(ΛΕ)ΟΝΤΩΝ ΤΡΑΓΩΔΙΕΣ
του Κώστα Μοναστήρα
“…αλλά κι εγώ σ’ εκδικιέμαι αγρίμι-
κλείνω
την ετοιμόρροπη πόρτα
και τρώω τις
σάρκες σου δίχως τύψη
σαν γάτος που
ξεσκίζει τα μικρά του στο πλυσταριό.”
Το νιο
λιοντάρι
το δυνατό
- σε μια
κρεάτινη βέργα
στημένο το
κορμί του-
και δύστηνο
αφού αφάνισε
-μπήγοντας τα
δόντια-
όλους του πατέρα
του(;)
τους σκύμνους
-κι αυτόν
αντάμα ˙
δύσμοιρο δεν
τον γνώρισες,
τον γέρο τον πεσμένο-
τώρα γυρνάει
πίσω
από κάθε
θηλυκιά
του χαρεμιού.
Μα δεν
κοιμάται
-όπως
κοιμόταν-
ο χαλίφης
-δεν έχουνε
ευνούχους τα λιοντάρια-
(δύσκολα
γλείφεις όλες τις πληγές σου,
σε κόβουν
εύκολα,
τα όνειρα κι
οι πιθυμιές).
Ακοίμητος
ουρεί
σιμά τους
-αν κάτι άλλο
με τη βέργα του
δεν κάμνει.
Τις κοιμίζει
όλες (με έρωτα;)
το αεικίνητο
στητό λιοντάρι.
Έζησε τις
χίλιες του νύχτες
περιμένοντας
τη μία μέρα
που και σ’
αυτόν σιμά
ένας γιος
του(;) ήρθε
-του ξέφυγε
εκειός
μέσα στου
μακελειού την άψη.
Ο τυχερός,
-πού σώθηκε;-,
ο δυνατός
μα δύστηνος
τον ακουμπά
-όπως ποτέ
του
δεν τον
ακούμπησε εκείνος.
“Θα κάμω πως δεν το ένοιωσα,
πως δεν το
κατάλαβα
-τ’ ακούμπηγμά
σου,
αγαπημένε(;)
-
το κάλεσμα
στη μάχη,
που θα μας
σύρει κοντά
σε μια στιγμή
(Όμως να
ξέρεις
μόνο στο
τέλος
αγαπάς
και υπό
μένεις.)
Έτσι θα κάμω
εγώ τον κοιμισμένο
-αφού καιρό
έκανα
μόνο τον ξύπνιο-
(κάλλιο να
φεύγεις
από δόντι
δικό
παρά από ξένο
Έχουν μια
ευγένεια τα παιδιά
όταν σε
κοιμίζουν μόνο
ένα βράδυ,
με τα δόντια
που βγαίνουν
απ’ τα λόγια τους,
κάποτε)”
(Και θα ‘ναι ήσυχος
ο πατέρας,
γιατί έζησε
ανήσυχα
και πρέπει
του
να ησυχάσει.)
Το βράδυ,
ίσως, ο νιος
να συνευρεθεί
και με τη
μάνα του,
που δεν τον
γνώρισε καλά,
μα ήταν
εκείνη
η περίοδος
που τυφλωμένη ήταν κι αφημένη
Εννιακόσιες
ενενήντα εννέα νύχτες
τον
περιμένουν τον καρπό της,
μέχρι τη δική
του μέρα,
τον νιο τον
λιόντα,
τον δυνατό,
μα δύστηνο.
Και τώρα
κείται ο γέρος
αποσταμένος
κι έντιμος
-μ’ όσα
τού πρόσταξε η φρικτή του η φύση (;)-
Κι ‘ναι του
ώρα ο γερός
ξαποσταμένος
κι έτοιμος
την επανάληψη
της ιστορίας
(για) να
ζήσει.
Και τώρα δύση
Πανσέληνος
απόψε
πάνω απ’ την αρχαία
τη σαβάνα
Σάβανα, από
λύπην, δε
θα ντύσει
-τι ωραία που
μετατοπίζει τον τόνο,
τον πόνο
του δοντιού
ο γιος του.
Είναι τόσο
απολίτιστα
ετούτα τα
λιοντάρια,
δεν παίζουν
θέατρο
σκιών.
Μα εκεί στο
τέλος,
στο
μεσουράνημα του ήλιου,
σμίγουν με
τις σκιές (του φόβου;) τους,
μ’ ό,τι τους
πνίγει,
κι ό,τι
αγάπησαν
οι λιόντες
και οι όντες.
Κώστας
Μοναστήρας
(φωτογραφίες:
από την παράσταση Still life του Δημήτρη Παπαϊωάννου)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου