Ο ποιητής και η ενοχή
ή αλλιώς
ο καθένας
από τη θέση του
Στον Λουκά Κούσουλα
Ιωάννης Συκουτρής |
Η θέση του ποιητή, όπως και
κάθε αληθινού διανοητή, είναι ξεχωριστή, διακριτή αλλά και μοναχική. Ο Ιωάννης
Συκουτρής έγραφε το 1935: «Του διανοουμένου η θέσις δεν είναι να
εισέλθη και ν’αφήση να τον παρασύρη το ρεύμα, όπως το κοπάδι, αλλά να το
επισκοπή, να το μετρά εις μεγάλην, κατά το δυνατόν, έκτασιν του ρου του.
Τοιαύτη, όμως, επισκόπησις, όπως κάθε πνευματική εργασία, απομονώνει…Πρέπει να
έχει την υπερηφάνειαν της θέσεώς του ως ηγέτου, ακόμη και την επίγνωσιν ότι το
προνόμιόν του είναι όχι να δρα εις τον σάλαγον της καθημερινότητος, αλλά να
βλέπει πέραν απ’ αυτήν και να εξαγγέλλη ό,τι βλέπει -έστω και με τον κίνδυνον να
μην ακουσθή ποτέ».
Σε δύσκολες, όμως, εποχές, που όλοι δοκιμάζονται,
δοκιμάζοντας την αντοχή τους και τις θέσεις τους, ποια είναι η θέση του
ποιητή-διανοητή; Τότε δεν θα απαιτούσαν οι καιροί τη συμμετοχή του, και μάλιστα
στην πρώτη γραμμή; Και όταν αυτή τη συμμετοχή δεν τη βλέπουμε, τότε πώς
δικαιώνει αυτός την ξεχωριστή του τοποθέτηση στην κοινωνική ομάδα; Ή για να το
πούμε αλλιώς, πώς θα είναι σε θέση να επισκοπεί και να εξαγγέλλει, αν ο ίδιος
ποτέ δεν δοκίμασε το ποιον του ρου του ποταμού; Δύσκολα συνδυάζονται κάποιες
έννοιες, ιδίως αν απαιτούν εφαρμογή σε συγκεκριμένη πράξη και όχι στείρα θεωρία
-κι ας μην εννοηθεί εδώ ότι μπορεί ποτέ να υποβιβασθεί η αξία της θεωρητικής
θεμελίωσης κάθε πράξης. Ο Αλέκος Κοντόπουλος είχε προσπαθήσει να
αποδώσει αυτόν τον ξεχωριστό ρόλο του πνευματικού ανθρώπου ονομάζοντάς τον
ταυτόχρονα κοινωνικό αλλά και αντικοινωνικό -νομίζω για τους ειδήμονες δεν
απαιτείται αποσαφήνιση του ευφυούς αυτού συγχρονισμού. Ας αντιπαραθέσουν την
άλλη άποψη: «Αυτά που μ’αρέσουν είναι και η μοναξιά μου.
Δεν σιμώνει κανένας.» του Οδυσσέα Ελύτη. Όπως το βιώνει κανείς…
Ο Γιώργος Σεφέρης μας δίνει υλικό για
στοχασμό επί αυτού του θέματος. Τον Οκτώβριο του 1944, επιστρέφοντας στην
Ελλάδα από τη Μέση Ανατολή, όπου παρέμεινε σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής,
νιώθει την ανάγκη να μιλήσει, να καταθέσει το βάρος που νιώθει μέσα του.
Βιάζεται να ν’ ανοίξει την καρδιά του και να μιλήσει για πράγματα που ομολογείς
δύσκολα. Η ενοχή που τον βαραίνει ανοίγεται μπροστά μας στο χαμηλόφωνο,
εξομολογητικό του ποίημα «Ο τελευταίος σταθμός». Πού ήταν ο
ίδιος, όταν οι Έλληνες δοκιμάζονταν κάτω από αντίξοες συνθήκες στην πατρίδα;
Ήταν μαζί με όλους αυτούς που παρέμειναν μακριά, επισκοπώντας και ρητορεύοντας,
και επιστρέφουν τώρα «για να καρπωθούν το αίμα των άλλων».
Ιδιοτέλεια; Κακές συνήθειες; Δόλος και απάτη; Τι απ’ όλα αυτά; Νιώθει τόσο
διαφορετικός από τον Μιχάλη, που τον άφησε να προχωράει στα σκοτεινά, σαν ήρωας
που ήταν.
Αν μεταφερθούμε λίγα χρόνια
αργότερα, στα μετεμφυλιακά χρόνια, θα ακούσουμε μια άλλη χαμηλόφωνη θλίψη και
εσωτερική ενοχή, αυτή του Τάκη Σινόπουλου στο ποίημά του «Ο
Φίλιππος» (δημοσιευμένο στα 1957).
Είναι ο Φίλιππος που τον κοιτάει στα μάτια και του ζητάει να του δείξει το
αληθινό του πρόσωπο. Και αυτός του πρόσφερε λάφυρα και σειρήνες. Και ο Φίλιππος
έφυγε αμετάκλητα, άφησε πίσω του τον ποιητή να αναρωτιέται «ποιο είναι το
δίκιο του πολεμιστή», ρίψασπις ο ίδιος. Δεν ακολούθησε τον Φίλιππο,
όπως άλλωστε δεν μπήκε στη φωτιά με τον «Καιόμενο» (ποίημα της
ίδιας εποχής αλλά και της ίδιας ενοχής). Έμεινε μετέωρος -«ο ποιητής
μοιράζεται στα δυο»- ανάμεσα σε δύο κόσμους: αυτόν της άνευ όρων
υπεράσπισης των ιδανικών και αυτόν του συμβιβασμού και της αμέτοχης ρητορείας.
Όντως μας προβληματίζουν οι δύο περιπτώσεις.
Είναι ο Σεφέρης που έγραψε για τον ποιητή ότι «είναι από τα
πιο υπεύθυνα όντα που γεννιούνται επί της γης». Κι αν είναι έτσι, τότε
ποια η ευθύνη του; Μπορεί να νοηθεί χωρίς τη συμμετοχή του, χωρίς το «λέρωμα
μέσα στην πολιτική πράξη», όπως εύστοχα καταθέτει ο Μανόλης
Αναγνωστάκης; Από την άλλη, κάποιοι έπρεπε να περισωθούν στους δύσκολους καιρούς,
για να μιλάνε σήμερα -ή κάπως έτσι η σκέψη του άλλου ποιητή, του Τίτου
Πατρίκιου.
Ο
ποιητής, απέναντι σε όλους αυτούς που ούτε νιώθουν ένοχοι ούτε αντιλαμβάνονται
το βάρος τόσων νεκρών μέσα τους, δηλώνει πως είναι και υπεύθυνος και
ευαίσθητος. Καταγράφει την ενοχή του, και αυτή η κατάθεση ψυχής τον
απενοχοποιεί. Διασώζει μέσα στα γραφτά του τον Μιχάλη, τον Φίλιππο, και αυτός ο
καθορισμός των ορίων του ήρωα τον δικαιώνει. Δεν είναι μέσα στη φωτιά, μιλάει
όμως γι’ αυτήν, την ώρα που άλλοι το αποφεύγουν. Δεν ανεβαίνει τα λαμπερά
βουνά, όπως ο Φίλιππος, όμως βιώνει το μαύρο σκοτάδι της κενότητας στην «κούφια
Λάρισα». Μένει μόνος να ερμηνεύει το αλφαβητάρι των άστρων, και
φτιάχνει αλληγορίες για να μιλήσει, γιατί «η φρίκη δύσκολα κουβεντιάζεται».
Ακόμη ένοχος ο ποιητής; Για ποιο πράγμα αλήθεια; Οι άλλοι εφησυχάζουν
καθισμένοι στις δάφνες που προορίζονταν για τους ήρωες. Απουσιάζουν από τη ζωή
τους τα οράματα, και όμως αυτοί δηλώνουν οραματιστές. Τουλάχιστον ο ποιητής
ξέρει να διαχωρίζεται από τους ήρωες. «Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά». Ο
ήρωας πετιέται μπροστά νομίζοντας πως οι άλλοι θα τον ακολουθήσουν· την ώρα που
αποφασίζει να κάνει αυτό το βήμα που μέλλει να τον ξεχωρίσει από τη μάζα, αυτήν
ακριβώς την ώρα, δεν ξέρει ότι είναι ήρωας. Νομίζει ότι κάνει αυτό που
αυτονόητα θα κάνουν όλοι! Στρέφει το κεφάλι του και τότε αντιλαμβάνεται ότι
είναι μόνος· οι άλλοι δεν ακολούθησαν, και αυτός πια δεν μπορεί να γυρίσει
πίσω. Βαδίζει στα σκοτεινά, γιατί μπροστά του δεν προχωράει κανείς να του
ανοίγει και να του φωτίζει τον δρόμο· ίσα ίσα ο ίδιος είναι ο πυρσός που
φωτίζει τον δρόμο για τους υπόλοιπους.
Και ο ποιητής δείχνει σε μας
τους υπόλοιπους ένα δρόμο. Καταθέτει την ενοχή του, που δεν μπήκε ο ίδιος
πρώτος· εξομολογείται και παραδέχεται την ήττα του. Το ήθος του είναι που
ανοίγει το δύσκολο μονοπάτι προς την αλήθεια, που κατευθύνει στη θέαση των λίγων και ξεχωριστών. Ο ποιητής
με το ποίημά του, αυτή τη μοναδική κατάθεση, μεταθέτει την ευθύνη σε μας τους
υπόλοιπους. Αυτός το χρέος του το έκανε. Εμείς τι κάνουμε;
[Το κείμενο αυτό προέκυψε συνειρμικά μετά από την ανάγνωση ενός αφηγήματος -μικρού αλλά τόσο περιεκτικού- του Λουκά Κούσουλα (Χρονικό της επταετίας), στο οποίο καταθέτει τη δική του αλήθεια απέναντι σε μια πιο ηρωική στάση άλλων συνομήλικων και ομοφρονούντων. Η ευθύνη του διανοητή είναι που διασώζει, έστω κι έτσι, τη μνήμη του Νικηφόρου Μανδηλαρά, σε πείσμα όλων αυτών που πολύ θα ήθελαν τέτοια ονόματα να ξεχαστούν. Ο καθένας από τη θέση που επέλεξε (ή που αποδέχθηκε) δείχνει δρόμους ανοιχτούς. Και αυτό έχει μεγάλη σημασία.]
Διώνη Δημητριάδου
(από τη συλλογή δοκιμίων "Το ύφος και το ήθος", εκδόσεις Νοών, 2010)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου