Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2018

Ιστορίες από την άγρια μεριά τρεις νουβέλες Νίκος Κτιστάκης πρόλογος: Δημήτρης Φύσσας εκδόσεις ΑΩ η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό fractalhttp://fractalart.gr/istories-apo-tin-agria-meria/


Ιστορίες από την άγρια μεριά

τρεις νουβέλες

Νίκος Κτιστάκης

πρόλογος: Δημήτρης Φύσσας

εκδόσεις ΑΩ
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό fractalhttp://fractalart.gr/istories-apo-tin-agria-meria/





το άγριο τοπίο της ζωής
Όταν διαβάζεις το πρώτο βιβλίο ενός συγγραφέα, σημειώνεις τα καλά και τα άσχημα (αν υπάρχουν) της γραφής του. Ξαφνιάζεσαι από το θάρρος του να πρωτοτυπήσει εν μέσω πολλών βαρετών επαναλήψεων ή, σε άλλη περίπτωση, αναρωτιέσαι γιατί αποφάσισε να εμφανιστεί στη λογοτεχνία, αφού δεν είχε τίποτα ενδιαφέρον να πει. Εν προκειμένω τώρα. Οι Ιστορίες από την άγρια μεριά είναι το πρώτο βιβλίο του Νίκου Κτιστάκη. Κάτω, λοιπόν, από το φως των εξεταστικών παρατηρήσεων συγκέντρωσα εδώ (σ’ αυτό το κείμενο που απέχει πολύ από το να θεωρηθεί κριτικό, ωστόσο θα ήθελε να είναι πρωτότυπα τέτοιο) δέκα σημεία – λόγους, για τους οποίους το ξεχώρισα:
1.        Οι ιστορίες από την άγρια μεριά μού άρεσαν ακριβώς για την επιλογή του τίτλου που τις συμπεριλαμβάνει και τις τρεις νουβέλες. Δηλωτικός ο άγριος χαρακτήρας από την αρχή, δεν σου αφήνει περιθώρια να σκεφτείς. Ή σου αρέσει ή όχι, ή το επιλέγεις για ανάγνωση ή το παρατάς στην ησυχία του. Ευτυχώς μου άρεσε και δεν το παράτησα.

     2. Μου άρεσε ο χειροποίητος τίτλος στο εξώφυλλο. Σαν να είναι ένα σύνθημα που γράφτηκε στον τοίχο· επιλογή η διχρωμία σε κόκκινο και μαύρο – αγαπητή πολύ και αυτή.

3.        Μου άρεσε ο Πρόλογος από τον Δημήτρη Φύσσα. Έτσι κι αλλιώς δεν περίμενα κάτι τυπικό και κοινότοπο. Στην τελευταία παράγραφο του εισαγωγικού του κειμένου για το βιβλίο που επιμελήθηκε γράφει θέτοντας ο ίδιος τα αναγνωστικά όρια – ποιος δεν πρέπει να το διαβάσει, απλούστατα γιατί (σωστό αυτό) δεν είναι όλα τα βιβλία για όλους αλλά ούτε και όλοι οι τυχεροί μιας τέτοιας ανάγνωσης:

Σε κάθε περίπτωση το ανά χείρας βιβλίο είναι εμφανές ότι δεν έχει στο τάργκετ γκρουπ του όσες και όσους γουστάρουν «ροζ» λογοτεχνία, διαγωνισμούς σεφ και «ριάλιτι επιβίωσης», καλλιστεία για διάφορες μις ή σταρ, ακραιφνείς εθνικόφρονες, κατηχητόπουλα, σταλινικούς και συναφείς κατηγορίες συνανθρώπων μας.

4.        Μου άρεσε η ατμόσφαιρα του τζόγου στην πρώτη ιστορία (Το κοντρόλ), όχι γιατί μου αρέσει ο τζόγος αλλά γιατί δίνει τον αέρα, το ήθος (ή την έλλειψή του αν προτιμάτε) του παίκτη, τον εθισμό του στο παιχνίδι. Το εύρημα της ιστορίας, η μετάλλαξη του ήρωα από την κατάσταση του διαρκώς χαμένου στην απογείωση του παράλογα τυχερού – ποιος δεν θα ήθελε να έχει στα χέρια του το μαγικό αντικείμενο, που κατά ένα ευνοϊκό γύρισμα της τύχης πέφτει στα χέρια του ήρωα; Όμως, το πιο γοητευτικό για τον αναγνώστη είναι το άλλο «γύρισμα», αυτό της ιστορίας, όπως ο Κτιστάκης το στρέφει στα χέρια του σαν νόμισμα και όπου κάτσει. Οι πιο καλές αφηγήσεις είναι αυτές που χαρίζονται σε ανατροπές. Τέτοια ιστορία έχουμε εδώ.

5.        Μου άρεσε η δεύτερη ιστορία (Το κατοστάρικο), γιατί πήγε ακόμη πιο πέρα από την πρώτη στο άγριο τοπίο· όχι μόνο για τη βία των προσώπων ούτε για την κατάληξή της. Κυρίως γιατί σε βάζει σε έναν χώρο όπου δεν μπορείς να διακρίνεις το αληθινό από το απατηλό, το λογικό από το παράλογο, και αυτό είναι μια πραγματικότητα που δεν μπορείς εύκολα να τη δεχτείς χωρίς να ανατριχιάσεις.

6.        Μου άρεσε η τρίτη ιστορία (Γρηγόρης) αρχικά για τον τίτλο της – ένα όνομα και μόνον αυτό, δηλωτικό της ουσίας που έχουν μέσα τους τα πρόσωπα, χωρίς να χρειάζονται κανένα άλλο προσδιοριστικό στοιχείο. Έπειτα, όμως, την αγάπησα σαν μια ιστορία που θέλει να αναμετρηθεί με τις άλλες δύο ίσοις όροις, κάτω από τον ίδιο τίτλο, άγρια κι αυτή, κι ας έχει ήρωές της δύο εντελώς διαφορετικούς χαρακτήρες από αυτούς των άλλων ιστοριών. Ούτε υπόκοσμος εδώ ούτε περιθώριο ούτε παρανομίες, τίποτα. Η ζωή η ίδια είναι άγρια μοιάζει να λέει ο συγγραφέας· η βία ενυπάρχει σε ό,τι κάνουμε υπερβαίνοντας τα όρια που η φύση (κυρίαρχη δύναμη) έχει θέσει από μόνη της χωρίς τη δική μας παρέμβαση, μοναχά τη διαμαρτυρία μας και την επιθυμία μας να την ξεπεράσουμε. Καταλήγει, έτσι, να είναι η πιο τραγική από τις άλλες δύο ιστορίες, η πιο άγρια, η πιο αδυσώπητη στην εξέλιξή της – και ο άνθρωπος μόνος και έρημος καταλήγει έρμαιο των φυσικών δυνάμεων που θέλησε να υπερβεί.

7.        Μου άρεσε και στις τρεις ιστορίες το υφέρπον κλίμα ενός καφκικού τοπίου· οι ήρωες έγκλειστοι σε αόρατα κάγκελα αρνούνται να δεχθούν τη μηδαμινότητά τους άλλοτε επινοώντας λύσεις, άλλοτε παραιτημένοι στα γρανάζια μιας τύχης αμφίβολης, άλλοτε αντιπαλεύοντας με τις πενιχρές τους δυνάμεις και το πεπερασμένο των ικανοτήτων τους κάτι που τους καθορίζει τη ζωή ή το τέλος της. Ο εισηγητής του Παραλόγου Αλμπέρ Καμύ μάλλον θα υπομειδιούσε ευχαριστημένος και δικαιωμένος διαβάζοντας τις άγριες αυτές ιστορίες.

8.        Μου άρεσε η ρεαλιστική γραφή και στις τρεις· μνημείο ολοζώντανης γλώσσας που δεν ορρωδεί μπροστά σε λεξιλόγιο γεμάτο κώδικες, δύσκολο για το ευρύ κοινό (αλλά ποιο βιβλίο είναι για όλους;) – ψάξτε και θα βρείτε, λέει ο συγγραφέας.

9.        Μου άρεσε η αναμέτρηση του Κτιστάκη με τις ζόρικες ιστορίες, το γεγονός ότι δεν αρκέστηκε σε ευκολίες της γραφής αλλά προτίμησε να συστηθεί στον (άγριο) τόπο της λογοτεχνίας με θέματα που ταρακουνούν για την αλήθεια τους χωρίς να χάνουν ούτε πόντο από το μυθοπλαστικό τους βάθος.

10.    Μου άρεσε, τέλος, η πρόταξη στη τρίτη ιστορία του Έζρα Πάουντ για πολλούς λόγους – επιλέγω τον πιο σημαντικό: όταν γράφει ο Πάουντ: «Σκληροτράχηλοι αυτοί, κι εγώ παιδί/διασκέδαζα, στη γη μου που τη χτύπησε/ο θάνατος, και οι ζωντανοί/άνθρωποι έμοιαζαν με χαρτί», έρχονται στη σκέψη όλοι οι ήρωες των ιστοριών του βιβλίου, η χάρτινη φύση τους (ήταν ή έμοιαζαν με χαρτί;) που άγεται και φέρεται στο φύσημα της τύχης, της ατυχίας, της φύσης. Όταν μάλιστα στο οπισθόφυλλο ο Κτιστάκης ποιητικά γράφει:

Δεν φοβάµαι τους δράκους.
Πού και πού –
ανάµεσα στην κίνηση
των µαύρων φτερών
µια ακτίνα λαµποκοπά
Και τότε…
Χαµογελώ, και τότε…
τα παγωµένα απογεύµατα
γεµίζουν στριγκλιές.

μοιάζει όλα να δένουν μεταξύ τους (ήρωες, θέματα, ανατροπές) και να αποκαλύπτουν την εικόνα αλλά και τον ήχο που οι τρεις ιστορίες έχουν μέσα τους. Το μαύρο μαζί με τη λάμψη που πρόσκαιρα το φωτίζει, το χαμόγελο μαζί με την κραυγή που το αναιρεί ή το εμπαίζει. Εδώ έχουμε μια νέα γραφή, μια πρώτη εμφάνιση στα γράμματα που αξίζει να προσεχθεί τουλάχιστον για τους δέκα παραπάνω λόγους. Ο αναγνώστης θα ανακαλύψει, πιστεύω, ακόμη περισσότερους· έτσι συμβαίνει με τα καλά βιβλία.

Διώνη Δημητριάδου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου