Η Κούλα Αδαλόγλου
γράφει στο περιοδικό periou.gr
για την ποιητική συλλογή της Διώνης Δημητριάδου
Ο Ευτυχισμένος Σίσυφος,
εκδ. ΑΩ, 2019
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό periou.gr
http://www.periou.gr/κούλα-αδαλόγλου-διώνη-δημητριάδου-ο-ε/
Ένας δρόμος αντοχής, η ζωή και η ποίηση
Για ποιον λόγο μπορεί να είναι ο Σίσυφος ευτυχισμένος, ο
καταδικασμένος στο αέναο ανέβασμα-κατέβασμα και πάλι από την αρχή;
Τι είναι σημαντικό, αξιοσημείωτο ή άνευ σημασίας;
Η ποίηση δεν αστειεύεται. Περιγράφει τα θαυμαστά, ανατρέπει
τα αναμενόμενα.
Γυρίζει στο παρελθόν με το βλέμμα στραμμένο στο αύριο.
Βλέπει το φως που δονεί ακόμα και όταν παύει να υπάρχει.
Από το βάθος μια
σπηλιάς ξεκινάει το παραμύθι. Από εκεί που ο κακός δράκος τρομάζει τα όνειρα
των παιδιών. Έτσι φροντίζουν οι άλλοι, οι μεγάλοι, να γίνεται.
Παρένθεση. Θεωρώ ότι η παρούσα ποιητική συλλογή της Διώνης
Δημητριάδου είναι σύνθεση. Ένα ιδιαίτερο παραμύθι, ας πούμε, που ενώνει τον
μύθο με το παρόν. Θα γράψω όπως τη διάβαζα και σταδιακά ένωνα τα κομμάτια-μέρη
της ποιητικής αφήγησης. Που ενώ είναι αρκετά ελεύθερη, ορίζεται από πέντε πεζά
ποιήματα, σαν να δημιουργούνται πέντε ενότητες. Πίσω στο κείμενο λοιπόν.
Υπάρχει ένα ποίημα στην αρχή της συλλογής που εστιάζει στον
Σίσυφο. Αρχίζει με μότο μια φράση του Albert Camus «πρέπει να φανταστούμε τον
Σίσυφο ευτυχισμένο». Κι ύστερα το ποιητικό υποκείμενο στοχάζεται για την πορεία
του Σίσυφου, τη μάταιη και απέλπιδα, που όμως αυτός, και ο Σίσυφος της κάθε
εποχής, υπογραμμίζει, μπορεί να την αντιμετωπίζει ως «φέρελπις». Που όταν
ανεβαίνει, δέσμιος της δοκιμασίας του, νιώθει αισιόδοξος, κοιτάζει ψηλά και
ελπίζει.
Και αυθαιρέτως εκτιμώ/ πως δίκαιο είχε ο παλαιός Εφέσιος/
σαν ίδιο τον έβλεπε τον δρόμο πάνω ή κάτω/ έτσι κι ο Σίσυφος της κάθε εποχής/
σαν λίγο ατενίσει προς τα πάνω/ όλα τα θέλει κι όλα τα ελπίζει/ δεν ξέρω αν
τότε είναι ευτυχής/ ίσως ορθότερο να πω φέρελπις πως νιώθει (σ. 14)
Αλλά και όταν κατεβαίνει, δεν απελπίζεται για το επερχόμενο
ανέβασμα αλλά μάλλον θα νιώθει ευτυχής, ανατρέποντας τη λογική, με ένα πείσμα που ανατρέπει το παράλογο, μάλλον το βλέπει
από μια άλλη οπτική, ένα παιχνίδι τραγικό, περίεργο, αλλά ένα παιχνίδι αντοχής.
ο Σίσυφος περιγελά την τάξη αυτού του κόσμου/ με μιαν απλή
εξίσωση/ «οδός άνω κάτω μία και ωυτή».(σ. 15)
Η φράση είναι του Ηράκλειτου, από το Περί φύσεως, και σ’
αυτήν ακουμπά η θεώρηση του ευτυχισμένου Σίσυφου: ίδιος ο δρόμος πάνω ή κάτω.
Έτσι μπαίνει το φιλοσοφικό πλαίσιο που σφραγίζει τη συλλογή, ανοίγει με
συνειρμούς, δένεται με παρεμφερείς συλλογισμούς.
Μετά, μια παλιά φωτογραφία κλείνει το μάτι, και έρχονται
σκιές, σκοτάδια, εικόνες του εφήμερου. Οι φωτογραφίες κρύβουν αλλά και
αποκαλύπτουν: λεπτομέρειες, ασήμαντα ίσως πράγματα που απαθανατίζει ο φακός.
Αποκαλύπτουν τις απουσίες. Ταράζουν τις συγυρισμένες μνήμες. Μεγεθύνουν τις
σκιές. Ο φακός εστιάζει στο χρώμα της ώχρας.
Κάθε απόγευμα/ στην ώρα εκεί της ώχρας/ διστάζει να πάει στο
παράθυρο (σ. 23)
Αλλά εστιάζει και σε εικόνες της πόλης, ιδιαίτερες,
προσεχτικές, της λεπτομέρειας, της οπτικής που ξέρει να βλέπει. Στις πόλεις
στήνεται το σκηνικό που κρύβει καλύτερα τα συναισθήματα.
όταν οι άλλοι βλέπανε/ τα στρογγυλά φεγγάρια/ εμείς λυγίζαμε
το σώμα μας/ να δούμε λίγο φως/ πίσω από όρθιες συρμάτινες αντένες. (σ. 27)
Ακολουθούν τα πάθη αλλά και η μνήμη του σώματος. Με το πεζό
κείμενο που μιλά για το τσίμπημα του σκορπιού. Ενός μικρού μίζερου ζηλόφθονα
σκορπιού, επικίνδυνου όμως καθώς αναμειγνύει φαρμάκια τρομερά και ετοιμάζεται
για το χτύπημα. Το ποιητικό υποκείμενο τον προκαλεί, δεν κρύβεται, αναμετράται
με τον κίνδυνο, τον πόνο, το φθαρτό σώμα και τις αντοχές του.
και τότε γέλασε με εκείνο το υπόκωφο, το εφιαλτικό, «χαμένη
έτσι κι αλλιώς» είπε και μάζεψε τα φονικά του όπλα γυρνώντας μου την πλάτη, κι
εγώ τώρα είμαι εδώ που ήμουν πάντα, να περιμένω, όχι δεν φεύγω, αν είναι να
γυρίσει να με βρει εδώ. (σ.18)
Για τη μνήμη του σώματος το ποιητικό υποκείμενο
μετακινείται, θαλάσσιες σπηλιές, υγρές σταγόνες του έρωτα. Σε δεύτερο ενικό το
ποιητικό υποκείμενο, ουσιαστικά σε έναν διάλογο με τον εαυτό του, ψάχνει αυτά
που δεν του απαντήθηκαν ακόμα, αυτά που μένουν λειψά σε σχέση με το παθημένο
σώμα. Σώμα καταργημένο, διαψευσμένο, κατακρεουργημένο, σώμα παρατημένο στην
αποσύνθεση των υλικών, αλλά έρχονται οι λέξεις, που μπορεί να είναι απωθητικές,
μπορεί να ’ναι σαν μαινάδες που ξεσκίζουν, όμως και τότε ακόμα είναι η
διονυσιακή μανία της ποίησης που αγγίζει το φθαρτό σώμα.
Κι ύστερα το παραμύθι γίνεται πολυπρισματικό. Εκρήγνυνται οι
συνειρμοί. Αντανακλάται η ποιητική αφήγηση σε πρόσωπα-περσόνες που τραβούν έναν
δρόμο ανηφορικό, προσπαθούν, ελπίζουν, διαψεύδονται, πέφτουν αλλά δεν
τσακίζονται και συνεχίζουν.
εμείς όλο και πιο στραβά και ανορθόδοξα/ άσε τους άλλους/
αυτοί πατούν στα ισώματα/ ευτυχείς στα καθαρά παπούτσια τους/ στα ρούχα τα
καινούργια τους/ φιλτράροντας τα ψεύτικα τα χάδια/ σώματα απόντα/ μάτια κενά/
κι έπειτα τι έχουν να θυμούνται; (σ. 39)
Καθώς οι θαμπές γωνίες του καθρέφτη εξακολουθούν να δείχνουν
το παλιό πρόσωπο κάποιων που άλλαξαν μέσα στον χρόνο, υπενθύμιση και μομφή:
είναι κι εκείνος ο καθρέφτης/ με τις ανθεκτικές θαμπές
γωνίες/ σε κάθε απόπειρα καθαρισμού/ να αντιφεγγίζει ένα άλλο πρόσωπο/ […]
κι ύστερα ξαφνικά να κοκκινίζει/ σαν μια σημαία ανεμίζουσα/
χλευάζοντας κι ελέγχοντας/ όλα τα γκρίζα τωρινά (σ. 45)
Μια πορεία τυφλή κάποτε – ή μήπως απελπισμένη; Το ποιητικό
υποκείμενο σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο καταγράφει την απεγνωσμένη πορεία αυτών
που σαν ευτυχισμένοι Σίσυφοι επιμένουν να κοιτούν έναν στόχο. Εντούτοις, σαν
κάτι να χαράζει:
κάπου μακριά η ζωή αργά αργά αλλάζει/ τη στροφή της/
σταλάζει φως (Τυφλή πορεία, σ. 49)
Με ένα καταπληκτικό
πεζό ποίημα, το πέμπτο, με τίτλο «με μιαν ανάσα» και από κάτω σε παρένθεση (από
την άνοιξη του ’83 σε τόπο κλειστό που μόνο απνευστί και διαβάζεται και
αντέχεται, σ. 51), το ποιητικό υποκείμενο μάς μεταφέρει έξω από την πόλη, σε
μια μίζερη επαρχία, σε μιαν αθέατη θάλασσα, σηκώνει ένα φορτίο αδιέξοδο,
μοιάζει να χάνεται, κι ας είναι άνοιξη, αλλά ξαφνικά συμβαίνει κάτι σαν θαύμα
κι ο τόπος σαν να υψώθηκε και ο κάμπος σαν να έδειξε τον
δρόμο για τη θάλασσα κι εσύ με το σακίδιό σου έφυγες να δεις το μπλε να
ανοίγεται πέρα από το βυζαντινό το κάστρο σωσμένη πια (σ. 52)
Με μιαν ανάσα, αλλά και η ανάσα, και η χαραμάδα στο φως.
Ακολουθούν ποιήματα
για τους ποιητές και για την ποίηση, ποιήματα ποιητικής, γιατί το ποιητικό
υποκείμενο γνωρίζει ότι εκεί μπορεί να ψάξει το θαύμα, καθώς ο ποιητής
διαβαίνει γυμνόπους […] το απροσπέλαστο τραχύ του θαύματος, σ. 53.
Οι λέξεις ψαύονται αγκυλώνουν, ματώνουν, στη δύσκολη, και
κάποτε δύστοκη, πορεία της γραφής. Αλλά και στον έρωτα.
σφαγμένη λέξη/ με μια ρωγμή καλά κρυμμένη/ όπως γέρνεις πάνω
της και ψάχνεις/ ίσα που διακρίνεται το σκίσιμο/ το κοφτερό μαχαίρι δεν βρήκε
εμπόδιο/ […]
το ποίημα τώρα
πρέπει/ να σταθεί στο ύψος του/ χώρο κατάλληλο να βρει/ και άλλες συναφείς/ να
δέσουνε το νόημα (σ. 57)
Και
Με μαλακό μολύβι/να γλιστράει στο χαρτί/ γράφονται ποιήματα
αγάπης/ το άλλο το σκληρό του έρωτα/ ζητάει κοφτερή ακίδα/ βίαια να πέφτει/ να
χαράζει τις σελίδες […]
ποιος είπε ότι αστειεύεται ο έρωτας;/ μα ούτε και η ποίηση
άλλωστε (σ. 59)
Ένας δρόμος που συναντιέται με τις λέξεις, στη ζωή και στην
ποίηση.
Οι λέξεις πότε
τρυφερές, πότε ψύχραιμα φορτισμένες. Πότε αιχμηρές, κοφτερές, σε δύσβατες
αναδρομές. Ελεγειακός τόνος, που τον διαπερνούν ριπές διθυραμβικές.
Το ποιητικό υποκείμενο μιλά για την τόλμη και τη διάψευση,
τη μνήμη, τις μνήμες και τις σιωπές. Τελικά, όλα είναι δρόμος, στοχάζεται, μια
πορεία ανηφορική, κατηφορική ή ευθύγραμμη, που μπορεί να οδηγεί με μια ανάσα σε
κάποιο τέρμα, στη θάλασσα ίσως, και στη λύτρωση. Και οι λέξεις, σωστά
επιλεγμένες, συνομιλούν με τις άλλες λέξεις και με εκείνους που ζητούν σημάδια,
φωνές, αλήθεια και φως, για να βρουν αντοχές, και να συνεχίσουν.
Κούλα Αδαλόγλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου