«Τα γυάλινα μάτια των ψαριών»
ποιητική συλλογή
της Ειρήνης Παραδεισανού
από τις εκδόσεις Vakxikon
Σπάνια συναντάμε σε ποιητικές συλλογές την αίσθηση του όλου. Αν τα ποιήματα εδώ δεν είχαν
στιχουργημένο λόγο κι αυτόν τον εσωτερικό ρυθμό που τα συναριθμεί στα καλύτερα
του είδους, θα μπορούσαμε να πούμε ότι πρόκειται για δοκιμιακή κατάθεση. Η
Ειρήνη Παραδεισανού, ωστόσο, επέλεξε να
μιλήσει με τη μορφή των ποιημάτων, οπότε ακολουθώντας τους μεταφορικούς τρόπους
που επιτρέπει αυτό το είδος της γραφής θα επιχειρήσουμε την αποκρυπτογράφηση
των λέξεών της.
Άνθρωποι
Συνεπιβάτες μου
Δίχως ντροπή κλέψατε
τα γυάλινα μάτια των ψαριών
Τα φοράτε με καμάρι
Κι αυτάρεσκα υψώνετε
το δάχτυλο
Να με δικάσει
Πώς η ανθρώπινη μορφή μεταπίπτει σε όψη ψαριού; Πώς αποκτά
αυτό το υγρό ελάχιστο και μας μιλά με γυάλινα μάτια; Πώς μεταλλάσσεται το
αεικίνητο των ανθρώπων σε ασάλευτη καθημερινότητα; Είναι αυτό το νέο είδος ανθρώπων που επισημαίνει ο
Γιώργος Χειμωνάς, με τον οποίο η ποιήτρια συνδιαλέγεται στην αρχή του
ποιητικού της λόγου;
Θα έρθει μια εποχή που θα αναζητάμε το ίχνος μιας ανθρώπινης
παρουσίας στα γυάλινα μάτια των ψαριών;
Έχεις δει ψάρια με
μάτια ανθρώπου;
Εγώ τα είδα
στην απόκρημνη πλαγιά.
Ήταν εκεί.
Μου μίλησαν με ανθρώπινη
λαλιά.
Μου λέγανε πως στέρεψε
η αρμύρα από τις θάλασσες
το νερό τους στυφό
κι ο αέρας φαρμάκι.
Η αγωνία του νοήμονος εστιάζεται σε δύο επίπεδα: πρωταρχική
επιδίωξη η αποφυγή της εξομοίωσης με τον ασάλευτο κόσμο, κατόπιν η αφύπνιση και
η κινητοποίηση των νωθρά εν υπνώσει
ευρισκόμενων. Όμως τα μέσα αποδεικνύονται πενιχρά. Η ποιητική φωνή, δουλεμένη
με όλα τα συμβολικά που θα βοηθούσαν την εισχώρηση στο νόημά της, με όλη την
αρωγή όσων στοιχείων υπερβαίνουν τη ρεαλιστική απεικόνιση της πραγματικότητας,
αδυνατεί να φτάσει στην ακοή αυτών που υπνώττουν.
Ένας μοναχικός
σκαντζόχοιρος είμαι.
Μονάχα που
τ’ αγκάθια μου
ανάποδα φυτρώνουν
και
σπαράσσουν τις σάρκες μου.
Και τότε αυτή η μοναξιά του ποιητικού λόγου γίνεται κραυγή
και στοιχειώνει με την αλήθεια της και την απόγνωσή της τον μέσα και τον έξω
χώρο. Δεν είναι πια τυφλά τα μάτια, αφού μπορούν να κοιτάζουν κατάματα τον
γυάλινο κόσμο. Η διεισδυτική ματιά διατρυπά τη βαριά πόρτα που θρυμματίζεται με
θόρυβο. Την ακούν άραγε; Η ποίηση δοκιμάζει τη φωνή της.
Μονάχα που μιλώ
σα λύκος
κι εσείς
δεν ξέρετε καθόλου από
παραμύθια
ειδικά απ’ αυτά που ο
λύκος γίνεται πρόβατο, στο τέλος σαρκοφάγο.
Ή μήπως ξέρετε;
Δεν πρέπει να νικήσει η σιωπή. Η ποιήτρια διατηρεί την
αγωνία της έχοντας επίγνωση της μοναξιάς της:
Κι είμαι
Εγώ
Μοναχά
Που ταράσσω τη θάλασσα
του ύπνου
Με το ποίημα
Κι ένας Θεός απών. Σαν εκείνον που μας σύστησε ο Σαρτρ
θεμελιώνοντας πάνω στην απουσία του και την αδιαφορία του την τραγική επιδίωξη της
ελευθερίας του ανθρώπου. Στην υποδειγματική συντομία του ποιητικού λόγου δεν θα
βρίσκαμε πιο περιεκτική διατύπωση της μοναξιάς του ανθρώπου:
Δεν σ’ έχουμε ανάγκη
Κύριε.
Σοι ευχαριστούμεν που μας
έπλασες
τόσο αλλοπρόσαλλους
τόσο μισούς
τόσο εν τέλει
ανάπηρους.
Σου επιτρέπουμε να
υπάρχεις
Αρκεί να μας αφήσεις
εδώ
Αλλοπαρμένους να
συνάζουμε τα σύννεφα
Να τα φοράμε αυτάρεσκα
στεφάνι στην πληγή μας
Σφιχταγκαλιασμένοι να
χορεύουμε
Και να αγνοούμε τον
πρωτοχορευτή
Που δίνει ρυθμό στα
τρελαμένα σάλτα μας.
Ένας πλήρης λόγος αρθρώνεται εδώ, κουβαλώντας την αλήθεια
του, απευθυνόμενους σε όσους μπορούν να
ανοίξουν τη χαραμάδα στο ποίημα για να εννοήσουν το τραγικό περιεχόμενο.
Η ποίηση της Ειρήνης Παραδεισανού είναι μια συνειδητή φωνή
συμπυκνωμένου λόγου, με την αυτογνωσία του στίχου για την οριακή του εμβέλεια
στη σημερινή ακοή. Με τον απαραίτητο σαρκασμό που φθάνει μέχρι την
αυτοαναίρεση:
Μη με πιστεύετε. Πάλι ψέματα
λέω.
Η μόνη αληθινή μου
επανάσταση θα ήταν – έστω μια φορά – να πω την αλήθεια. Μα για να την πω πρέπει
να τη νιώσω. Κι εγώ το μόνο που νιώθω είναι πως το μυαλό μου είναι ένα κρεμμύδι
με άπειρες στρώσεις. Το ξεφλουδίζω και ποτέ δε φτάνω στη ρίζα του. Και τα μάτια
μου κλαίνε ολοένα.
Παίρνω τα δάκρυα και
τα βαφτίζω ποιήματα.
Γιατί, τα ψάρια απλώς δανείζουν το βλέμμα τους και τον
υδάτινο σιωπηλό τους κόσμο σ’ αυτά τα ποιήματα. Η αληθινή σιωπή ας αναζητηθεί
στον κόσμο της καθημερινής πολύβουης ανθρώπινης αδιαφορίας. Αυτή την ακινησία
προκαλεί η ποιήτρια, αυτή την κλειστή πόρτα χτυπά με τον ήχο των λέξεων. Στον υγρό
τόπο των ποιημάτων της πλέουν πουλιά
ματωμένα τα λόγια της. Μια από τις πιο μοναχικές εκδοχές του ποιητικού
λόγου έχουμε εδώ. Ίσως γι’ αυτόν τον λόγο να αξίζει να συναριθμηθεί και με τις
πιο ενδιαφέρουσες.
Διώνη Δημητριάδου
ευχαριστώ ..
ΑπάντησηΔιαγραφή