Τετάρτη 9 Ιουλίου 2025

Ο αετός σηκώνει τον αέρα Σωτήρης Κακίσης εκδόσεις Βακχικόν η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ ΛΕΞΕΙΣ

 

Ο αετός σηκώνει τον αέρα

Σωτήρης Κακίσης

 εκδόσεις Βακχικόν

η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal

στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ ΛΕΞΕΙΣ

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ ΛΕΞΕΙΣ | Σκοτάδι σαν φως • Fractal


 

 

Σκοτάδι σαν φως

 

Μια αστείρευτη πηγή συγκινήσεων σε κάθε νέα γραφή του Σωτήρη Κακίση. Με φωνές που μοιάζει να έρχονται από πολύ μακριά, από την πάντοτε παρούσα παιδική ηλικία (ποτέ δεν τελειώνει αυτή όσο κι αν τα χρόνια την σπρώχνουν προς τα πίσω), από πρόσωπα που πάνω τους η πατίνα του χρόνου γράφει ακόμα όμορφα· ίσως γιατί η μνήμη ξέρει να τα διατηρεί ατσαλάκωτα, ίσως γιατί ακόμα εδώ βρίσκονται όπως τότε – με την ποίηση του Κακίση ποτέ δεν ξέρεις.

Με το έργο του Χρήστου Κεχαγιόγλου Άκρη των νερών να αγκαλιάζει το βιβλίο από το εξώφυλλο έως το οπισθόφυλλο, η πρόσφατη ποιητική συλλογή του Κακίση επιμένει με τα «κλειστά», τετραγωνισμένα στη μορφή ποιήματα, με μόνο τα πεζά γράμματα να σημειώνουν συχνά αιφνίδιες ανατροπές. Όπως αυτή που τιτλοφορεί και όλη τη συλλογή, με τον αετό να σηκώνει τον αέρα, είτε ζωντανός απλώνοντας ανοιχτές τις φτερούγες του, είτε χάρτινος επιδέξια λικνίζοντας την πλουμιστή ουρά του, με έναν σπάγκο μόνο να τον κρατά στη γη, αλλιώς φεύγει για πάντα, όπως ο πατέρας, όπως η παιδική ηλικία, με τον αέρα αμέτοχο να θαυμάζει την τόλμη του πετούμενου, έμβιου ή χάρτινου αδιακρίτως:

 

ο αέρας για τον αετό δεν ξέρει, δεν μπορεί τίποτα να πει. τα φτερά του τού ζωντανού, η ουρά του άλλου η χάρτινη, η αποκριάτικη αλλά μαγευτική, τον αέρα το ίδιο σπρώχνουν, το ίδιο βοηθάνε, το ίδιο τρυφερά παραμερίζουν. μόνο ένας σπάγκος από τόσων παιδιών τις εποχές, ένα στη γη πάνω τρέξιμο, ένας δικός μου πατέρας στην απέναντι όχθη να τον κρατάει ψηλά τον χάρτινο αετό, αυτός να τρέχει μαζί του, αυτός στην αρχή τον αέρα να διώχνει, να παραμερίζει. αυτός τον αετό μου ακόμα κι ως τώρα να δείχνει, να κρατάει.

 

Δεν ξέρω πώς το καταφέρνει και, μέσα σε λίγους στίχους πάντα, φτιάχνει κομμάτι κομμάτι το δικό του σύμπαν, με τα υλικά του σε απίστευτες αναμείξεις, με τις φράσεις του κοφτές εκεί που πρέπει να σταματούν βάζοντας τις τελείες. Κάθε φορά που θέλω να γράψω κάτι για την ποίηση αυτή, σκέφτομαι ότι τα έχω πει όλα. Κι όμως, πάντα, ξανά και ξανά τα ίδια τα λόγια του, με την κοινή τους μήτρα, ωστόσο όλα καινούργια, μου δείχνουν τον δρόμο, σαν να είναι πρωτοβάδιστος.



Στέκομαι στο παρακάτω ποίημα και λέω πως η αντίθεση ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι, διακριτά και τα δύο αυτά, όμως στη ματιά του Κακίση είναι ένα και το αυτό, έτσι όπως οι νεκροί βρίσκονται ολοζώντανοι μέσα στις λέξεις του, το παιδί ακόμα κρυφογελάει παιχνιδιάρικα στην ώριμη ηλικία του, η θάλασσα πλημμυρίζει τη στεριά, ένα με το χώμα, ο χρόνος κοροϊδεύει τη διάρκεια, επιμένοντας στο δικό του μέτρημα, που μόνο μέσα στην καλή ποίηση αποκτά «σώμα»:

 

εδώ το απόγευμα το δάσος χάνει το χρώμα του. φαίνεται κάπως κι απέξω σαν να ’ναι μέσα του, τα δέντρα γίνονται πολύ πιο επίσημα, πολύ πιο απειλητικά. δεν τα φοβάμαι ούτε το βράδυ, ούτε αργά τη νύχτα, ομολογώ. χωρίς να μπαίνω μέσα του, στο δάσος και τη νύχτα υπέροχα βλέπω και κυκλοφορώ, πρωινές σκιές άλλων παραμένουν παντού, όμως στα δέντρα από πίσω κρύβονται, προσπαθούν να εξαφανιστούν. όσοι  δεν βλέπουν και το σκοτάδι σαν φως, θέλω να πω.

 

Είναι και το καταπράσινο εξώφυλλο, είναι η θάλασσα που τη μνημονεύει και στην προμετωπίδα σαν ξεχασμένη αξία, σαν μια σανίδα σωτηρίας, σαν σωστική λέμβο:

 

πώς τυλιχτήκαμε έτσι,

σαν τους νεκρούς μια παγωνιά, μια πάχνη, κι ολωσδιόλου

ξεχάσαμε τη θάλασσα;

 

Σταματώ και σ’ αυτό το ποίημα του Κακίση, που ενσωματώνει (μέσα του το πιο πολύ) το νερό, τον αέρα, την πολύτιμη σιωπή των λέξεων, το χάρτινο σώμα τους, όλες τις αισθήσεις, και τη γεύση και την όσφρηση, με την Ελλάδα, τη δική του Ελλάδα, να επιλέγει, αυτή και όχι ο ποιητής, τι αξίζει να ειπωθεί.

 

Ελλάδα μικρή μου, κι εσύ εδώ, μ’ αυτό το νερό τον αέρα να μένεις, σ’ ενός δωματίου μόνο ολόκληρη τη σιωπή, τα λίγα λόγια, τα χαρτιά αυτά εδώ τα χάρτινα, τα τιποτένια, τα τίποτα. ποια μυρωδιά σου, ποια γεύση σου, εσύ να πεις, εσύ να διαλέξεις, ποιον ουρανό, ποια ώρα, ποια εποχή. και την πιο τρελή σου στιγμή αν θέλεις φέρ’ την εδώ, πάνω από τις γρίλιες, με το υπόλοιπό σου απέξω λίγο να μπαίνει, να σε ψάχνει, να σε θυμάται. εσύ όμως μ’ εμένα μόνο τώρα εδώ.

 

Τέλος, είναι και ο χειρόγραφος τίτλος στο εξώφυλλο της συλλογής, σαν ένα συνωμοτικό μειδίαμα για όποιον το εννοεί, σαν μια υπενθύμιση πως η ποίηση πάντα χειροποίητη είναι, και αυθόρμητη και αθώα των έτοιμων μοντέλων. Να, όπως και αυτό το κριτικό σημείωμα, που δεν το λες και αυθεντικά κριτικό. Κι όμως, έξω από θεωρίες της λογοτεχνίας και τεχνικές και τεχνάσματα ποικίλα, ίσως γράφονται οι πιο αυθεντικές αναγνώσεις. Και εν τέλει, μακάρι να είναι αυτό που μετράει πιο πολύ.

 

Διώνη  Δημητριάδου

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου