Το τέλος του κόσμου σε αγγλικό κήπο
μυθιστόρημα
της Σώτης Τριανταφύλλου
από τις εκδόσεις
Πατάκης
η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress https://www.bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/triantafullou-soti-patakis-to-telos-tou-kosmou-se-aggliko-kipo-dimitriadou
μια λογοτεχνική θέα στην ιστορία
Το βιβλίο διαβάζεται
καλειδοσκοπικά, με διαδοχικές διαφορετικές αναγνώσεις. Αρχικά είναι η ιστορία
που γράφει η Σώτη Τριανταφύλλου εστιάζοντας στον Εμφύλιο Πόλεμο που συντάραξε
την Αγγλία στο δεύτερο μισό του 17ου αιώνα. Στην ιστορία αυτή (την
αληθινή) εντάσσει τους επινοημένους ήρωές της, τον Λούσιους Πρέσκοτ, ράφτη και
στρατιώτη, τον Βενέδικτο Σίλκοξ, συγγραφέα και βιογράφο του Πρέσκοτ, τη
Σουζάννα, ποθητή και στους δύο, ανεξάρτητη και δυναμική θηλυκή παρουσία. Θα
μπορούσε να σταματήσει η ανάγνωση εδώ, εκτιμώντας τις πολλές δυνατότητες που
προσφέρει η εποχή που εξετάζεται και χρησιμοποιείται ως φόντο της μυθοπλασίας
στον συσχετισμό της με τις ενδιαφέρουσες προσωπικότητες των ηρώων. Ωστόσο
ανοίγονται μπροστά μας και επιπλέον δυνατότητες. Η επιλογή του θέματος (εποχή
και γεγονότα) επιτρέπει μια αναγωγή (επικίνδυνη ενδεχομένως) στη διαχρονικότητα
των συμπεριφορών, στο εύπλαστο των χαρακτήρων, στην εφήμερη διάρκεια των
ισχυρών εξουσιών, στην αμφιθυμία των διαθέσεων του «κυρίαρχου» λαού. Όχι, όμως,
και στην εξέταση της ιστορίας ως
επανάληψης τραγικής. Να αποσαφηνιστεί αυτό το τελευταίο, το ιδιαίτερα προσφιλές
στις επιφανειακές προσεγγίσεις της ιστορίας. Κανένας σοβαρός ιστορικός και
ερευνητής της ιστορίας δεν μπορεί ποτέ να δεχθεί την αφελή διαπίστωση που
συνοψίζεται στη φράση: «η ιστορία επαναλαμβάνεται». Η ιστορία ουδέποτε
επαναλαμβάνεται, καθόσον τα γεγονότα διαφοροποιούνται· είναι αρκετή συχνά ακόμη
και μια απειροελάχιστη διαφοροποίηση ενός και μόνον χαρακτηριστικού για να
ανατραπεί η προβλεπόμενη ομοειδής εξέλιξη των γεγονότων. Αυτό, επομένως, που
μπορούμε να δεχθούμε είναι μόνο μια ενδιαφέρουσα αναλογία στις συμπεριφορές των
υποκειμένων της ιστορίας, με δεδομένη την ανθρώπινη φύση και τις στερεότυπες εν
πολλοίς αντιδράσεις της. Εδώ ακριβώς χρησιμοποιεί το λογοτεχνικό τοπίο τα δικά
του μέσα και προτείνει τη δική του θέα στα γεγονότα, με την εμφανή σκοπιμότητα
(φυσικά και φιλοδοξία) να συσχετίσει εύστοχα εποχές και συμπεριφορές, σε μια
προσπάθεια να μιλήσει για τη σημερινή κατάσταση χωρίς να εμπλακεί στην
αμφίβολης αποτελεσματικότητας ευθεία αναφορά στα σύγχρονα γεγονότα – αμφίβολη
γιατί ζώντας ακόμη μέσα σ’ αυτά κανείς δεν μπορεί να συνοψίσει καταστάσεις και
να δώσει το πλήρες τοπίο που απαιτεί η δομή ενός μυθιστορήματος. Η Σώτη
Τριανταφύλλου -που είναι και ιστορικός εκτός
από συγγραφέας- προφανώς αυτό το γνωρίζει και γι’ αυτό χειρίζεται ευφυώς το
υλικό της (συχνά στα μυθιστορήματά της ανατρέχει σε πολύ παλαιότερους χρόνους),
επιτρέποντας στον αναγνώστη της να κάνει τους δικούς του συσχετισμούς, όσο το
επιτρέπουν κάθε φορά οι προσωπικές του
προσλαμβάνουσες αλλά και όσο το ανέχεται ο ανεπανάληπτος χαρακτήρας των
γεγονότων στη μοναδικότητά τους μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι. Οι όποιες,
επομένως, συνδέσεις των καταστάσεων που ιστορούνται στο συγκεκριμένο βιβλίο με
τη σημερινή εποχή μόνον ως μεταφορικές αναλογίες (και σε καμία περίπτωση ως
συγκρίσιμα μεγέθη) μπορούν να εκληφθούν.
Σοφότερο, λοιπόν, να επιστρέψουμε
στα της μυθοπλασίας και στην ένταξή της στην ιστορία του 17ου αιώνα.
Η γραφή άλλωστε της Τριανταφύλλου, πλούσια και περιεκτική σε ουσιώδεις
παρατηρήσεις, προσφέρεται για μια αυθεντική μεταφορά στο κλίμα της εποχής. Η
Αγγλία σπαράσσεται από μια εμφύλια σύρραξη πολύχρονη και κομβικής σημασίας για
τις εξελίξεις που αφορούν το καθεστώς, τις ελευθερίες των πολιτών, τις βίαιες
συγκρούσεις ανάμεσα σε βασιλόφρονες και κοινοβουλευτικούς, σε καθολικούς και
προτεστάντες, σε Άγγλους, Ιρλανδούς, Σκωτσέζους κ.λπ. Εποχή βίας, αθλιότητας,
φτώχειας, μισαλλοδοξίας, φανατισμού και θρησκοληψίας. Υπάρχει εδώ χώρος για μια
λαϊκή επανάσταση; Όχι φυσικά. Ο λαός εμπλέκεται στις αντιπαλότητες των ισχυρών
-κάποιοι ορκίζονται ότι πολεμούν στο όνομα μιας λαϊκής εξουσίας που φυσικά δεν
έχουν-, χρησιμοποιούμενος από όσους εκμεταλλεύονται τα πάθη που ταλανίζουν τους
ανθρώπους της ευτελούς ζωής και του αβέβαιου μέλλοντος, αποτελεί εν τέλει το ιδανικό
θύμα στα χέρια των αδίστακτων θυτών του. Ο Κάρολος και ο Κρόμγουελ
εναλλάσσονται στην εξουσία, ο λαός πάντα στην ίδια θέση φανατίζεται γύρω από
μια υπόθεση που αποδεικνύεται πως δεν τον αφορά. Σ’ αυτήν την ιστορία εισχωρεί
και η ταπεινή ζωή των ηρώων.
Δεν είμαι σίγουρος τι μάθαινε ο Λούσιους από τα γεγονότα του πολέμου·
δεν γράφαμε γι’ αυτά στην αλληλογραφία μας. Επειδή όμως γνώριζα τον χαρακτήρα
του, πιστεύω, όπως είπα, ότι πέρασε όλα εκείνα τα χρόνια έκπληκτος· προσδοκούσε
το καλύτερο, ήταν έτοιμος για το χειρότερο και παρέμενε σε διαρκή κατάσταση
απαντοχής. Ήταν ένας άνθρωπος σαν όλους τους άλλους -αν και με καλύτερη καρδιά
από τους περισσότερους- που έμπλεξε ε μεγάλα γεγονότα κι έγινε έρμαιο και θύμα
τους.
Πίσω από την αφηγούμενη ιστορία
αναδύεται εύστοχα ένα διαχρονικό θέμα που αφορά την αυτοδυναμία των προσώπων
(που υποτίθεται ότι είναι ο μοχλός των εξελίξεων) σε αντιπαράθεση με τη
δυναμική της εποχής, που μοιάζει να κινεί τα δικά της νήματα και να εγκλωβίζει
την ατομική βούληση. Πόσο ελεύθερο είναι το άτομο/η μονάδα να χαράξει τα όρια
της δράσης και να πάρει αποφάσεις για τη ζωή που του αναλογεί; Σε μια κοινωνία
ανισοτήτων και διακρίσεων ποιες φωνές θα ακουστούν πιο δυνατά;
Ο Λούσιους σκέφτηκε πως υπήρχαν δύο τρόποι για να πεθάνει: είτε μέσα
στην απόλυτη αδιαφορία των ομοίων του σε καιρό ειρήνης, είτε μέσα στο
ανθρωποκτόνο πάθος των εχθρών του σε καιρό πολέμου.
Ακόμα και ανάμεσα στους τρεις
ήρωες υψώνεται τείχος που διαφοροποιεί τη μοίρα τους και δεν επιτρέπει τον
συγχρονισμό τους. Ο Σίλκοξ απολαμβάνει λόγω της καταγωγής και της θέσης της
οικογένειάς του το προνόμιο της μόρφωσης, ο Πρέσκοτ το απώτερο που μπορεί να
καταφέρει είναι να γίνει ένας καλός ράφτης (κι αυτό από ένα ευνοϊκό γύρισμα της
τύχης) ή ένας πιστός στρατιώτης ή να ακολουθήσει τη μία από τις δύο κυρίαρχες
ιδεολογίες, κάτι που καθόλου δεν του ταιριάζει, ενώ η Σουζάννα εναλλάσσει τη
μορφή της ζωής της από χαμίνι αλήτικο σε πόρνη ευκαιριακή, θεωρούμενη
ταυτόχρονα μάγισσα από τον θρησκόληπτο, προληπτικό, δεισιδαίμονα και ιδεολογικά συσκοτισμένο περίγυρο.
Την ταξική ανισότητα έρχεται συχνά η φύση να
ανατρέψει εξομοιώνοντας τις τύχες όλων απέναντι σε μια επιδημία πανούκλας (1636)
ή σε μια πυρκαγιά (1666), που αδιακρίτως πλήττουν και αφανίζουν. Αν η ζωή έχει
τόσο μικρή διάρκεια, τότε το τέλος του κόσμου θα μπορούσε να είναι ανάλογο της
θεώρησης που έχουν γι’ αυτό το σύντομο και ευτελές της ζωής τους οι άνθρωποι.
Και να συμβεί στα όρια ενός αγγλικού κήπου.
Οι τρεις ήρωες ήταν από παιδιά
μαζί, τριγυρνώντας στο βρώμικο Λονδίνο των υγρών δρόμων, των ξύλινων φτωχικών
κατασκευών, που εύκολα γίνονταν παρανάλωμα πυρός αλυσιδωτά η μία μετά την άλλη.
Μια ζωή χωρίς ορατό μέλλον. Όταν, όμως, κάποιος διάγει ακόμη τη νεαρή του
ηλικία όλα έχουν άλλη όψη· αλητεύεις, γίνεσαι μικροαπατεώνας, χλευάζεις ή
ρισκάρεις την ταπεινή σου τύχη, τελικά ερωτεύεσαι και όλα αλλάζουν. Ή έστω
φαίνεται να αλλάζουν. Η ζωή όμως είναι άγρια, κυρίως με τους πιο ταπεινούς. Και
ανελέητη. Ο Βενέδικτος Σίλκοξ δικαιολογημένα θα θεωρήσει ότι η ζωή των φίλων
του, κυρίως του Λούσιους είναι άξια καταγραφής. Θα το προτείνει στον εκδότη
του, θα ξεπεράσει τις μεταξύ τους αντιθέσεις και θα αφοσιωθεί στη συγγραφή,
δίνοντας έτσι την ευκαιρία στην άλλη συγγραφέα, την αρχική, δηλαδή τη Σώτη
Τριανταφύλλου, να ενσωματώσει στα δικά τους σχόλια τις δικές της αντιλήψεις
(εδώ η Σώτη σε μεγάλα κέφια προσθέτει τις σημειώσεις του εκδότη – κυρίως τα
απαξιωτικά του σχόλια για τον συγγραφέα και τις γνώσεις του ή τις εμμονές του,
αφήνοντας να διαφανούν και τα προσωπικά ωφελιμιστικά του σχέδια) σχετικά με τις
εκδόσεις, τους συγγραφείς, τους κριτικούς και όλα τα υπόλοιπα ευτράπελα του οικείου
και προσφιλούς χώρου. Να, λοιπόν, ακόμη μια ανάγνωση του βιβλίου, οπωσδήποτε
δευτερεύουσα σε σημασία από τις υπόλοιπες, απολαυστική όμως πολύ.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΤΟΥ ΕΚΔΟΤΗ: Εδώ αφαίρεσα μια παράγραφο όπου ο Βενέδικτος
Σίλκοξ καταφερόταν δριμύτερα εναντίον του κυρίου Πιπς, μολονότι τον
ευγνωμονούσε για τη ενθάρρυνση. Τι είπε
ο άνθρωπος; Είπε ότι ο Λούσιους του θύμισε τον «Χρυσό όνο». Δεν τον είπε
γάιδαρο. Δεν θέλω να τα χαλάσω με τον κύριο Πίπς· προσπαθώ να τον πείσω να
βγάλει βιβλίο σ’ εμένα.
Τη Σώτη Τριανταφύλλου την αγαπάμε
εδώ και πολλά χρόνια για τη θεματολογία της, για την αφηγηματική της ικανότητα,
για το χιούμορ που ξεπηδά πίσω από την τραγικότητα των σκηνών της, για τη
διακωμώδηση της πραγματικότητας που αρέσκεται να κάνει παραπέμποντας συχνά στο
σήμερα. Αγαπάμε την προκλητικότητα με την οποία αντιμετωπίζει τις πολιτικές
επιλογές των ανθρώπων, την ευθύτητα που χαρακτηρίζει τον λόγο της, γραπτό και
προφορικό. Σ’ αυτή την τελευταία της ιστορία έχει όλα τα παραπάνω γνωρίσματα. Και
αναδεικνύεται σε συγγραφέα-μαέστρο, που συντονίζει τον επινοημένο συγγραφέα
Βενέδικτο Σίλκοξ (με τις παρεμβάσεις του εκδότη του), ο οποίος με τη σειρά του
φαίνεται να ενορχηστρώνει τα αληθινά και τα επινοημένα πρόσωπα της ιστορίας που
καταγράφει, αφήνοντας εύλογη αμφιβολία για την πρόθεσή του, αν τελικά βιογραφεί
τον Λούσιους Πρέσκοτ ή (ευκαιρίας δοθείσης) αυτοβιογραφείται. Και όλο αυτό μαζί
με τους δεκάδες δευτεραγωνιστές, τον λαό που άγεται και φέρεται από τους
επιτήδειους πολιτικούς και αποτελεί το ζωντανό πλαίσιο μέσα στο οποίο (ως
δείγματα χαρακτηριστικά) ζουν οι τρεις ήρωες. Στο βαθύτερο φόντο η πραγματική
ιστορία να περιγελά την αυταπάτη των ανθρώπων ότι κατορθώνουν, έστω και για
λίγο, να ορίσουν τη ζωή τους. Το moto, με το οποίο ξεκινά η ιστορία της Σώτης Τριανταφύλλου, με
τον καλύτερο τρόπο συνοψίζει τον πόθο του ανθρώπου να νικήσει τη θνητότητα και
τη φθαρτότητα της ζωής του: non omnis moriar,
δηλαδή κατά το ρηθέν του ποιητή Οράτιου, δεν
θα πεθάνω ολόκληρος. Τι, αλήθεια, θα μείνει ζωντανό από το θνητό σώμα; Η
Λογοτεχνία βυθίζεται στην Ιστορία, εξετάζει, ανατέμνει και καταγράφει
διασώζοντας έτσι, τουλάχιστον, μια δική της εκδοχή των συντελεσμένων πραγμάτων.
Διώνη Δημητριάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου