Μέδουσας Φτύμα
[φοράει
μάσκες
προσωπεία
να κλείσουν
πληγές χαίνουσες ]
διήγημα της Δέσποινας
Καϊτατζή-Χουλιούμη
μαζί με τρεις
φωτογραφίες του Κωνσταντίνου Μάνου
Καθόταν στο τραπέζι με τον άνδρα και τα παιδιά. Απαστράπτουσα.
Φινετσάτη κι ας ήταν κάπως παλιά τα
ρούχα. Παρέπεμπε σε ντίβα εποχής. Ο άνδρας δίπλα ασήμαντος. Τα παιδιά
ομορφούλικα και ζωηρά πηγαινοέρχονταν ένα τσούρμο. Απέναντι η μάνα χαμογελαστή
με ήρεμο βλέμμα. Σχεδόν αθώου παιδιού. Από δίπλα η γιαγιά. Περνούσε συνεχώς
όλους με το βλέμμα της σαν ραντάρ, ιδιαίτερα την Ανδρονίκη. Λες και ήθελε να
βεβαιωθεί ότι όλα ήταν εντάξει. Πότε πότε έριχνε κλεφτές ματιές στους χωριανούς
στα γύρω τραπέζια. Δεν ήταν συνηθισμένη σε οικογενειακές εξόδους. Φοβόταν μην
τους μπουν στο μάτι. Μη συμβεί κάτι και τους προσβάλει κάποιος με καμιά μπηχτή,
με κανένα υπονοούμενο. Λίγο πιο πέρα καθόταν η γηραιά κυρία. Εκείνη η
σκυλόγρια. Η Ανδρονίκη δεν ήθελε να τη βλέπει μπροστά της με τίποτε. Με το ένα
πόδι στον τάφο κι ακόμη αρνιόταν να αποδεχτεί το νήμα που τις έδενε. Εμείς
θα φορτωθούμε το μπάσταρδο, έλεγε και ξανάλεγε όταν κάποια γειτόνισσα
τολμούσε να θίξει το θέμα. Ολόκληρη ποδοσφαιρική ομάδα είχε περάσει τη μάνα
της. Γιατί να είναι δικό μας το μούλικο.
Η πλατεία του χωριού γεμάτη στο ετήσιο γλέντι για το αντάμωμα των
απανταχού συγχωριανών. Μικροί μεγάλοι, γέροι παιδιά όλοι μαζί κάθονταν παρέες
παρέες και γλεντούσαν με σουβλάκια, σπιτικές πίτες, μπύρες, αναψυκτικά. Λαϊκά
πράματα. Με μερικά ευρώ διασκέδαζαν και χόρευαν κάτω από τον έναστρο ουρανό. Το
αντάμωμα διοργάνωναν οι γυναίκες του πολιτιστικού συλλόγου. Κάθε καλοκαίρι,
έψηναν πίτες και σουβλάκια, καλούσαν λαϊκές ορχήστρες.
Η Ανδρονίκη κάθε τόσο έβρισκε αφορμή για να σηκωθεί. Άλλοτε για να
χορέψει και άλλοτε για να πει κάτι σε κάποιον παραδίπλα. Γοητευτική. Περπατούσε
λικνίζοντας με σαγήνη το καλλίγραμμο κορμί της, δίνοντας την αίσθηση
εμπιστοσύνης στον εαυτό. Με μια πρώτη ματιά θα έλεγε κανείς πως έδινε την
εντύπωση ατόμου που τα είχε βρει με τον εαυτό και τους γύρω. Ατόμου με πηγαία
κατάφαση απέναντι σε όλους και σε όλα. Αν όμως την πρόσεχες λίγο καλύτερα,
έβλεπες άλλα. Τους άντρες τους κρατούσε από μακριά και τους προκαλούσε συνάμα.
Τα βλέμματά τους έπεφταν λαίμαργα πάνω της. Πολλές φορές βρόμικα. Ήξερε πολύ
καλά ότι αρέσει στους άνδρες. Επεδίωκε να τους προκαλεί. Δεν ήξερε ακριβώς τι
ήταν αυτό που την ωθούσε να το κάνει. Ήθελε με κάθε ευκαιρία να τους ανάβει και
να τους αφήνει να λιώνουν. Κι αυτή να
σβήνει με τον ασήμαντο το βράδυ στο σπίτι. Γι’ αυτόν τουλάχιστον ήταν σίγουρη.
Αυτός τη λάτρευε. Θα ήταν πάντα πλάι της. Σκλάβος. Τη σκυλόγρια ούτε που γύριζε
να την κοιτάξει. Έδειχνε να της είναι παντελώς αδιάφορη. Μέσα της όμως έβραζε.
Ήθελε όχι μόνο να της κάνει αισθητή την παρουσία της αλλά και να την τσιγκλίσει
με τον πιο προκλητικό τρόπο. Ακόμη και να της χιμήξει, αν γινόταν.
Με ανακατώνει που τη
βλέπω, αν συνεχίσει να πηγαινοέρχεται το πορνίδιο θα σηκωθώ να φύγω, είπε κάποια στιγμή χαμηλόφωνα η γηραιά κυρία στη
διπλανή της. Γιατί πορνίδιο; Παντρεμένη γυναίκα με παιδιά είναι, της
απάντησε εκείνη. Και πώς του μοιάζει, ολόιδια είναι ακόμη και στο βάδισμα,
συνέχισε μέσα από τα δόντια. Κοίτα, μας κουβάλησε και το πουταναριό τη μάνα
της, συνέχισε η γηραιά κυρία με απαξίωση. Αγέρωχη η Ανδρονίκη ξανασηκώθηκε
για χορό. Του έμοιαζε και σε αυτό. Με απαλές πλαστικές κινήσεις λεπταίσθητης
σαγήνης. Απόλαυση να τη βλέπεις Κι ας είχε τις γόβες στιλέτο φθαρμένες. Είχε
έναν αέρα, μια αύρα ντίβας πάνω της. Μετά τον χορό ξανακάθισε. Ο άνδρας πάντα
σιωπηλός δίπλα κατέβαζε μπίρες. Κάπου κάπου χασκογελούσε με τα παιδιά. Δεν του
έριχνε ούτε μια ματιά. Αυτός ήταν πάντα εκεί. Οι κινήσεις της όλες μελετημένες,
λες και πριν τις εξόδους έκανε πρόβες μπρος στον καθρέφτη μιμούμενη μανεκέν και
σταρ του σινεμά. Με αμυδρό χαμόγελο ανεμελιάς και επιτηδευμένης συγκατάβασης
κοίταζε τάχα αδιάφορα γύρω. Κάποιες φορές έριχνε ματιές στη μάνα, που καθόταν
ευχαριστημένη αντίκρυ και την καμάρωναν μαζί με τη γιαγιά.
Επιτέλους κάπως
δικαιωμένη μετά τον Γολγοθά, σκεφτόταν κάθε φορά που έβλεπε έτσι τη μάνα. Για την ίδια ήταν
δύσκολα. Από μέσα της ούρλιαζαν φωνές. Τουρκόσπορο. Μπάσταρδο. Πού είναι η
μάνα σου ρε; Ποιος σε έσπειρε εσένα; Γιατί σε έχει η γιαγιά μούλικο; Είσαι για
παρτούζες; Και εκείνη η σκατόψυχη η σκυλόγρια, που καθόταν χωρίς ντροπή
παραδίπλα, να έρχεται μπροστά στα μάτια της ξανά και ξανά σαν επαναλαμβανόμενο
βίντεο, να τη διώχνει σηκώνοντας κατά πάνω της το σκουπόξυλο της αυλής, να τη
φωνάζει: Μην ξαναπατήσεις το πόδι σου, πουτάνας γέννα. Τράβα να γίνεις σαν
κι εκείνη, τράβα από ’κει που ήρθες μπάσταρδο.
Το κεφάλι βούιζε. Παραλίγο να σωριαστεί κάτω. Να αρχίσει να ουρλιάζει
κι αυτή για να σιγήσουν τα μέσα ουρλιαχτά. Για μια στιγμή την άγγιξε το
βελούδινο βλέμμα της γιαγιάς, που της έγνεψε κατευναστικά. Ήξερε η γιαγιά, αυτή
την ανάστησε και ένιωθε την παραμικρή της αντίδραση. Το γαλήνιο νεύμα της τη
συνέφερε κάπως. Ανάσαινε ασθμαίνοντας. Πήρε ένα τσιγάρο. Πήγε να το βάλει στο
στόμα, να ρουφήξει. Με το που άνοιξε το στόμα απλώθηκε μαύρο σκοτάδι. Πίσσα.
Πηγάδι θεοσκότεινο το στόμα. Το πρόσωπο μεταμορφώθηκε. Παραμορφώθηκε
τερατόμορφο. Κακόσχημο ομοίωμα δράκαινας. Από τη σκοτεινή χοάνη του στόματος
ξεχείλιζε ακατάσχετος οχετός. Μέδουσας φτύμα, φίδια κομμένα, βδέλλες που
έψαχναν να κολλήσουν βεντούζες. Όλα τα μούλικα και τα πουτάνας κόρη που
σωρεύτηκαν μέσα της πήραν μορφή και ξεπηδούσαν από το στόμα. Τον γνώριζε από
παιδί αυτόν τον οχετό. Μια ζωή τον έφερε μέσα της. Συμβίωνε μαζί του. Με χέρι
τρεμάμενο και κινήσεις κάπως ασταθείς έβαλε το τσιγάρο στο στόμα. Πήρε μια
βαθιά ρουφηξιά. Ξαναρούφηξε. Γέμισε τα πνευμόνια καπνό. Φύσηξε τον καπνό προς
τα πάνω. Πήρε απανωτές ανάσες. Βαθιές. Μετά άδειασε μονορούφι το ποτήρι της
μπύρας. Ξαναπήρε βαθιές ανάσες. Σκούπισε τα χείλη και έκλεισε το στόμα. Αυτό
ήταν. Με το που έκλεισε το στόμα τα τέρατα κρύφτηκαν πάλι.
Όλα εξαφανίστηκαν ως δια μαγείας πίσω από ένα λαμπερό προσωπείο με
ανεπαίσθητο μειδίαμα. Οι κινήσεις της επανέκτησαν κάπως τη φινετσάτη χάρη. Με
στόμα κλειστό και σύσπαση των μυών γύρω από τα χείλη, φρύδια ελαφρώς
ανασηκωμένα σε μια έκφραση απέριττα γοητευτική και πάλι. Με μια πρώτη ματιά θα
έλεγε κανείς πως έδινε την εντύπωση ατόμου που τα είχε βρει με τον εαυτό και
τους γύρω. Ατόμου με πηγαία κατάφαση απέναντι σε όλους και σε όλα.
Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη
(από ανέκδοτη συλλογή διηγημάτων)
Η Δέσποινα Καϊτατζή - Χουλιούμη είναι
κλινικός ψυχολόγος (Msc) της Σχολής
Εφαρμοσμένης Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Ουψάλα. Είναι μέλος της Εταιρίας Λογοτεχνών
Θεσσαλονίκης (ΕΛΘ) και μέλος της Εταιρίας η Συντροφιά της Karin Boye ( Karin Boye Sällskapet). Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές:
Λιγοστεύουν οι λέξεις, 2017, Εκδόσεις
Μελάνι, Διαδρομές, 2015, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Συναισθηματικό αλφαβητάρι, 2009, Εκδόσεις UNIVERSITY STUDIO PRESS, Ο Δρόμος, 2006,
Εκδώσεις Δήμου Σερρών, καθώς και το δίγλωσσο βιβλίο σουηδικής ποίησης σε δική
της μετάφραση Δέρμα από Πεταλούδες-Επιλογές Σουηδικής Ποίησης, 2018,
εκδόσεις intellectum. Ποιήματα, μεταφράσεις, διηγήματα και κριτικές αναγνώσεις
της, έχουν δημοσιευτεί στο ΘΕΥΘ, Νέα Εποχή, Δίοδος, http://www.poiein.gr, http://staxtes.com/ http://www.intellectum.org, http://frear.gr/,
http://fractalart.gr/, http://staxtes.com/,
https://tokoskino.me,
https://diastixo.gr/,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου