Τα όχι του ΝΑΙ
μικρό χρονικό μιας άρνησης
Αλέξανδρος Αδαμόπουλος
εκδόσεις Οδός Πανός
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal
https://www.fractalart.gr/ta-oxi-tou-nai/
η άρνηση και η κατάφαση στη ζωή
Είναι σε βαθιά κατάθλιψη λέει· όπως πάντα. Κι
εγώ, όπως πάντα, με την ίδια περίεργη εμμονή –που κάποιοι με μιαν άλλη ματιά θα
μπορούσαν να την πουν κι αναλγησία, ή κάτι σαν αυτισμό– εξακολουθώ να πιστεύω
πως όλ’ αυτά τα καμώματα, προφανώς και
έχουν άλλες αιτίες από παλιά, κι είναι πληγές βαθιές που σαπίζουν χρόνια μέσα
της, μα είναι αρκετά ελεγχόμενα και κατά κύριο λόγο τα δημιουργεί η ίδια·
ανάλογα με το τι φέρνει μπροστά της η κάθε μέρα.
Τους έφερε
κοντά η μητέρα, η Μαργαρίτα Λυμπεράκη, μέσα από τον σχολιασμό ενός βιβλίου, κι
έτσι έδεσε η φιλία του Αλέξανδρου Αδαμόπουλου με την άλλη Μαργαρίτα, την κόρη.
Στο βιβλίο με τον παράξενο (εκ πρώτης όψεως) τίτλο Τα όχι του ΝΑΙ διαβάζουμε για τη στενή φιλική τους σχέση, στη σκιά
πάντα της μητέρας, δεσπόζουσας φυσιογνωμίας στη ζωή της Μαργαρίτας Καραπάνου.
Ένα βιβλίο που διαβάζεται με τρεις τρόπους, ο ένας πιο εύκολα διαβατός και
νοητικά προσπελάσιμος, οι άλλοι δύο περισσότερο κρυπτικοί στις παράπλευρες
ερμηνείες τους.
Αρχικά η
προσωπικότητα της Μαργαρίτας Καραπάνου δεν μπορεί παρά να είναι η πρώτη και
κύρια ανάγνωση του βιβλίου. Άλλωστε στο δικό της έργο (το ΝΑΙ) αναφέρεται ο τίτλος και στο διάστημα της γραφής του εν μέσω
έντονων κρίσεων της μανιοκαταθλιπτικής Μαργαρίτας. Με τη ζωή της να ακροβατεί
στο όριο της διάσωσης ή του χαμού, δεν απορεί κανείς πώς μπόρεσε να γράψει με
τον συγκεκριμένο συνταρακτικό λόγο τα βιβλία της – βιωματικά και υποδόρια
αυτοβιογραφικά όλα. Με τη γραφή να γίνεται καταφύγιο φθονερό· ένας χώρος
διοχέτευσης του ψυχικού σπαραγμού που λειτουργούσε ταυτόχρονα σαν μια σωστική
λέμβος αλλά και σαν φριχτός καθρέφτης της διαλυμένης ζωής της.
Το δεύτερο
επίπεδο ανάγνωσης εστιάζει στη μητέρα Μαργαρίτα (Ρίτα) που κυκλοφορεί γύρω από
την κόρη (μα και μέσα στην ψυχή της) αρνούμενη είτε να δώσει αγάπη είτε να
αποχωρήσει διακριτικά από τη ζωή της. Μια σχέση οδύνης που την κρατά δεμένη
μαζί της χωρίς ελπίδα διαφυγής – καταστροφική και για τις δύο, κυρίως για την
κόρη. Η παρουσία της φορτίζει επικίνδυνα την ατμόσφαιρα και επιβαρύνει την
ψυχολογική κατάσταση της Μαργαρίτας, η οποία υποθάλπει μέσα της την εκούσια
υποταγή στη μητέρα.
Αλλά και
ένα τρίτο πρόσωπο, πίσω από τις δύο Μαργαρίτες, με προσοχή φτιάχνει το δικό του
πορτρέτο μέσα από την αφήγηση. Κι εδώ δεν μετράει τόσο η αναφορά στον εαυτό του
–αναπόφευκτη συνθήκη σε μια πρωτοπρόσωπη αφήγηση– αλλά αυτή καθεαυτή η γραφή
και η αναγκαιότητά της. Ο Αδαμόπουλος μοιάζει να συμπλέει δίπλα στην πάσχουσα
συνείδηση της Μαργαρίτας, και απόρροια αυτού είναι και η γραπτή του μαρτυρία
για τα χρόνια της φιλίας τους. Δεν συμπαραστέκεται μόνο και δεν συντρέχει απλώς
στις επικλήσεις της για βοήθεια ή για την ανάγκη της παρουσίας του δίπλα της.
Επηρεάζεται βαθιά και ο ίδιος συναισθανόμενος το αδιέξοδο στο οποίο έχει πλέον
περιέλθει η ζωή της. Το γεγονός πως
χρόνια μετά τον θάνατό της νιώθει πως πρέπει να δημοσιοποιήσει τη μαρτυρία του,
δεν αφορά μόνον τη Μαργαρίτα αλλά και τον ίδιο.
Συνεκτιμώντας
τις τρεις παραπάνω αναγνώσεις του βιβλίου πρέπει να πούμε πως εμπλουτίζεται
καθοριστικά η εικόνα που έχουμε σχηματίσει για τη Μαργαρίτα Καραπάνου αλλά και
για τη σχέση με τη μητέρα της, Μαργαρίτα Λυμπεράκη. Περισσότερο όμως ο
αναγνώστης κερδίζει εισχωρώντας στο (θολό έτσι κι αλλιώς) τοπίο της συγγραφικής
δημιουργίας – ενδιαφέρον θέμα από κάθε άποψη, ιδίως όταν το έργο έχει την
αφορμή του στον πολύπαθο ψυχισμό του δημιουργού. Η Μαργαρίτα, όπως
παρουσιάζεται μέσα από τη ματιά του Αλέξανδρου Αδαμόπουλου, δεν είναι μόνον η
συγγραφέας συγκλονιστικών εκμυστηρεύσεων με μυθοπλαστικό μανδύα. Είναι και μια
άλλη Μαργαρίτα, που την ανακαλύπτεις σε ένα ευαίσθητο εσωτερικό τοπίο ψυχής·
έτσι αντιλαμβάνεσαι γιατί σου αρέσουν τα βιβλία της, τα τόσο προσωπικά και
διεισδυτικά, βγαλμένα μέσα από μια ταραγμένη ζωή κι έναν ψυχισμό που ζητούσε τη
διέξοδο στη γραφή. Η Μαργαρίτα του βιβλίου αυτού ζητά εναγωνίως να ζήσει,
ωστόσο δεν καταφέρνει να βρει τον τρόπο. Το ΝΑΙ,
το βιβλίο που γράφει κατά τη διάρκεια των συναντήσεων με τον Αδαμόπουλο (και
του το αφιερώνει, κι ας μην το ήθελε ο ίδιος) ήταν μια μακρά διαδρομή ανάμεσα
στην κατάφαση σε μια ζωή που της αρνείται τη θετική όψη και σε μια ενδόμυχη
αντιμαχόμενη άρνηση απέναντι στη ζωή που θα μπορούσε να τη διαμορφώσει ή ίδια έτσι
ώστε να είναι βιώσιμη. Το αποτέλεσμα είναι η ιδιόμορφη μοναξιά της, άλλοτε
σιωπηλή σε απόλυτη αναφορά με τον εαυτό
της και άλλοτε ηχηρή σαν κραυγή που φθάνει στους άλλους γύρω της και συχνά την
καθιστά αφόρητη για συναναστροφή.
«Μ’ έχεις κουράσει με τις συνεχείς αλλαγές σου.
Όσο κι αν κάνω υπομονή μαζί σου, δεν μου είναι δυνατό να σε αντιμετωπίζω
συνέχεια σα να είσαι άρρωστη, ούτε σα να είσαι κανένα μωρό. Τι ωραίο άλλοθι ε;
Έτσι μπορείς να κάνεις ό,τι γουστάρεις καταργώντας εντελώς τους άλλους…»
[…]
Η απόλυτη μοναξιά: Να μιλούν όλοι για σένα, να
σε διαβάζουν, να γράφουν άρθρα για το έργο σου, κάποιοι να κάνουν λεφτά απ’
αυτό, κι εσύ με το φοβισμένο σκυλάκι σου να πηγαίνεις μόνη στο σκοτεινό παγκάκι
όπου ξεκουράζονται και καπνίζουν στα κλεφτά οι αστυνομικοί που φρουρούν τον
Πρωθυπουργό.
Μια
αφήγηση-μαρτυρία που ξεκινά 25 Ιουνίου 1999 και τελειώνει αρχές Δεκέμβρη του
2008, όταν ο Αδαμόπουλος μαθαίνει την είδηση του θανάτου της Μαργαρίτας. Τα
χρόνια αυτά ο Αδαμόπουλος κρατούσε σημειώσεις από τις συναντήσεις τους και τώρα
τις κοινοποιεί με την παρούσα έκδοση, μαζί με φωτογραφίες από το προσωπικό του
αρχείο. Γράφει στον πρόλογο δίνοντας με ακρίβεια την ταυτότητα του βιβλίου του:
Πάνε τόσα χρόνια πια, ώστε να μπορούν να βγουν
άφοβα όλα στο φως· απλά και νηφάλια, σαν ένα ζωντανό κομμάτι ζωής, χωρίς να
χρειάζεται ν’ αλλαχτεί κάτι. Σαν μια ελάχιστη, αληθινή πινελιά στην προκλητικά
ενδιαφέρουσα ζωή –δύσκολη, τραγική ζωή όμως– ενός δαιμόνιου, εξαιρετικά ταλαντούχου, μοναδικού
συγγραφέα· μιας φίλης αληθινής.
Διώνη Δημητριάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου