Κλειστόν λόγω
μελαγχολίας
μυθιστόρημα
Κώστας Μουρσελάς
εκδόσεις Πατάκη
η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr
https://diastixo.gr/kritikes/ellinikipezografia/11325-mourselas-kleisto-logw-melagxolias
https://diastixo.gr/kritikes/ellinikipezografia/11325-mourselas-kleisto-logw-melagxolias
Το σκηνικό ενός μυθιστορήματος μοιάζει με μια ήρεμη λίμνη,
στην οποία μέσα πέφτει μια πέτρα. Αν αυτή η πέτρα υποθέσουμε πως είναι ο
κεντρικός ήρωας (γι’ αυτό και πέφτει ακριβώς στη μέση της λίμνης) τότε οι
ομόκεντροι κύκλοι που δημιουργούνται γύρω του είναι τα υπόλοιπα πρόσωπα της
πλοκής, τα οποία βρίσκονται κοντά του με έντονο το περίγραμμα του κύκλου τους ή
πιο μακριά του με φθίνουσα τη γραμμή του περιγράμματος όσο απομακρύνονται από
αυτόν. Για να συλλάβουμε τη συνολική εικόνα της διαταραγμένης λίμνης είναι
καλύτερα να βρισκόμαστε πιο μακριά και πιο πάνω από αυτήν. Έτσι γίνονται
αντιληπτές και οι παραμικρές αναταράξεις στην επιφάνειά της. Τι θα
σκεφτόμασταν, όμως, αν μας έλεγαν πως στην ουσία ο κεντρικός ήρωας είναι η ίδια
η λίμνη και όχι τα πρόσωπα (κύρια και δευτερεύοντα) που γύρω τους σχεδιάστηκε
όλη η πλοκή;
Εγώ θα έλεγα πως έχω στα χέρια μου ένα ευφυές μυθιστόρημα,
που καταργεί ίσως πολλά από τα καταγεγραμμένα στη θεωρία της λογοτεχνίας για τα
δεδομένα της γραφής του, ωστόσο κατορθώνει να αποτελέσει ένα «όλον» παρά τις
αποσπασματικές του ιστορίες. Μιλώ φυσικά για το «Κλειστόν λόγω μελαγχολίας» του
Κώστα Μουρσελά, που διανύει ήδη την τρίτη του εκδοτική παρουσία.
Πρωτοεμφανίστηκε το 1999 στις εκδόσεις του Κέδρου, επανεμφανίστηκε το 2010 στα
Ελληνικά Γράμματα κα τώρα μας συστήνεται εκ νέου μέσα από τις εκδόσεις Πατάκη.
Χαρισματικός συγγραφέας ο Μουρσελάς, ξεχωριστή και η γραφή του εδώ, που έρχεται
να αναμετρηθεί με νεότερους μυθιστοριογράφους ή με παλαιότερους που ακόμη
κάνουν ενδιαφέρουσες προτάσεις. Τι έχει, λοιπόν, να πει σήμερα ένα παλαιότερο
βιβλίο, το οποίο ξανά βρίσκεται στις προθήκες των βιβλιοπωλείων; Αξίζει,
νομίζω, να το γνωρίσουμε εκ νέου. Θέλησα να το διαβάσω ξανά στη νέα του έκδοση σαν
να συναντούσα κάποιον παλιό φίλο που βρέθηκε πάλι μετά από καιρό κοντά μου. Για
μια ακόμη φορά με κέρδισε. Για πολλούς λόγους. Εδώ κάποιοι από αυτούς.
Είναι, νομίζω, άξιο λόγου το πώς ένας δοκιμασμένος
συγγραφέας πειραματίζεται με την παραδοσιακή φόρμα και προτείνει μια καινοτόμο
δομή του μυθιστορήματος. Γιατί, εδώ είναι το πιο ενδιαφέρον από όλα, οι
ιστορίες του βιβλίου, ενώ μπορούν να διαβαστούν σαν διηγήματα, ενώνονται μεταξύ
τους με λεπτές σχέσεις (που εστιάζονται είτε σε πρόσωπα είτε σε συνθήκες), ώστε
να δώσουν την αίσθηση μιας και μόνον ιστορίας σε συνέχειες. Πρόσωπα που
συναντάμε σε μια ιστορία σε δεύτερους ρόλους θα επανέλθουν ως πρωταγωνιστές σε
μια άλλη· φυσικά ισχύει και το αντίστροφο, καθώς το κύριο πρόσωπο μιας ιστορίας
δεν χάνεται σε κάποιες άλλες αλλά επανεμφανίζεται στο φόντο τους, άλλοτε μόνον
ως όνομα και άλλοτε για να παίξει έναν ρόλο δευτερεύοντα, ωστόσο με την
ιδιαίτερη σημασία του για την εξέλιξη της πλοκής ή τη διασαφήνιση ενός
σκοτεινού σημείου της.
Τα πρόσωπα των ιστοριών αποτελούν ολοκληρωμένες φιγούρες,
έτσι όπως συμπληρώνονται τα χαρακτηριστικά τους από αφήγηση σε αφήγηση, συχνά
με ανατροπή της ιδέας που είχαμε σχηματίσει γι’ αυτά. Έχουν, δηλαδή, τους
ρόλους που θα τους έδινε ένα μυθιστόρημα συνεχούς πλοκής, παραδοσιακό, με την
πρέπουσα ψυχογράφηση των χαρακτήρων, με τις διακυμάνσεις του ψυχισμού τους να διαφαίνονται
καθαρά, κι ας είναι αποσπασματική η εμφάνιση των προσώπων.
Εκτός από την περιοδική εμφάνιση των χαρακτήρων οι ιστορίες
δένουν μεταξύ τους για να συναποτελέσουν το μυθιστόρημα με δύο ακόμη τρόπους. Ο
ένας σχετίζεται με τον ρόλο του αφηγητή. Παρακολουθούμε τις ιστορίες από την
οπτική του παντογνώστη αφηγητή, ο οποίος σαν να βρίσκεται και μέσα αλλά και έξω
από τα σκηνικά της πλοκής, γνωρίζει όλες τις επιμέρους σχέσεις των προσώπων,
προετοιμάζει τις επανεμφανίσεις τους. Ταυτόχρονα παρατηρεί και σχολιάζει
καταργώντας τον μύθο της λογοτεχνίας που αναπαριστά τη ζωή· εδώ έχουμε τον
απομυθοποιημένο κατασκευασμένο λόγο και την αποκάλυψη του ρόλου του συγγραφέα,
που μοιάζει σε μερικά σημεία να απευθύνεται στον αναγνώστη του, όπως εδώ:
Ξέρω, κάποιοι θα πουν
πως αυτές οι σατανικές συμπτώσεις είναι ευρήματα του συγγραφέα για το σασπένς
της ιστορίας του. Και καλά θα κάνουν να το πουν. […] Και στο κάτω κάτω,
γιατί σώνει και καλά πρέπει πάντα οι ιστορίες των συγγραφέων να μην ευνοούν
τους ήρωές τους;
Και εδώ:
Στη φράση «σεριάνιζε ο
θάνατος» δεν θα ήθελα πάλι να δώσετε τίποτα ποιητικές ή μεταφορικές διαστάσεις
ή ερμηνείες. Θα ήθελα να την εισπράξετε έτσι ακριβώς όπως την ακούσατε –
πιστεύω ότι και ο αναγνώστης ακούει όταν διαβάζει· ακούει και βλέπει […]
Ο κυριότερος, όμως, σύνδεσμος μεταξύ των ιστοριών είναι η
πόλη, μέσα στην οποία διαδραματίζεται η σειρά των γεγονότων,
κι αυτό όχι μόνον γιατί αποτελεί το φυσικό σκηνικό. Περισσότερο ως πόλη εννοείται
εδώ η ατμόσφαιρα που περιτριγυρίζει τους ήρωες, που διαπερνά την ψυχή τους, την
καθορίζει και δρομολογεί την πορεία τους προς μία αποκλειστικά κατεύθυνση: την
πεζότητα και την αδράνεια που μεταφράζεται ως μελαγχολία, ως απουσία
ενδιαφέροντος. Ένα περιβάλλον κλειστό, που δεν επιτρέπει τα όνειρα, δυσκολεύει
τη φυγή, οδηγεί στη χειρότερη συνθήκη, τη συνήθεια, και τελικά εγκαθιστά τη μη ζωή στη θέση της αληθινής. Γιατί, να
το πούμε κι αυτό, η πόλη είναι μελαγχολική από τη φύση της και τη θέση της. Και
ο τίτλος «Κλειστόν λόγω μελαγχολίας»
παραπέμπει περισσότερο στον περίκλειστο τόπο, που ενσαρκώνει και ανατροφοδοτεί τη
μελαγχολία, και σε δεύτερο επίπεδο στα πρόσωπα, που βιώνουν το αδιέξοδο μέσα
στα στενά γεωγραφικά όρια της μικρής τους πόλης.
«Το σπίτι των
αποδράσεων» σκέφτηκε και χαμογέλασε. Ποιος ξέρει πόσες φορές δεν αποπειράθηκαν
να αποδράσουν και όλοι οι άλλοι από κει
μέσα – και ο μπαμπάς και η μαμά και η γιαγιά και ο θείος – και ποιος ξέρει
πόσες φορές δεν θα έφτασαν νύχτα, περασμένα μεσάνυχτα, μέχρι τον σταθμό του
τρένου και ποτέ δεν έφυγαν, και κάθε φορά γύριζαν πίσω… Εκτός εάν έχουν
κατορθώσει να διαφεύγουν με άλλους τρόπους.
Ακόμα, όμως, κι όταν βρίσκουν τους άλλους τρόπους διαφυγής
(μικρές παρανομίες, μοιχεία κ.λπ.) πάλι γυρνούν μέσα στα ίδια μονοπάτια του
κλειστού τοπίου, δέσμιοι των επιλογών τους και έχοντας από πάνω να τους
βαραίνουν τα σχόλια του περίγυρου – ιδιαίτερο γνώρισμα των μικρών πόλεων. Ο
τόπος τους, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο καταφέρνει να τους δέσει πισθάγκωνα
για να μην το κουνάνε ρούπι από τις συντεταγμένες του, ορατές ή αόρατες.
Δεσμευτικές σε κάθε περίπτωση για όλους, είτε πρόκειται για θύτες είτε για
θύματα. Πολύ σοφά θα ξεχωρίσει τις κατηγορίες των ανθρώπων η Ευτυχία στον γιο της,
τον Παντελή:
Υπάρχουν και τα θύματα
και οι θύτες, όπως λες, αλλά υπάρχουν και οι άλλοι, οι μπερδεμένοι.
Αυτοί, οι μπερδεμένοι, ίσως να είναι και οι περισσότεροι.
Μπερδεμένοι, γιατί δεν μπορούν να εννοήσουν τις καταστάσεις μέσα στις οποίες
βρίσκονται, διπλά μπερδεμένοι που δεν βλέπουν πως αυτός ο μικρόκοσμος, που τους
έχει μπλεγμένους στα πολυκαιρισμένα γρανάζια του, δεν είναι ο κόσμος όλος·
αυτός ανοίγεται πολύ πιο πέρα από τα σπίτια τους που τα εξοπλίζουν και τα ανακαινίζουν, από τα καφενεία που αποθέτουν
μέσα τους τη μίζερη ζωή τους τα βαρετά απογεύματα και τα ατέλειωτα βράδια, από
τα φτηνά ποτά που τάχα τους κάνουν να λησμονήσουν τη ρουτίνα τους και την
επίπεδη ζωή τους. Και, φυσικά, πολύ πιο πέρα από τις μικρές τους αποδράσεις που
τις βαπτίζουν επαναστάσεις και που δεν τους πάνε πιο κει από την αυλή του
σπιτιού τους ως την αυλή του γείτονα για να διαπράξουν την ύψιστη παρανομία
τους στο ξένο κρεβάτι και να εκδικηθούν τον σύντροφο που κάποιοι τους φορέσαν
δια βίου.
Ετούτη την πόλη δραματοποιεί ο Μουρσελάς, που θα μπορούσε να
είναι η κάθε πόλη της περιφέρειας, που θα μπορούσε ακόμη να είναι και η
μεγαλούπολη στις επιμέρους γειτονιές
της, που θα μπορούσε να είναι ό,τι αυτή περιέχει, να είναι οι άνθρωποι,
περίκλειστοι κι αυτοί, χωρίς όνειρα, χωρίς ανατροπές χωρίς την παραμικρή αλλαγή
στη δραματικά επαναλαμβανόμενη εικόνα της ζωής τους. Αν ο Δημήτρης Χατζής είχε
μιλήσει συμβολικά για το «Τέλος της
μικρής μας Πόλης», ο Μουρσελάς ήρθε χρόνια μετά να κλείσει διπλοκλειδώνοντας
τη δική του πόλη γράφοντας «Κλειστόν» και να πετάξει τα κλειδιά. Και στις δύο
περιπτώσεις η πόλη, που καμία σημασία δεν έχει η ονομασία της ή το γεωγραφικό
της στίγμα, είναι αναμφισβήτητα η πρωταγωνίστρια, ο κεντρικός ήρωας· είναι η
λίμνη που σε προκαλεί να της ταράξεις τη γαλήνη, ξέροντας πως η πέτρα που θα
ρίξεις δεν θα καταργήσει την ακινησία της παρά μόνο για λίγο – ίσα που να νομίζεις πως κάτι έγινε
με την παρέμβασή σου· και έτσι τα πρόσωπα αφήνονται στην περιδίνησή τους.
Ατέρμονη και βασανιστική.
Μια ιστορία για μια πόλη, που κάθε φορά που τη διαβάζεις όλο
κάτι καινούργιο έχει να σου πει για τη μοναξιά της, για την αφόρητη κενότητά
της. Μία από τις ηρωίδες, η Αλεξάνδρα, μέσα σε λίγες λέξεις συνοψίζει την ψυχή
αυτής της πόλης, την αύρα της, όπως την νιώθουν οι άνθρωποι που βρέθηκαν να την
κατοικούν:
«Θεέ μου, τι πλήξη, τι
κόλαση!»
Διώνη Δημητριάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου