Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2025

Ξεχασμένες λέξεις Αλέξης Πανσέληνος Εκδόσεις Μεταίχμιο η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

 

Ξεχασμένες λέξεις

Αλέξης Πανσέληνος

Εκδόσεις Μεταίχμιο

η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

Αλέξης Πανσέληνος: «Ξεχασμένες λέξεις»

 



Μόναχο, 20-11-2014

 

Όταν έφτασα με το τρένο στις 20 Οκτωβρίου του ’66, τα σκαλοπάτια του βαγονιού ήταν σαν να με αποβίβασαν σε μέρος παραμυθένιο. Ο κόσμος στις πλατφόρμες, οι ανακοινώσεις από τα μεγάφωνα, τα μεγάλα ηλεκτρικά ρολόγια και το αέναο ανθρώπινο ρεύμα άλλων προς συρμούς, άλλων προς εξόδους ήταν σαν ταινία σε αργή κίνηση. Βρισκόμουν σε έναν τόπο που μύριζε διαφορετικά από αυτόν που ξέρω, σκεφτόμουν και με πλημμύριζε η χαρά του παιδιού που μπήκε σε ένα πολύχρωμο, αεικίνητο λούνα παρκ. (σ. 9)

 

Έτσι ξεκινάει η αφήγηση του Νάσου Λύρα, του εκπατρισμένου Έλληνα στη Γερμανία, όταν, συνταξιούχος πλέον, επιθυμεί να καταγράψει, εν είδει ημερολογίου,  σκέψεις του από τις δύο «πατρίδες» του. Ο Αλέξης Πανσέληνος, ένας από τους σημαντικότερους λογοτέχνες μας, επιλέγει στο πρόσφατο μυθιστόρημά του ένα δύσκολο θέμα, με τη δυσκολία να προκύπτει από τον τρόπο που το πραγματεύεται· γνωστό άλλωστε από όλες τις προηγούμενες γραφές του πως δεν εγκαταλείπει αν πρώτα δεν φθάσει όσο βαθύτερα μπορεί στην ανοιχτή πληγή. Αυτό, όμως, είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά γνωρίσματα της καλής λογοτεχνίας. 

 

Αρχικά το θέμα και η επικάλυψη

Η μετανάστευση, η αποκοπή από τον γενέθλιο τόπο, κατά άμεσο τρόπο εκούσια, κατά έμμεσο προϊόν μικρού ή μεγάλου εξαναγκασμού, είναι μια διαχρονική πραγματικότητα –στην περίπτωση της Ελλάδας, συχνά τραυματική– με τη λογοτεχνία να τη θεωρεί προσφιλή θεματική. Στην ιστορία του Πανσέληνου ο ήρωάς του επιλέγοντας τη Γερμανία των μεταπολεμικών θαυμάτων για ξενοδοχειακές σπουδές στα μισά της δεκαετίας του ’60, θα πραγματώσει το όνειρό του ανεβαίνοντας πολύ ψηλά στην επαγγελματική κλίμακα. Αυτό θα μπορούσε από μόνο του να αποτελέσει την πλοκή του μυθιστορήματος, ωστόσο δεν παύει να είναι μόνον η επιφάνεια, η εύστοχη επικάλυψη. Κάτω από αυτό το περίβλημα αναπτύσσεται κατ’ ουσίαν η αληθινή ιστορία. Ο Πανσέληνος μοιάζει να θέτει καίρια ερωτήματα, όπως: πού βρίσκεται η αληθινή πατρίδα; πρόκειται μόνο για κάποιο τόπο ή ίσως είναι μέσα μας; η ξενότητα σε τι συνίσταται; η γλώσσα ποιο ρόλο έχει στη σύνδεση με την έννοια της πατρίδας; Αυτά τα ερωτήματα τα απαντά (στον βαθμό που μπορούν να απαντηθούν) σταδιακά, όπως εξελίσσεται η καταγραφή των ημερολογιακών σημειώσεων του ήρωα.

 

Το πλαίσιο της ιστορίας

Τα γεγονότα της πλοκής εντάσσονται μέσα στο χρονικό πλαίσιο, με τη στροφή στο παρελθόν να μας πηγαίνει δεκαετίες πίσω, στα μεταπολεμικά χρόνια, το γερμανικό τραύμα που κληροδότησε ο ναζισμός στις επόμενες γενιές, τη δικτατορία στην Ελλάδα, αλλά και την πρόσφατη οικονομική κρίση στη χώρα μας και τις πολιτικές αλλαγές που επέφερε. Αυτά τα γεγονότα πλαισιώνουν την ιστορία των ηρώων διακριτικά, έτσι όπως πρέπει να εντάσσεται ο δικός τους μικρόκοσμος  στην ευρύτερη «μεγάλη» ιστορία, για να λειτουργούν σε διαλεκτική σχέση μεταξύ τους, να επέρχονται οι αλλαγές, να καθορίζουν οι συνθήκες τη ζωή σε όλες τις κλίμακες.



 

Οι προεκτάσεις

Αυτές είναι που προσδίδουν σε μια ιστορία την πραγματική της αξία. Οι αφορμές της πλοκής που οδηγούν τη γραφή να μιλήσει για ό,τι υποκρύπτεται κάτω από τις συμπεριφορές, τις σκέψεις και τις πράξεις. Ο Καρλ και η Έθελ Βάις, οι δύο ηλικιωμένοι Αυστριακοί-Εβραίοι, φίλοι του Νάσου Λύρα και της Γερμανίδας συντρόφου του Ζίγκι, που: ανήκουν σε έναν λαό που τουλάχιστον όσον αφορά τη δική τους γενιά έμαθε να θεωρεί το πένθος κοινωνικό καθήκον (σ. 184), η Ζίγκι που: η αρρώστια είναι μες στην ίδια την οικογένεια (σ. 185) και θα μάθει να συμβιώνει με το ύποπτα φιλοναζιστικό παρελθόν του διάσημου πατέρα της, οι Γιαπωνέζοι Ρίο και Άικο, που μετέτρεψαν το διαμέρισμά τους στο Μόναχο σε γιαπωνέζικο σπίτι, μην μπορώντας να συμφιλιωθούν με το άξενο περιβάλλον, ο ίδιος ο ήρωας που όταν βρίσκεται στο πατρικό του σπίτι, εκεί που μεγάλωσε, θα νιώσει πως ό,τι έζησε έως τότε (η ζωή στο Μόναχο, το ξενοδοχείο, η Ζίγκι, οι φίλοι μας, το σπίτι μου στο Σβάμπινγκ, σ. 176) ήταν σαν μην υπήρξαν ποτέ, και η μόνη πραγματικότητα περικλειόταν στο παλιό, κλειστό διαμέρισμα, κι όμως θα προτιμήσει το δωμάτιο ενός ξενοδοχείου. Αλλά και η απρόβλεπτη συνθήκη της γλώσσας, που τον διχάζει: Δουλεύοντας και ζώντας εδώ, υποχρεωτικά μιλάς τη γλώσσα του τόπου. Όταν όμως τη μιλάς και την ώρα του έρωτα, τότε πια έχεις πάρει άλλη ταυτότητα. (σ. 126). Μια ταυτότητα, όμως, τόσο επισφαλή που θα τον κάνει να παραδεχθεί: Είμαι ένας Γερμανός. Σκέφτομαι Γερμανικά, μιλώ Γερμανικά, αλλά ονειρεύομαι Ελληνικά. (σ. 144).

 

Εντέλει οι βαθύτερες ρίζες

Ο ήρωας, αντιμετωπίζοντας, συνταξιούχος και μόνος πια, την αναπόφευκτη υπαρξιακή του κρίση, δεν θα επιστρέψει στην Αθήνα, αλλά στη Μυτιλήνη, όπου το πατρικό σπίτι του πατέρα του, να βρει εκεί τις πιο βαθιές του ρίζες. Κι όμως, κι εκεί θα είναι για τους άλλους ξένος, θα είναι ο Γερμανός. Μια σημαντική αντίστιξη ανάμεσα σ’ αυτό που ο ίδιος πλέον νιώθει και στον τρόπο που τον βλέπουν οι άλλοι. Νομίζω πως αυτή είναι και η σημαντικότερη συγγραφική κατάθεση του Πανσέληνου.

 

Τότε που επιθεωρούσα τις εργασίες της ανακαίνισης, το αυτί μου έπιασε μια σύντομη ανταλλαγή σχολίων ανάμεσα στον εργολάβο και τον μπογιατζή, που χαρακτήρισε το χρώμα που διάλεξα –γκρι σαν του τσιμέντου– πένθιμο, πεθαμενατζήδικο για την ακρίβεια. «Σ’ αρέσει δεν σ’ αρέσει, αυτό θέλει ο Γερμανός» αποκρίθηκε ο Αναστάσης ο εργολάβος. Έτσι θα γίνω γνωστός εκεί, απ’ ό,τι καταλαβαίνω. Immer ein Ausländer. (σ. 211). 

 

Βαθιές και οι ρίζες της μητρικής γλώσσας, θα φέρνουν στην επιφάνεια της συνείδησης λέξεις ξεχασμένες, χωρίς πλέον καμία χρηστική λειτουργικότητα, ικανές όμως να κινητοποιήσουν τις επίσης ξεχασμένες εικόνες, τα πρόσωπα, τα γεγονότα – μια επαφή που η ίδια η πατρίδα θέλει να κρατήσει με τον «Γερμανό» Έλληνα.

Ο Πανσέληνος έγραψε ένα μυθιστόρημα για την πατρίδα (όπως κι αν την εννοεί κάποιος), για την παντοδύναμη και αυτεξούσια γλώσσα, για το εσωτερικό ταξίδι των ανθρώπων. Και κατόρθωσε, με τον γνώριμο χαμηλόφωνο τόνο της γραφής του, να οδηγήσει την πλοκή σε απρόβλεπτες στροφές. Απρόβλεπτη, άλλωστε, και η πραγματική ζωή, ικανή να αιφνιδιάσει όσους νομίζουν πως ησύχασαν στο σκόπιμα κατασκευασμένο «καταφύγιό» τους.

 

Διώνη Δημητριάδου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου