Το
ιστολόγιο «Με ανοιχτά βιβλία» φιλοξενεί ένα διήγημα του Δημήτρη Μπούκουρα.
Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ
Όλη τη μέρα στη δουλειά δεν μπόρεσε να
συγκεντρωθεί… Ήταν η προσμονή που
έκανε τον χρόνο να κυλάει βασανιστικά αργά.
Εεε δεν ήταν και μικρό πράγμα… Κάθισε και μέτρησε τα χρόνια για μιαν
ακόμη φορά. Τα χρόνια που πέρασαν από τότες: Εξήντα ολόκληρα χρόνια!... Πότε μωρέ ήσαν πιτσιρίκια
και έπαιζαν ανέμελα στο ρέμα της Πικροδάφνης, στο Φάληρο, κυνηγώντας
πεταλούδες, μαζεύοντας χρυσόμυγες και κλέβοντας αχλάδια από το χτήμα του
μπάρμπα Θωμά… Οι απέραντες αλάνες είχαν γίνει τώρα πια απρόσωπες πολυκατοικίες…
Και οι κάτοικοι, όλοι άγνωστοι μεταξύ τους… Ποιος ζει; Ποιος πεθαίνει; Προχτές
ήταν που κάποιοι συζητούσαν στο μίνι μάρκετ:
-Ρε συ; Ξέρεις ποιος πέθανε;
-Ποιος;
- Ο Νίκος…
- Ποιος Νίκος;
- Ο ψηλός με το μουστακάκι;
- ……………
- Αυτός, ρε, με το κόκκινο Τογιότα…
- Αααααα………
Έτσι γνωρίζονταν τώρα οι άνθρωποι: «Αυτός
με το κόκκινο Τογιότα… Αυτός με το σκυλί το λαμπραντόρ»…
Τα ζεστά αυγουστιάτικα απογεύματα, πήγαιναν
για μπάνιο στην παραλία, στο Καλαμάκι… Και αργότερα, στο σπίτι, έπαιζαν όλα τα
παιχνίδια εκείνου του αλησμόνητου παιδικού ρεπερτορίου: Μπερλίνα, στρατιωτάκια ακούνητα και αμίλητα,
«Βασιλιά – Βασιλιά τι δουλειά»… Ερχόταν ο αξάδερφος του από την Αθήνα για να
παραθερίσουν στην εξοχή… Αυτό ήταν το Φάληρο
τότες. Εξοχή… Περνούσαν δύο αλησμόνητους μήνες μαζί ζώντας την τρέλα των
παιδικών χρόνων… Και κάποτε όλα τελείωναν καθώς θα άρχιζαν τα σχολεία και ερχόταν
η στιγμή του αποχωρισμού. «Άντε… Του χρόνου πάλι»… Και το δάκρυ έτρεχε
κορόμηλο. Έκλαιγαν οι μικροί, έκλαιγαν και οι μεγάλοι. Ώσπου δεν άργησε να έρθει
και ο μεγάλος ο αποχαιρετισμός… Η φτώχεια που μάστιζε τότες μετά τον πόλεμο τη
χώρα, οδήγησε τους γονείς του Πέτρου να τον στείλουν στην Αμερική, «να έχει
καλλίτερη τύχη το παιδί»…
Με αυτά και με αυτά, πέρασε η ώρα, και -επιτέλους-
ήρθε και το πολυπόθητο τηλεφώνημα από τη γυναίκα του: «Είναι στο σπίτι και σε
περιμένει»… Ταχτοποίησε κάτι τελευταίες εκκρεμότητες, κατέβασε τα ρολά, τα κλείδωσε
με το χοντρό λουκέτο. Ύστερα πήρε τον δρόμο για το σπίτι… Άρχισε πάλι να
σκέφτεται το πρόγραμμα που είχε ετοιμάσει: Θα τον τριγυρνούσε στην παλιά τη
γειτονιά, εκεί που κάποτε ήσαν οι αλάνες και που τώρα είχαν γεμίσει
πολυκατοικίες… Στο παρκάκι που είχε δημιουργηθεί πάνω από το παλιό ρέμα… ίσως
και να ακούγανε τις χαρούμενες φωνές των φίλων που είχαν πια χαθεί… Του Μόλκη…
Του Γιάννη του Φουντή… Και ύστερα θα τον πήγαινε εκεί που ήταν η παλιά αμμουδιά
που έκαναν μπάνιο εκείνα τα καλοκαίρια.. Θα προσπαθούσε να κάνει για λίγο τον τοπογράφο,
ξεχωρίζοντας και οριοθετώντας πού ακριβώς ήταν το μέρος με τις βαρκούλες, και που
τώρα πια το είχαν καταπιεί οι τερατώδεις επιχωματώσεις για να δημιουργηθεί η
νέα μαρίνα… Θα έκανε τα πάντα για να ευχαριστήσει τον αξάδερφο. Μέχρι και το αγαπημένο του
φαγητό του είχαν ετοιμάσει: Μακαρόνια με
κιμά…
Επιτέλους έφτασε στο σπίτι, άνοιξε, και
μπήκε στο ασανσέρ με ανυπομονησία. Ατελείωτη
του φάνηκε η άνοδος… Πρώτος… Δεύτερος… Τρίτος… Τέταρτος… Και κάποτε έφτασε. Μπήκε με λαχτάρα στο
σπίτι… Αλλά ποιος είναι αυτός που κάθεται
εκεί στο μπαλκόνι; Ένας αγνώριστος, μαραμένος γέρος… Τα μάτια του
σβηστά… Τα χείλη του τρέμουν ελαφρά… Με κόπο σηκώθηκε και έπεσε στην αγκαλιά
του. «Ποιος είναι αυτός»; «Πέτρο;» ψιθύρισε… Ύστερα το βλέμμα του έπεσε στον
καθρέφτη και αντίκρισε τη δική του μορφή . Μιαν ίδια γερασμένη μορφή.. Ένοιωσε
δύο καυτά δάκρυα να κυλούν στα μάγουλά του…
« Ελάτε… η μακαρονάδα είναι έτοιμη», ακούστηκε
η φωνή από την κουζίνα…
Δημήτρης Μπούκουρας
(6-3-2015)
(Ο Δημήτρης
Μπούκουρας γεννήθηκε στην Αθήνα, το 1942.
Τέλειωσε τη Σχολή Δημοσιογραφίας και εργάστηκε στην εφημερίδα «Το Βήμα».
Η καριέρα του έληξε άδοξα με την έλευση της χούντας. Εργάστηκε σε διάφορες
εργασίες μέχρι να κάνει μια δική του
δουλειά ως έμπορος. Ασχολείται με τη συγγραφή έχοντας γράψει μια ποιητική
συλλογή, μια συλλογή διηγημάτων, ένα βιογραφικό βιβλίο, μια πραγματεία και δύο
παιδικά. Επίσης, ασχολείται με την υποβρύχια φωτογράφιση.)
(η φωτογραφία από το διαδίκτυο)
Αλλιώς τα φανταζόμαστε, αλλιώς τα περιμένουμε και αλλιώς έρχονται. Ο Δημήτρης Μπούκουρας τα "διηγείται" φυσικά, όπως ακριβώς συμβαίνουν.
ΑπάντησηΔιαγραφή