Συζητώντας
με αφορμή ένα βιβλίο
Ευάγγελος Αυδίκος
Οδός
Οφθαλμιατρείου
εκδόσεις Εστία
Με τον Ευάγγελο Αυδίκο
συζητά η Διώνη Δημητριάδου
- Διαβάζω από το βιβλίο: Η τέχνη έχει ανάγκη από λιακωτό. Να βγει από ταυπόγεια της μνήμης,
όπου ο σκόρος τρώει τα σωθικά της. Να νιώσει τιςηλιαχτίδες της έγνοιας των
νεότερων.
Είναι, λοιπόν, η τέχνη (της γραφής εν
προκειμένω) το όχημα για την ανάσταση των χαμένων μορφών; Η γέφυρα που θα
ενώσει τη νεότερη γενιά με το γόνιμο παρελθόν;
Αυτό είναι το μεγάλο ζήτημα. Διαχρονικά. Ποιος
είναι ο ρόλος της λογοτεχνίας; Προφανώς, δεν θα με έβρισκε σύμφωνο ένας
ιεραποστολικός ρόλος. Όμως, η τέχνη είναι μια μορφή έκφρασης κι επικοινωνίας.
Αν δεν διαβάζεται, τότε πώς μπορεί να υπάρχει; Όντως, η γραφή είναι μια διαδικασία
ανάστασης του παρελθόντος, σε συμβολικό επίπεδο. Είναι μια πράξη εξάλλαξης των
ειωθότων, κατά την πλατωνική ορολογία. Υιοθετώ ασμένως τον χαρακτηρισμό της ως
γέφυρας ανάμεσα στις γενιές. Ανάμεσα στους κεκοιμημένους και τα οντολογικά
ζητήματα που μας κληροδότησαν. Είναι και μια προσωπικά ανάγκη, για κάθε
δημιουργό, να περπατήσει πάνω σ’ αυτή τη γέφυρα αφήνοντας τη δική του παλάμη
στον χρόνο.
-
Συνεχίζοντας την προηγούμενη ερώτηση, θα ήθελα
να προσδιορίσετε τη διαφορά ανάμεσα στον όρο αναβίωση της παράδοσης
και στον όρο επιβίωση των
χαρακτηριστικών της. Κατανοώ πως η ουσία εντοπίζεται στον δεύτερο όρο, την
επιβίωση, που επιτυγχάνεται ερήμην είτε της στήριξής μας είτε της αδιαφορίας
μας.
Συχνά, επικρατεί σύγχυση ανάμεσα στους δύο
όρους. Ωστόσο, οι προθέσεις (επι- και ανα-) υποδηλώνουν τη διαφοροποίησή τους,
παρά το γεγονός ότι η σχέση με το παρελθόν και τον πολιτισμό του είναι μια
διαρκής ανάγνωση ή παρανάγνωση από την οπτική του παρόντος, για πολλούς και
διάφορους λόγους. Επιστρέφοντας στη μοναξιά των συγκεκριμένων λέξεων που πολλές
φορές υπερθερμαίνονται στις συζητήσεις, η αναβίωση υποδηλώνει ένα καινούριο ταγκό με το παρελθόν, μετά από
μια διακοπή αυτής της σχέσης. Πιο συγκεκριμένα, στη μεταπολεμική περίοδο η
αστικοποίηση με τη μετακίνηση πολυάριθμων κατοίκων της υπαίθρου στις πόλεις
συνοδεύτηκε από αναγκαστική εγκατάλειψη των μορφών ζωής που δεν χωρούσαν εκεί.
Οι ενδυμασίες, τα πανηγύρια, οι χοροί, η υφαντική, η λαϊκή αρχιτεκτονική, η
διευρυμένη οικογένεια σταμάτησαν ή υπέστησαν σοβαρό καρδιακό επεισόδιο, οπότε
και σ’ αυτή την περίπτωση η κατάσταση ήταν εντελώς διαφορετική. Οι μετανάστες
των αστικών κέντρων, όταν προσαρμόστηκαν στο νέο περιβάλλον και απέκτησαν τη
δυνατότητα μετακίνησης στη γενέτειρα, με τους συλλόγους τους επιχείρησαν να
ενεργοποιήσουν τα πανηγύρεις κι άλλες τελετουργίες (παραδοσιακός γάμος,
εκδηλώσεις των απόκρεω και άλλα), που αποκτά μεγαλύτερη ένταση όταν κάθε τόπος
ψάχνει παλιές γιορτές κι έθιμα, για να επανεργοποιήσουν στο πλαίσιο της
τουριστικής προβολής. Επιβίωση είναι η συνέχεια, χωρίς αναστολή, μιας
πολιτισμικής μορφής. Τέτοια είναι η περίπτωση των μαντινάδων και όλων των
δίστιχων που δεν σταμάτησαν ποτέ να ανταποκρίνονται στις ανάγκες των ανθρώπων.
Ακόμη, στην παραγωγική διαδικασία η απόσταξη τσίπουρου ουδέποτε σταμάτησε. Ήταν
μια πηγή εσόδων και παραγωγής κι αποθήκευσης αγαθών για αυτοκατανάλωση αλλά και μια γιορτή. Αυτό συνεχίζει.
-
Ο Κώστας Κρυστάλλης ανήκει στους λησμονημένους:
δεν γίνεται η μνεία του δίπλα στους μεγάλους της γραφής, όπως θα του άξιζε,
αλλά ούτε διδάσκεται στα σχολεία, γεγονός που δείχνει πολύ περισσότερα ίσως από
μια άστοχη παράλειψη. Πού το αποδίδετε εσείς αυτό;
Αν
όχι όλοι, οι περισσότεροι τουλάχιστον δημιουργοί έχουν διαδρομές οφιοειδείς στη
μεταθανάτια λογοτεχνική ζωή τους. Υπενθυμίζω την υποχώρηση, για ένα μεγάλο
διάστημα, του Παλαμά από την πρώτη γραμμή του αναγνωστικού και ερευνητικού
ενδιαφέροντος. Το ίδιο συνέβη και με τον Μιχαήλ Μητσάκη, έναν εξαιρετικά
προικισμένο άνθρωπο. Όμως, θα υπενθυμίσω την περίπτωση Κοτζιούλα, που για
μεγάλο διάστημα ήταν αγνοημένος. Επανήλθε με τη σπουδαία μελέτη της
Βογιατζόγλου. Πρόκειται για το φαινόμενο της παλινδρόμησης ανάμεσα στις εποχές,
όπου η αφάνεια έχει είναι μέρος στην ιστορία
της λογοτεχνίας. Και γι’ αυτό συνδράμουν πολλοί παράγοντες. Είναι οι
ιστορικές και πολιτικές συνθήκες, που διαμόρφωσαν το πλαίσιο για τον τρόπο
πρόσληψης και δημοσιότητας στο Κιβώτιο του Αλεξάνδρου. Όσον αφορά τον Κρυστάλλη
πέρασε από πολλά κύματα η σχέση του με τους κριτικούς-κυρίως. Μετά τη
θριαμβευτική υποδοχή από τον Παλαμά, τον Γαβριηλίδη, τον Ξενόπουλο και άλλους
περιέπεσε στην αφάνεια ως τον Μεσοπόλεμο. Τότε, επανέρχεται χάρη στη
συμβολικοποίηση του έργου του από τους φυσιολάτρες και τα εκδρομικά σωματεία,
που τον αποθέωσαν με την ανέγερση προτομών και την ανάδειξή του σε εκφραστή του
φυσιολατρικού πνεύματος. Αυτή η κίνηση αποτυπώθηκε και στα Νεοελληνικά
Αναγνώσματα, περισσότερο της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης αλλά της Δευτεροβάθμιας,
στα οποία η ποίηση και τα πεζά του Κρυστάλλη είχαν ισχυρή εκπροσώπηση ως τις
πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Ως απόρροια αυτού του κλίματος έχουμε
συγκεντρωτικές εκδόσεις των έργων του (Γάγαρης, Ζερβός, Αγγελομάτης,) και μελέτες
(Βαλέτας, Περάνθης). Η εκδοτική αυτή δραστηριότητα τροφοδοτεί έναν διάλογο
ανάμεσα στους υποστηρικτές του αλλά και όσους τον αμφισβητούσαν (Άλκης Θρύλος,
Γιάννης Αποστολάκης, Φώτης Πολίτης). Η άποψή μου είναι πως ο Κρυστάλλης έπεσε
θύμα δογματικών αντιλήψεων και διπολικών σχημάτων στην κατανόηση του
λογοτεχνικού φαινομένου. Οι οπαδοί της προσέγγισης με την Ευρώπη θεώρησαν τον
Κρυστάλλη ως εκπρόσωπο μιας εσωστρέφειας που αναμηρύκαζε το παρελθόν χωρίς να
συνδράμει το άνοιγμα σε μια άλλη ελληνικότητα. Είναι μια τυπική παθογένεια των
ανελαστικών διπόλων, στα οποία χάνεται η ψύχραιμη αποτίμηση του έργου. Ο
Κρυστάλλης συνέχισε να γοητεύει τη σκέψη και την καρδιά των μεταναστών της
υπαίθρου στα αστικά κέντρα. Συχνά με εκπλήσσει το εύρος της αποδοχής του από τα
παιδιά αυτών των δεκαετιών. Μεγάλωσαν με τον Κρυστάλλη και τα παιδιά τους,
διακεκριμένοι λογοτέχνες σήμερα, αφηγούνται τις αναγνωστικές εμπειρίες των
γονιών τους. Σ’ αυτό συνέβαλαν τόσο τα Νεοελληνικά Αναγνώσματα όσο και τα
Άπαντά του, που τα επιμελήθηκαν ο Βαλέτας, ο Περάνθης και άλλοι. Όμως, η
μεταπολίτευση επιφύλαξε στον Κρυστάλλη άδικη μεταχείριση. Μειώθηκε πολύ η
εκπροσώπησή του στην εκπαίδευση και ταυτόχρονα θεωρήθηκε ως εκφραστής μιας
Ελλάδας που βρισκόταν σε αποδρομή. Η αποσιώπηση του έργου του είναι άδικη, αλλά
παρασύρθηκε από το κλίμα της εποχής. Την ανάγκη για μια άλλη ανάγνωση,
εστιασμένη στο έργο του και όχι σε διπολικές απορρίψεις, προσπάθησε να
προτείνει το συνέδριο που έγινε στην Πρέβεζα(1993), οι εκδηλώσεις για τα 150
χρόνια από τη γέννησή του, η έκδοση ενός τόμου (Ηπειρώτικες εκδόσεις Πέτρα
2018, Η επιστροφή του Κρυστάλλη), τα αφιερώματα
των περιοδικών Νέα Ευθύνη (δεύτερο
εξάμηνο 2018) και Νέα Εστία (Ιούνιος 2020). Νομίζω πως ο Κρυστάλλης επιστρέφει
ζητώντας να διαβαστεί και να αξιολογηθεί ψύχραιμα.
-
Και έρχομαι στη δική σας σχέση με τον ποιητή. Με
δεδομένη την ιδιότητά σας ως καθηγητού Λαογραφίας, τολμώ να ρωτήσω αν η
ενασχόλησή σας μαζί του αφορά μια ακόμη λαογραφική προσέγγιση δίπλα σε άλλες
ενδιαφέρουσες ή αν υπάρχει πιο βαθύ
δέσιμο μεταξύ σας – κάτι που καταδεικνύεται στη γραφή σας.
Προφανώς, η αφετηρία για την ενασχόλησή μου με
τον Κρυστάλλη δεν είναι η ιδιότητα του λαογράφου. Θα ισχυριζόμουν μάλιστα πως
αυτή η σχέση με την παράδοση ενεργοποιείται, τον τελευταίο καιρό, από πολλούς
άλλους δημιουργούς που δεν έχουν επιστημονική σχέση με την παράδοση. Και καλά
κάνουν, γιατί η λογοτεχνία παγκοσμίως, και σ’ όλη την ιστορική πορεία της, συνομιλεί με πολιτισμικές και
αφηγηματικές πρακτικές του παρελθόντος. Σπουδαία έργα τέχνης αντλούν υλικό από
αφηγηματικά μοτίβα του παρελθόντος. Το κρίσιμο σ’ αυτή τη δανειακή σύμβαση
είναι ο τρόπος διαχείρισης του υλικού. Αν δηλαδή πρόκειται για μια εξιστόρηση
μιας ιστορίας που στοχεύει στη συναισθηματική μόχλευση των αναγνωστών ή
χρησιμοποιείται ως πυρήνας για μια άλλη πραγμάτευση, δεδομένου ότι τα
προβλήματα παραμένουν οντολογικά ίδια, αλλάζει η μορφολογική και αφηγηματική
τους διαχείριση. Προσωπικά, επιστρέφω στον Κρυστάλλη μετά από μια παρατεταμένη
περίοδο απόρριψής του. Κατάγομαι από το ίδιο χωριό, το Συρράκο Ιωαννίνων. Δεν
γεννήθηκα στο χωριό, αλλά στην Πρέβεζα ,
στις παρυφές μιας πόλης. Κι εγώ λοιπόν ένιωθα στα εφηβικά μου χρόνια μεγάλο
βάρος τον Κρυστάλλη κι ήθελα ν’ απαλλαγώ από το φορτίο του που μ’ εμπόδιζε να
ενταχθώ στην πόλη. Επέστρεψα στον Κρυστάλλη πολύ αργότερα και με πολύ δισταγμό,
γιατί είναι εύκολη η εκτόξευση της κατηγορίας σ’ έναν πεζογράφο, που έχει την
ιδιότητα του λαογράφου, ότι το κίνητρό του είναι η συνομιλία με το λαογραφικό
υλικό. Δεν συμφωνώ με όσους επιχειρούν να αλιεύσουν σ’ ένα λογοτεχνικό έργο τέτοιο υλικό. Αυτό
που καθιστά τον Παπαδιαμάντη μέγα πεζογράφο δεν είναι η παράθεση στοιχείων της
ζωής των ηρώων του αλλά η αφηγηματική διαχείριση του υλικού. Η λογοτεχνικότητα.
Αυτό με απασχολούσε και στην περίπτωση του Κρυστάλλη. Η ζωή του με τις
περιπέτειες και τη μεταθανάτια πορεία του τον αναδεικνύουν ένα ενδιαφέρον
παράδειγμα για μυθοπλασία. Αυτό επιχείρησα να κάνω επιλέγοντας τον Κρυστάλλη κι
αυτό είναι εμφανές σ’ όποιον διαβάσει το μυθιστόρημά μου χωρίς προκαταλήψεις. Ο
Κρυστάλλης είναι η αφετηρία. Είναι η
αφορμή να ασχοληθώ αφηγηματικά με αυτά που με απασχολούν, όπως είναι η έννοια
του χρόνου στη λογοτεχνία. Είναι ένα βιβλίο για το παρόν, όχι για το παρελθόν.
Είναι ένα μυθιστόρημα όπου δοκιμάζονται αφηγηματικές τεχνικές.
-
Είναι δόκιμο να ανακαλύπτουμε συχνά τον
συγγραφέα πίσω από την επινοημένη μορφή ενός ήρωα της μυθοπλασίας – τηρουμένων
φυσικά των αποστάσεων ανάμεσα στην πραγματικότητα και στο λογοτεχνικό «ψεύδος».
Ίσως θα μπορούσαμε να εκλάβουμε τον ήρωά σας, τον Κρυστ, ως περσόνα δική σας;
Συχνά,
διαβάζω σε κριτικές πως ο συγγραφέας έχει στραγγαλίσει τον συγγραφέα δίνοντας
χώρο στην ιστορία. Δεν ανήκω σ’ αυτούς που πιστεύουν στον θάνατο του συγγραφέα.
Όποια κι αν είναι η μορφή, ο συγγραφέας είναι παρών. Το διακύβευμα είναι ο
τρόπος. Ο Χρήστος, Κριστ αρχικά και Κρυστ αργότερα είναι ένας ήρωας
μυθοπλασμένος. Με απασχόλησε αρκετά ο αφηγηματικός τρόπος στη διαδικασία
γραφής. Δεν ήθελα να γράψω μια μυθιστορηματική βιογραφία. Δεν μ’ ενδιέφερε.
Αναπόφευκτα, από τη στιγμή που το μυθιστόρημα είναι δημιουργία ενός συγγραφέα,
αυτός διαχέεται παντού. Σ’ όλο το έργο. Σ’ λους τους χαρακτήρες. Σ’ αυτό το
πνεύμα, ο Κρυστ δεν είναι μια δική μου περσόνα. Με περιλαμβάνει, με τον τρόπο
που προανέφερα αλλά είναι κάτι ευρύτερο. Διαχέεται στον ήρωα η δική μου ανάγκη
για ενδοσκόπηση αλλά ταυτόχρονα είναι
μια περσόνα για όσους δημιουργούς δεν ησυχάζουν αναμασώντας τα εύκολα. Για
όσους η δημιουργία είναι μια επώδυνη αναμέτρηση με τον εαυτό τους.
-
Είναι έκδηλη στην ιστορία σας η διαφορετικότητα
του Κρυστάλλη μέσα σε μια Αθήνα που τον θεωρεί ξενομερίτη. Θυμάμαι εδώ την
περίπτωση του άλλου «ξενόφερτου», του Βιζυηνού, που τον χαρακτήριζαν μειωτικά
τουρκόσπορο. Η ιδιόμορφη αυτή απομόνωση θα μπορούσε να είναι έναυσμα για τη
δημιουργία ενός έργου που θα αποδείκνυε περίτρανα την ελληνικότητα του
αποσυνάγωγου; Παίρνω αφορμή και από κάτι που γράφετε: Η τέχνη έχει σωματικό πόνο. Και ψυχικό.
Θα
αποδεχόμουν την παρατήρησή σας για την πρώτη περίοδο του ποιητικού του έργου,
παρόλο που και τότε δεν ήταν μονοσήμαντη η πηγή της έμπνευσής του. Θα φανεί
όταν δημοσιευτεί το αδημοσίευτο έργο του. Η πρώτη του ποιητική συλλογή (Αι
Σκιαί του Άδου) γράφτηκε και κυκλοφόρησε όσο ζούσε στα Γιάννενα(1887) κι
αποτέλεσε το εθνικό θέμα του αφορμή να καταδικαστεί από τις οθωμανικές αρχές
της πόλης για υπονόμευση της αυτοκρατορίας. Η δεύτερη συλλογή (Ο Καλόγηρος της
Κλεισούρας του Μεσολογγίου), κι αυτό επηρεασμένο από την ίδια θεματολογία,
ανήκει στην αρχή της αθηναϊκής του περιόδου.Αν λοιπόν η παρατήρησή σας
αναφέρεται στο υπόλοιπο έργο και κυρίως στη στροφή του στο δημοτικό τραγούδι και τις παραδόσεις (Αγροτικά, Ο
τραγουδιστής του χωριού και της στάνης, Γκόλφω), θα έλεγα πως ένα τέτοιο
συμπέρασμα δεν προκύπτει από το έργο του Κρυστάλλη. Δεν γράφει για να αποδείξει
την ελληνικότητά του αλλά για να δημιουργήσει ένα έργο που να ανταποκρίνεται
στις ανάγκες της εποχής. Είναι αυτό που αναζητούσαν όλοι και γι’ αυτό το έργο
του χαιρετίστηκε από πολλούς. Να απομακρυνθούν από τον ιδιότυπο ρομαντισμό της
Α΄ Αθηναϊκής Σχολής. Ο ίδιος θεωρεί αυτό το νέο αίτημα ως αφορμή να
δημιουργήσει ένα διακριτό έργο που θα του προσέφερε την καταξίωση. Η προσεκτική
μελέτη του έργου του αποκαλύπτει αυτές τις πτυχές, όπως και την υποδόρια
επίδραση από τον Σολωμό και τον Σέλλεϋ, σε κάποια από τα ποιήματά του (Γέννος,
Χριστούγεννα της στρουγγοκαλύβας). Στα δε πεζογραφήματά του η εντύπωση για την
επιδίωξη της ελληνικότητας εξασθενίζει, καθώς σε κάποια απ’ αυτά (Εικόνα, Το
πανηγύρι της Καστρίτσας) αποθεώνεται η πολυπολιτισμικότητα και η
πολυεθνικότητα.
-
Στο βιβλίο σας δεν είναι εύκολο να διαχωριστεί η
ζωή του Κρυστάλλη (στηριγμένη στα αληθινά γεγονότα) από αυτήν του ήρωά σας.
Θεωρώ πως με τον τρόπο αυτό στηρίξατε την αρχική σας πρόθεση να εισχωρήσει η
μορφή του Κρυστάλλη ομαλά στην καθημερινότητα, στη σύγχρονη ζωή. Ισχύει αυτό;
Εξαρχής, δεν επιδίωξα να γράψω μια
μυθιστορηματική βιογραφία. Αναπόφευκτα χρειαζόμουν μια σύνθεση. Με τον τρόπο
αυτό η μυθοπλασία αναλαμβάνει τα ηνία και μου δίνεται η δυνατότητα, την ίδια
στιγμή, να απομακρυνθώ από μια απομίμηση του ποιητή και πεζογράφου. Ο
Κρυστάλλης είναι, εν μέρει, ένας δικός μου ήρωας. Τα μυθοπλαστικά στοιχεία
είναι εκείνα που μου επιτρέψουν να θέσω τις δικές μου προτεραιότητες στη γραφή.
-
Η διακειμενικότητα είναι ένα άλλο χαρακτηριστικό
της γραφής σας στο βιβλίο αυτό. Δώστε μου το κίνητρο, τον απώτερο σκοπό της
επιλογής σας – εκτός φυσικά από το προφανές: έχουμε ένα κείμενο εξαιρετικού
ενδιαφέροντος.
Νομίζω πως η λογοτεχνία έχει παρελθόν. Όλοι όσοι
έχουν προηγηθεί είναι οι προγονοί μας, σ’ όποια γλώσσα κι αν γράφουν.
Ουσιαστικά, ανεξάρτητα από το βεληνεκές τους,
οι δημιουργοί υπηρετούν την ίδια πατρίδα, τη γλώσσα και τη λογοτεχνία. Όποιος/α
διεκδικεί θέση στη λογοτεχνία δεν μπορεί να θεωρεί τον εαυτό του αυτοφυή.
Είμαστε φτιαγμένοι από προσχώσεις, όπως έχει πει ο Σεφέρης. Είμαστε τα
διαβάσματα των άλλων και οι εμπειρίες μας. Σ’ αυτό το πνεύμα, η
διακειμενικότητα είναι συστατικό στοιχείο της λογοτεχνίας. Ο βαθμός και η
ποιότητα αυτής της διακειμενικής επικοινωνίας ορίζουν και την ποιότητα του
έργου. Αν είναι μια απλή ρεπλίκα ή είναι μια υπέρβαση των δανείων.
Για μένα η διακειμενικότητα είναι ένας τρόπος,
στη συγκεκριμένη περίπτωση, μια αφηγηματική τεχνική ώστε να μην περιοριστώ στον
Κρυστάλλη αλλά με αφορμή αυτόν να συνομιλήσω με όσα με ορίζουν ως πεζογράφο.
Είναι μια συνειδητή επιλογή, ώστε ο Κρυστάλλης να ενταχθεί ως μέρος των
λογοτεχνικών μου προγόνων αλλά και ως ισάξιος συνομιλητής σε καίρια ζητήματα.
-
Θα χαρακτηρίζατε τη γραφή σας μεταμοντέρνα (κι
ας έχει παρεξηγηθεί ο όρος αυτός από την πολλή και την κακή του χρήση) με βάση
την πολυμορφία στη σύνθεσή της;
Έχουν γραφτεί πολλά για το μεταμοντέρνο και ό,τι
το συγκροτεί. Προσωπικά, δεν έχω αναστολή να επιλέξω αφηγηματικές τεχνικές που
θα μπορούσαν να διευκολύνουν τη γραφή μου. Γνωρίζω πως ο Χατζηβασιλείου
χαρακτηρίζει το μυθιστόρημα μεταμοντέρνο. Το ακούω με ενδιαφέρον. Όταν κάθισα
στο γραφείο για να ξεκινήσω το μυθιστόρημα, δεν είχα μια συνειδητή επιλογή. Δεν
είπα ότι τώρα θα γράψω ένα μεταμοντέρνο μυθιστόρημα. Και ούτε με ενδιαφέρει πώς
θα ονομαστεί. Αυτό το αφήνω στους κριτικούς της λογοτεχνίας, που ξέρουν
περισσότερα. Αφετηρία μου ήταν, πάντως, να γράψω ένα μυθιστόρημα που δεν θα
ακολουθήσει την πεπατημένη. Που δεν θα καταλήξει σε μυθιστορηματική βιογραφία.
Ήθελα ένα πολυφωνικό μυθιστόρημα.
-
Η
παράδοση, λοιπόν, είναι μια συνεχής πορεία που ενσωματώνει τα παλαιότερα
στοιχεία ομαλά με τα νεότερα οδηγώντας σε ένα τοπίο πολύμορφο και δημιουργικό;
Όντως, έτσι είναι. Είναι μια συνεχής συνομιλία
του παρόντος με το παρελθόν. Όσον αφορά τις κοινωνίες, η σχέση αυτή ορίζει και
το βαθμό της νεωτερικότητας. Παλιότερα, το παρελθόν είχε ηγεμονικό ρόλο στη
σχέση του με τα περασμένα. Στις μέρες μας, για ένα διάστημα δαιμονοποιήθηκε
αυτή η σχέση κι επιχειρήθηκε η αυτονόμηση του παρόντος. Είναι δυνατόν όμως να
θεωρήσουμε ότι δεν υπάρχει πολιτισμικό και λογοτεχνικό παρελθόν; Μπορούμε να
απορρίψουμε την κληρονομιά; Μπορούμε να δημιουργούμε μύθους ότι η ιστορία
αρχίζει με τη νεωτερικότητα ή μετανεωτερικότητα; Ουδέποτε θα σταματήσει αυτή η
συνομιλία. Υποχρέωση του δημιουργού είναι να αξιοποιήσει το παρελθόν
δημιουργικά. Αν θέλει ν’ αφήσει το στίγμα του.
-
Το βιβλίο σας το αφιερώνετε στον Μιχάλη Γκανά.
Είναι φυσικά η Ήπειρος, ο κοινός τόπος και των τριών σας, μαζί με τον
Κρυστάλλη. Υποψιάζομαι όμως κι άλλες συνδέσεις.
Ο Γκανάς ανήκει στους δημιουργούς που έκανε
πράξη όσα προαναφέρονται. Πάτησε πάνω στους ώμους της πολιτισμικής και
λογοτεχνικής του κληρονομιάς αλλά δεν σταμάτησε εκεί. Ομολογεί το χρέος του
στον Κρυστάλλη, με την αφιέρωση στον μικρότερο αδελφό του, όμως ανοίγει
δρόμους. Δημιουργεί μια ποίηση που κουβαλάει τον αέρα του βουνού και της
παράδοσης αλλά γράφει με τρόπο σύγχρονο για πράγματα που απασχόλησαν και τον
Κρυστάλλη- και όλους. Αναμφίβολα η αφιέρωση στον Γκανά είναι μια δημόσια έκφραση
της εκτίμησής μου στον Ηπειρώτη δημιουργό που διαμόρφωσε νέους όρους για την
πρόσληψη της τοπικότητας. Δεν είναι ο κοινός τόπος που μας δένει. Μόνο. Αυτό
είναι μια γραμματολογική επισήμανση. Είναι η συναντίληψη για τη λογοτεχνία και
τον ρόλο της. Κι ο Γκανάς πήρε αυτή τη σκυτάλη προσδίδοντας στην τοπικότητα έναν
πανανθρώπινο χαρακτήρα. Γι’ αυτό νοιαζόταν κι ο Κρυστάλλης. Δεν έζησε πολύ για
να αναπτύξει τη σκέψη του.
-
Ποια
είναι η θέση του Κώστα Κρυστάλλη στη σημερινή λογοτεχνική σκηνή; Υπάρχουν
δημιουργοί που «συνομιλούν» μαζί του; Διευκρινίζω πως δεν εννοώ κάποιο είδος μίμησης (που έτσι κι αλλιώς δεν
θα το βρούμε), υπονοώ περισσότερο μια δημιουργική σχέση με τον ποιητή.
Η ποίηση του
Κρυστάλλη δεν βρήκε μιμητές. Πέθανε πολύ νωρίς. Έτσι κι αλλιώς άλλαξαν
τα αισθητικά πρότυπα. Μπορούμε να επισημάνουμε ελάσσονες ποιητές που έγραψαν με
τον τρόπο του Κρυστάλλη, ή πεζογράφους που τον μιμήθηκαν. Ωστόσο, είναι αρκετοί
που δεν αδιαφόρησαν για τη ζωή και το έργο του. Ο Γιάννης Καμπύσης έγραψε «Το
Δαχτυλίδι της μάνας», στηριγμένο στη ζωή του, και ο Λάμπρος Πορφύρας έγραψε το διήγημα «Το λαμπρό αμάξι». Πέρα απ’ αυτά,
θεωρώ κορυφαία στιγμή για τον Κρυστάλλη την περίπτωση του Εμπειρίκου, ο
οποίος στην ποιητική συλλογή «Οκτάνα» έχει συμπεριλάβει το ποίημα «Του Αιγάγρου»,
που κατ’ εμέ είναι η συνομιλία του Εμπειρίκου με τον «Σταυραετό» του Κρυστάλλη.
Όσον αφορά τη σχέση των σύγχρονων δημιουργών με το έργο του , άποψή μου είναι
πως οι Ηπειρώτες έχουν επηρεαστεί πολύ. Τόσο από τη θεματολογία του όσο και από
τη γλώσσα του, τη σχέση του μ’ αυτήν (Σωτήρης Δημητρίου). Ο Γκανάς, ο
Γκουρογιάννης έχουν δημιουργική αφετηριακή σχέση με το έργο του. Το ίδιο και ο
Τάσος Πορφύρης. Αλλά κι άλλοι, μη Ηπειρώτες, μετακένωσαν το πνεύμα του
Κρυστάλλη στο έργο τους. Αναφέρω χαρακτηριστικά τον Χρήστο Μπράβο, τον Δημήτρη
Κοσμόπουλο, τον Ηλία Κεφάλα.
-
Ο Κρυστ,
ο ήρωάς σας, αναζητά τα ίχνη της σκιάς του Κρυστάλλη προκειμένου να κατανοήσει
τον εαυτό του. Εσείς, ως συγγραφέας, συνομιλείτε με τον Κρυστάλλη και δένετε
έτσι τα κομμένα νήματα της λησμονημένης παράδοσης. Ο αναγνώστης, με τη σειρά
του, ανακαλύπτει τη φωνή του ποιητή που για χρόνια σίγησε. Επανέρχομαι, έτσι,
στην αρχική ερώτηση για να προσθέσω: στη σχέση των τριών (συγγραφέας, ήρωας,
αναγνώστης) εντοπίζεται ίσως η αξία της λογοτεχνίας;
Αναμφίβολα. Η λογοτεχνία είναι μια δυαδική
σχέση, ανάμεσα στον αναγνώστη και τον ήρωα, μια σχέση που γίνεται τριγωνική,
γιατί προϋποθέτει και τον συγγραφέα. Πώς μπορεί να υπάρξει λογοτεχνία αν δεν
είναι ισχυρή αυτή η σχέση; Ιδιαίτερα στην πεζογραφία αυτή η σχέση είναι
ιδιαίτερη ευκρινής. Ο αναγνώστης μέσα από την αναγνωστική του εμπειρία και τους
ήρωες βρίσκει τον δρόμο για τον συγγραφέα. Καλό είναι όμως αυτή η πορεία να
είναι αρκετά οφιοειδής. Σε διαφορετική περίπτωση ατονεί το παιχνίδι της
ανάγνωσης.
- Έρχομαι σ’ αυτό που γράφετε: Μάλλον ο Κρυστάλλης ξαναζωντανεύει.
Επανέρχεται στη ζωή σαν την Ωραία Κοιμωμένη, όταν νιώθει να την αγαπούν.
Θάνατος είναι η αδυναμία επικοινωνίας και συνεννόησης με τους άλλους. Έχει
τη δύναμη η λογοτεχνία με τη μυθοπλασία της να προσφέρει αυτή τη νέα ζωή στον
ξεχασμένο ποιητή; Το βιβλίο σας είναι οπωσδήποτε μια πρόταση σ’ αυτή την
κατεύθυνση.
Φιλοδοξία μου είναι να συνομιλήσω με τους αναγνώστες και τις
αναγνώστριες. Αυτός είναι ο ρόλος της λογοτεχνίας. Να καλέσει το αναγνωστικό
κοινό σε διάλογο. Δεν έχω πρόθεση να επιβάλω πρότυπα ούτε να δικαιώσω κανέναν.
Με απασχολούν κάποια ζητήματα και θεωρώ πως ο Κρυστάλλης είναι μια ιδιαίτερη
λογοτεχνική περσόνα, συμφωνείς δεν συμφωνείς με το έργο του. Έπειτα η
πεζογραφία είναι ένα ταξίδι στο άγνωστο. Σαν τον παλιό ήρωα του παραμυθιού που
αναζητά την αγαπημένη του.
22 Οκτωβρίου 2019
Ο Ευάγγελος Αυδίκος γεννήθηκε στην Πρέβεζα, με
καταγωγή από το Συρράκο. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου
Ιωαννίνων και εργάστηκε για πολλά χρόνια στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση ως
φιλόλογος. Είναι ομότιμος καθηγητής Λαογραφίας στο Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας
και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.
Άρθρα του έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά,
συλλογικούς τόμους και πρακτικά συνεδρίων. Στο συγγραφικό του έργο
συγκαταλέγονται και τα λογοτεχνικά έργα: Το βλέμμα στον τοίχο με τη μαντανία,
διηγήματα, (Ελληνικά Γράμματα 2001), Ο δικός μου θεός, μυθιστόρημα (Ταξιδευτής
2004), Η κίτρινη ομπρέλα, μυθιστόρημα (Μεταίχμιο 2007, ήταν στη μικρή λίστα του
περιοδικού Διαβάζω για το βραβείο μυθιστορήματος του 2008), Η σκιά της Μίκας,
μυθιστόρημα (Ταξιδευτής 2013), Οι τελευταίες πεντάρες (Ταξιδευτής 2016), Οδός Οφθαλμιατρείου (Εστία, 2019).
Πέραν του λογοτεχνικού έργου, έχει γράψει είκοσι
επιστημονικά βιβλία, ενώ συνεργάζεται εβδομαδιαία με την Εφημερίδα των
Συντακτών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου