«Ο κατάδεσμος»
πεζογράφημα του Θωμά
Κοροβίνη
εκδόσεις Άγρα
«Εμένα οι κατάρες μου
πιάνουν. Και οι ευχές μου πιάνουν. Μα προπαντός οι κατάρες μου, Πραξιτέλη μου»
Έτσι ο Πραξιτέλης Σαντζάκογλου-Σημαιοφορίδης θα στηθεί στον
τοίχο, απέναντι από την επί πολλά χρόνια συμβία του Ζηνοβία Διαμαντίδη ή
Αλμάζοβα, του Λέοντος και της Ερμίνας, το γένος Καραβοκύρη. Και θα ακούσει όσα,
στοιβαγμένα στην καταπιεσμένη της
συνείδηση, θα έχει να του πει. Γιατί η Ζηνοβία έχει τυραννιστεί πολύ δίπλα στον
άντρα της. Και τώρα θα μιλήσει. Ένας χείμαρρος θα βγει από το στόμα της, ένα
ποτάμι αδικίας που ξεχείλισε. Και τον Πραξιτέλη δεν θα τον ξεπλένουν ούτε ποτάμια ούτε θάλασσες ούτε όλα τα νερά
του κόσμου.
Στην πεζογραφία έχουμε περιπτώσεις μονολογικών κειμένων που
δίνονται με ιδιαίτερη ένταση, η οποία τροφοδοτείται από τη σιωπή του άλλου
προσώπου, τον απόντα αντίλογο. Λες και αυτός ο χείμαρρος λέξεων παρέσυρε με την
ορμή του τις απέναντι αντιστάσεις. Ο άλλος έχει παραδοθεί. Έτσι εδώ ο θύτης
είναι βουβό πρόσωπο.
Από δεκαέξι χρονών βρέθηκε η Ζηνοβία με τον Πραξιτέλη,
γοητευμένη από την ομορφιά του και το αντριλίκι του, όπως τότε πίστευε:
«με γέλασε το μάτι σου
το τσακίρικο, και τα φιλιά σου τα λιγωτικά, καλπονοθεία μου».
Τόσα ήξερε, τόσα έλεγε. Τώρα όλα γυρνάν ανάποδα, τώρα έχει
μπροστά της ένα
«τρισάθλιο και
πανμίζερο ακόρεστο σαπρόφυτο[…]ανακατεύτηκες στη ζωή μου αυτόκλητος, που να σου
ανακατέψει τα σωθικά ο Παντοδύναμος, ανερμάτιστο καθίκι!»
Έχει καταλάβει πια πως τίποτα δεν πρέπει να βαστάει μέσα
της, να την τρώει σαν φαρμάκι, και ο θυμός ένα ξέσπασμα είναι, που ξεθυμαίνει
έπειτα και ο φταίχτης βγαίνει και από πάνω. Δραστικές λύσεις έπρεπε να έχουν
επιστρατευθεί από νωρίς
«βιτριόλι, να πούμε.
Ναι, γιατί όχι; Παλιότερα οι ζηλιάρες το ’χανε ψωμοτύρι».
Η κατάρα όμως, αυτή η αρχαία αρά, η θαυματουργή για όποιον την ξεστομίζει και έχει το χάρισμα να πιάνουν τα λόγια του και να
τελεσφορούν τα δεσίματα που θα κάνει
στον άθλιο, αυτός ο κατάδεσμος ας
λειτουργήσει τώρα. Επειδή, όμως, και οι σκοτεινές δυνάμεις που θεμελιώνουν σε
στέρεη βάση την κατάρα και τα μαγικά της θέλουν και την απαραίτητη… επιχειρηματολογία, η Ζηνοβία αντλεί από το
πλούσιο οπλοστάσιό της τα μύρια όσα έχει να του καταμαρτυρήσει του «θεομπαίχτη». Δεν είναι μόνο που, αν και
γεννήθηκε Σαλονικιός, αποδείχθηκε «τζάμπα
μάγκας», ούτε οι προσβολές του ούτε οι απιστίες του ούτε οι αλητοπαρέες του
ούτε καν η βαρβαρότητά του και η προστυχιά του. Προαγωγός αποδείχθηκε ο καλός
της για την αδελφή του, λίγο έλειψε και για την ίδια. Αλλά και το παιδί του δεν
δίστασε να πουλήσει εμφανίζοντάς το νεκρό τάχα στη γέννα.
Μα, έναν τέτοιο άντρα, ένα τέτοιο κελεπούρι, ή τον παρατάς,
ή τον ξεπαστρεύεις. Κι αν δεν το μπορείς αλλιώς, αναλαμβάνουν τα σοφά και
πατροπαράδοτα μαγικά να κάνουν τη δουλειά τους. Μάλιστα με μια εύστοχη σκέψη θα
αφήσει η Ζηνοβία τον κατάδεσμο που σκάρωσε
«μισοτελειωμένο, θεομπαίχτη, έτσι να στέκεται το κατηγορώ μου για πάρτη σου στον αέρα».
Θα τον ολοκληρώσει άραγε κάποτε αυτόν τον μαγικό δεσμό, για
να ξεφύγει μια και για πάντα από το άχθος που φορτώθηκε σε μια άτυχη στιγμή της
ζωής της; Ή μήπως σαν ξεθυμασμένο αλκοόλ θα ξαναγυρίσει στα ίδια;
Αυτό δεν θα μας το πει ο Θωμάς Κοροβίνης, που εδώ μοιάζει να
τα έχει δώσει όλα. Με τη γνωστή του αθυροστομία, που σ’ αυτό το κείμενο δένει
απολύτως με το πρόσωπο που μιλάει, μια γυναίκα αφοπλιστική στην ειλικρίνειά της
να έχει σκαρφαλώσει στο ψηλό κλαδί και να φωνάζει το δίκιο της. Με τη γραφή
του, που ξέρει να αποκαλύπτει τις αθέατες όψεις μιας πραγματικότητας που μπορεί
και να ξεγελά με τη σοβαροφάνειά της. Με την παραστατικότητα που προσδίδει στον
λόγο. Με το χιούμορ του, που αποτελεί τελικά το δυνατότερο όπλο του ύφους του.
Διαβάζεις το κείμενο και νομίζεις πως έχεις μεταφερθεί σε μια σκηνή θεάτρου,
όπου ο μονόλογος, που εδώ πεζογραφικά έχει αποδοθεί, μπορεί να βρει την καλή
του ώρα σε θεατρικό δρώμενο. Δεν θα είναι η πρώτη φορά που θα δούμε και θα
ακούσουμε καταιγιστικό μονόλογο επί σκηνής. Αυτός θα μπορούσε να είναι από τους
απολαυστικότερους. Μακάρι να το τολμήσει.
Σε μια δεύτερη ανάγνωση, αυτό το κείμενο αποτελεί κι ένα
λόγο καταγγελτικό προς όλους τους εκπροσώπους αυτού του άρρενος είδους που εδώ
περιγράφεται στο πρόσωπο του Πραξιτέλη. Ναι, αυτός ο τόπος βγάζει κι άλλους
Πραξιτέληδες, ίσως όχι τόσο αμοραλιστές και ακραίους, ωστόσο με πολλά από τα
χαρακτηριστικά από τον ήρωα του πεζογραφήματος. Μέσα σε ένα δισέλιδο, για
παράδειγμα, θα παρουσιάσει ένα πολιτικό και κοινωνικό προφίλ του νεοέλληνα, που
όλοι θα θέλαμε να ξεχάσουμε ότι υπάρχει δίπλα μας:
«τώρα άμα δεν αλλάζεις
ιδέες και κόμματα αναλόγως του καιρού, θεωρείσαι ντεμοντέ και κορόιδο από τους
ίδιους εκείνους που πρέσβευαν στα νιάτα τους τα ακριβώς αντίθετα[…]
ποικίλα βλαχαδερά έχουν
κατακλύσει τη χώρα, βλαχαδερά ανενδοίαστα, ασύδοτα κτηνάκια, και σφίγγουν τον
κλοιό. Θα μας πνίξουν, αδιάβαστοι θα πάμε. Έχουν μέθοδο αυτά. Δεν εννοώ
χωρικούς, όχι, μια χαρά είναι οι χωρικοί μας, με τους χωριάτες τι θα κάνουμε!
Τους χωριάταρους, τους παλιοχωριάταρους! Την ασύστολη τσογλανερί κάθε
προελεύσεως και επαγγέλματος, τα κωλοπαίδια κυνικού χαρακτήρος. Εδώ εντάσσονται
και αστόπαιδα και χωριατόπαιδα και συνοικιακά τσόλια, παντός φύλου και
πάσης γενεάς, άπαντα σιχτιρισμένα πρώτης».
Ίσως,
κάτω από αυτή την οπτική, το κείμενο του Θωμά Κοροβίνη να είναι και μια
αποτύπωση ενός τμήματος της τοιχογραφίας που αρεσκόμαστε να ονομάζουμε σύγχρονη
εκδοχή της ελληνικότητας. Και ας μη μας αρέσει ο αρσενικός τύπος που
περιγράφεται στις σελίδες του. Και ας σοκάρει το λεξιλόγιο της Ζηνοβίας. Και ας
φαίνεται τουλάχιστον γραφικός σε κάποιους (ή για άλλους ίσως ανατριχιαστικός ως
επιλογή) ο κατάδεσμος. Όλο αυτό που διαβάζουμε σ’ αυτό το πεζογράφημα αποτυπώνει
αλήθειες. Άλλωστε σημειώνεται σε μια από τις αρχικές σελίδες «κάθε ομοιότητα
με πρόσωπα και γεγονότα είναι συμπτωματική». Γιατί, πράγματι, κάποιοι θα
αναγνωρίσουν τον εαυτό τους, όχι ως όνομα αλλά ως τύπο.
Διώνη Δημητριάδου
(η πρώτη δημοσίευση έγινε στο περιοδικό Vakxikon http://www.vakxikon.gr/8-%CF%80%CF%81%CE%BF%CF%84%CE%AC%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%82-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CE%B3%CE%BD%CF%8E%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%82-%CF%84%CE%BF%CE%BD-%CE%BC%CE%AC%CE%B9%CE%BF/)
Διώνη
Δημητριάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου