Μια ‘ανάγνωση’ στην ποιητική συλλογή
«Στο λάμδα των χελιδονιών»
της Ελένης Κοφτερού,
από τις "Εκδόσεις των Φίλων"
Μπορείς με λίγες
λέξεις να αποδώσεις το περιεχόμενο μιας ποιητικής συλλογής; Να βρεις τις
συνδετικές ραφές των στίχων, να ανιχνεύσεις το κρυφό νήμα που ενώνει καταλυτικά
τις εικόνες τους; Αληθινά δεν γνωρίζω. Όμως, διαβάζοντας τα ποιήματα της Ελένης
Κοφτερού στην τελευταία αυτή ποιητική της ‘έκθεση’, μου έρχονται εύκολα οι
λέξεις: έρωτας, θλίψη, μοναξιά, θάνατος.
Οπωσδήποτε έννοιες ιδιαίτερα αγαπητές σε πολλούς θεράποντες
της ποίησης. Το ενδιαφέρον με τη συγκεκριμένη ποιήτρια είναι ότι καταφέρνει να
προσδώσει στο περιεχόμενό τους μια λεπτή ποιότητα απολύτως προσωπική, η οποία τελικά
μεταλλάσσει την ουσία τους φθάνοντας σε μερικές περιπτώσεις ως την αναίρεσή
τους, θα τολμούσα να πω.
Έτσι, ο έρωτας,
που ως έκδηλο εσωτερικό αίσθημα κυριαρχεί στην πρώτη ενότητα (από τις τρεις που
απαρτίζουν τη συλλογή) ενώ έχει ξεκάθαρο ‘σώμα’ και αναπνέει ρεαλιστικά μέσα
στους στίχους, δεν επιτρέπει το πάθος να παραβιάσει το στεγανό του περιτύλιγμα.
Πρόκειται για έρωτα κατασταλαγμένο, ήρεμο και βέβαιο για τον δρόμο που περπατά.
Ψάχνεις μέσα από μεταφορικούς στίχους να ξεσκεπάσεις το πάσχον πρόσωπο
«…
κι είδα
μικρό έναν σκαντζόχοιρο
σφιχτά να αγκαλιάζει τη χελώνα
χωρίς καθόλου φόβο
μόνο με εξαίσιες
του πάθους νύξεις»
(Ο χωροχρόνος του φόβου)
Η θλίψη,
κυκλοφορεί σε υπόκωφους ήχους, χωρίς να φθάνει σε ξεσπάσματα, δικαιολογημένα
από κάποιο πένθος που διακρίνεται υπαινικτικά σε μερικά ποιήματα.
«…
αναζητώντας τη μέσα ζωή
τον υπόκωφο ψίθυρο των καχεκτικών κλαδιών
…»
(Δρόμοι)
Παραμένει, ωστόσο εκεί για να υπενθυμίζει ότι ίσως ποίημα
χαρούμενο ποτέ δεν γράφτηκε αλλά και πηγή για τον ευαίσθητο δέκτη των ποιητών
ποτέ δεν ήταν η ευτυχία και η γαλήνη.
Η μοναξιά, που επίσης
αναγνωρίζεται πίσω από τις λέξεις,
«…
Τυχαίο δεν είναι ότι
το ‘κρυφτό το πρώτο μας παιχνίδι γίνεται
και ύστερα
με το κουτσό
μονάχοι πορευόμαστε.»
(Το κρυφτό και το
κουτσό)
μοιάζει να αναιρείται από την παρουσία στο ποίημα προσώπων
που αποπνέουν ζεστή οικειότητα προς την ποιήτρια. Σε κάνει να σκεφθείς πως δεν
τη χαρακτηρίζει η μοναχικότητα. Από την άλλη σταθμίζεις και την περίπτωση της εσωτερικής
βίωσης της απώλειας, που πάντοτε μένει στην άκρη του μυαλού, όταν διαβάζουμε
ποίηση.
Αυτό το τελευταίο οδηγεί και στο θέμα του θανάτου, που παρουσιάζεται εδώ κι εκεί
στην ποίηση της Ελένης Κοφτερού, για να επιβεβαιώσει, με τη σειρά του, την
αίσθηση του άφευκτου, του αναπότρεπτου.
Εδώ η ποιήτρια φαίνεται περισσότερο να αγγίζεται από το
βάρος του, ακόμη κι όταν αναζητά τα ίχνη του σε παραμύθια, σε μυθικά πρόσωπα. Με
πιο ευθύ τρόπο θα μιλήσει στην έξοχη «Νύχτα Χριστουγέννων»
«Αγαπημένε μου, το ξέρω
αν εκεί πάνω δεν έχεις βρει
μιαν αξιοπρεπή δανειστική βιβλιοθήκη
στυφή η ανία σου
κι από τον θάνατο πιο ανυπόφορη
…»
Αλλά και εδώ:
«Γιατί μου δείχνεις μόνο τις φωτιές
και κρύβεις τ’ ανθρωπάκια τ’ ουρανού
που τσουρουφλίζουν τα φτερά τους;
πρέπει διαρκώς θνητότητα
να είναι το σημαίνον;»
(Εν είδει απογευματινής προσευχής)
Δεν είναι, όμως, αποστασιοποιημένη από την αληθινή ζωή η
ποίησή της. Κάθε άλλο μάλιστα. Με καθαρό λόγο, χωρίς να πετάει πάνω από την
πραγματικότητα, η ποιήτρια κατορθώνει να μας οδηγήσει στη δική της προσωπική
άποψη για τα στιχουργήματα. Στην τρίτη ενότητα της συλλογής της μας δίνει
στοιχεία επαρκή για να κατανοήσουμε την ‘ποιητική’ της, την άποψή της για την
Ποίηση, τον ρόλο του ποιητή αλλά και τα εργαλεία για να γραφτεί ένα ποίημα.
«Δεν είναι βολικό το ξέρω
να αγαπάς τους
ποιητές
πάντα στο ποίημα θα ενδίδουν
και θα υποχωρούν
στις λέξεις πανηγυρικά θα παραδίδονται
κι όταν καμιά φορά αναδιπλώνονται
υψώνοντας σημαία τα λευκά τους χέρια
οι στίχοι θα καραδοκούν
με ρίμες
εκμαυλιστικές
…»
(Κι οι ποιητές ενδίδουν)
Τώρα γίνεται διαυγέστερη η ποιητική της άποψη. Το ποίημα
είναι πάντα εδώ για να δηλώσει όσα ανιχνεύονται από τον ποιητή, αρκεί να
στρωθούν σωστά οι λέξεις, με καθαρότητα και σαφήνεια.
«…
Λέξεις και στίχους
να προφτάσεις να μυρώσεις
προτού αυτοί αναληφθούν»
(Ανάσταση)
«…
Τα πάντα εδώ.
Γιατί λοιπόν αργοπορεί το ποίημα;»
(Κι άλλη αργοπορία ποιήματος)
Στη δεύτερη και στην τρίτη ενότητα το στοιχείο του έρωτα
υποχωρεί και διατηρείται υπαινικτικά πίσω από άλλα θέματα που ενδιαφέρουν την
ποιήτρια, αφήνοντας χώρο και για πολιτικό στίχο με μνήμες ιστορικές. Προσωπικά,
βρίσκω αυτές τις απόπειρες από τις καλύτερες της συλλογής.
«Όταν γυρίζανε το βράδυ στις σκηνές τους
οι εξόριστοι της Μακρονήσου
(όσοι γλιτώνανε την απομόνωση)
έβγαζαν από πάν τους τα λερωμένα
ρούχα της άγριας
ερημιάς
κι έπειτα
διάβαζαν Όμηρο και Σαίξπηρ
Παλαμά, Πάμπλο Νερούντα
χωρίς λέξεις και βιβλία.
…»
(Οι εξόριστοι της Μακρονήσου)
Η ποίηση της Ελένης Κοφτερού είναι μια ιδιωτική περισσότερο υπόθεση
(όπως αναπόφευκτα πιστεύω πως είναι πρωτίστως η ποίηση) η οποία προσφέρεται με
έντιμο τρόπο στον αναγνώστη. Δεν υπερβάλλει, δεν μεταμορφώνει τα γνήσια
αισθήματα σε προσποιητά περίπλοκα. Έτσι βρίσκει τον στόχο της απευθυνόμενη σε
όσους ανακαλύπτουν μέσα στους στίχους της τις δικές τους μνήμες, απώλειες και
ευαισθησίες.
Αυτό το ‘λάμδα των χελιδονιών’, το άνοιγμα το ψαλιδωτό της ουράς τους,
επιτρέπει την απογείωση αλλά και το σταθερό, βέβαιο πέταγμα. Τόσο για τα
χελιδόνια όσο και για τη συγκεκριμένη ποιητική ‘κατάθεση’.
Διώνη Δημητριάδου
Να συγχαρώ και τις δύο κυρίες!
ΑπάντησηΔιαγραφή