Μεταπολεμική γερμανική ποίηση - μια
ερμηνεία
(με δύο ποιήματα σε μετάφραση/απόδοση
της Διώνης Δημητριάδου)
Τα δύο γερμανικά ποιήματα
που παρατίθενται μεταφρασμένα στη συνέχεια αποτελούν, κατά τη γνώμη μου,
δείγματα δύο τάσεων στη γερμανική λογοτεχνική δημιουργία μετά τον Β΄ παγκόσμιο
πόλεμο.
Η πρώτη τάση αποπνέει όλη
την ενοχή των Γερμανών μετά τον πόλεμο για τα όσα χρεώθηκαν -με άμεσο ή έμμεσο
τρόπο- από την κατάπτυστη ναζιστική λογική. Αυτή η ενοχική αίσθηση κατευθύνει
τις πνευματικές τους αναζητήσεις. Είναι αυτή η αίσθηση των αναπάντητων εσωτερικών
ερωτημάτων που καθοδηγεί τον Piontek στα 1962, σε ώριμη ηλικία, να γράψει για τη
γενιά του και να δηλώσει:
«σύντομα θα ξεμπερδέψουμε με το δικό τους
αίμα».
Από την άλλη, ένα άλλο
ρεύμα, μια άλλη τάση κατευθύνει την πένα των λογοτεχνών εκεί όπου και των άλλων
Ευρωπαίων: στο κίνημα αμφισβήτησης της δεκαετίας του ’60. Προς τα εκεί
προσανατολίζεται και η Hannsmann στα 1968 και μας δίνει την εξαίρετη «Αντιγόνη» της, αντλώντας το
θέμα της παραδοσιακά, ως Γερμανίδα, από το αρχαίο ελληνικό παρελθόν. Επιχειρεί,
όμως, την αναγωγή της στη σύγχρονή της πραγματικότητα και, έτσι, η Αντιγόνη δεν
έχει απέναντί της πια τον Κρέοντα αλλά τον κάθε τύραννο, εκφράζοντας με τον
δικό της τρόπο το κλασικό ερώτημα του κάθε αμφισβητία:
οι
επαναστατημένοι αυτού του κόσμου με τον θάνατό τους δίνουν ζωή και
υπόσταση στους τυράννους;
Τους
δίνουν «αθανασία» ;
Αντιγόνη (φοιτήτρια 1968)
Margarete Hannsmann
Μια και είμαι νέα, Κρέοντα,
ο θάνατος δικός μου είναι.
Εσύ δεν έχεις πια καιρό γι’ αυτόν.
Να το μειονέκτημά σου:
Η λογική σου γέρασε πολύ.
Ζηλεύεις γιατί θέλεις να με σώσεις.
Μα εγώ τον θάνατό μου θέλω.
Μακάρι η ζωή μου να μη
με κάνει όμοια με σένα
και με τον λαό σου.
Δεν σας έχω ανάγκη εγώ.
Από τη Θήβα η κραυγή μου
φθάνει στην Πράγα, τις Βρυξέλλες,
τη Βαρσοβία, το Βερολίνο,
το Παρίσι.
Η στιγμή
ο χρόνος μου
ο Θεός μου
η πράξη μου.
Από τη μια κραυγή στην άλλη φτάνει.
Εσείς στο μεταξύ γυρίστε σπίτι.
Δεν μ’ έχετε ανάγκη πια.
Τον χρόνο μου τον σβήσατε
κι έτσι μπορεί να μείνει
για πάντα.
Άχρονος.
Κρέοντα, κοιτάξου μέσα μου
σαν σε καθρέφτη.
Ο θάνατός
μου
δίνει ζωή
σε σένα.
Αθάνατος.
Αυτοί που
προσέχουν
Heinz Piontek
Της ηλικίας μου ανθρώπους γνώρισα.
Δεν κάνουν ερωτήσεις
δεν δίνουν απαντήσεις
και με γυναίκες
που η καρδιά τους δένεται
δεν θέλουν να ζουν μαζί
κάτω απ’ τη ίδια στέγη.
Το εισόδημά τους μέτριο
οι τρόποι τους ευχάριστοι
τα ρούχα τους ιταλικά
τα ράβουνε γι’ αυτούς
ραφτάδες επιδέξιοι.
Εδώ σας δείχνω έναν απ’ αυτούς:
Νύχτες με υποψία βροχής
πηγαίνει με τα πόδια.
Η πόλη αριστερά, δεξιά, νεκρή
σαν να ήτανε συναγερμός.
Κι όμως για κάμποσο καιρό
πόλεμος πια δεν υπάρχει.
Και βγάζει το καπέλο του
για κάποιον αργοπορημένο φίλο.
Θα ήθελε με ‘κείνον
τη δική του απορία να μοιραστεί.
Αυτό, τίποτε άλλο.
Ελέγχουνε τη διεύθυνση του αέρα
Απ’ τον καπνό πάνω στις στέγες.
Αλίμονο, να σκέφτεσαι πολιτικά!
«Δεν έχουμε τη δύναμη» έτσι
σου λένε
«οι άλλοι μπορούν να απαγγέλλουν στίχους
και στίχους να γράφουν.
Εμείς πίσω δεν κάνουμε, μα δεν αντέχουμε άλλο».
Να! δείτε, γυρίζει
με τη βροχή που έρχεται
με το κεφάλι δροσερό
ανάμεσα σε δάκρυα και σε φιλιά
μες στο σκοτάδι
τον δικό του φόβο χτίζει.
Γιατί οι καιροί αλλάζουνε
κανένα όνομα δεν μένει ξεχασμένο
καμιά πέτρα πάνω στην άλλη.
Και σύντομα θα ξεμπερδέψουμε με το δικό τους αίμα…
Αυτά είδα κι άκουσα
Γι’ ανθρώπους της δικής μου ηλικίας.
(εικόνα: "Τα πουλιά", Χίτσκοκ, 1963)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου