Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2019

Δημήτρης Α. Δημητριάδης Τρία ποιήματα και ένα κείμενο μαζί με δύο φωτογραφίες της Εύης Τσεσμελόγλου


Δημήτρης Α. Δημητριάδης

Τρία ποιήματα
και ένα κείμενο
μαζί με δύο φωτογραφίες της Εύης Τσεσμελόγλου










Η ανάμνηση



Η ανάμνηση είναι

σαν το δάκρυ που μαρμάρωσε στο πάρκο

στις φυλλωσιές

στους θάμνους

σαν τα χρυσά μάτια του κοριτσιού

που ερωτεύθηκες στα δεκαπέντε.



Μοιάζει με το σχολικό αλφαβητάρι

που φυλλορροεί στις σελίδες ενός παλιού ημερολογίου

με τα ξυπόλητα παιδιά παίζοντας στις αλάνες

τα σλάλομ να φέρουμε τούμπα τον κόσμο

μπουκάροντας στις αποθήκες τ’ ουρανού

μπαρκάροντας για τους ιερούς τόπους

όπου τραγούδια

καλλονές

και περιπέτειες μοιράζονταν αφειδώς.



Είναι σαν το αίμα

που χύθηκε στις πιο απρόσμενες γωνιές

και σ’ ακολουθεί ως τα εξόριστα άστρα

τις στιγμές που άφησες πίσω

και χάθηκαν μαζί με τ’ άλογα και τα σύννεφα

με τα φτερά και τα βέλη

μοιάζει με τα παλιά λαϊκά τραγούδια

και το βαθύ κολύμπι στη θάλασσα του αλκοόλ

κατάβαση

κι ύστερα ανάβαση

και κατάβαση πάλι



είναι σαν την αναμμένη λάμπα

φωτίζοντας τις παλιές κοτρώνες

για να ’ρθουν τριγύρω της οι πεθαμένοι

ο χείμαρρος είναι που σε οργώνει

και το αγκίστρι που σε τραβά



το κόκκινο χιόνι που πέφτει

πέφτει

και σε σκεπάζει.







Τι λέτε επ’ αυτού;



Τι κάνουν άραγε οι γραφές

όταν κλειδώνεις την πόρτα και φεύγεις



τι κάνουν οι λέξεις

κι οι σκέψεις που άφησες πίσω

τα περιθώρια των σελίδων

τα κατανοητά ιερογλυφικά μόνο από σένα;



Τι μένει όπως τ’ άφησες εκεί

τι παίρνει την υπόστασή του

και στήνει πανικούς



δυνάμει νέες γραφές

νέες εικόνες;





Πρέπει να ξέρεις να πετάς



Πρέπει να ξέρεις να πετάς

όταν η νύχτα απλώνεται βαριά

πάνω στου κόσμου τα γκρεμίσματα

κι άγρια πλαταγίζουν οι χαίτες του αέρα.



Σταθερά να πετάς

Να ’χεις το νου σου στα ψηλά

μη σε σκορπίσουν τ’ άφατα

κι όσο μπορείς στα χαμηλά

σοφά να κυκλοφέρνεις

να ελίσσεσαι

μην τύχει και μπλεχτείς σε σύρματα

σ’ αρπάξουν τα σκυλιά

ή σε θερίσουν πολυβόλα.



Μ’ άγρυπνο μάτι

και με ψυχή βαθιά πρέπει να ξέρεις να πετάς

γιατί αν δεν ξέρεις

δε σε γλιτώνει τίποτα.





Τη θέλουμε την ποίηση

Τη θέλουμε την ποίηση. Όχι σαν πολυτέλεια ή προνόμιο των ειδικών και των ανθολόγων, αλλά για την πνευματική φυσιογνωμία των ιδεών, του νοητικού σκαψίματος της ευαισθησίας, της φαντασίας και – πολλές φορές – της αλήθειας απέναντι στο λόγο της έπαρσης, του υπολογισμού ή της ψευδολογίας. Τη θέλουμε και σαν κάστρο της γλώσσας, αλλά και σαν πεδίο καλλιέργειας και διατήρησης των ονείρων μας, της οξύνοιάς μας και την αντίστασή μας στην «πίεση» του πραγματικού, στο συνεχές σφυροκόπημα των πληροφοριών, των ειδήσεων, των τρομερών γεγονότων και της γκρίζας πραγματικότητας. Κι όσο δεν το κάνουμε, χάνουμε το ουσιαστικό: ευαισθησίες χαρές, τη μαγεία της έκπληξης, τη δημιουργικότητα – με μια λέξη, χάνουμε την ανθρωπιά μας.
Τη θέλουμε την ποίηση, γιατί ο χώρος της είναι απέραντος. Αρκεί, πολλές φορές, ένας και μόνο στίχος να χωρέσει σε ένα τοπίο ελευθερίας και συγκίνησης ο κόσμος ολόκληρος. Αυτός ο κόσμος «ο μικρός ο μέγας», ο πελώριος κι ελάχιστος ταυτόχρονα. Οπότε και χώρος υπάρχει και χρόνος υπάρχει πάντοτε για ποίηση. Τα περί «δυσνόητης», «απομακρυσμένης» από τα προβλήματα του κόσμου και άλλα παρεμφερή άλματα, δεν είναι τίποτα παρά προφάσεις που εθίζουν τους ανθρώπους στην ευκολία: εύκολες σκέψεις, εύκολα αισθήματα, εύκολες συγκινήσεις, εύκολοι τρόποι για να περνάει ο χρόνος, λες και ο χρόνος που περνάει πρόκειται να ξανάρθει.
Τα θέλουμε την ποίηση, γιατί έχει τη δύναμη να γκρεμίζει τα τείχη που χωρίζουν τον κόσμο με βάση το χρώμα, την ηλικία, τη θρησκεία την προέλευση, την κοινωνική τάξη, την εθνικότητα. Γιατί μπορεί και ξεσηκώνει τα πλήθη μιλώντας τη γλώσσα του απλού ανθρώπου. Παράλληλα μας θυμίζει ότι μπορούμε να γκρεμίσουμε και τα εσωτερικά μας τείχη, για να βλέπουμε τι κυκλοφορεί μέσα μας και ποιοι στ’ αλήθεια είμαστε. Γιατί ποίηση είναι να δίνεις και όχι να παίρνεις, να συνυπάρχεις ακόμα και με αντιπάλους και να σκέφτεσαι όσους δεν έχουν και τι μπορείς να δίνεις στον αβοήθητο, στον καταφρονεμένο, στον αδύναμο. Η ποίηση δε χωρίζει τον κόσμο με ιδεολογήματα. Μας προτρέπει να φύγουμε από τον τυφλό αυτισμό, την ιδιοτέλεια, καλώντας μας να μοιραστούμε τα αγαθά της ζωής, να ανακαλύψουμε ό,τι μας λυτρώνει, μας εξανθρωπίζει, μας γαληνεύει.
Τη χρειαζόμαστε την ποίηση, γιατί ενώνει τα γήινα με τα επουράνια, τα χαμηλά με τα υψηλά, τον ταπεινό με τον αλαζόνα, την προσωπική αγωνία με την κοινωνική ευαισθησία και μας πάει κατευθείαν στη ρίζα των πραγμάτων και στην ουσία της ζωής. Σε έναν ταραγμένο κόσμο, όπου σε πολλές εκφάνσεις του δημόσιου και του ιδιωτικού βίου επικρατεί η βαρβαρότητα και η αρπακτικότητα, η ποίηση αντιτάσσει σθένος, παρηγοριά, συναίσθημα, τρυφερότητα, εγκαρτέρηση, αισιοδοξία, γιατί από τα δύσμοιρα χρόνια μας δε θα μας σώσουν δημαγωγοί, πολιτικοί, αριστούχοι επιστήμονες, στυγνοί επιχειρηματίες, διπλωματούχοι γραφειοκράτες, βραβευμένοι τεχνοκράτες, θρησκευόμενοι παρατρεχάμενοι, φανατικοί θεοκράτες, η ελίτ. Θα μας σώσει ο πολιτισμός και η τέχνη που είναι απέραντη και άνευ διακρίσεων και όσοι προτάσσουν το πνεύμα και την πένα τους φωτίζοντας το κοινό με καθαρότητα και υψώνοντας στίχους στους διαχωριστικούς τοίχους.
Τέλος, τη θέλουμε για την παραμυθία μας, με τα λόγια της Κατερίνας Αγγελάκη – Ρουκ: «... Και τότε ξαφνικά γεννιούνται ποιήματα... που κάνουν να πλησιάζουμε τα αρνητικά, τα δύσκολα στοιχεία της ζωής μας: τη θλίψη, τη σιωπή, την επιβίωση, τον χωρισμό από την έννοια του μέλλοντος και βέβαια τον θάνατο. Αλλά υπάρχει και ένα φως που αναδύεται από το σκοτάδι. Είναι η ανάσα μου, που βγαίνει σταθερή και μου χαρίζει ακόμη τη ζωή. Με την ανάσα μου νικώ τον χρόνο, έστω και για μια στιγμή».

Δημήτρης Α. Δημητριάδης
φωτογραφίες: Εύη Τσεσμελόγλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου