και σκήτες. Η φαντασία του ανθρώπου, του ενός ανθρώπου, γεννά κόσμους.

-          Στην αφήγηση των ιστοριών σας επιλέγετε πάντα το ελάχιστο δυνατό της συγγραφικής παρέμβασης· δεν σχολιάζετε, δεν κατευθύνετε την αναγνωστική πρόσληψη. Οι Γερμανοί θεωρητικοί της λογοτεχνίας ονομάζουν αυτή την αφηγηματική τεχνική zeigen(δείχνω) σε αντίθεση με την τεχνική sagen (λέω). Οι εικόνες που δημιουργείτε είναι ικανές να δώσουν το απαραίτητο υλικό στον αναγνώστη, ώστε να τον καταστήσουν «συμμέτοχο» της γραφής;

Εδώ θα ’μαι μάλλον μονολεκτικός. Το ελπίζω.

-          Ο τίτλος που επιλέξατε Μαύρο Νερό θα μπορούσε να ερμηνευθεί με διάφορους τρόπους. Για παράδειγμα κυριολεκτικά, αν το μαύρο νερό παραπέμπει σε οικολογική καταστροφή. Ίσως όμως περισσότερο ενδιαφέρον να έχουν οι συνυποδηλώσεις των λέξεων. Θα θέλατε να μας δείξετε τις παράλληλες ερμηνείες;

Ο τίτλος καταρχάς επιλέχθηκε λόγω της οικολογικής καταστροφής στην ιστορία. Το νερό είναι δηλητηριασμένο, το πετρέλαιο είναι ο «μαύρος χρυσός», κ.λπ. Μα υπάρχει επίσης μια ολοφάνερη αντίθεση στον τίτλο: το νερό είναι κρυστάλλινο, είναι διαυγές, ζωογόνο. Εδώ, είναι μαύρο. Η αντίθεση γεννά ένταση, αναγκαία για την ιστορία, για όλες τις άλλες αντιθέσεις που υπάρχουν σ’ αυτήν: απ’ την επιλογή των ονομάτων (ο ανάπηρος Χριστόφορος που φέρεται, αλλά και φέρει, συμπληρώνω, ως αντίθεση στην αντίθεση) μέχρι μια θρησκευτικότητα όπου ο Θεός σιωπά, κ.ά.π.

-          Πράγματι, συνειρμικά η ιστορία του Πατέρα με τον Φόρη (Χριστόφορο) παραπέμπει στον άγιο Χριστόφορο – η σημειολογία σας στο βιβλίο δικαιολογεί να πούμε πως αυτή η σύνδεση δεν είναι τυχαία. Αναρωτιέμαι αν η αναφορά στον μύθο του αγίου Χριστόφορου αποτελεί μια ανάγκη να εννοηθεί ως εξιλέωση της θεϊκής αδυναμίας να προλάβει το κακό ή το άδικο άχθος των ανθρώπων.

Ναι, αυτή είναι η όψη του Χριστόφορου που «φέρει».

-          Αν μπορεί να συνοψισθεί ολόκληρη η ιστορία σε μια φράση, τότε θα έλεγα πως αυτή είναι η καταληκτική του βιβλίου: «Όσο κρατήσει». Ο παραμυθητικός (παρηγορητικός) τόνος της γραφής σας δημιουργεί το ερώτημα:Είναι μια παρηγορητική αλήθεια, ικανή να στηρίξει την προσπάθεια του αδύναμου για επιβίωση;

Τι να σας πω, κυρία Δημητριάδου. Ο μύθος είναι μύθος. Άρα, και παραμυθία. Δεν είμαι μηδενιστής.

-          Αν ήθελα να δώσω ένα χρώμα στην ιστορία σας, θα επέλεγα το μαύρο ή έστω το γκρίζο – και όχι μόνο γιατί θα με επηρέαζε ο τίτλος του. Στο οπισθόφυλλο διαβάζω ότι ο τρόπος της γραφής σας είναι λιτός και ποιητικός. Είναι ίσως  ποίηση το εκχύλισμα του σκοτεινού τοπίου, του μαύρου σκηνικού;

Ναι, είναι ποίηση. Προσπαθώ πλέον, όσο μπορώ –δεν θα ’λεγα ότι το καταφέρνω απαραίτητα– να αποσαρκώσω το λόγο και να μείνει το ποιητικό κουκούτσι. Γι’ αυτό, κάθε φορά ξεκινώ την ιστορία μου χαρούμενος και γεμάτος αυτοπεποίθηση, ότι επιτέλους θα γράψω κι εγώ μυθιστόρημα, και καταλήγω πάντα με μια μικρή νουβέλα…

9 Οκτωβρίου 2019



Ο Μιχάλης Μακρόπουλος γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε βιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έζησε εννιά χρόνια στη Θεσσαλονίκη. Tα τελευταία εννιά χρόνια ζει με την οικογένειά του στη Λευκάδα και περνά μεγάλα διαστήματα στο Δελβινάκι Πωγωνίου, στην Ήπειρο, όπου διαδραματίζονται οι νουβέλες «Σπουργίτω» (Σπουργίτω, Γράχαμ, Πικραμένος 2012), Το δέντρο του Ιούδα (Κίχλη 2014), «Τσότσηγια» (Τσότσηγια & Ω᾽μ, Κίχλη 2017), καθώς και άλλες ιστορίες του. Έχει εκδώσει δέκα βιβλία λογοτεχνίας για ενήλικες, το Οδοιπορικό στο Πωγώνι (Fagotto 2013) και πέντε βιβλία για παιδιά. Διηγήματά του έχουν δημοσιευθεί σε διάφορα περιοδικά. Εργάζεται ως μεταφραστής λογοτεχνίας.

1 σχόλιο: