Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2015

            Μια ‘ανάγνωση’ στην ποιητική συλλογή
         «Κλινικά απών» της Χλόης Κουτσουμπέλη 
                          
                           (από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη)



Διαβάζοντας τα ποιήματα της εκλεκτής Χλόης Κουτσουμπέλη είχα την αίσθηση ότι έχω μπροστά μου μια ποιητική μελέτη στον Έρωτα. Σε όλες τις εκδοχές του, με όλες τις θετικές και αρνητικές εκφάνσεις του. Έρωτας με τις ανθρώπινες διαστάσεις του χωρίς ονειρικά ταξίδια και ρομαντισμό αδιέξοδο αλλά και ανέξοδο οπωσδήποτε. Γιατί, για να βάλεις τον έρωτα στον στίχο πρέπει να τον έχεις ζήσει, να έχεις σκιαχτεί βαθιά από τις αιχμηρές του γωνίες, να έχεις προχωρήσει εκεί που περπατάς παρά τις συμβουλές για οπισθοχώρηση, να έχεις αντικρίσει κατάματα τη ματαίωση των ψευδαισθήσεων. Γήινη είναι η ποίηση εδώ, χωμάτινη. Γι’ αυτό και σπουδαία.

Μπορεί ο έρωτας να είναι ‘κατεψυγμένος’; Μπορεί να συντηρείται; Κι όμως

«Πολλοί άνθρωποι κάνουν συλλογή
από τέτοια διάφανα βαζάκια Χωρίς συντηρητικά γράφει απέξω η ετικέτα» (Η κονσέρβα)

υπονοώντας ότι εδώ δεν υπάρχουν δάκρυα να λειτουργήσουν ως συντηρητικά παλιών ερώτων.

Παράνομος, μπορεί να είναι; Σκληρή, φυσικά, η αποτίμησή του

«Έξω στον δρόμο
ένας γερανός σήκωνε το όνειρο.» (Παράνομο παρκάρισμα)

Ματαιωμένος, τις περισσότερες φορές

«…Και όταν ερχόμουν
θα σ’ αγκάλιαζα
αν δεν υπήρχε το σιδερένιο τραπεζάκι ανάμεσα…» (Ματαίωση)

Στοιχειωμένος; Ο χειρότερος.

«Οι στοιχειωμένοι έρωτες
κοιμούνται σε σεντούκια
με το ένα μάτι μισόκλειστο
σε αργή αναμονή» (Οι στοιχειωμένοι έρωτες)

Μέσα στο ερωτικό σύμπαν ψάχνει να κάνει τον απολογισμό και συναντά τους άλλους τεθλιμμένους, εκλεκτούς της ηδονής, σε συγγενική σχέση μαζί της και σε κοινή εκτίμηση

«…στο λήμμα αγάπη
διαβάζουμε πάντα λάθος το συνώνυμο» (Εκλεκτικές συγγένειες)

Μα πάλι, μπορεί το λάθος να έγινε στην παιδική ηλικία. Μπορεί να φταίει εκείνο το παιδί που δεν μεγάλωσε, που λάθεψε στα παιχνίδια του, δεν ‘διάβασε’ σωστά τα μηνύματα που του έστελναν μέσα από τα γυάλινα μάτια τους

«Πρόσεχε τα Σάββατα
μου έγνεφαν,
είναι πάντα ξεκούρδιστα» (Εκ των υστέρων)

Όμως η συνειδητοποίηση έρχεται έστω και αργά

«Στο αγώνισμα της μονομαχίας
δεν έχει σημασία η παιδική σου ηλικία
αυτό που έχει σημασία
είναι ο αντίπαλος με το κοντάρι…» (Το αγώνισμα της μονομαχίας)


Ίσως τότε,

«Υπήρξε λάθος του κατασκευαστή απ’ την αρχή.
Ο Κήπος ήταν ναρκοθετημένος με μήλα που εύκολα αναφλέγονταν
Η Κιβωτός είχε ρωγμές και βούλιαζε
Η ποσότητα ελπίδας που διοχετεύτηκε
στην αγορά ήταν ελαττωματική
Κι όμως υπήρχαν άνθρωποι μέσα στους αιώνες
παράλογα και ανόητα γενναίοι
που αψήφησαν την βέβαιη ήττα
άγγιξαν ξένο κορμί, δικό τους
άλλη ψυχή, οικεία
και με ένα φιλί
σταγόνα βουλοκέρι
σφράγισαν τον Χρόνο.» (Η γοητεία της βέβαιης ήττας)




Ξεκάθαρο προβάλλει το συμπέρασμα: Ο έρωτας ‘κλινικά απών’ (οπωσδήποτε με το δισήμαντο της έννοιας) οδηγεί αναπόφευκτα στη μοναξιά του ποιητικού υποκειμένου. Μια μοναξιά που γράφεται στις σελίδες με αλληγορίες, με εναλλαγή του ρεαλιστικού τοπίου με το υπερρεαλιστικό, με φειδωλή χρήση των σημείων στίξης, έτσι που να σχηματίζεται ένα τοπίο κοφτό, ελλειπτικό, ελεύθερο στον αναγνώστη να διαβαστεί με τις δικές του απορίες και τις παύσεις.
Αυτή τη μοναχική αίσθηση, ως απόηχο του βιωμένου έρωτα, αυτή τη μοναξιά μέσα στον έρωτα με ή χωρίς την παρουσία του άλλου

«…Έτσι κι αλλιώς
πάντα με την σκιά μας
πλαγιάζουμε τις νύχτες» (Το τηλεφώνημα)

 έρχεται να εκφράσει η ποίηση

«γιατί οι λέξεις ήταν πιο αναπαυτικές από τις πράξεις» (Συμπτώσεις)
και
«γιατί η τέχνη είναι πάντα η οροφή που λείπει» (Τέχνη)

Έτσι η ποιήτρια μέσω της ποιητικής της τέχνης δίνει και την κατακλείδα σ’ αυτή τη ‘μελέτη περί έρωτος’

«Δεν είχε παιδική ηλικία και αυτό του επέτρεπε να διαπερνά τους τοίχους αλώβητος. Επίσης διατηρούσε την κατάλληλη θερμοκρασία ώστε να μην υπάρξει ποτέ οργιώδης βλάστηση στο θερμοκήπιο μέσα του. Κάποτε μια γυναίκα έβαλε το χέρι της μέσα στο κορμί του και κάτι σχίστηκε στο στέρνο του. Της έγραψε τότε ένα γράμμα. Αγαπημένη μου, της μήνυσε, θέλω να σε φωτογραφίσω για το αρχείο που κρατώ. Να έρθεις αύριο στο στούντιο, να φοράς ένα λευκό φουστάνι και λευκά εσώρουχα, να έχεις κότσο τα μαλλιά. Να κρατάς μια ομπρέλα και να διαλύεσαι απαλά όπως παλιά δαντέλα. Να μυρίζεις γιασεμί. Θα κάνουμε έρωτα σε ένα σιδερένιο κρεβάτι. Θα λύσεις τα μαλλιά σου και θα κλαις. Την ώρα του αποχαιρετισμού θα αρνηθώ κάθε ανάμειξη. Γιατί όταν εσύ θα μπαίνεις στην φωτογραφία, εγώ πάντα θα είμαι πίσω από τον φακό.» (Το σιδερένιο κρεβάτι)

Ίσως, τελικά,  αυτό να είναι το πρόβλημα στον έρωτα. Η μοναχική στιγμή που αντιλαμβάνεσαι ότι υπάρχουν δύο θέσεις (ποτέ μία) και εσύ διαλέγεις, όπως πάντα, αυτήν μπροστά στον φακό. Και αφήνεσαι στην αυταπάτη ότι όλα τα όμορφα και τα εκστατικά γίνονται εκεί, στο άπλετο φως. Στη σκοτεινή πλευρά, όμως, συντελούνται τα άλλα θαύματα, τα αόρατα με γυμνό και εύπιστο μυαλό. Και αυτά είναι τα πιο σκληρά, τα σιδερένια και αδιαπέραστα για την αφελή οπτική. Που πάντοτε χάνει το παιχνίδι.
Αυτά τα θαύματα, τα συντελούμενα στο σκηνικό του έρωτα, μας έδειξε η Χλόη Κουτσουμπέλη στα ποιήματά της. Και, περιέργως, αυτός ο κλινικά απών’ εξακολουθεί μετά την ανάγνωση να αναπνέει, να επιμένει, να σαγηνεύει και να προκαλεί. Πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς;

(Διώνη Δημητριάδου)








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου