Το
ιστολόγιο «Με ανοιχτά βιβλία»
φιλοξενεί
τον
Δημήτρη Μπούκουρα
«Της
μοίρας τα γυρίσματα»
(διήγημα)
-Μάνα!... Μάνα!...
Η ώρα ήταν δεν ήταν έξι, όταν έντρομη η
φωνή της Ελενίτσας πέταξε τη μάνα της από το κρεβάτι.
-Τι είναι μαρή; Όνειρο είδες νυχτιάτικα;
-Αίμα μάνα… Αίμα…
Η Ελενίτσα κοιτούσε έντρομη τα ματωμένα
σεντόνια, ώσπου κατέφτασε η κυρα Σωτήραινα. Μπαίνοντας στο δωμάτιο τράβηξε από
τα ποδάρια τα αγουροξυπνημένα αγόρια της.
Εκείνα ξαφνιασμένα υπάκουσαν στη διαταγή της μάνας τους:
-Άιντε κακορίζικα… Βγείτε αμέσως έξω. Έχω να
πω μερικές κουβέντες στην αδερφή σας.
Μόλις αυτά βγήκαν έξω, η Σωτήραινα, κλείδωσε
την πόρτα πίσω τους, πλησίασε την έντρομη κόρη της, ανασήκωσε τα σκεπάσματα,
και αφού βεβαιώθηκε για το συμβάν, τη χάιδεψε και ησυχασμένη μονολόγησε:
Αχού
μωρέ το καψερό μας! Κοίτα να δεις που η Ελενίτσα μας έγινε γυναίκα!
Ύστερα, κάθισε και της εξήγησε με το νι και
με το σίγμα τα καθέκαστα.
Θα είχαν περάσει και τρία χρόνια αφ’
ότου ο άντρας της ο Σωτήρης έφυγε
αφήνοντάς της ένα προσωνύμιο και τέσσερα κουτσούβελα. Εκείνο το πρωινό είχε φύγει για τα χωράφια και
δεν ξαναγύρισε σπίτι. Τον βρήκαν το άλλο πρωί κατάμπλαβο, ξερό, κάτω από μιαν
ελιά. Δάγκωμα φιδιού, έγραψε στο
χαρτί ο γιατρός.
Εκείνη την εποχή, κάπου στον μεσοπόλεμο, η
ζωή σ’ εκείνο το χωριό της
Σπερχειάδας ήταν πολύ δύσκολη. Αυτή
ξέρει πώς τα έβγαζε πέρα. Τόσα στόματα περίμεναν από κείνην να τα θρέψει. Και κείνη έκανε ό,τι μπορούσε. Τη
μέρα κοψομεσιαζόταν στα χωράφια και τα βράδια ξεστραβωνόταν να κάνει
κεντήματα και να τα πουλάει στις πιο
καλοστεκούμενες οικογένειες του χωριού
για την προίκα των κοριτσιών τους.
Αυτά σκεφτόταν τώρα καθώς κοιτούσε τη
φοβισμένη κόρη της. Φοβισμένη όχι τόσο από το αίμα που την είχε ξυπνήσει αλλά
από όσα μυστικά τής είχε πει η μάνα. Μυστικά που μόνο οι μάνες είχαν το προνόμιο να αποκαλύπτουν στα κορίτσια τους, όταν ερχόταν το πρώτο
αίμα. Απο τη μια χάρηκε που η κόρη της μεγάλωσε πια, αλλά αυτό το μεγάλωμα
σηματοδοτούσε και έναν προγραμματισμένο χωρισμό. Γιατί, έτσι που ήταν θεόφτωχη, και δεν μπορούσε να ταΐσει τόσα
στόματα, είχε μιλήσει με μια πλούσια ξαδέρφη
της που έμενε στη Λαμία και τα είχαν αποφασισμένα: Μόλις το κορίτσι θα έμπαινε στην εφηβεία, θα πήγαινε εκεί να δουλέψει σαν υπηρέτρια. Ήταν
μια συνήθης πρακτική τότες αυτό. Πολλά κορίτσια φτωχών οικογενειών πήγαιναν, από
πολύ μικρά, εσώκλειστα σε συγγενικά σπίτια.
Ύστερα από λίγες μέρες ετοιμάστηκε ο μπόγος
με τα λιγοστά ρουχαλάκια του παιδιού, και η Σωτήραινα πήγε να παραδώσει την
κόρη της στην ξαδέρφη. Από εκείνη την ημέρα η ζωή της μικρής Ελενίτσας
άλλαξε. Όχι τίποτα αξιόλογο δηλαδή. Απλά
μια ζωή γεμάτη από τις δουλειές του σπιτιού. Τουλάχιστον εκεί είχε φαγητό να
τρώει. Από στοργή; Λίγη και υποτυπώδη. Α ναι.. Και η πρώτη εικόνα ενός άντρα
που χαράχτηκε ανεξίτηλα στο μυαλό της.
Έτσι πέρασαν τα χρόνια και μαζί με αυτά και
οι συμφορές που βρήκαν την έρημη χώρα.
Πόλεμοι, κατοχές, αδελφοκτόνοι εμφύλιοι. Τα χωριά είχαν αδειάσει. Ο κοσμάκης απελπισμένος
είχε συρρεύσει στην πρωτεύουσα για να βρει δουλειά, καθώς η περίφημη
«Ανασυγκρότηση» χρειαζόταν πολλά χέρια. Ανασυγκρότηση, αστυφιλία, αντιπαροχή,
έκαναν την Αθήνα αγνώριστη. Η Σωτήραινα είχε μιαν αδερφή, την Ασημίνα, αρκετά
μεγαλύτερή της, γεροντοκόρη. Ήταν μια παράξενη μεγαλοκοπέλα με διάφορες
μικροκακίες που τη χαρακτήριζαν και που
το υπόλοιπο σόι ήλπιζε ότι, τώρα πια που της ήρθε το προξενιό από την
Αθήνα, όλα αυτά θα διορθώνονταν. Έφυγε λοιπόν η Ασημίνα, και από το χωριό
βρέθηκε στην Αθήνα. Στο Καλαμάκι. Παντρεύτηκε και μετά απο τρία χρόνια
στέλνει στην αδερφή της το γράμμα που
άλλαξε τη ζωή της δεκαοχτάχρονης πια Ελενίτσας. Στο γράμμα αυτό, αφού περιέγραφε
στη Σωτήραινα ότι ζούσε πλέον μιαν άνετη ζωή, μιας και ο άντρας της είχε κάνει
μια δική του δουλειά «είδη κιγκαλερίας», και αφού της εκμυστηρεύτηκε ότι ο άντρας της καλός ήταν, χρυσός άνθρωπος, αλλά δεν, της ζήτησε να πάρουν αυτοί
την κόρη της την Ελενίτσα να την υιοθετήσουν.
Και να πάλι ο μπόγος έτοιμος της Ελενίτσας.
Και να πάλι άλλο ταξίδι μεγαλύτερο αυτή τη φορά, και το κορίτσι βρέθηκε στο Καλαμάκι σε ένα νέο
σπιτικό με νέους γονείς. Εδώ βέβαια απαλλάχτηκε από τις δουλειές της
υπηρέτριας, αφού τώρα πια αυτές δεν ήταν δουλειές, αλλά βοήθεια στο σπίτι της
νέας της μάνας. Όμως, μετά από κάνα χρόνο ήρθε κάτι νέο που άλλαξε τη ζωή της
Ελενίτσας. Ο κυρ Θανάσης, ο θετός της πατέρας, την πήρε στο μαγαζί του για
βοηθό. Έτσι το κορίτσι βγήκε έξω από το σπίτι, έμαθε πράγματα, ανοίχτηκε στον
κόσμο. Και μια μέρα της λέει η Ασημίνα:
Άκου να σου πω… Νομίζω ότι πια έφτασε η ώρα
σου. Σου έχω έτοιμο τον γαμπρό. Καιρός να κάνεις τη δικιά σου οικογένεια. Αύριο
κιόλας θα έρθει στο σπίτι να τον γνωρίσεις. Τα έχω κανονίσει. Θα περάσεις μια
καλή ζωή μαζί του. Είναι εργολάβος, και εδώ ο τόπος χτίζεται. Η δουλειά του είναι εξασφαλισμένη. Έχεις καμιάν αντίρρηση;
Το κορίτσι κοκκίνισε. Τι αντίρρηση να είχε;
Μήπως είχε γνωρίσει ποτέ της κανέναν άντρα; Όλοι τους καλοί είναι, αρκεί να
έχουν μια σταθερή δουλειά. Αυτό ήξερε, αυτό είχε μάθει στην άλλη θεία της στη
Λαμία.
Στη Λαμία…
Ακόμα θυμάται τον κύριο Γιώργο. Ήταν
ένας συγγενής της θείας της από το άλλο σόι. Είχε έρθει
από το χωριό του να μείνει για μερικές μέρες στον θείο του πριν φύγει για έξω,
όπου θα πήγαινε να βρει την τύχη του. Ήταν γύρω στα τριάντα κι αυτή στα
δεκατέσσερα. Ήταν άβγαλτη. Καθώς ήταν ακόμη μικρή, οι έξοδοι ήσαν ανύπαρκτοι.
Οι μόνες βόλτες που έκανε στην πόλη, ήταν όταν κάθε Κυριακή πήγαιναν στο
ζαχαροπλαστείο της πλατείας για καμιά πάστα. Εκεί κρυφοέβλεπε τα αγόρια που περνούσαν
μπρος από το σιδερένιο τραπεζάκι τους,
και αυτό ήταν όλο κι όλο. Και μία μέρα,
που ήσαν μόνοι στο σπίτι, ο Γιώργος της είπε καθώς εκείνη του σερβίριζε
το γλυκύ βραστό του:
Αχ!..Τι όμορφα μάτια
που έχεις!... Εγώ μία μέρα θα σε κλέψω.
Εκείνη κοκκίνισε. Ήδη οι τρεις
μέρες που αυτός ήταν εκεί ήσαν αρκετές για να νιώσει κάποιο σκίρτημα μέσα
της. Ήταν ένας πολύ όμορφος άντρας.
Λεβέντης. Έμεινε εκεί να τον κοιτάει αποσβολωμένη, ίσως και σε μία στάση
προσμονής. Όμως οι καιροί ήσαν αλλιώτικοι. Υπήρχε ηθική τότε στον κόσμο. Ήταν
φανερό ότι η μικρή άρεσε πολύ στον Γιώργο, όμως εκείνος, ενώ θα μπορούσε, δεν
άπλωσε το χέρι του σεβόμενος το σπίτι
που τον φιλοξενούσε συνυπολογίζοντας συγχρόνως και τα χρόνια που τον χώριζαν από
το άβγαλτο κοριτσάκι. Για τη μικρή Ελενίτσα το συμβάν έμεινε χαραγμένο στη
μνήμη της. Ήταν η πρώτη επαφή που είχε, έστω και λεκτική. Ποτέ δεν ξέχασε την
εικόνα του πρώτου άντρα της ζωής της καθώς και τα λόγια του: Εγώ μία μέρα θα σε κλέψω.. Πολλές φορές
η εικόνα του ερχόταν τις νύχτες να ταράξει τα όνειρά της.
-Τι αντίρρηση να έχω βρε μάνα;
-Αυτό έλειπε… Να μου έχεις και αντίρρηση.
-Το μόνο που θέλω να ρωτήσω, δίστασε η
κοπέλα, το μόνο που θέλω να ρωτήσω, είναι το πού θα μείνουμε μετά τον γάμο.
-Τι πα να πει πού θα μείνετε; Εδώ θα
μείνετε. Στο διπλανό δωμάτιο.
Έγινε ο γάμος και το νιόπαντρο ζευγάρι
βολεύτηκε όπως όπως στο σπίτι της Ασημίνας. Και λέμε όπως όπως, γιατί μπορεί
μεν ο άντρας της να είχε μια αξιοπρεπή δουλειά, αλλά το σπίτι δεν ήταν και κάνα
παλάτι. Ένα μικρό μικροαστικό σπιτάκι ήταν. Μια μονοκατοικία με σαλοτραπεζαρία
και δύο κρεβατοκάμαρες. Και το μπάνιο ένα και μοναδικό. Ξεκίνησε λοιπόν η
συγκατοίκηση με κάποιες δυσκολίες, αλλά τα πραγματικά σύννεφα ήρθαν μετά απο
λίγες μέρες. Και αυτά δεν προέρχονταν
από τον γαμπρό. Άλλωστε αυτόν τον είχε διαλέξει η ίδια η Ασημίνα. Όπως είχε
γράψει στην αδερφή της ο άντρας της δεν,
έλα όμως που ο γαμπρός μπορούσε… Έτσι λοιπόν κάθε βράδυ οι θόρυβοι του νέου
ζευγαριού έφταναν βασανιστικοί στη διπλανή κρεβατοκάμαρα των μεγάλων. Και
μπορεί ο άντρας της που έχοντας κάποιο χρόνιο πρόβλημα με τα αυτιά του να μην
άκουγε τίποτα, η στερημένη όμως Ασημίνα τα άκουγε όλα και στριφογύριζε κάθε
βράδυ στο κρεβάτι της, υποφέροντας από την ανικανοποίητη γυναικεία της φύση.
Προσπάθησε να το ξεπεράσει. Όμως από τη μία ο νταβραντισμένος εργολάβος και από
την άλλη η πρωτομάθητη στον έρωτα γυναίκα, του έδιναν και καταλάβαινε.
Πέρασε έτσι ο πρώτος μήνας και η μάνα της,
εξουθενωμένη από το καθημερινό νυχτιάτικο βασανιστήριο αλλά και από το ξενύχτι
που τραβούσε, ένα πρωινό μόλις έφυγαν οι άντρες, λέει στην Ελένη:
-Άκου να δεις… Ο άντρας σου δεν μου αρέσει.
Κοίτα να τον χωρίσεις…
Η κόρη της έμεινε άναυδη.
- Μα πώς να τον χωρίσω; Μόλις παντρευτήκαμε… Εσύ
μου τον προξένεψες… Τι θα πει ο κόσμος;
-Δεν με νοιάζει. Να τον χωρίσεις…
-Μα πώς; Και τι να πω;
-Δεν ξέρω… Πες πως βρωμάει ο στόμας του..
Όλη τη νύχτα δεν κοιμήθηκε. Έψαχνε πρώτα να
βρει τι την έκανε τη μάνα της να πάρει μια τέτοια απόφαση. Άκρη δεν έβγαινε.
Ύστερα την έτρωγε το τι θα έλεγε πρώτα στον άντρα της και ύστερα στη γειτονιά.
Και ξαφνικά το αποφάσισε. Θα τα μάζευαν
και θα έφευγαν. Ήταν η απλούστερη λύση. Και όταν ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα,
η μοίρα που είναι ο καλύτερος μάγειρας βρήκε την οριστική λύση. Αφού
αποχαιρέτησε τον άντρα της που θα πήγαινε όπως κάθε μέρα στην οικοδομή, έφυγε
για το μαγαζί του πατέρα της. Και το μεσημέρι ήρθαν τα κακά μαντάτα: Ο μαστρο -
Γιάννης είχε πέσει από την σκαλωσιά και είχε μείνει στον τόπο. Έτσι τέλειωσε ο
άτυχος γάμος της Ελενίτσας.
Όμως οι ολιγοήμερες ερωτικές εξάρσεις του
ζευγαριού δεν είχαν μείνει μόνο μία ηδονική ανάμνηση. Είχαν καρπίσει. Και
ύστερα από τις εξετάσεις που έγιναν ένεκα μίας σειράς συμπτωμάτων,
πιστοποιήθηκε η εγκυμοσύνη. Αυτή η εξέλιξη είχε σαν συνέπεια να χειροτερέψει η
ψύχωση της Ασημίνας.
Τι διάολο. Καλά να
μην έχει ποτέ νιώσει ότι άκουγε τόσο καιρό από τη διπλανή κρεβατοκάμαρα και που
την οδηγούσε στην τρέλα, να κάνει αυτή και
παιδί; Κάτι που ποτέ δεν θα είχε την χαρά να κάνει εκείνη;
Δεν την ήθελε
πια στο σπίτι. Είχε σκυλομετανιώσει –που λένε- ακόμα και για την υιοθεσία της ανιψιάς
της. Το είχε πάρει απόφαση: Θα την έδιωχνε και θα προχωρούσε στην αποκλήρωση.
Γενικά, όπως και να το πάρει κανείς, η όλη αυτή ιστορία είχε κάτι το παράλογο.
Εκείνη ήταν που είχε αποφασίσει να
παντρέψει τη θετή κόρη της, εκείνη είχε επιλέξει τον άντρα που θα παντρευόταν,
εκείνη κατόπιν αποφάσισε να τους χωρίσει, αλλά και τώρα που η γενεσιουργός
αιτία όλου αυτού του παραλογισμού είχε εκλείψει, εκείνη δεν ήθελε πια ούτε να
βλέπει την Ελενίτσα. Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου!
Μετά
από αυτή της την απόφαση είχε να αντιμετωπίσει ένα πρόβλημα; Τι θα έλεγε στον
άντρα της; Τι θα καταλάβαινε, άραγε, ο αγαθός αυτός άνθρωπος και πώς θα τον
έπειθε να αποκληρώσουν το κορίτσι, που εκτός των άλλων το είχε συμπαθήσει μιας
και τον βοηθούσε στο μαγαζί και είχε διαπιστώσει την καλοσύνη και τις ικανότητές
του; Και τότε το άρρωστο μυαλό της κάθισε και σκαρφίστηκε εκείνη την ιστορία
της κλοπής των χρυσαφικών της. Μία μέρα
μάζεψε μερικά από τα χρυσαφικά της, τα έβαλε μέσα σε μια κάλτσα και,
όταν οι άλλοι έλειπαν από το σπίτι, κατέβηκε στον κήπο και τα έθαψε σε μια
γωνιά. Ύστερα άνοιξε ένα κομπόδεμα που κρατούσε κρυφά από τον αγαθό άντρα της ό,τι
περίσσευε από τα χρήματα που της έδινε για τα ψώνια, μπήκε στο δωμάτιο της
Ελένης, άνοιξε την ντουλάπα και έβαλε το μάτσο από τα χαρτονομίσματα στην
εσωτερική τσέπη του παλτού της μισητής γυναίκας. Είχε καταστρώσει καλά το
σχέδιό της. Μετά από κάμποσες μέρες ήταν να πάνε στον γάμο της κόρης κάποιας
γειτόνισσας. Και όταν έφτασε η μέρα του
γάμου, ξέσπασε η καταιγίδα.
-Έχασα τα κοσμήματα μου!... Πού είναι τα
δαχτυλίδια μου; Και γυρνώντας στη Ελένη:
Εσύ μου τα πήρες;
Η μικρή πήγε να τρελαθεί:
-Και τι δουλειά έχω εγώ με τα δαχτυλίδια σου,
μάνα;
-Τι δουλειά έχεις ε; Και άκου να δεις, εμένα να μη με ξαναπείς
μάνα…
-Μα τι λές τώρα; Μπήκε στη μέση ο άντρας της
Ασημίνας. Για ψάξε, καλή μου, ξανά… Μήπως δεν θυμάσαι που τα έχεις βάλει;
-Μωρέ εγώ ξέρω και παραξέρω… Τώρα θα δούμε…
Πάμε στο δωμάτιό σου μωρή…
Και μια και δυο, η Ασημίνα μπαίνει με φούρια
στο δωμάτιο της Ελένης. Τραβάει πρώτα έξω τα συρτάρια του κομοδίνου και αρχίζει
να σκαλίζει. Τίποτα. Ύστερα πάει στην ντουλάπα και αρχίζει να ψάχνει μέσα στις
τσέπες του κρεμασμένου παλτού και, όπως ήταν φυσικό, βρίσκει το μάτσο με τα
λεφτά.
-Πού τα βρήκες εσύ τόσα λεφτά;
Το κορίτσι κοκκίνισε. Δεν ήξερε τι να απαντήσει.
-Μα…
-Τι μα και ξεμά; Αυτό είναι: Πούλησες τα χρυσαφικά μου
και πήρες αυτά τα λεφτά…
Μωρέ δεν πα να ωρυόταν η καημένη η Ελενίτσα
ότι δεν ήξερε τίποτα, αυτό που είχε στο μυαλό της η Ασημίνα το έκανε. Όμως, επειδή κατά βάθος φοβόταν μήπως και
αποκαλυφθεί το πανούργο της σχέδιο αν ανακατευόταν στην υπόθεση η Αστυνομία, η
άρρωστη γυναίκα έκανε και τη μεγαλόψυχη:
-Έχε χάρη, κακομοίρα, που λυπάμαι την καψερή
την αδερφή μου… Αλλιώς θα σε έκλεινα στη
φυλακή…
Και τότε ένα φως έλαμψε μέσα στο μυαλό της
αποσβολωμένης Ελενίτσας, που ξέροντας ότι αυτή δεν είχε πάρει τα χρυσαφικά αλλά
ούτε και ιδέα είχε για τούτα τα χρήματα, τόλμησε να αντιτείνει:
-Του άντρα μου θα είναι αυτά τα λεφτά…
-Και τότε πού είναι τα χρυσαφικά μου; Αύριο
κιόλας τα μαζεύεις και φεύγεις…
Έτσι, την άλλη μέρα η Ελένη τα μάζεψε και
έφυγε από το σπίτι της θείας της. Θείας της; Και όμως όχι. Η Ασημίνα παρέμεινε
μάνα της, γιατί μη βρίσκοντας καμιά αληθινή αιτία δεν προχώρησε στην
αποκλήρωση. Αυτό όμως το έμαθε πολύ αργότερα
σε προχωρημένη ηλικία η Ελένη, όταν μετά το θάνατο της Ασημίνας τής ήρθε το
κληρονομητήριο. Αλλά ως τότε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι.
Σε κάποιαν απόσταση από το σπίτι τους υπήρχε
ένα σπιτάκι όπου έμεναν δυο γριούλες αδερφές. Η Ελένη τις είχε γνωρίσει, όταν είχε σηκώσει από τον δρόμο την μία από αυτές, τότε
που είχε πέσει και είχε σπάσει το πόδι της. Ακολούθως είχε φωνάξει ασθενοφόρο και την είχε συνοδεύσει
μέχρι το νοσοκομείο, στη Βούλα. Από τότε πήγαινε ταχτικά στο σπίτι τους και τις
βοηθούσε στις δουλειές του σπιτιού. Πήγε λοιπόν σ’ αυτές και τους είπε τα καθέκαστα
με το νι και με το σίγμα, παρακαλώντας τις να μην πουν τίποτα σε κανέναν. Εκείνες
γνωρίζοντας την τιμιότητά της, που άλλωστε την είχαν δοκιμάσει καθώς πολύ συχνά
πήγαινε και τους ψώνιζε από το μπακάλικο της γειτονιάς και τους έφερνε τα ρέστα
σωστά μέχρι και την τελευταία δεκάρα, την πίστεψαν και προσφέρθηκαν να τη
φιλοξενήσουν ώσπου να αποφασίσει τι θα κάνει από εκεί και πέρα. Και επειδή, όπως λένε «ουδέν μονιμότερον του
προσωρινού», η Ελένη έμεινε εκεί, γέννησε το κοριτσάκι της και έφτασε μέχρι και
να τις γηροκομήσει.
Όταν πια πέθαναν, η Ελένη, τριαντάχρονη πια,
αποφάσισε να πάει να μείνει στο χωριό με τη μάνα της που είχε βαρύνει και
οπωσδήποτε χρειαζόταν βοήθεια.. Τα αδέρφια της είχαν φύγει σε μακρινές χώρες να
κάνουν την τύχη τους. Τα δύο είχαν εξαφανιστεί. Ούτε γράμμα ούτε γραφή. Μόνο το τρίτο, που είχε πάει στην Αυστράλια,
της έγραφε πού και πού στέλνοντάς της, όποτε θυμόταν, και καμιά επιταγή.
Πήρε το μικρό κοριτσάκι της, την Αλέκα, και
πήγε στο χωριό. Μετά από μιαν εβδομάδα κίνησε για τη Λαμία να πάει να δει και
τη θεία της. Εκείνη την υποδέχτηκε με χαρά και της πρότεινε να κάτσει εκεί για
καμιά βδομάδα, χωρίς να κάνει δουλειές,
όπως της είπε χαριτολογώντας. Έχω τώρα
δύο υπηρέτριες, συμπλήρωσε. Η Ελένη
κάθισε στην πολυθρόνα και χάζευε το σπίτι. Τόσες αναμνήσεις… Σε λίγο μπαίνει
μια νεαρή υπηρέτρια.
-Πώς τον πίνετε τον καφέ σας;
-Γλυκύ βραστό…
Κύριε
Γιώργο,… ορίστε ο καφές σας …Γλυκύς βραστός…
Ήταν στο ίδιο μέρος, χρόνια, πολλά χρόνια
πίσω. Παντοδύναμος ο συνειρμός ζωντάνεψε την εικόνα του αγαπημένου προσώπου:
Αχ!... Τι όμορφα μάτια που έχεις… Εγώ μια μέρα θα σε κλέψω.
Ποτέ δεν έπαψε να τον αγαπάει. Όχι σαν
άντρα, αλλά σαν μια οπτασία που της είχε ξυπνήσει κάτι μέσα της.
Ήρθε ο καφές και μαζί με αυτόν και η θεία της,
που είχε πάει στην κουζίνα να επιβλέψει το μεσημεριανό φαγητό. Και ξαφνικά
έπεσε ένας κεραυνός στο δωμάτιο:
-Βρε Ελενίτσα,… θυμάσαι τον κύριο Γιώργο;
Πριν από λίγο αυτόν θυμόταν.
-Ναι, πώς δεν τον θυμάμαι, ψέλλισε κάτασπρη
σαν το μεταξωτό τραπεζομάντιλο που ήταν ακουμπισμένοι οι καφέδες.
-Στον δρόμο βρίσκεται… Έρχεται από την Αθήνα
με το τραίνο. Μένει, ξέρεις, στη Γαλλία. Έχει προκόψει. Όμως ατύχησε. Η γυναίκα
του πέθανε στη γέννα αφήνοντάς του ένα κοριτσάκι. Να… σαν το δικό σου σε
ηλικία. Τον κακομοίρη! Άτυχος όπως κι
εσύ…
Δεν
ήξερε τι να πει. Μήπως και θα καταλάβαινε τίποτα η θεία της για τον νεανικό
αυτόν έρωτά της; Για την οπτασία του που γέμιζε την κοριτσίστικη ζωή της με
ανατριχίλες αλλά και τη μετέπειτα ζωή της, σαν παντρεμένη, με ανομολόγητες
φαντασιώσεις;
Ούτε και κείνη δεν θυμάται τώρα – μετά από τριάντα χρόνια – πώς
πέρασε η ώρα μέχρι να έρθει η αγαπημένη οπτασία και να ξαναζωντανέψει εκεί μπροστά
της στο σαλονάκι της θείας της…
Ο Γιώργος δεν χρειάστηκε να κλέψει την
Ελένη. Την παντρεύτηκε εκεί, στη Λαμία, και την πήρε να ζήσουν μακριά, στη
Γαλλία. Ήταν κατά κάποιο τρόπο κλέψιμο, μιας και την έκλεβε οδηγώντας την
μακριά από τις κακές της εμπειρίες, στην ευτυχία μιας πραγματικής ζωής.
Δημήτρης
Μπούκουρας
(Ο Δημήτρης Μπούκουρας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1942. Η ζωή του σημαδεύτηκε από τον άδικο θάνατο της μητέρας του στα Δεκεμβριανά. Τέλειωσε το Γυμνάσιο Παλ. Φαλήρου και ακολούθως φοίτησε στη δημοσιογραφική σχολή του Σπύρου Μελά. Εργάστηκε για δύο χρόνια στην εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ» από το 1964 μέχρι το 1967, όταν η Χούντα σταμάτησε άδοξα τη δημοσιογραφική του καριέρα, αφού οι εφημερίδες έπεσαν σε χειμερία νάρκη και η λογοκρισία ανέλαβε τον ρόλο του διευθυντή σύνταξης. Ύστερα από πολλές επαγγελματικές περιπέτειες ασχολήθηκε με το εμπόριο. Είναι παντρεμένος με την Αγγελική Μολφέτα. Έχει γράψει μια συλλογή ποιημάτων, μια συλλογή διηγημάτων, δύο παιδικά βιβλία, «Οι Στρατήδες» και το «Γεια σας… Είμαι η Μύρτις», ταξιδιωτικές εντυπώσεις, δύο εργασίες: «Το παραμύθι του οψιδιανού» και «Σύντομη ιστορία του Ελληνικού νομίσματος», και το αυτοβιογραφικό αφήγημα «Διάττοντες» που είναι και η πρώτη του δουλειά που εκδόθηκε από τις "μικρές εκδόσεις". Ποιήματά του, καθώς και διηγήματα, έχουν βραβευτεί σε αντίστοιχους διαγωνισμούς.)
(φωτογραφία: Κώστας Μπαλάφας)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου