Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2019

Όταν ο ψίθυρος Δημήτριος Δημητριάδης εκδόσεις Μελάνι η πρώτη δημοσίευση στο frear.gr


Όταν ο ψίθυρος

Δημήτριος Δημητριάδης

εκδόσεις Μελάνι
η πρώτη δημοσίευση στο frear.gr
http://frear.gr/?p=25802&fbclid=IwAR0wGLm3lyoKrYrFFeUS2x6mDqtbqUODKSNXQpk1-0HCFzzvwxtzCn-Em2w





Ένα ποιητικό ταξίδι  του ενός στον δρόμο του έρωτα, του πολέμου,  της αυτοκαταστροφής· ίσως γιατί θα πρέπει να φτάσεις στα άκρα, να νιώσεις την καταβύθιση σε υγρό περιβάλλον που δεν μοιάζει να έχει τέλος, προκειμένου να αρχίσεις αναδυόμενος να αντικρίζεις τον εαυτό σου χωρίς παραμορφωτικούς καθρέφτες. Δρόμος προς την αυτογνωσία και τη λύτρωση καταλήγει να είναι αναπόφευκτα. Το ερώτημα σ’ αυτή τη δεύτερη ποιητική συλλογή του Δημήτρη είναι αν η ποίηση λειτουργεί λυτρωτικά ή έστω πρόσκαιρα ιαματικά στην κατεύθυνση της σκληρής συνειδητοποίησης πως ο καθρέφτης πρέπει να σπάσει σε θρύψαλα για να μαζέψεις τα δικά σου κομμάτια και να ανασυνθέσεις το αληθινό σου πρόσωπο.

Όταν ο ποιητικός λόγος αρθρώνεται με  ψίθυρο, με ποιητική «σιωπή», η ανίχνευση της ουσίας γίνεται εφικτή. Όλος ο κύκλος, από την έξαρση ως το σβήσιμο. Το εξώφυλλο με τη ζωγραφιά της Λήδας Ντόντου συνομιλεί με το περιεχόμενο και υπογραμμίζει την επιλογή του ψιθύρου. Το δέντρο που φυλλοροεί τις λέξεις κι αυτές ξεχύνονται ανεξέλεγκτα πλέον για να συναντήσουν όποιον θέλει να ακούσει τον χαμηλόφωνο ήχο τους. Δεν χρειάζεται η κραυγή· η ποίηση κατορθώνει να μιλήσει πιο καλά, πιο σωστά, όταν η φωνή της πηγάζει από τον εσωτερικό κόσμο, με έναν τρόπο που μεταλλάσσει τον χείμαρρο της ψυχής σε ποτάμι που κυλά, ώσπου να συναντήσει τον αποδέκτη με το ευήκοον ους, έτοιμο να πει: «βρήκα έναν δρόμο προσέγγισης, βρήκα την ποίηση!». Η ιαματική αυτή μετάλλαξη αλλά και η επικοινωνία με τον άλλον καθιστά τον ποιητικό λόγο λυτρωτικό. Γράφουμε πρώτα για τον εαυτό μας, αναμφίβολα. Ωστόσο, δεν κρατάμε για τον εαυτό μας τη γραφή μας.

Στην πρώτη συλλογή του ο Δημήτρης ήρθε αντιμέτωπος με τον χρόνο, μέσα από μια περισσότερο εγκεφαλική προσέγγιση, διανοητική – αναγκαίο ίσως για να αναμετρηθεί μαζί του. Eδώ, ο χρόνος πάλι είναι παρών, σε μια πιο βιωματική όμως εκδοχή – σημάδι ωρίμασης του ποιητή, που αρθρώνει πλέον έναν πιο περιεκτικό σε πολλαπλές ερμηνείες λόγο. Σαν να επιστρέφει στον χρόνο μέσα απ’ αυτόν αλλά και μέσα σ’ αυτόν· επιστροφή στην  αρχική κοιτίδα, στη μήτρα – αναγκαία προϋπόθεση για να επανεκκινήσει ο ποιητικός λόγος που νόμιζε πως χάθηκε μέσα στη ματαιότητα των σχέσεων, στον έρωτα που αποδεικνύεται όλο και περισσότερο όχι μόνο μια δύσκολη συνύπαρξη αλλά ίσως και με μια εγγενή αδυναμία να εκφράσει τον ποιητή που αναζητά την τελειότητα. Το ποιητικό υποκείμενο, άμαχο και ανυπεράσπιστο, βιώνει το ασυμβίβαστο της αγαστής συνύπαρξης των διαφορετικών (μάταιη η αναζήτηση του όμοιου άλλωστε) και ιχνηλατεί στη ζωή του τα σημάδια: το τότε και το τώρα, την πλησμονή και την απώλεια.

Τους ανθρώπους που είναι μόνοι, τους ακούς να ψιθυρίζουν, μόνον οι ερωτευμένοι μιλούν δυνατά, ν’ ακουστούν πέρα από τους τοίχους και τ’ ακατοίκητα πλοία, τους δρόμους με τα οδοφράγματα και τα δάση που στέγνωσαν, τους εφτά ουρανούς και την ακινησία του κόσμου, να γίνει η φωνή τους ένα με το σύμπαν των ακατανόητων, έτσι αδύναμη να φτάσει στο λοβό του αυτιού και να σβήσει.      

Είναι το σημείο ακριβώς που το μοναχικό ον έχει την ανάγκη της κοινωνικότητας, να ανοίξει προς τα έξω το έσω πένθος, να επιχειρήσει το μοίρασμα της ποιητικής ουσίας. Ακόμη περισσότερο, επιχειρεί το μέγιστο: να εννοήσει τον εαυτό του σε άρρηκτη σύνδεση με το όλον του κόσμου· δεν μπορεί, σκέφτεται, όλα συνδέονται, όλα τα όντα αλλά και τα μη όντα, τα μη ορατά. Και ο ποιητής στο μέσον όλων αυτών, να πρέπει να μιλήσει για όλα,  ώστε κάποτε να βρει τη γνώση του εαυτού του, τη γνώση του κόσμου και τελικά τη θέση του σ’ αυτόν. Ανακαλύπτει, ξεπερνώντας το παντοδύναμο «Εγώ», τον άλλο άνθρωπο δίπλα του, αφουγκράζεται τον δικό του πόνο, τον δικό του ψίθυρο, τον καταγράφει μέσα σε σκηνικό ζοφερό γεμάτο από πόλεμο και καταστροφή, ενσωματώνοντάς τον στη δική του συνείδηση· τώρα μπορεί να μιλήσει. Η ποίηση έτοιμη να επιτελέσει το έργο της:

Ένα βράδυ είδε τον άνθρωπο να κλαίει
σκέφτηκε γρήγορα να βρει ένα δοχείο
να το γεμίσει
του είχε τελειώσει το μελάνι.

Η ποίηση αποκαλύπτει την πρώτη ύλη της· είναι το αίμα, είναι τα δάκρυα, ο αλλότριος πόνος που μετουσιώνεται σε ποιητικό λόγο, κι έτσι φτάνει να μοιραστεί στους άλλους. Ο ποιητής σε οριακό σημείο πλέον εννοεί διαφορετικά τη θέση του στον κόσμο, τον ρόλο του πέρα από την ομφαλοσκόπηση. Ποια γραφή επιλέγεται τότε; Βοηθάει άραγε η ρεαλιστική προσέγγιση των πραγμάτων ή μήπως απαιτείται εδώ η αρωγή μιας άλλης γλώσσας, πιο αυθόρμητης (ίσως και αυτόματης καμιά φορά) που έχει δοκιμασθεί από τους μείζονες ποιητές για να ειπωθούν, με πιο κρυπτικό λόγο είναι αλήθεια, τα εσώτερα νοήματα που κυοφορούνται στον μέσα και τον έξω κόσμο; Η υπέρβαση του λογικού πλαισίου, που αποτελεί φραγμό για το παραπέρα της ποίησης, η αλήθεια ειπωμένη με το απρόσμενο συναπάντημα των λέξεων, το πέρα και πάνω από τη ρεαλιστική γραφή. Ο Δημήτρης επιλέγει κάτι από αυτή την πολύτιμη γραφή, χωρίς ωστόσο να αποστασιοποιηθεί από μια πραγματικότητα που είναι γύρω του, συχνά πιεστική και που απειλεί να τον συντρίψει.

Βρήκαν τον ψίθυρο να κρέμεται ανάποδα στο δέντρο. Μόλις έκοψαν το σχοινί, όλα τα κλαδιά άνθισαν. Κι η ποίηση έγινε φως, και το νερό έγινε μέλι, κι η τρέλα σίγησε. Κι ακούστηκαν ακόμη και τα βήματα της πασχαλιάς στο νωπό γρασίδι.



Η ποίηση του Δημήτρη έχει διλήμματα, έχει δύσκολες αποφάσεις που πρέπει να τις αντιμετωπίσει. Γύρω μας ο βυθός και η άκρη του κόσμου/μην υπόσχεσαι χωρίς επίγνωση του κακού, γράφει και έτσι αντικρίζει κατά πρόσωπο την ενδεχόμενη απώλεια ακόμη και μέσα στην απόλυτη ψευδαίσθηση της πληρότητας των σχέσεων. Καραδοκεί, λοιπόν, το Κακό να συντρίψει κάθε βεβαιότητα και να καταργήσει σαν μάταιες όλες τις υποσχέσεις; Ωστόσο, η ποίηση ίσως αποβεί κι εδώ ιαματική: να γίνει κραυγή ο ψίθυρος, να ηχήσει πιο ψηλά από το κακό, ν’ ακούσουμε κάποτε τις τελευταίες τους λέξεις.

Η ανάσταση απαιτεί πρώτα ένα θάνατο. Και ο ποιητής μέσα από την ποιητική του σύνθεση αναμετρήθηκε με εσωτερικές κραυγές που έπρεπε να μπουν στον λόγο σαν ψίθυροι, αλλιώς θα χανόταν η φωνή τους μέσα σε ηχηρές φλυαρίες. Και το κατόρθωσε, όσο πόνο κι αν χρειάστηκε αυτή η γέννα του λόγου.  Τώρα ο κόσμος του έχει όρια, κι αυτός έχει πλέον συνείδηση των ορίων αυτών. Ο ποιητής αναδύθηκε από τα σκοτεινά βάθη και προχωρά.



Διώνη Δημητριάδου


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου