12
Tην επόμενη μέρα το μεσημέρι, συναντηθήκαμε ξανά όπως είχαμε συμφωνήσει, για να πάμε να αγοράσει ο Aλκίνοος ένα δώρο για την χθεσινή κοπέλα, έτσι ώστε να ανακτήσει την καλή εντύπωση που είχε χαθεί εξαιτίας μου.
«Αύριο θα έρθεις μαζί μου για παρέα και θα ξεχάσω την γκάφα που έκανες», μου είχε πει.
Η αλήθεια είναι πως είχα αρχίσει να τον βλέπω διαφορετικά μετά τα χθεσινά περιστατικά. Από τη μια να φέρεται σαν μανιώδης ακτιβιστής και από την άλλη να γοητεύει τόσο απλά με την συμπεριφορά του τις κοπέλες.
«Κοίτα να δεις έναν άνθρωπο», μονολόγησα το βράδυ πριν με πάρει ο ύπνος. «Μέσα σε όλα είναι αυτός ο τύπος. Δεν κωλώνει πουθενά».
Πήραμε το μετρό και κατευθυνθήκαμε προς το κέντρο της Αθήνας.
«Τι δώρο σκέφτεσαι να της κάνεις;», τον ρώτησα.
«Τι άλλο από ένα βιβλίο. Και βλέπουμε... ».
Καθώς είχαμε σταματήσει σε μια ενδιάμεση στάση, οι πόρτες του βαγονιού άνοιξαν και μέσα σε όλον τον κόσμο που έμπαινε φάνηκε και ένας νεαρός γύρω στα τριάντα πέντε. Ντυμένος στην τρίχα, με το πανάκριβο κουστούμι του σχεδόν να λαμπυρίζει από ποιότητα. Τα μανικετόκουμπά του δε, είχαν μια χλιδή απερίγραπτη και πρέπει να ήταν από καθαρό χρυσό. Παπούτσια καλογυαλισμένα στην εντέλεια και στο χέρι του κρατούσε μια δερμάτινη καφέ τσάντα, λεπτή και κομψότατη. Έσκυψα προς τον Αλκίνοο, αλλά πριν προλάβω να του εκφράσω την απορία μου για τον λόγο που ένας τέτοιος τύπος κυκλοφορούσε με απλή συγκοινωνία, οι πόρτες έκλεισαν, το βαγόνι άρχισε να κινείται και ο τύπος αυτός στάθηκε στην μέση του κόσμου και είπε με μια χαρακτηριστική και εξευγενισμένη φωνή:
«Καλοί μου συμπολίτες, καλημέρα. Δεν είμαι ζητιάνος. Δεν θέλω ελεημοσύνη. Την προσοχή σας θέλω μόνο. Πλούσιος είμαι και σας χρειάζομαι. Τα έξοδά μου είναι πάρα πολλά, τόσο για τα πανάκριβα αυτοκίνητά μου, όσο και για τα σκάφη. Είμαι γόνος πασίγνωστου εφοπλιστή και πλοιοκτήτη. Σας παρακαλώ. Μην με εγκαταλείπετε τώρα. Οι δουλειές έχουν πέσει, έτσι ώστε δεν μου μένει τίποτα στην άκρη ώστε να έχω την άνεση να κάνω εκκωφαντική φιλανθρωπία. Γι’ αυτό και σας ζητώ καλοί μου συμπολίτες την βοήθειά σας. Δεν είμαι ζητιάνος. Πλούσιος είμαι. Δεν τα βγάζω πέρα με τα νέα μέτρα. Να!»
Και έβγαλε ένα μεγάλο χαρτί.
«Αυτοί είναι οι τίτλοι της περιουσίας μας. Κοιτάξτε, δεν σας λέω ψέματα. Έχουμε και δικό μας νησί στο Αιγαίο».
Ξεδίπλωσε τους τίτλους ιδιοκτησίας, μαζί και μια φωτογραφία από το νησί.
»Κοιτάξτε πόσο παραμελημένο έχουμε το γήπεδο του γκολφ. Ο κύκλος μου κάνει ένα σωρό αγαθοεργίες και εγώ δεν μπορώ να ακολουθήσω. Δεν έχω την δυνατότητα καλά-καλά να κάνω ούτε εγκαίνια στην Κένυα, όπως ένας εύρωστος οικογενειακός φίλος. Έχω παραγκωνιστεί από την υψηλή κοινωνία. Σας παρακαλώ. Όλοι συζητούν για τους φτωχούς και τον τρόπο που θα εξαλειφθεί η κοινωνική ανισότητα και η αδικία. Σας παρακαλώ. Σκεφτείτε καλοί μου συνάνθρωποι για μια στιγμή. Τι θα γίνουμε όλοι εμείς οι πλούσιοι αν πάψουν να υπάρχουν φτωχοί; Πού θα κάνουμε ύστερα φιλανθρωπία; Θα καταλήξουμε όλοι στην κόλαση.
»Ελάτε στην θέση μου για λίγο. Δεν είμαι ζητιάνος, γι’ αυτό πουλάω ετούτα εδώ», και ανοίγοντας την τσάντα του έβγαλε από μέσα κάποια αντικείμενα.
«Γι’ αυτό πουλάω ετούτες εδώ τις πένες καλλιγραφίας του 17ου αιώνα. Συλλεκτικά κομμάτια, πιστά αντίγραφα από πένες επιφανών ανδρών. Να! Η πένα του Νεύτωνα, του Δομίνικου Θεοτοκόπουλου, του Ρέμπραντ... Σας παρακαλώ, ό,τι έχετε ευχαρίστηση. Δέκα, είκοσι ευρώ... ό,τι έχετε ευχαρίστηση. Μην με εγκαταλείπετε, σας παρακαλώ. Σας ευχαριστώ και συγγνώμη αν σας ενόχλησα. Καλό εισόδημα να ‘χετε».
Κρατώντας τις πένες στο χέρι, ξεκίνησε να περπατά κατά μήκος του βαγονιού και όλοι, εξαιρουμένων του Αλκίνοου και εμένα, άνοιξαν τα πορτοφόλια τους στενοχωρημένοι και έβγαλαν μερικά χαρτονομίσματα. Μάλιστα ένας ηλικιωμένος, του πέρασε τα χρήματα αγκαλιάζοντας με ευλάβεια την παλάμη του νεαρού και του είπε:
«Είναι τα τελευταία χρήματα της σύνταξής μου. Σου εύχομαι ό,τι καλύτερο νεαρέ μου. Καλή υπομονή. Δεν χρειάζεται να μου δώσεις πένα. Κράτα την», σφίγγοντας τα χείλη.
Η συγκίνηση στα πρόσωπα των επιβατών ήταν έκδηλη, εξού και το καλό “φιλανθρωδώρημα” που έδωσαν από το υστέρημά τους. Μάλιστα. Παρά το ότι ήταν πλούσιος, μου άρεσε η ευγένεια και η ειλικρίνειά του. Αν μη τι άλλο, ο νεαρός εκείνος είχε μάθει την ελεημοσύνη στο πεζόδρομιο και όχι στα πρωινάδικα εκπομπών της τηλεόρασης.
~·~
Φτάσαμε στον προορισμό μας και βγήκαμε από το μετρό. Μπήκαμε στο πολυκατάστημα που έσφυζε από καταναλωτές. Με μιας, τέσσερις υπάλληλοι πετάχτηκαν ξαφνικά μπροστά μας, υπερβολικά πρόθυμοι να μας εξυπηρετήσουν.
«Καλησπέρα, καλωσήλθατε. Πώς μπορώ να σας βοηθήσω;», πρόλαβε να ρωτήσει ο πιο γρήγορος.
«Θα θέλαμε να δούμε κάποια βιβλία», του απάντησε ο Αλκίνοος.
«Στον τρίτο όροφο, κύριε», του είπε ο υπάλληλος. «Καλές αγορές να έχετε», συμπλήρωσε καθώς πηγαίναμε προς τις σκάλες.
Στον πρώτο όροφο του καταστήματος ήταν στημένες στη σειρά υπερμεγέθεις τηλεοράσεις εξαιρετικής ευκρίνειας, που έκαναν τον πραγματικό κόσμο να ωχριά. Μου μαγνήτισαν το βλέμμα και έμεινα για λίγα δευτερόλεπτα να τις χαζεύω. Τι ομορφιά που υπάρχει στον ψηφιακό αυτό κόσμο… Ο Αλκίνοος, αδιαφορώντας παγερά, μου έγνεψε να βιαστώ.
«Άντε ρε Αννίδη, προχώρα. Στον τρίτο είναι τα βιβλία».
«Μισό… », του απάντησα, γιατί την προσοχή μού είχε τραβήξει μια τηλεόραση στο βάθος που διαφήμιζε κάποιο καινούργιο ριάλιτι σόου. Έδειχνε σε γκρο πλαν ένα χέρι πάνω σε ένα κομμάτι ξύλο και ύστερα ένα καρφί να μπαίνει στην παλάμη του σε αργή κίνηση. Πήγα λίγο πιο κοντά να ακούσω, γεμάτος περιέργεια.
Ήταν το “Pray Story”. Άκουσα την εκφωνήτρια να λέει:
«Ο Βουδισμός είναι πολύ μπανάλ για σας; Ο Ιουδαϊσμός είναι πολύ παρωχημένος; Καταναλώσατε μεγάλες ποσότητες Χριστιανισμού; Η Σαϊεντολογία δεν είναι πια της μόδας;
»Κάθε εβδομάδα ο υποψήφιος Μεσσίας θα πρέπει να ολοκληρώσει μια σειρά από δοκιμασίες. Την Κυριακή μέσω της θείας ψηφοφορίας, είτε θα επιλέγεται και θα βγαίνει στην αγορά προς κατανάλωσιν, είτε θα απορρίπτεται, μέσω σταύρωσης ή πυράς, σε ένα φαντασμαγορικό σόου. Εξοπλιστείτε τώρα με την εφαρμογή στο κινητό “Σταύρωσέ τον μόνος σου” και επιλέξτε εσείς, το προφίλ του επίδοξου Μεσσία. Το βασικό πακέτο περιλαμβάνει να αγαπάει τον άλλον. Θέλετε την έξυπνη επέκταση “Να αγαπάει και το περιβάλλον”; Τώρα έχετε την δυνατότητα, με την πλήρη έκδοση “Σταύρωσέ τον μόνος σου premium”.
»Αυτόματα θα λαμβάνετε μέρος και στην κλήρωση και θα “μετα-λαμβάνετε” “στρώμα” και “σέρμα” Χριστού, δηλαδή ένα στρώμα Λάτεξ, ανθεκτικό, χωρίς ελατήρια, σε ημίδιπλο μέγεθος, ή κάποιο χρηματικό έπαθλο».
Πολύ καλό. Όπως δεν γίνεται από την μια στιγμή στην άλλη κάποιος που έχει ταλέντο στην φωνή να γίνει επιτυχημένος και γνωστός τραγουδιστής, έτσι και αν κάποιος έχει ταλέντο στο να γίνει Θεός, δεν γίνεται μπαμ και κάτω. Χρειάζεται το κατάλληλο background, την κατάλληλη προεργασία.
Παραδίπλα μια άλλη τηλεόραση έπαιζε κάποια διαφήμιση. Ερευνητική ομάδα στην Ελβετία κατάφερε να κλωνοποιήσει ένα πορτοφόλι με ολόκληρο τον βασικό μισθό. Εγχείρημα που έλαβε χώρα εν μέσω κρίσης, έτσι ώστε να βοηθηθούν οι πληγέντες από την οικονομία συμπολίτες μας. Το όνομα του προϊόντος “The πορτο-ντόλυ wallet”. Για όσους δεν είχαν τα χρήματα να το αγοράσουν, έκαναν και οικονομικές διευκολύνσεις. Το παραλαμβάνεις δωρεάν και μετά αυτομάτως σου παρακρατούνται οι πρώτοι δύο μισθοί. Εντυπωσιακό!
Όμως επειδή είχα χασομερήσει ήδη αρκετά και ο Αλκίνοος βιαζόταν να πάμε στα βιβλία, άφησα τις τηλεοράσεις και τον ακολούθησα.
Ο τρίτος όροφος δεν ήταν τόσο φανταχτερός και είχε πολύ λιγότερο κόσμο από τους υπόλοιπους. Βρήκαμε τον πωλητή και ο Αλκίνοος τον ρώτησε:
«Ψάχνω την ποιητική συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη, με τίτλο “Τα ελεγεία της οξώπετρας”. Το έχετε;»
«Μια στιγμή να κοιτάξω στον υπολογιστή», του απάντησε.
Όσο εκείνος έψαχνε, περιπλανήθηκα στους πάγκους με τα βιβλία. Την προσοχή μού τράβηξε ένας τόμος που είδα παρακάτω. Χρυσότυπο εξώφυλλο, καλλιγραφικά γράμματα, ζωντανά χρώματα. Πλησίασα να το κοιτάξω από κοντά.
“Ο Δον κιχώτης” του Θερβάντες. Η τιμή του ήταν στα διακόσια εξήντα πέντε ευρώ. Πολύ ακριβό για τις δικές μου δυνατότητες, αλλά σίγουρα τα άξιζε ένα κλασικό αριστούργημα σαν αυτό. Η επεξεργασία που είχε υποστεί ήταν ακριβέστατη και λεπτομερειακή.
Πέρασα τα δάχτυλά μου αγγίζοντας το εξώφυλλο και θυμήθηκα την μεγάλη εντύπωση που μου είχε προξενήσει όταν το είχα πρωτοδιαβάσει μικρός. Με προσοχή το σήκωσα και ενώ ακούμπησα το οπισθόφυλλο στο δεξί μου χέρι, με το αριστερό έκανα να το ανοίξω.
Προς μεγάλη μου έκπληξη όμως, δεν μπόρεσα να το ξεφυλλίσω. Οι σελίδες του ήταν κολλημένες και αδιαχωρίστες μεταξύ τους, έτσι ώστε αποτελούσαν ένα ενιαίο σώμα.
«Συγγνώμη», ρώτησα την πωλήτρια. «Τι συμβαίνει με αυτό το βιβλίο;»
«Αυτό το βιβλίο δεν έχει περιεχόμενο κύριε», μου απάντησε. «Είναι διακοσμητικό».
«Αναρωτιέμαι μήπως δεν είναι το βιβλίο που δεν έχει περιεχόμενο», είπε ο Αλκίνοος, που είχε τελειώσει την δουλειά του και είχε έρθει προς το μέρος μας.
«Κοίτα να δεις που αυτό θα κοστίζει περισσότερο από το κανονικό», είπα αστειευόμενος.
«Θέλετε το κανονικό; Να! Ορίστε. Είναι στα τρία ευρώ. Εκτός κι αν αγοράσετε προϊόντα αξίας πάνω από είκοσι ευρώ, οπότε το παίρνετε δωρεάν».
«Αν είναι δυνατόν», αναφώνησα.
«Το διακοσμητικό είναι συλλεκτική έκδοση και έχει γίνει ανάρπαστο από τους αναγνώστες. Το κανονικό δεν έχει ιδιαίτερη κίνηση και απ’ ό, τι φαίνεται θα καταργηθεί. Οπότε εάν το θέλετε, καλύτερα να το αγοράσετε πριν εξαντληθεί. Αν και δεν νομίζω πως θα γίνει κάτι τέτοιο», συμπλήρωσε η πωλήτρια.
Άφησα το βιβλίο στην θέση του και προχωρήσαμε με τον Αλκίνοο προς την έξοδο. Βγήκαμε από το πολυκατάστημα και πήραμε την στροφή δεξιά όπως οδηγεί το τραμ.
13
Φτάσαμε στο κέντρο και από την πλατεία Συντάγματος ξεπρόβαλε έντονη οχλαγωγία και ένας βρώμικος ήχος από ηχεία.
«Για πάμε να δούμε τι γίνεται», γύρισε και μου είπε ο Αλκίνοος και με τράβηξε από την ζακέτα.
Κατεβήκαμε τα σκαλιά και σταθήκαμε δίπλα στο σιντριβάνι. Μια μπάντα έπαιζε μουσική επί σκηνής. Ο Αλκίνοος έκανε ένα βήμα παρακάτω από μένα και πλησίασε έναν νεαρό που στεκόταν με μια μπύρα στο χέρι.
«Δε μου λες φιλαράκο, τι συμβαίνει εδώ πέρα;», τον ρώτησε.
Εκείνος γύρισε, κατάπιε την γουλιά του και απάντησε:
«Αντιφασιστικό φεστιβάλ. Ελάτε κι εσείς. Δίπλα από την σκηνή δίνουν και μπύρες δωρεάν. Πηγαίντε, ίσως προλάβετε καμία» και έδειξε με το χέρι του κάπου ακαθόριστα στο πλήθος. Πλησίασα τον Αλκίνοο.
«Αντιφασιστικό, ε;», του απάντησε ο Αλκίνοος χωρίς να τον κοιτάει, κουνώντας το κεφάλι συγκαταβατικά.
«Ναι, αντιφασιστικό. Θα βγουν και άλλα σχήματα. Εις μνήμην των θυμάτων του νεοφασισμού και του ρατσισμού. Ελάτε, ελάτε. Όσοι περισσότεροι, τόσο καλύτερα».
«Όχι, σε ευχαριστούμε. Δεν θα πάρουμε».
Ο τύπος έστρεψε το βλέμμα του προς τον Αλκίνοο. Το υπόλοιπο σώμα ήταν στραμμένο ακόμα προς την σκηνή.
«Χρειάζονται τέτοιες πρωτοβουλίες, φίλε. Δεν υπάρχει χώρος για φασίστες στον τόπο μας. Ελάτε σου λέω. Όσοι περισσότεροι τόσο καλύτερα. Άκου με που σου λέω. Κάτι ξέρω για να στο λέω».
«Θα σου ‘λεγα τώρα τι ξέρεις και εσύ, αλλά έχε χάρη».
«Τι τρέχει φιλαράκι;», του απάντησε στρέφοντας τώρα και το υπόλοιπο σώμα του απευθείας στον Αλκίνοο.
«Θα σου πω τι τρέχει. Τρέχει ότι δεν βλέπω τίποτα το αντιφασιστικό. Αυτό τρέχει. Κοροϊδεύετε τους εαυτούληδές σας. Αυτό που τρέχει μιας και ρωτάς -και καλά κάνεις- είναι κάποιοι νεαροί, οι οποίοι δεν έχουν λεφτά να πάνε για ποτό και μαζεύονται εδώ για να πίνουν τσιγάρα και μπύρες. Αν εσύ αυτό το λες αντιφασιστικό, άντε και καλή ανάρρωση».
Έκλεισα τα μάτια και πήρα μια ανάσα.
«Έλα μην τον ακούς», πετάχτηκα και είπα στον τύπο. «Αστειεύεται μωρέ. Μην δίνεις σημασία».
Όσο μιλούσα, εκείνος δεν με κοίταζε αλλά εξακολουθούσε να καρφώνει τον Αλκίνοο στα μάτια.
«Να μην δίνω σημασία; Τι έχουμε εδώ; Φασιστόμουτρα; Ή ασφαλίτες;»
«Αυτός που δίνει απαντήσεις εδώ είσαι εσύ φίλε και όχι εγώ», του είπε ο Αλκίνοος με ύφος λες και δεν έτρεχε τίποτα. Χαλαρός όπως πάντα. Εκείνη την στιγμή μετάνιωσα που δέχθηκα να πάω μαζί του. Αυτός ψάχνεται συνέχεια για μπελάδες.
«Έλα, πάμε να φύγουμε Αλκίνοε, μας περιμένουν», του είπα και έβαλα το χέρι μου στον ώμο του, όμως εκείνος το τίναξε από πάνω του και συνέχισε να κοιτά τον τύπο, ο οποίος του απάντησε:
«Α, έτσι ε;» και εκνευρισμένος, γυρνώντας από την άλλη, έκανε μερικά βήματα φωνάζοντας σε μια παρέα από πέντε άτομα λίγο παρακάτω.
«Παιδιά, για ελάτε λίγο εδώ. Ίσως έχουμε ένα μικρό θεματάκι με τα παλικάρια».
Εκείνοι σήκωσαν τα κεφάλια, κοίταξαν και σηκώθηκαν. Ο Αλκίνοος τους κάρφωσε με το βλέμμα.
«Έχεις πρόβλημα με κάτι; Τι κοιτάς;», του είπε ένας από αυτούς.
«Το ξέρω πως είσαι τόσο άσχημος, που θα έπρεπε να θεωρείσαι απαγορευμένο θέαμα, αλλά σε κοιτάω από περιέργεια».
«Αλκίνοε, τι κάνεις ρε φίλε; Πας καλά; Πάμε να φύγουμε μην τις φάμε. Κόψε τις μαλακίες. Εγώ φεύγω. Κάτι μου υποσχέθηκες», του είπα αγχωμένος.
«Εσύ μπούμπη, καλά θα κάνεις να κάτσεις φρόνιμος. Κανείς δεν θα τις φάει. Δεν σε έχω ενημερώσει ότι ξέρω την πολεμική τέχνη “Γουίν Τσούν”. Ηρέμησε».
«Τι Γουίν Τσούν και ανοησίες, ρε ηλίθιε; Πάμε να φύγουμε σου λέω».
«Δεν έχω να πάω πουθενά. Σε λίγο».
Έκανα να φύγω και δυο από την παρέα μπήκαν μπροστά μου. Μου κόπηκαν τα πόδια.
«Παιδιά, συγγνώμη. Δεν έχω καμία σχέση με αυτόν. Δεν θέλω τσακωμούς», τους είπα τρέμοντας από μέσα μου.
«Καλά καλά», μου απάντησαν, «αυτό θα το δούμε».
«Έλα Πέτρο εδώ, δε λάλησε ο πετεινός ακόμα», μου είπε ο Αλκίνοος. «Μια χαρά σχέση έχεις και εσύ με μένα».
«Τι τρέχει παλικάρια; Γιατί μας φώναξε ο φίλος; Υπάρχει κάνα πρόβλημα;»
«Ναι, έτσι φαίνεται», συμπλήρωσε ο τύπος που τώρα είχε αφήσει το κουτάκι μπύρας κάτω.
«Τα παιδιά εδώ μάλλον είναι φασίστες και γυρεύουν τσαμπουκάδες».
«Όσο είμαστε φασίστες εμείς, άλλο τόσο είστε αντιφασίστες εσείς αγαπητοί μου σύντροφοι», απάντησε ο Αλκίνοος και ξεκίνησε έναν μονόλογο, ενώ τα παλικάρια μάς κοιτούσαν και η ατμόσφαιρα φαινόταν πως θα πυροδοτούνταν από στιγμή σε στιγμή.
«Βλέπετε λοιπόν παιδιά, πως όταν βάζετε το αντί μπροστά από μια λέξη, έχετε ήδη δημιουργήσει ένα πλαίσιο εχθρότητας, αντιδικίας και αντιπαράθεσης. Έχετε ήδη ηττηθεί. Όλοι εσείς, οι αντιφασίστες τάχα μου, μόλις φύγετε από δω, θα έχετε στο μυαλό σας εντυπωμένη την λέξη “φασισμός”. Διότι δεν έχετε να προτείνετε κάτι, απλώς κάνετε αντίλογο.
»Παραμένετε στο ίδιο επίπεδο με τους φασίστες και γίνεστε φασίστες και οι ίδιοι, κοροϊδεύοντας τους εαυτούς σας. Εσύ... » και έδειξε κατάμουτρα έναν από αυτούς, «που δηλώνεις αντιφασίστας, έχεις πέσει σε αντίφαση. Το “αντί” για το οποίο καμαρώνεις, δεν έχει να προτείνει τίποτα πέρα από διαμάχη. Απλώς μόλις τελειώσει η συναυλία, που εσείς θα είστε πιθανότατα μεθυσμένοι, θα γυρίσετε πίσω στις ζωούλες σας και θα νομίζετε ότι συμμετείχατε σε κάποιον ιερό σκοπό. Άντε να μορφωθείτε λιγάκι πρώτα και ύστερα συζητάμε για τον φασισμό».
Καθώς τον άκουγα, ένιωσα μια ζάλη. Δεν ήταν δυνατόν να μιλάει έτσι. Αισθανόμουν ότι έχανα το χρώμα μου από τον φόβο. Τα παλικάρια εξακολουθούσαν να μην κάνουν τίποτα, παρά μόνο πλησίασαν ακόμα κοντύτερα. Η αγωνία μου κλιμακωνόταν. Η απειλή ενός κινδύνου είναι κάτι πολύ πιο δραστικό από την πραγματοποίησή του.
«Να είστε ειλικρινείς», συνέχισε ο Αλκίνοος, «και να είστε θετικοί. Να σταθείτε πάνω από τον φασισμό για να ξεπεραστεί, όχι να τον αναπαράγετε με αυτόν τον τρόπο. Το αντιφασιστικό φεστιβάλ είναι μια αποτυχία, το ίδιο και εσείς. Αντιθέτως, εάν το ονομάζατε φεστιβάλ αγάπης ή αλληλεγγύης, θα ήταν κάτι διαφορετικό. Κάτι θετικό. Προσέξτε με καλά! Όχι “μην κάνεις”! Αλλά “να κάνεις”! Καταλαβαίνετε; Όχι μίσος, τιμωρία και ενοχές, αλλά δράση, καθαρότητα και θετικότητα στην σκέψη. Οχι να μην μισείς, αλλά να αγαπάς. Πού να καταλάβετε όμως εσείς την ειδοποιό διαφορά. Είστε πολύ της μόδας για κάτι τέτοια. Για ανοίξτε να διαβάσετε λίγο Μισέλ Φουκώ όμως να ξεστραβωθείτε και αφήστε τα φεστιβάλ. Μας περάσατε για διαφορετικούς, και για δέστε τι πάτε να μας κάνετε, νεοναζί εσείς. Αν και για νεοχαζοί μου κάνετε πιο πολύ».
Ένας από τους τύπους, αφού κοιτάχτηκε με τον διπλανό του, πλησίασε, έσφιξε την γροθιά του και προχώρησε απειλητικά προς τον Αλκίνοο. Μπήκα μπροστά.
«Όχι, παιδιά. Όχι. Δεν θα τσακωθούμε. Αλκίνοε, θα το βουλώσεις το στοματάκι σου; Τι θα γίνει; Πάμε να φύγουμε τώρα!», του είπα ενώ είχα τα χέρια στα στήθη των δυο τους, έτοιμος να τους χωρίσω.
Το παλικάρι μου έδωσε μια και πέταξε το χέρι μου από πάνω του. Το ξανασήκωσα δειλά χωρίς να τον ακουμπάω αυτή τη φορά.
«Ναι. Μισέλ Φουκώ. Καλά ακούσατε ρεμάλια. Ή μήπως το μόνο που ξέρετε γι’ αυτόν είναι πως ήταν πούστης; Εγώ μιλάω με παρρησία και θέτω τον εαυτό μου σε κίνδυνο, λέγοντας την αλήθεια. Ούτε να σας πείσω θέλω, ούτε να σας κολακεύσω. Αντί να μαλακίζεστε, άντε να ανοίξετε κάνα δοκίμιο, το “H συνείδηση του κακού” είναι μια καλή αρχή. Καταλάβατε;» είπε καγχάζοντας.
Και τότε, δυο από τα παλικάρια με παραμέρισαν με δύναμη και ο ένας έδωσε μια γροθιά στο σαγόνι του Αλκίνοου, πετώντας τον ένα μέτρο πέρα και ρίχνοντάς τον κάτω. Ο άλλος του έδωσε μια κλωτσιά στον μηρό. Είχαν αρχίσει να μαζεύονται και άλλοι προς το μέρος μας. Ο Αλκίνοος γύρισε, μου πέταξε την σακούλα με το δώρο που είχαμε πάρει και μου είπε κοφτά, κρύβοντας το πρόσωπό του.
«Και τώρα τρέχουμε!».
Σηκώθηκε σερνάμενος, γλιστρώντας προς στιγμήν πάνω στα πλακάκια και κατόπιν πετάχτηκε σφαίρα μακριά. Τον ακολούθησα και εγώ γρήγορα. Ήταν τέτοια η έντασή μου, που δεν κατάλαβα για πότε διανύσαμε ένα ολόκληρο χιλιόμετρο. Η παρέα των νεαρών μας ακολούθησε για λίγο από πίσω και σταμάτησε. Χωθήκαμε σε ένα στενό και κρυφτήκαμε σε μια κολώνα, προσπαθώντας να αναπνεύσουμε κανονικά.
Όταν συνήλθα κάπως, του όρμηξα αρπάζοντάς τον απ' το γιακά και τον κόλλησα στον τοίχο.
«Πας καλά ρε; Θες να σκοτωθούμε;»
Ο Αλκίνοος μου χαμογέλασε.
«Καλά δεν ήταν;»
«Ναι», του απάντησα και ανταπέδωσα το χαμόγελο.
14
Οι επόμενες μέρες κύλησαν φυσιολογικά, στους δικούς μου ρυθμούς. Το πρωί πανεπιστήμιο και ύστερα σπίτι. Δεν συναντηθήκαμε με τον Αλκίνοο, παρ’ ότι τον γύρεψα. Δεν μπορούσα να τον βρω στο κινητό του.
Τα βράδια, και ενώ υπό άλλες συνθήκες θα διάβαζα κάποιο βιβλίο μέχρι να νυστάξω, ή θα έβλεπα κάποια ταινία, δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ. Γυρνούσαν συνεχώς στο μυαλό μου όσα είχα ζήσει μαζί του τις προηγούμενες μέρες. Είχα μια περίεργη αίσθηση και έλξη για όσα είχαν συμβεί. Δεν είμαι ο τύπος ανθρώπου που ψάχνεται ή μπλέκει σε καταστάσεις που τον υπερβαίνουν. Ποτέ δεν ήμουν. Μου αρέσει η τάξη, η ησυχία και η ασφάλεια.
Παρ’ όλα αυτά, ο χρόνος δεν κυλούσε ομαλά και ένιωθα πως απουσίαζα από κάπου, που δεν μπορούσα όμως να περιγράψω και να προσδιορίσω.
Αυτή η ένταση που μου είχε μεταδώσει ο Αλκίνοος με τις πράξεις και την συμπεριφορά του, μου είχε προξενήσει αδρεναλίνη και αυτό μου έλειπε. Καθώς μόνος ακολουθούσα το πρόγραμμά μου, έπιανα τον εαυτό μου να σκέφτεται πώς θα αντιδρούσε, ή τι θα έλεγε ο Αλκίνοος, εάν ήταν στη θέση μου. Διαδραματίζονταν μπροστά μου περιστατικά, τα οποία τώρα πλέον είχα αρχίσει να βλέπω με άλλο μάτι και είχαν άλλη επίδραση πάνω μου. Σχεδόν άλλαζε η κοσμοθεωρία μου.
Σκεφτόμουν πως και εγώ θα ήθελα να πάψω να είμαι παθητικός δέκτης και παρατηρητής, και να προβαίνω σε δράσεις χωρίς να υπολογίζω το κόστος. Ορμώμενος από μια εσωτερική δύναμη που πράττει με γνώμονα την θέλησή της και τίποτε άλλο.
Καθώς καθόμουν στο παράθυρο του δωματίου μου, εύκολα μπορούσα, κοιτώντας έξω από το παράθυρο, να θέτω τον εαυτό μου νοερά σε καταστάσεις και να σκαρώνω μονολόγους και αντιδράσεις. Όταν όμως έβγαινα στον έξω κόσμο, συνειδητοποιούσα πως δεν ήταν εύκολο για μένα να τα κάνω όλα αυτά πράξη και επί της ουσίας να αλλάξω την συμπεριφορά μου.
Αυτό το γεγονός με γέμιζε κάποιον θαυμασμό για τον Αλκίνοο, που ήταν εντελώς διαφορετικός από μένα. Ένιωθα αγωνία μπροστά στο άγνωστο και όχι φόβο για κάποιο συγκεκριμένο συμβάν. Τα λόγια του Αλκίνοου όλο γυρνούσαν μέσα στο μυαλό μου.
«Όσο είσαι ζωντανός, όσο είσαι μέρος αυτής της ύλης και αναπόσπαστο κομμάτι της, όλα σε αφορούν και όλα είναι σημαντικά για σένα. Το να λέει κάποιος άνθρωπος πως κάτι δεν τον αφορά, είναι δειλία. Το να λέει πως τίποτα δεν έχει σημασία επειδή όλοι θα πεθάνουμε, είναι εθελοτυφλία. Όταν θα πεθάνουμε, μόνο τότε θα πάψουμε να έχουμε κάποια σχέση με τα του κόσμου. Όμως τώρα είμαστε ζωντανοί, και για όσο είμαστε ζωντανοί μας αφορούν όλα και για όλα πρέπει να παλεύουμε με ό, τι έχει ο καθένας».
Δεν είναι πως αυτά τα λόγια δεν τα είχα ξανακούσει. Απλώς τώρα είχαν άλλη επίδραση πάνω μου, γιατί πήγαιναν πλαγιαστά με τις ανάλογες πράξεις. Λες και είχαν ζωντανέψει και μέσα μου ένιωθα αυτήν την δύναμη να μου ζητάει να κάνω τα ανάλογα. Ο τρόπος που ζούσε ήταν για μένα κάτι πρωτόγνωρο και με είχε αποδιοργανώσει. Δεν το κρύβω πως μου έλειπε.
Αυτή η ασφάλεια του δωματίου μου, μακριά από φασαρίες, δεν με γέμιζε πλέον, παρ’ ότι εξακολουθούσα να την απολαμβάνω. Αισθανόμουν όπως κάποιος εθισμένος που νομίζει πως μπορεί να απεξαρτητοποιηθεί από την μια στιγμή στην άλλη από την αδυναμία του, αλλά που όταν περνούσε αυτή η αντάρα μέσα του, ξανακυλούσε στην αδυναμία αυτή. Έτσι και εγώ, ενώ δεν ήθελα να μπλέκω και να τίθεται η σωματική μου ακεραιότητα σε κίνδυνο, ένιωθα κάτι να με τραβάει προς τα εκεί, έτσι ώστε να ζω ξανά και ξανά εκείνο το συναίσθημα του αγνώστου και του κινδύνου, που ανακουφίζεται όταν παρέλθει και που ύστερα το αναζητάς ξανά και ξανά, μόνο και μόνο για να ξαναβιώσεις αυτό το συναίσθημα. Το συναίσθημα του να βγαίνεις έξω από τα νερά σου και να εκτίθεσαι σε κάτι νέο και απροσδιόριστο.
Εχθές το βράδυ, καθώς σκεφτόμουν όλα αυτά, διογκώθηκε μέσα μου αυτή η ανάγκη και ένιωσα μια κάποια ανία και απέχθεια για τον εαυτό μου. Ήξερα πως κάτι με περίμενε, δεν ήξερα όμως τι. Ένα ασήμαντο γεγονός, σαν αυτά που συμβαίνουν στον καθένα, έκανε τον σπόρο της προδιάθεσης να σκάσει μέσα μου και μου έδωσε το σήμα πως η ώρα είχε φθάσει.
Πετάχτηκα πάνω και το πήρα απόφαση να μην καθίσω άλλο μέσα και να μιρμιράω τα ίδια και τα ίδια. Παρά το ότι η ώρα είχε περάσει, θέλησα να πάω και να βρω τον Αλκίνοο. Να εξερευνήσω το άγνωστο, αντί να περιμένω να βρει αυτό εμένα. Άρπαξα το μπουφάν μου και κίνησα για το σπίτι του, δίχως να σκέφτομαι ούτε τι έπρεπε ακριβώς να κάνω, ούτε και τι θα έβγαινε από αυτό.
15
Στην είσοδο της πολυκατοικίας μου, ένα βήμα έξω από τη βαριά τζαμόπορτα, βρισκόταν κουλουριασμένη μια ανθρώπινη μορφή μέσα σε έναν βρώμικο υπνόσακο. Οι άστεγοι όσο πήγαινε και αυξάνονταν με μαθηματική πρόοδο. Μόνο στα μαθηματικά κάτι τέτοιο λέγεται πρόοδος βέβαια.
Δίπλα στον υπνόσακο υπήρχαν τυλιγμένα σε αλουμινόχαρτο αποφάγια. Ένα κεφάλι ξεπρόβαλε από μέσα και άρπαξε με το χέρι μια μπουκιά. Ξάφνου, από την διπλανή πολυκατοικία, πετάχτηκε ένας ένοικος και άρχισε να φωνάζει:
«Ντροπή! Άστο κάτω! Τι κάνεις; Πας να φας το λιγοστό φαγητό που βάλαμε για τα γατάκια; Σα δε ντρέπεσαι! Λεχρίτη! Δεν έχουν ψυχή ρε αυτά; Μόνο την δική σου πείνα σκέφτεσαι; Φύγε από δω χάμω!»
«Συγγνώμη, έχω να φάω τρεις ολόκληρες μέρες».
«Και τι μας νοιάζει εμάς; Δεν είναι για σένα αυτά. Άφησέ τα κάτω και δίνε του. Που θα φας το φαγητό για τα γατάκια».
Προσπέρασα βιαστικά, προσπαθώντας να μην κοιτάξω, όμως μόλις είχα προχωρήσει λίγο, κοντοστάθηκα. Μου πήρε μερικά δευτερόλεπτα να πάρω την απόφαση, αλλά τελικά γύρισα πίσω. Έσκυψα πάνω από τον υπνόσακο και είπα χαμηλόφωνα:
«Συγγνώμη;»
Το κεφάλι γύρισε αργά και με κοίταξε.
«Ιάσονα; Παιδάκι μου, εσύ είσαι;», είπε μια γνώριμη φωνή.
«Κυρία Τασία; Εσείς;», αποκρίθηκα με τα μάτια μου ορθάνοιχτα.
Ήταν η γειτόνισσά μας από τον παρακάτω όροφο.
«Τι συνέβη; Γιατί κοιμάστε εδώ πέρα;», τη ρώτησα με περιέργεια και ανησυχία.
«Δεν στα είπαν οι γονείς σου, Ιασονάκο; Μας πήραν το σπίτι γιατί χρωστούσαμε. Έχασε τη δουλειά του ο άντρας μου πριν έξι μήνες, δεν είχαμε να πληρώσουμε το δάνειο στην τράπεζα και πάει το σπίτι. Μείναμε στο δρόμο, παιδί μου. Κοιμόμαστε όπου βρούμε, μας δίνουν και κανένα κομμάτι ψωμί από την ενορία, έτσι προσπαθούμε να τα βγάλουμε πέρα. Εγώ τα βράδια έρχομαι και κοιμάμαι εδώ. Πολλές οι αναμνήσεις, βλέπεις. Ο άντρας μου δεν θέλει. Κάθε φορά που βλέπει το διαμέρισμα, τον παίρνουν τα κλάματα και δεν μπορώ να τον συνεφέρω».
Λέγοντας αυτά, και η ίδια η γυναίκα είχε βουρκώσει. Η καρδιά μου χτυπούσε γρήγορα. Ήθελα να δράσω. Να κάνω κάτι. Πετάχτηκα σαν ελατήριο πάνω.
«Μη φύγετε», της φώναξα καθώς ανέβαινα ξανά στο σπίτι.
Άρπαξα μια σακούλα και άρχισα να αδειάζω ό, τι φαγώσιμο είχε μέσα το ψυγείο. Μετά έτρεξα στο δωμάτιό μου, άνοιξα τη ντουλάπα και άρπαξα δυο πανωφόρια και μια κουβέρτα. Τα πήρα κι αυτά υπό μάλης και με τη σακούλα στα χέρια κατέβηκα στην είσοδο.
«Να, πάρτε τα αυτά κυρία Τασία. Είναι ζεστά. Και κάτι να φάτε».
«Σ' ευχαριστώ», ψιθύρισε ανάμεσα σε λυγμούς η γυναίκα.
«Αν μπορούσα να κάνω κάτι παραπάνω θα το έκανα, κυρία Τασία... αλήθεια θα... »
«Ο Θεός να σε έχει καλά γιόκα μου, μην ανησυχείς. Η Παναγιά μαζί σου. Το ξέρω».
Της τα άφησα και έφυγα αμέσως, πριν προλάβει να δει και τα δικά μου υγραμένα μάτια.
Σκουπίζοντάς τα όπως-όπως με το μανίκι, συνέχισα το δρόμο μου προς του Αλκίνοου. Είχα σχεδόν φτάσει στα Εξάρχεια όπου έμενε, όταν παρατήρησα έναν τύπο σκαρφαλωμένο στα κάγκελα ενός ψηλού μπαλκονιού, με το ένα πόδι κρεμασμένο στο κενό. Το βλέμμα του είχε αυτό ενός τρελού, κάτι που το ενίσχυε και η περίεργη στάση του στο μπαλκόνι. Από κάτω περαστικοί αδιάφοροι έστεκαν και κοιτούσαν. Οι περισσότεροι είχαν βγάλει τα κινητά τους και τραβούσαν βίντεο.
«Ε! Φίλε! Τι κάνεις εκεί πάνω; Είσαι καλά;», του φώναξα, νιώθοντας τα λόγια μου ξένα, σαν να μιλούσε δια στόματός μου ο Αλκίνοος.
«Αφήστε με! Θα πηδήξω!», φώναξε αυτός.
«Γιατί;», συνέχισα με περισσότερο θάρρος.
Για κάποιο λόγο έβρισκα την κατάσταση ένοχα διασκεδαστική.
«Η γυναίκα μου με κερατώνει! Θέλω να πεθάνω!», απάντησε πάλι ο τύπος.
«Ε, τότε τι το λες και δεν το κάνεις;», του φώναξα και μερικά κεφάλια τώρα στράφηκαν προς το μέρος μου. Μέσα μου ένα κομμάτι ήθελε όντως να τον δει να πηδάει. Ένα άλλο φυσικά δεν ήθελε.
«Θα το κάνω! Θα το κάνω!», ξεφώνησε εκείνος.
«Κάν' το, άλλα πρώτα σκέψου. Να αυτοκτονήσεις να υπάρχει λόγος! Όχι επειδή σε κεράτωσε μια γυναίκα! Εσύ τι έκανες δηλαδή; Τίποτα. Μην είσαι μαλάκας λοιπόν! Να αυτοκτονήσεις να υπάρχει λόγος! Να αυτοκτονήσεις χωρίς καν να έχεις κάνει έστω μια μαλακία, που να δικαιολογεί την πράξη σου; Ε, όχι!», του φώναξα μισό-περιπαικτικά, μισό-σοβαρά.
Εκείνος έβαλε φρόνιμα, σαν καλό παιδί, το πόδι του πάλι μέσα από το κάγκελο και χάθηκε στο σκοτάδι του σπιτιού του. Έφυγα νιώθωντας μια ευεξία, χωρίς να κοιτάξω τον κόσμο που είχε μαζευτεί με την προσοχή του πάνω μου. Το γεγονός ότι πιθανότατα έσωσα την ζωή ενός ανθρώπου -προς το παρόν- αποτέλεσμα της απόφασής μου να βγω σήμερα από το σπίτι, δεν με προβλημάτισε. Το τι θα κάνει αύριο, αυτό ο ίδιος θα το αποφασίσει. Εγώ δεν θα σκεφτόμουν τίποτα σήμερα. Απλώς θα βρισκόμουν μέσα στα πράγματα.
~·~
Περπατώντας λίγο παρακάτω, είδα ένα τύπο να μου κουνάει το χέρι.
«Ε! Φιλαράκι, έρχεσαι λίγο που σε θέλω κάτι;»
Τον πλησιάσα κι εκείνος με ένα χαζό χαμόγελο μου είπε:
«Τον βλέπεις τον πρεζάκια εκεί; Θέλω να με τραβήξεις μια φωτογραφία ενώ του δίνω πενήντα λεπτά για να την ανεβάσω στο ίντερνετ».
«Άσε με ρε φίλε, δεν έχω κινητό με κάμερα», του απάντησα απότομα.
«Έλα, έλα», συνέχισε αυτός με ανυπομονησιά, «πάρε το δικό μου. Το κεντρικό κουμπί είναι».
«Άσε ρε μεγάλε τώρα. Σου είπα. Τέλος».
Εκείνος είχε ήδη απλώσει το χέρι με τα πενήντα λεπτά και ο φουκαράς ναρκομανής με τα ακροδάχτυλα σχεδόν το είχε πάρει.
«Καλά εντάξει, άστο. Ξέχνα το», μου είπε ο τύπος, άρπαξε το πενηντάλεπτο μέσα από την παλάμη του ναρκομανή και το ξαναέχωσε στην τσέπη του, φεύγοντας απογοητευμένος.
Πήγα κοντά στον φουκαρά ναρκομανή και τον έπιασα από το μπράτσο απαλά.
«Περίμενε μια στιγμή εδώ κι έρχομαι. Μη φύγεις», του είπα και έτρεξα απέναντι σ' ένα φούρνο. Γύρισα με μια αχνιστή τυρόπιτα στο χέρι.
«Έλα φίλε μου, ορίστε. Για σένα».
Στην αρχή στάθηκε δύσπιστος και δεν έκανε τίποτα. Μετά από λίγο, άπλωσε το χέρι του και πήρε την τυρόπιτα. Δεν είπε τίποτα. Απλά με ένα ελαφρύ χαμόγελο δάγκωσε μια μπουκιά και κούνησε το κεφάλι, ενώ με το άλλο χέρι χτύπησε το στήθος του, κάνοντας μια ανεπαίσθητη υπόκλιση σε ένδειξη ευγνωμοσύνης, και απομακρύνθηκε αργά προς ένα παγκάκι.
~·~
Πλησίασα στο σπίτι του Αλκίνοου και σήκωσα το βλέμμα μου ψηλά στον πρώτο όροφο που έμενε. Διέκρινα ένα αμυδρό φως πίσω από τις τραβηγμένες κουρτίνες και δίχως άλλο, ανέβηκα τα σκαλοπάτια και του χτύπησα το κουδούνι. Καμία ανταπόκριση. Επανέλαβα άλλες δυο φορές. Τίποτα!
Καθώς περίμενα, στηρίχθηκα πάνω στην εξώπορτα και εκείνη έγειρε λίγο προς τα μέσα. Δεν μπήκα όμως. Στάθηκα απέναντι από το παράθυρό του, κάτω από ένα υπόστεγο, μπροστά από κάτι γκαραζόπορτες, με το βλέμμα μου στραμμένο προς το διαμέρισμά του.
«Έλα, πού ‘σαι αγόρι μου;», μονολόγησα, και κάτι με έτρωγε μέσα μου. Μια ανυπομονησία.
Είναι περίεργο πώς με τις λέξεις δημιουργούμε συναισθήματα. Ξαφνικά, ένιωσα λες και έκανα κάτι παράνομο. Διότι πλέον, ήταν σαν να τον παρακολουθούσα. Η λέξη “παρακολούθηση” μού είχε εντυπωθεί στον νου και όσο την γυρόφερνα, τόσο με κυρίευε αυτό το συναίσθημα της παρανομίας. Και όντως, κάπως έτσι ήταν. Με ιντρίγκαρε το να μπαίνω σε ξένα χωράφια, να παραβιάζω την προσωπική του ζωή. Ακόμα κι αν το μόνο που έκανα ήταν να στέκομαι απέναντι από το σπίτι του. Σαν να ψαχουλεύεις τα πράγματα ενός ξένου εν αγνοία του.
Περίμενα να πιαστώ από μια κίνηση μέσα στο διαμέρισμα, μια σκιά, μια δραστηριότητα. Βίωνα την πράξη, που ήταν ταυτόχρονα ιερή και ανόσια, σαν κλανιά σε κηδεία.
Καθώς περίμενα κάτω από το σπίτι του μέσα στα σκοτάδια, είδα δύο τύπους να έρχονται. Είπε ο ένας στον άλλον:
«Ρε φίλε, δεν μπορείς να βγεις σε αυτήν την πίστα κρατώντας αυτό το σπαθί και χωρίς ένα ξόρκι, θα εκτεθείς στην υπόλοιπη ομάδα, μην το κάνεις, πας καλά;»
Και του απαντάει ο φίλος του:
«Άμα είναι να εκτεθείς γι’ αυτόν τον λόγο, πού να πάρεις και καμιά πίπα τι θα γίνει».
Όπως πέρασαν από μπροστά μου, δεν με είδαν στα σκοτεινά, αλλά πρόσεξα ότι ο ένας κρατούσε κάποιο βιβλίο και έκανε να το πετάξει στον σκουπιδοτενεκέ, αλλά ο φίλος του τον έπιασε από το χέρι όπως-όπως, το γράπωσε κανονικά για να τον σταματήσει.
«Τι κάνεις ρε;», του είπε.
«Τι κάνω ρε συ;»
«Πας να πετάξεις το βιβλίο; Πας καλά;»
«Γιατί ρε συ, και τι έγινε;»
«Τι “τι έγινε”; Ποτέ δεν πετάμε τα βιβλία, είναι ό, τι μας έχει απομείνει».
«Τι εννοείς;»
«Τα βιβλία, ρε γκασμά, είναι τα καλύτερα mouse pads».
«Πω! Καλά που μου το θύμισες», και χάθηκαν μέσα στο σοκάκι όλο περισυλλογή.
Ύστερα από λίγο, μια άλλη παρέα ήρθε ανάποδα αυτήν την φορά. Μου έκαναν εντύπωση τα φαρδιά ρούχα που φορούσαν και τα κινητά που κρατούσαν ψηλά, επειδή άκουγαν ραπ. Ακριβώς όπως περνούσαν από μπροστά μου, έφτυσαν κάτι ρίμες και αναγκάστηκα να κάνω στο πλάι για να μην λερωθώ. Από λίγο την γλίτωσα.
Για μια στιγμή, το φως δυνάμωσε απότομα μέσα στο δωμάτιο του Αλκίνοου και οι κουρτίνες έλαμψαν. Μια φιγούρα κοντοστάθηκε στο παράθυρο.
«Σε τσάκωσα, Αλκίνοε», μονολόγησα.
Πέρασα απέναντι και με αποφασιστικότητα άνοιξα εν τέλει την εξώπορτα και μπήκα μέσα στην πολυκατοικία. Ανέβηκα στον πρώτο όροφο και του χτύπησα το κουδούνι. Ύστερα και την πόρτα με το χέρι. Άκουσα κάποια βήματα ασύγχρονα μεταξύ τους.
«Έλα, Αλκίνοε. Τελείωνε. Ξέρω ότι είσαι μέσα», του φώναξα.
Τίποτε όμως. Καμιά απάντηση. Τα βήματα εξακολουθούσαν παρ’ όλα αυτά. Σκέφτηκα πως ίσως να ήταν παρέα με καμιά κοπελίτσα και να κρυβόταν. Η έξαψή μου υποχωρούσε σιγά-σιγά και άρχισα να νιώθω απογοητευμένος από τον εαυτό μου για την απερισκεψία των πράξεών μου απόψε.
Ολοφάνερα με απέφευγε και αυτό με έκανε να νιώσω σαν κοριτσάκι που δεν το θέλουν.
Κατέβηκα τα σκαλιά και φεύγοντας, έριξα ένα τελευταίο βλέμμα προς το μπαλκόνι του. Το παράθυρό του άνοιξε κι ο Αλκίνοος βγήκε έξω. Κοκκάλωσα και έμεινα να τον κοιτάω. Οι κινήσεις του ήταν μηχανικές και το ύφος του αποφασιστικό. Κοιτούσε προς το μέρος μου. Για την ακρίβεια ήταν καρφωμένος στο μέρος μου, με ένα περίεργο βλέμμα, προσηλωμένο. Προχώρησε προς τα κάγκελα του μπαλκονιού.
«Ψίτ, Αλκίνοε... Έέέ Αλκίνοε», του είπα χαμηλόφωνα. Εκείνος, αφού στάθηκε με μάτια ορθάνοικτα, έγειρε πάνω στα κάγκελα και τότε κατάλαβα ότι ίσως και να μην με είχε προσεξει, ίσως και να μην είχε ακούσει καν που τον φώναξα. Κάτι δεν πήγαινε καλά.
Έκανα ένα βήμα πιο κοντά στο μπαλκόνι του και τότε εκείνος, δεν ξέρω πώς, σαν να παραδόθηκε στην βαρύτητα, έπεσε με την κοιλιά του στο πάνω μέρος των καγκέλων και κρεμάστηκε απ’ έξω. Εγώ έτρεξα και στάθηκα από κάτω με ένα άδειασμα στο στήθος.
«Τι στον διάολο κάνεις ρε Αλκίνοε;»
Το μπαλκόνι του δεν ήταν πολύ ψηλό για πρώτο όροφο, αλλά ούτε και πολύ χαμηλό. Αν έπεφτε από εκεί, δεν κινδύνευε τρομερά να χάσει την ζωή του, αλλά δεν είμαι σίγουρος πως κάτι τέτοιο δεν θα γινόταν. Φυσικά εξαρτάται από τον τρόπο που θα έπεφτε.
Δυστυχώς, μόνο στις ταινίες έχουν από κάτω σακούλες σκουπιδιών. Στα βιβλία συνήθως υπάρχει άνθρωπος. Κοίταξα χαμένος δεξιά-αριστερά και κάτι ψέλλισα για βοήθεια. Τι βοήθεια να ζητήσω! Ο Αλκίνοος κρεμόταν από το μπαλκόνι του, αλλά δεν είχε συνείδηση του τι του συνέβαινε. Σάλια έσταζαν από το στόμα του καθώς κρεμόταν και το πρόσωπό του είχε γίνει κατακόκκινο.
«Αλκίνοέέέ», του φώναξα πολύ δυνατά πλέον, γιατί τα αστεία είχαν τελειώσει και είχα κατατρομάξει. Έβαλα τις παλάμες μου στο πρόσωπο, ακουμπώντας τα μάγουλα μου καθώς κοιτούσα προς τα πάνω. Τα είχα χάσει εντελώς. Δεν ήξερα τι να κάνω.
Κρεμόταν αναίσθητος. Ήταν εντελώς παρανοϊκή η σκηνή.
«Ρε Αλκίνοε», του φώναξα, «μ’ ακούς; Τι κάνεις ρε φίλε; Έέ! Έέέέ! Έέέέέέέ!»
Εκείνος κάτι είπε, αλλά δεν είχε καμία συνοχή. Σκόρπιες λέξεις. Όπως κουνιόταν, έπεσε από την τσέπη τού πανωφοριού του το κινητό του και παραλίγο να με χτυπήσει στο πρόσωπο. Δεν έσπασε. Το μάζεψα αμέσως.
Με το που στρέφω το βλέμμα ξανά προς τα πάνω για να δω τι κάνει, λες και κάποια αόρατη δύναμη τον έσπρωξε, έγειρε μπροστά, και πλέον ήταν βεβαιο πως θα έπεφτε από το μπαλκόνι.
Μια σορός το κορμί του. Σαν υπνωτισμένος. Με ολύμπια ηρεμία, άπλωσα τα χέρια, όπως κρατά ο γαμπρός την νύφη, για να τον πιάσω. Όπως-όπως λύγισα τα πόδια, έβαλα δύναμη στα χέρια -τώρα έπρεπε να το κάνω να δουλέψει, είπα μέσα μου, πιάσ’ τον καλά Ιάσονα, τώρα είναι η στιγμή που πρέπει να σταθείς θαρραλέος- και εκείνος, πέφτοντας, χτύπησε το κεφάλι του σε έναν προεξέχοντα σωλήνα. Έχοντας βάλει τα χέρια μου σε κατάλληλη θέση, κατάφερα να ανακόψω την φόρα από την πτώση του και εν τέλει προσγειώθηκε ανώμαλα στο πεζοδρόμιο, αλλά με την ελάχιστη πρόσκρουση που θα μπορούσε να υποστεί.
Αν δεν ήμουν εγώ, θα είχε σκάσει με το κεφάλι. Πιθανόν να ήταν πολύ άσχημα τα πράγματα. Τον έπιασα και προσπάθησα να τον μεταφέρω. Κοίταξα ψηλά, τριγύρω, να δω αν κάποιος είχε θορυβηθεί ή ενδιαφερθεί από τις φωνές μου. Κανείς! Υποθέτω είναι συνηθισμένοι σε τέτοια σοκάκια να ακούγονται διάφορα -και πού να μπλέκεις. Καταλαβαίνω. Τι να έκανα; Έβγαλα το κινητό του από την τσέπη και έψαξα στις επαφές. Τηλεφώνησα στον πατέρα του και σε λίγο ήταν εδώ μαζί με ένα ασθενοφόρο. Ήταν χλωμός, κάτωχρος. Του είπα τι είχα παρατηρήσει και εκείνος δεν εξήγησε τίποτα, μόνο είπε πανικόβλητος:
«Το έχει ξαναπάθει, το έχει ξαναπάθει άλλη μια φορά όταν ήταν μικρός. Τα έλεγα εγώ στη μάνα του, τα έλεγα!»
16
Οι γιατροί του νοσοκομείου είπαν πως επρόκειτο για κάποια διαταραχή λόγω ψυχολογικής φόρτισης ή άγχους κατά την διάρκεια του ύπνου. Κανείς δεν ήξερε στα σίγουρα όμως. Κάτι σαν υπνοβασία, αλλά δεν κατάλαβα καλά. Πάντως ταίριαζαν απόλυτα όσα μου είπαν πως είχε πάθει μικρός, με όσα είχα δει.
Ο απολογισμός είναι πως είχα σώσει τον Αλκίνοο από πιθανό θάνατο. Πηγαίνοντας πίσω, στην αρχή της γνωριμίας μας, σκέφτηκα πως το γεγονός που είχε πυροδοτήσει την αλληλουχία όλων των γεγονότων, ήταν όταν εκέινη τη μέρα στη σχολή με είχε αποκαλέσει μπούμπη. Και αυτό εν ολίγοις του είχε σώσει τη ζωή σήμερα.
Χαμογέλασα με τον τρόπο που φαινομενικά τυχαία πράγματα συνυφαίνονται με τις επιλογές μας και έχουν έναν τέτοιο αντίκτυπο στον κόσμο μας. Σίγουρα δεν ήμουν πεταλούδα, αλλά ούτε και ο Αλκίνοος στην Κίνα. Είχαμε όμως σημαδέψει ο ένας τη ζωή του άλλου κι αυτό ήταν αδιαμφισβήτητο πλέον.
Μόνο που το περιστατικό εκείνης της νύχτας δεν ήταν το τελευταίο περίεργο που είδα να συμβαίνει. Όταν συνήλθε, άλλα γεγονότα άρχισαν να διαπλέκονται, λες και ο κόσμος είχε διαρρηχθεί. Λες και τα πάντα σηκώθηκαν και επανατοποθετήθηκαν.
Ή απλά, άλλη μια θεϊκή παρέμβαση, όπως εκείνες που περιέγραφε ο Αλκίνοος, είχε μόλις πραγματοποιηθεί. Αυτό, δεν το μάθαμε ποτέ όμως. Και πώς θα μπορούσαμε άλλωστε...
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου