6
«Ιδού ο
Άνθρωπος», μου απηύθυνε κοιτώντας με ο άνδρας με τον κόκκινο χιτώνα και τις
χρυσές περικνημίδες. Ήταν ο Πόντιος Πιλάτος.
«Καλησπέρα σας
κύριε Πιλάτε και carpe diem», του είπα για να τον καλοπιάσω.
«Λοιπόν, τι
έχεις να πεις; Μίλα!».
«Έχει γίνει μια
μεγάλη παρεξήγηση, κύριε Πόντιε. Μου επιτρέπετε να σας μιλάω με το μικρό; Τα
πράγματα δεν είναι έτσι όπως φαίνονται. Εγώ μια φωτογραφία πήγα να βγάλω και...
».
Ένας στρατιώτης
εκείνη την στιγμή πετάχτηκε και μου άρπαξε το κινητό από το χέρι, ενώ με
λόγχισε ελαφρά στα πλευρά.
«Τι είναι αυτό;
Για φέρ’ το εδώ», ρώτησε ο Πιλάτος και το περιεργάστηκε στα χέρια του.
«Ένα απλό
κινητάκι είναι. Ούτε κάμερα της προκοπής δεν έχει. Έχει γίνει λάθος σας λέω.
Πρέπει να με αφήσετε να φύγω. Δεν είμαι αυτός που ισχυρίζονται, ούτε είμαι
κίνδυνος για την Ρώμη».
«Ποιος είσαι;»
«Ιάσονας,
κύριε».
«Ιησούς, ε;
Επιμένεις ακόμα και τώρα;»
«Όχι, σας λέω.
Όχι Ιησούς. Ιάσονας».
«Μην προσπαθείς
να με εμπαίξεις με τις λέξεις. Δεν ξέρω τα εβραϊκά πώς προφέρονται και
ούτε με ενδιαφέρει να τα μάθω. Απάντα! Τι είσαι;»
«Δεν με ρωτάτε
σαν άλλος Κορκολής, έτσι;»
«Τολμάς να
αμφισβητείς την εξουσία μου και να με παρομοιάζεις με κάποιον άλλον; Θα απαντάς
σε ό, τι σε ρωτάω. Στρατιώτες ρίξ’ τε του κανά δυο σφαλιάρες του αντιρρησία! Δεν
θα υπερασπιστείς τον εαυτό σου; Θέλεις να πεθάνεις; Δεν ξέρεις ότι μπορώ να σε
αφήσω ή να σε σταυρώσω;»
«Με συγχωρείτε
πάρα πολύ. Ακούστε με σας παρακαλώ! Δεν θα βρισκόμουν εγώ κανονικά εδώ, και δεν
θέλω να πεθάνω σε καμία περίπτωση. Δεν είμαι ο Βασιλιάς των Ιουδαίων».
«Συ είπας», μου
απάντησε ειρωνικά, σαν να μην με πίστευε.
«Αλήθεια σας
λέω! Ιάσονα με λένε και είμαι από το Μπραχάμι».
«Κουαρντίλιε!»,
φώναξε ο Πιλάτος σε έναν από τους στρατιώτες του. Εκείνος τον πλησίασε.
«Κουαρντίλιε,
αυτός είναι εντελώς ηλίθιος. Τελείως ακίνδυνος. Τι μου τον φέρατε να τον κάνω;
Δεν μπορώ να ασχολούμαι με όλους τους τρελούς εβραίους και τους Θεούς τους».
«Επίτροπέ μου»,
του απάντησε ο στρατιώτης, «λένε ότι ετοιμάζει επανάσταση κατά της Ρώμης».
«Ποιος, αυτός;
Τον βλέπεις εσύ ικανό για κάτι τέτοιο; Σου ξαναλέω ότι είναι εντελώς ηλίθιος ο
άνθρωπος».
«Ηλίθιος είσαι
εσύ ρε! Που θα με πεις ηλίθιο! Πόντιε!», είπα από μέσα μου, αλλά δεν ξεστόμισα.
«Δεν υπάρχει
ένα αρχαίο έθιμο το Πάσχα», συνέχισε ο Πιλάτος, «όπου ο κυβερνήτης μπορεί να
αφήσει ελεύθερο κρατούμενο ως πράξη ελέους;»
«Μα δεν είναι
Πάσχα, επίτροπέ μου. Αύγουστο έχουμε», απάντησε ο Κουαρντίλιος.
«Αύγουστο
έχουμε; Ακόμα; Δεν περνάει ο καιρός ο κερατάς στην Ιουδαία με τίποτα. Με
συγχωρείς Ιάσονα, ή Ιησού, ή όπως διάβολο λέτε τον Θεό σας, αλλά δεν μπορώ να
κάνω κάτι. Ο λαός πρέπει να ηρεμήσει. Σταυρώστε τον!».
Οι
στρατιώτες με πήραν με την βία σπρώχνοντάς με, ενώ μάταια φώναζα και διαμαρτυρόμουν
πως δεν είχα καμία σχέση με όλα αυτά.
«Πού είσαι ρε
Διάβολε; Πού είσαι καταραμένε; Γιατί μου το έκανες αυτό;», φώναζα μέχρι που
έφαγα μια βουρδουλιά και λιποθύμησα.
~·~
Όταν ξανάνοιξα
τα μάτια μου, βρισκόμουν περιτριγυρισμένος από πλήθος ανθρώπων που φώναζε το
όνομά μου και μου χαμογελούσε με συμπάθεια.
«Να ο Βασιλιάς
μας, που θα σταυρωθεί για τις αμαρτίες μας! Θα πάρει στους ώμους του τα βάρη
όλων μας. Ζήτω ο Βασιλιάς των Ιουδαίων! Ζήτω ο Βασιλιάς μας! Είμαστε μαζί σου,
Ιασούν! Θα αναστηθείς και τότε δεν θα μπορούν να σε αμφισβητήσουν πια! Υπομονή,
Δάσκαλε! Σταυρώστε τον για να εκπληρωθούν οι γραφές! Σταυρώστε τον Υιό του
Θεού!», ακουγόταν διάχυτο από το πλήθος.
Έτρεμα
σύγκορμος και οι στρατιώτες, χλευάζοντάς με, μου φόρτωσαν και έναν ξύλινο
σταυρό να κουβαλήσω. Το βάρος του με έκανε να παραπατάω χάνοντας την ισορροπία
μου, μα κάθε φορά που ξεστράτιζα ερχόταν στην πλάτη μου και μια βουρδουλιά από
κάποιον Ρωμαίο στρατιώτη.
Κάπου μέσα στο
πλήθος μπόρεσα να ξεκρίνω το πρόσωπο του Διαβόλου να με κοιτάει χαιρέκακα.
Μόλις τον είδα, γούρλωσα τα μάτια και του φώναξα:
«Διάβολε; Πού
είσαι, Διάβολε; Έλα και πάρε το μαρτύριο μου! Το πήρα το μάθημα. Κατάλαβα τι
εννοούσες. Δεν αντέχω άλλο!».
Ένας από τους
πιστούς του πλήθους, που προχωρούσε παράλληλα με μένα, με άκουσε και έσπευσε
στο μέρος μου σκύβοντας.
«Μην
εγκαταλείπεις τώρα, Κύριε. Έχεις σχεδόν εκπληρώσει τον σκοπό σου. Μην
βλασφημάς! Τελειώνει σε λίγο», μου ψιθύρισε, θέλοντας να μου δώσει κουράγιο.
Φθάσαμε στον
Γολγοθά όπου οι στρατιώτες με ξάπλωσαν και άρπαξαν καρφιά και σφυριά στα χέρια.
«Τι πάτε να
κάνετε; Είμαι αθώος! Έχετε κάνει λάθος!».
«Για
κοιτάξτε!», είπε ένας στρατιώτης. «Κοιτάξτε έναν Βασιλιά που παρακαλάει για
έλεος. Ωραίο Βασιλιά έχετε! Να τον χαίρεστε!».
Ένας άλλος
στρατιώτης ρώτησε:
«Τι θα γράψω
στην επιγραφή;»
«Ό, τι είπε ο
ίδιος μπροστά στον επίτροπο. “Ιασούν Μπραχαμαίος Βασιλεύς Ιουδαίων”, “IMBI”».
Μου έδεσαν τα
χέρια με σκοινί γύρω από τον Σταυρό, κάρφωσαν την επιγραφή πάνω από το κεφάλι
μου και με σήκωσαν ψηλά.
«Νόμιζα ότι τα
καρφιά τα φέρατε για να μου καρφώσετε τα χέρια», είπα σε έναν στρατιώτη.
«Α, είσαι
εντελώς ηλίθιος! Καλά έλεγε ο Πιλάτος. Είσαι καλά; Γιατί να το κάνουμε αυτό;
Δεν είμαστε βάρβαροι».
«Δόξα τω Θεώ
και πήρα μια λαχτάρα», αναφώνησα με ανακούφιση.
Εκεί που είχαν
οδηγηθεί τα πράγματα, ήταν ξεκάθαρο πλέον πως κανείς δεν με άκουγε. Είχαν όλοι
θολώσει με αυτό που ήθελαν να πιστέψουν. Πήρα μια βαθιά ανάσα και σφίγγοντας τα
χείλη παραδέχθηκα πως είχε έρθει η ώρα να πω κι εγώ κλισέ ατάκα. Έπρεπε να
παίξω τον ρόλο μου.
Σήκωσα το
βλέμμα ψηλά στον ουρανό και φώναξα ώστε να με ακούσουν όλοι:
«Πάτερ! Άφες
αυτοίς! Ου γαρ οίδασι τι ποιούσι. Τετέλεσται!».
7
Τα βλέφαρά μου τρεμόπαιξαν κάπως,
άνοιξα τα μάτια μου και το φως του αττικού ουρανού με τύφλωσε. Σηκώνοντας το
κεφάλι μου, διαπίστωσα πως δεν ήμουν πλέον στην Ιερουσαλήμ, αλλά πίσω στο
παρόν. Έπιασα τους καρπούς των χεριών μου, που είχαν τραυματιστεί από τα
σκοινιά, όμως δεν είχα κανένα σημάδι. Ο πόνος από τις βουρδουλιές στην πλάτη
είχε εκλείψει. Μόνο οι αναμνήσεις είχαν μείνει έντονες μέσα στο κεφάλι μου.
Ήμουν ξανά, σαν τίποτα από όλα αυτά να μην διαδραματίστηκε ποτέ, στο πεζοδρόμιο
όπου είχα προσγειωθεί λόγω της πτώσης από το μπαλκόνι του Αλκίνοου. Κούνησα το
κεφάλι μου πέρα-δώθε, προσπαθώντας να καταλάβω αν ήταν όνειρο ή πραγματικότητα,
διότι ήταν πάρα πολύ ζωντανό, σαν αληθινή εμπειρία.
«“Τα πάντα έγιναν όπως πρέπει, δόξασοι ο Θεός! Έσυρε φωνή θριαμβευτικιά:
Τετέλεσται! Κι ήταν σαν να έλεγε: Όλα αρχίζουν”. Καλώς ήρθες Αννίδη στον
τόπο σου!».
Γύρισα να κοιτάξω από πού
προερχόταν η φωνή και είδα την γνώριμη πλέον φιγούρα του Διαβόλου,
επιβεβαιώνοντας πως τίποτα από όλα αυτά δεν ήταν όνειρο.
«Τι είναι αυτά που λες; Είσαι
τρελός;», του φώναξα.
«Αμάν, ρε παιδάκι μου. Ούτε
τα βασικά δεν ξέρεις; Καζαντζάκης, ρε Ιάσονα. Διάβασε λιγάκι».
«Ρε είσαι τρελός; Γιατί τα
έκανες όλα αυτά; Κόντεψα να πεθάνω ρε ηλίθιε» και σηκώθηκα πάνω να του επιτεθώ.
«Ηρέμησε! Όλα καλά είναι
πλέον. Εσύ θέλησες τούτο το μάθημα και σου είχα ξεκαθαρίσει πως δεν θα είναι
όμοιο με κανένα άλλο».
«Και τι μάθημα πήρα από όλο
αυτό; Ξέρεις τι πέρασα;»
«Φυσικά και ξέρω. Εκεί ήμουν.
Αν δεν μπορείς να εκτιμήσεις την διδαχή αυτής της εμπειρίας, επίτρεψέ μου να
σου εξηγήσω».
«Δεν χρειάζεται να μου
εξηγήσεις τίποτα. Έχω καταλάβει πολύ καλά. Κατάλαβα πόσο κατά λάθος έγιναν όλα
και πόσο πρόθυμοι είναι οι άνθρωποι, υπό τις σωστές συνθήκες, να ερμηνεύσουν
ορισμένα σημάδια όπως τους βολεύει και να φθάσουν στο σημείο να θεοποιήσουν ή
να θυσιάσουν έναν συνάνθρωπό τους».
«Δεν είναι μόνο αυτό όμως,
δυστυχώς. Το πιο τραγικό είναι πως όσα έζησες, όντως συνέβησαν. Πράγματι, ο
αληθινός Ιησούς ήταν αυτός που είδες. Πράγματι, τίποτα από όλα όσα έχεις
διαβάσει πως έχουν γίνει, δεν έγινε ποτέ.
Κι όμως, παρ’ ότι άλλαξες τον
ρου της ιστορίας με την παρέμβασή σου, και πάλι το δόγμα της θρησκείας
παρέμεινε αναλλοίωτο, όπως το διδάχθηκες και το ξέρεις τόσα χρόνια. Γιατί όσα
έγιναν, ή καλύτερα, δεν έγιναν, καθόλου δεν επηρέασαν τα όσα θα γράφονταν
ύστερα για τον Μεσσία τους. Ό, τι κι αν συνέβαινε πίσω στα χρόνια του Ιησού,
όποιος και αν ήταν αληθινά αυτός, η ιστορία και οι γραφές θα ήταν πάντα οι
ίδιες. Προδιαγεγραμμένες. Διότι σημασία δεν είχε, ούτε έχει, το τι έγινε, αλλά
το τι ήθελαν οι άνθρωποι να γίνει. Εάν επισκεφθείς μια εκκλησία, ή έναν
οποιονδήποτε ιερό χώρο, θα διαπιστώσεις και μόνος σου πως τίποτα δεν έχει
αλλάξει. Τα ιερά κείμενα συνεχίζουν να μιλούν για την σταύρωση και Ανάσταση του
Θεανθρώπου, τα Ευαγγέλια είναι ακριβώς τα ίδια, ασχέτως των πραγματικών
γεγονότων, και ο Χριστός συνεχίζει να απεικονίζεται σαν ένας ξανθός,
γαλανομάτης με φωτοστέφανο. Η μορφή σου δεν υπάρχει πουθενά, μαζί και όσα
έζησες. Αυτό είναι το πραγματικό σου μάθημα. Πως οι συγγραφείς καθορίζουν την
πραγματικότητα».
«Και τι κάνουμε από δω και
πέρα; Εντάξει, το πήρα το μάθημά μου, Διάβολε. Άφησέ με να γυρίσω στην ζωή μου.
Κάνε τα πράγματα όπως ήταν πριν από όλα αυτά, σε παρακαλώ. Δεν αντέχω άλλο. Δεν
θέλω ούτε την απόλυτη γνώση που μου έταξες. Στα κομμάτια να πάει. Αλλιώς την
είχα ονειρευτεί».
«Την είχες ονειρευτεί όπως
σας αρέσει να την ορίζετε μεταξύ σας, εσείς οι άνθρωποι. Σαν μια απόλυτη
διάνοια. Όμως αυτό δεν είναι γνώση. Είναι μια ικανότητα. Η πραγματική γνώση
είναι η σοφία. Οι άνθρωποι που έμειναν στην ιστορία και άλλαξαν τον κόσμο, δεν
ήταν τόσο οι διάνοιες, όσο οι μεγάλοι, σοφοί στοχαστές, που γνώριζαν καλά την
ανθρώπινη φύση».
«Και τι θέλεις από δω και
πέρα; Το κατάλαβα το μάθημά μου. Τι άλλο θέλεις από μένα; Άσε με να γυρίσω πίσω
στην ζωή μου».
«Θα γυρίσεις όταν τελειώσω
την διδασκαλία μου. Έχει μείνει ένα ακόμα μάθημα για σένα. Το τελευταίο και πιο
μεγάλο από όλα».
«Σε παρακαλώ! Δεν θέλω τίποτα
άλλο. Φθάνουν όσα έχω περάσει. Άφησέ με ήσυχο!».
«Αυτό δεν γίνεται, Ιάσονά
μου, δυστυχώς. Τίποτα δεν θα έχει νόημα χωρίς αυτό το τελευταίο μάθημα. Τίποτα
απολύτως. Και ύστερα, αν μπορείς, θα επιστρέψεις πίσω στην ζωή σου. Αν υπάρχει
κάτι τέτοιο φυσικά... ».
«Τι εννοείς;»
«Ήρθε η ώρα για το τελευταίο,
ύστατο μυστικό. Την πιο αποτρόπαιη αλήθεια. Ήρθε η ώρα να βιώσεις την πιο
ακραία αποκάλυψη. Και η αλήθεια αυτή είναι ότι δεν υπάρχεις, δεν υπήρξες και
δεν θα υπάρξεις ποτέ!».
8
«Άλλο πάλι και τούτο. Τι σόι
μάθημα είναι αυτό; Τι θες να πεις δεν υπάρχω;»
«Δεν μπορώ να στο πω πιο
ξεκάθαρα. Δεν υπάρχεις!».
«Και εγώ δεν μπορώ να στο πω
πιο ξεκάθαρα. Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς. Λες ένα “δεν υπάρχεις” και τι
περιμένεις να κάνω; Θα μου εξηγήσεις; Τελείωνε με το τελευταίο μάθημα επιτέλους
και άσε με να γυρίσω στην ζωή μου. Τελείωσα εγώ με όλα αυτά. Τε-λεί-ω-σα!».
«Αυτό ακριβώς είναι το θέμα
μας όμως, Αννίδη μου. Πως δεν μπορείς να γυρίσεις πίσω στην ζωή σου, για τον
απλούστατο λόγο πως δεν υπάρχει κάτι τέτοιο. Το μόνο που υπάρχει είναι το εδώ
και το τώρα».
«Είπες πως θα μου έδινες ένα
μάθημα και πως θα αποκτούσα την γνώση. Την απέκτησα. Κατάλαβα όσα είχες να με
διδάξεις. Το μόνο που θέλω τώρα είναι να γυρίσω πίσω. Μπορείς να με αφήσεις
ήσυχο; Δεν θέλω τίποτα άλλο από σένα. Άσε με, σε παρακαλώ. Κουράστηκα με όλα
αυτά».
«Δεν καταλαβαίνεις έτσι; Δεν
έχεις υποψιαστεί το παραμικρό. Βέβαια, δεν φταις εσύ γι’ αυτό. Οι Θεοί έτσι το
αποφάσισαν. Για πες μου όμως, μπορείς να θυμηθείς ένα περιστατικό από την
παιδική σου ηλικία;»
«Μα τι με ρωτάς τώρα; Τι
σχέση έχει αυτό;»
«Σκέψου και απάντησε στην
ερώτηση. Μπορείς;»
«Φυσικά και μπορώ».
«Σε ακούω».
«Εεε εντάξει, δεν μου έρχεται
κάτι συγκεκριμένο τώρα, αλλά... ».
«Για προσπάθησε πιο δυνατά.
Περιμένω».
«Σου είπα ότι δεν μπορώ τώρα
στα ξαφνικά. Τι θέλεις; Τι πρόβλημα έχεις με το παρελθόν μου; Έγινες και
ψυχαναλυτής τώρα;»
«Κανένα απολύτως πρόβλημα δεν
έχω. Εσύ όμως πρέπει να μπεις σε σκέψεις, διότι θα διαπιστώσεις πως όχι μόνο
δεν μπορείς τώρα να θυμηθείς ένα γεγονός της ζωής σου, αλλά πως ποτέ δεν θα
είσαι σε θέση να ανακαλέσεις το ο, τιδήποτε».
«Επειδή δεν μπορώ να θυμηθώ
τώρα, δεν σημαίνει πως δεν έχω μνήμες. Φυσικά και έχω. Κάλλιστα θυμάμαι με κάθε
λεπτομέρεια όλα όσα έζησα με τον Αλκίνοο».
«Ναι, φυσικά. Με τον Αλκίνοο
τα θυμάσαι όλα. Πριν από την γνωριμία σας, όμως; Τίποτα, σωστά; Ένα κενό. Ένα
συγκεχυμένο ταμπλώ με διάσπαρτες εικόνες, χωρίς καμία συνοχή και σύνδεση μεταξύ
τους. Και κάποιες φορές ούτε καν αυτό. Δεν σου κάνει εντύπωση;»
Πράγματι. Δεν ήμουν σε θέση
να ανακαλέσω το παραμικρό, πέρα στο μακρινό μου παρελθόν. Λες και ξαφνικά είχαν
σβηστεί τα πάντα.
«Τι ανόητο παιχνίδι είναι
πάλι αυτό; Τι μου έκανες;»
«Εγώ δεν σου έκανα απολύτως
τίποτα. Σου είπα και πριν ότι οι συγγραφείς καθορίζουν την πραγματικότητα».
«Ποιοι συγγραφείς; Θα με
τρελάνεις τελείως; Τι σχέση έχει αυτό; Δεν μιλάμε πια για τους Ευαγγελιστές και
τον Χριστό, αλλά για την ζωή μου την ίδια. Τι σχέση έχουν οι συγγραφείς με
μένα;»
«Πίστευα πως θα το είχες
καταλάβει μέχρι τώρα, αλλά θα με αναγκάσεις να στο πω κατάμουτρα».
«Να πεις τι, δηλαδή;»
«Άκουσέ με προσεκτικά. Δεν
υπάρχεις και δεν υπήρξες, δεν μπορείς να θυμηθείς τίποτα για σένα, για τον
απλούστατο λόγο πως δεν είσαι τίποτα παραπάνω από ένα προϊόν μυθοπλασίας, που
εξυπηρετεί τους σκοπούς της αφήγησης τούτου εδώ του βιβλίου. Είσαι απλώς μια
επινόηση, ένα δημιούργημα κάποιων ανθρώπων που για σένα είναι Θεοί. Δεν είσαι
τίποτα παραπάνω από ένα φθηνό κατασκεύασμα που υπηρετεί ένα προδιαγεγραμμένο
σχέδιο χωρίς σκοπό, χωρίς αρχή και τέλος. Δεν έχεις σάρκα και οστά και δεν
υπάρχεις παρά μόνο μέσα σε αυτές τις λέξεις».
«Είσαι τρελός! Δεν πιστεύω
λέξη απ’ αυτά που λες! Δεν είναι δυνατόν!».
«Σου είπα πως σου προσφέρω
την απόλυτη αλήθεια, αλλά όχι και τη δύναμη να την αντέξεις».
«Σκέφτομαι άρα υπάρχω, ρε
Διάβολε! Μήπως κι εσύ αγνοείς τα βασικά;»
«Πολύ σωστά τα λέει ο
Ντεκάρτ, όποιος σκέφτεται υπάρχει, μόνο που σε αυτήν την περίπτωση, εσύ δεν
σκέφτεσαι και άρα δεν υπάρχεις. Οι σκέψεις σου δεν σου ανήκουν και δεν είναι
δικές σου. Είναι απλά μια ετικέτα που φέρεις, λόγια που έχουν βάλει με το ζόρι
στο στόμα σου και που εσύ, εξόριστος από κάθε ελευθερία, δεν μπορείς παρά να
αποδεχθείς. Πιστεύεις πως είσαι ελεύθερος, επειδή έτσι σε έβαλαν να αναμασάς,
ενώ δεν έχεις την παραμικρή ιδέα για την έννοια της ελευθερίας και για το πόσο
μακριά βρίσκεται από σένα πραγματικά. Είσαι ένα τέτοιο υποχείριο, μια τόσο
εξαρτημένη μαριονέτα, που δεν μπορείς να αντιληφθείς τα νήματα που σε κινούν
ούτε στο ελάχιστο. Σου έχουν δοθεί τέτοια χαρακτηριστικά, ώστε να μην μπορείς
να αμφισβητήσεις την ίδια σου την ύπαρξη, ακριβώς επειδή είναι η ουσία σου. Το
νόημα της ύπαρξής σου. Χωρίς αυτήν την απουσία ελευθερίας, δεν μπορείς να
υπάρξεις με κανέναν τρόπο. Υπάρχεις μόνο στο πλαίσιο της μη ύπαρξής σου. Δεν
είσαι τίποτα, Αννίδη. Δεν μπορείς να κοιτάξεις καν τον εαυτό σου. Δεν είσαι
τίποτα παραπάνω από λέξεις».
«Αν είναι έτσι Διάβολε, τότε
ούτε εσύ υπάρχεις».
«Φυσικά και δεν υπάρχω. Τι
σόι δάσκαλος θα ήμουν, εάν δεν είχα το θάρρος να ακολουθήσω την ίδια μου την
διδασκαλία; Δεν είμαι τίποτα κι εγώ, παρά μόνο ένα κατασκεύασμα ανθρώπων. Μην
τα ισοπεδώνεις όλα όμως. Δεν μπορείς να συγκρίνεις τα μεγαλόπρεπα βιβλία
στα οποία έχω υπάρξει εγώ, με αυτό που εσύ εμφανίζεσαι. Βλέπεις λοιπόν την
διαφορά μας; Εγώ έχω υπάρξει και θα υπάρχω για πολλά χρόνια ακόμα, και θα
κατοικώ στα μυαλά πολύ περισσότερων ανθρώπων απ’ ότι εσύ, ποταπέ Ιάσονα. Είμαι
πιο εμπορικός. Τι να κάνουμε! Μπορείς εσύ να συγκριθείς μαζί μου; Εσύ; Ένα
ανόητο πλάσμα των εκατό σελίδων, με εμένα, την ενσάρκωση του κακού; Το
αντίπαλον δέος του Θεού; Ας γελάσω κι ας φρικάρεις όσο θέλεις. Ούτε η φρίκη σου
δεν σου ανήκει. Βλέπεις Ιάσονα, κανείς δεν είναι ευχαριστημένος από τον Θεό
του. Κι όμως, συνεχίζουν να Τον δοξάζουν, ακριβώς επειδή δεν μπορούν να Τον
κοιτάξουν στα μάτια και επειδή οι βουλές Του είναι άγνωστες. Πρέπει να ξεφύγεις
από το μυθιστόρημα για να το καταλάβεις. Αυτό όμως είναι αδύνατον».
Αν είμαι όντως ένα απλό
δημιούργημα φαντασίας, τότε οι συγγραφείς δεν έκαναν και τόσο καλή δουλειά.
Είναι αλήθεια πως είναι λυτρωτικό να μην φταίω εν τέλει και να μην έχω ευθύνη
για τις πράξεις μου, αλλά τι κρίμα να είμαι εγκλωβισμένος σε ένα τέτοιο κακότεχνο
μυθιστόρημα και όχι σε ένα διαχρονικό αριστούργημα.
Μ’ ακούτε ρε; Ηλίθιοι και
ατάλαντοι Θεοί; Είστε ένα τίποτα! Άχρηστοι εντελώς! Μ’ ακούτε; Για ένα τόσο
κακό βιβλίο με τυραννάτε; Το πιο χάλια βιβλίο όλων των χρονικών, κατά την γνώμη
μου. Αλλά τι λέω; Αν είναι έτσι, ούτε η γνώμη μου δεν μου ανήκει. Δεν μπορώ να
έχω στην κατοχή μου ούτε το πιο στοιχειώδες χαρακτηριστικό της ανθρώπινης
βούλησης. Ούτε κάτι που έχουν όλοι. Και οι πιο ανόητοι. Ούτε την γνώμη.
Μ’ ακούτε, δειλοί; Που πάντα
κρύβεστε πίσω από τα δημιουργήματα σας για να δικαιολογήσετε τις σκέψεις σας
επειδή δεν έχετε το θάρρος να εκφραστείτε μόνοι σας! Γελοίοι και ματαιόδοξοι
συγγραφείς της κακιάς ώρας! Ποιοι νομίζετε πως είστε; Τι θα κάνατε χωρίς εμένα;
«Αυτό που δεν έχεις καταλάβει
ακόμα, Ιασονάκο», συνέχισε ο Διάβολος, «είναι η δύναμη που έχουν οι συγγραφείς
να δημιουργούν πλάσματα απλώς και μόνο γράφοντας για αυτά. Εσύ κι εγώ, όπως και
πολλοί άλλοι, έχουμε σάρκα και οστά, μόνο και μόνο επειδή μας δημιούργησαν
γράφοντας. Έξω από τα βιβλία και τις λέξεις, δεν θα υπήρχαμε σαν αυτόνομες
οντότητες. Το μυθιστόρημα επινοεί την πραγματικότητα, και όχι το αντίθετο. Όσο
πιο δυνατή είναι η γραφή, τόσο ισχυρότερη η ύπαρξη. Αυτό δεν ισχύει μόνο για
σένα που είσαι ένα τίποτα, αλλά ακόμα και για τον Διάβολο, ακόμα και για τον
ίδιο τον Θεό. Κανείς μας δεν υπάρχει στ’ αλήθεια. Υπάρχουμε μάλλον, αλλά μόνο
επειδή μας επινόησαν και για όσο μας χρειάζονται. Μονάχα μέσα στην σκέψη τους».
«Ακόμα κι έτσι να είναι,
δυσκολεύομαι να το πιστέψω. Πόσο μάλλον να το αποδεχθώ».
«Όσο γρηγορότερα όμως το
κατανοήσεις και πάψεις να αντιστέκεσαι, τόσο καλύτερα θα είναι για σένα, τώρα
που πλησιάζει το τέλος».
«Και τι σόι άτεχνο βιβλίο
είναι αυτό, που θα κλείνει με τόσο άγαρμπο τρόπο; Ποιο θα είναι το νόημα που
θέλει να περάσει σ’ αυτόν που το διαβάζει;»
«Μα ακόμα να καταλάβεις ότι
ακριβώς αυτό είναι το θέμα; Δεν υπάρχει κάποιο παραπάνω νόημα, κανένα ανώτερο
μήνυμα και κανένα ηθικό δίδαγμα. Όλα τελειώνουν εδώ και τώρα. Αυτό είναι το
φινάλε».
«Ξέρεις κάτι, Διάβολε; Ξέρεις
τι θα έκανα εγώ αν έγραφα αυτό το μυθιστόρημα;»
«Τι θα έκανες δηλαδή, ρε
Αννίδη;»
«Καταρχάς, θα έπιανα την
ιστορία από το σημείο που έπεσα από το μπαλκόνι. Κάτσε όμως, να στο διηγηθώ
αναλυτικά».
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου