"Οι άνθρωποι, τα σπίτια, τα βιβλία"
«…Αυτές οι παλιές πολυκατοικίες της Αθήνας, λίγο πιο μακριά από το κέντρο (Πατησίων, Αχαρνών και όλα τα γύρω μέρη) κουβαλάνε πάνω στους μαυρισμένους τοίχους τους όλη την ιστορία αυτής της πόλης. Θαρρείς ότι γεννήθηκαν μαζί της, μεγάλωσαν και υψώθηκαν πάνω από το μέτρο του κοινού σπιτιού, κράτησαν στη μνήμη τους όλους ανεξαιρέτως τους κατοίκους τους, και αποφάσισαν, σε πείσμα του χρόνου, να μείνουν εκεί που πρωτοχτίστηκαν, ατενίζοντας ειρωνικά κάθε νεωτερικό κτίσμα. Στενά μπαλκόνια στους κάτω ορόφους και μεγάλες βεράντες στα ρετιρέ. Από αυτούς τους ορόφους μπορείς να δεις την πόλη να απλώνεται και να μεγαλώνει χωρίς σταματημό.
Πολλές απ’ αυτές έχουν πιο ψηλά ακόμη, πάνω απ’ όλα τα πατώματα, ένα δώμα στην ταράτσα. Μικρό, όσο ένα δωμάτιο, χωρίς ιδιαίτερο χώρο για κουζίνα, με μικρό λουτρό. Χωράει ίσα ίσα τη ζωή ενός μοναχικού ανθρώπου. Όποιος αγαπάει να ζει σ’ αυτή την πόλη, δεν μπορεί παρά να θεωρεί πολύ ξεχωριστό έναν τέτοιο χώρο.
Ξεχωριστός χώρος για πολύ ξεχωριστά άτομα. Όπως αυτό που τώρα είχα απέναντί μου. Είχαμε καθίσει στις μοναδικές δύο καρέκλες του λιτού δωματίου. Ένα τραπέζι (πιο μικρό δεν θα υπήρχε) και ένα μονό κρεβάτι συμπλήρωναν όλη κι όλη την επίπλωση. Γκαζάκι για τον καφέ και ένα μάτι κουζίνας για το μαγείρεμα ακουμπισμένα σε ένα τραπεζάκι απ’ αυτά τα λυόμενα. Στους τοίχους ράφια με βιβλία. Στο πάτωμα κούτες που προφανώς περιείχαν όλα τα υπόλοιπα υπάρχοντα του ενοίκου.
Πολλές απ’ αυτές έχουν πιο ψηλά ακόμη, πάνω απ’ όλα τα πατώματα, ένα δώμα στην ταράτσα. Μικρό, όσο ένα δωμάτιο, χωρίς ιδιαίτερο χώρο για κουζίνα, με μικρό λουτρό. Χωράει ίσα ίσα τη ζωή ενός μοναχικού ανθρώπου. Όποιος αγαπάει να ζει σ’ αυτή την πόλη, δεν μπορεί παρά να θεωρεί πολύ ξεχωριστό έναν τέτοιο χώρο.
Ξεχωριστός χώρος για πολύ ξεχωριστά άτομα. Όπως αυτό που τώρα είχα απέναντί μου. Είχαμε καθίσει στις μοναδικές δύο καρέκλες του λιτού δωματίου. Ένα τραπέζι (πιο μικρό δεν θα υπήρχε) και ένα μονό κρεβάτι συμπλήρωναν όλη κι όλη την επίπλωση. Γκαζάκι για τον καφέ και ένα μάτι κουζίνας για το μαγείρεμα ακουμπισμένα σε ένα τραπεζάκι απ’ αυτά τα λυόμενα. Στους τοίχους ράφια με βιβλία. Στο πάτωμα κούτες που προφανώς περιείχαν όλα τα υπόλοιπα υπάρχοντα του ενοίκου.
Τον κοίταζα και το μυαλό μου ταξίδευε πίσω στον χρόνο, σε μια προσπάθεια να συνδέσω την εικόνα που είχα κρατήσει στη μνήμη μου με το γελαστό πρόσωπο που είχα απέναντί μου. Θα μπορούσα να πω πως δεν είχε αλλάξει, τουλάχιστον στο προσωπικό στυλ, το τόσο αναγνωρίσιμο τότε. Βέβαια τα χρόνια που είχαν προστεθεί δεν γινόταν να τα αγνοήσω. Γκριζαρισμένα τα μαλλιά, αραιωμένα αλλά μακριά ακόμη, τα γνώριμα γυαλιά, το μούσι, γκρίζο κι αυτό πια. Πάντως το ζεστό χαμόγελο μού ήταν αρκετό για να αισθανθώ οικειότητα. Ήταν ο Χαρίτος, ο δικός μου Χαρίτος. Οι άνθρωποι, τα σπίτια, τα βιβλία, οι παρουσίες στη ζωή μας, όλα αυτά που μας δένουν με τις πίσω μας σελίδες, τσαλακωμένες ή όχι αδιάφορο, όλη η ζωή μας να ξεδιπλώνεται μέσα από μια εικόνα, μια λέξη, μια φράση, ένα βλέμμα, που μας φέρνουν στο μυαλό το ποιοι ήμασταν. Ιδιαίτερες παρουσίες και απόλυτες αξίες…»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου