Ωδίνες της Ποίησης
(Ποιήματα για τη Ποίηση)
Γιώργος Γκανέλης
εκδόσεις Στίξις
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Vakxikon.gr
https://www.vakxikon.gr/ganelhs-kritikh/
https://www.vakxikon.gr/ganelhs-kritikh/
Μια συνομιλία του ποιητή με το ασπρόμαυρο της Ποίησης:
[…] αναρωτιέμαι γιατί
βλέπω ολόκληρη την Ποίηση ασπρόμαυρη
Έτσι ο ποιητής Γιώργος Γκανέλης μιλά για τα σκοτάδια των στίχων του, και γεννιέται
το ερώτημα: το ασπρόμαυρο, που ανοίγει τη χρωματική βεντάλια σε όλες τις
γκρίζες αναμείξεις, μήπως δεν είναι το αληθινό χρώμα της Ποίησης; Αν κάποιοι
εξακολουθούν να βλέπουν φανταχτερές και λαμπυρίζουσες ανταύγειες να ξεπηδούν
από τα ποιήματα, έχουν από καιρό εγκαταλείψει το σκληρό τοπίο της ποιητικής
δημιουργίας. Δεν απαυγάζει φως μέσα από τους στίχους. Ο ποιητής βυθίζεται στα
πιο βαθιά και ανήλιαγα του έσω κόσμου προκειμένου να φέρει στην επιφάνεια το
ελάχιστο αλλά πολύτιμο εύρημα. Και κάποτε μέσα στα ποιήματα μιλά ακριβώς για τη
διαδικασία της εύρεσης. Είναι τότε που σε μια αυτοαναφορική κατάθεση
αποκαλύπτεται η Ποιητική του δημιουργού, το πώς αντικρίζει μέσα του το έργο εν
τη γενέσει του, πώς συνομιλεί μαζί του, πώς το συνειδητοποιεί ως κομμάτι του
εαυτού του, πώς το συστήνει στους
αποδέκτες του.
Ο τρόπος που αντιμετωπίζει την ποίηση ο Γιώργος Γκανέλης ανιχνεύεται σε όλα
του σχεδόν τα ποιήματα των προηγούμενων συλλογών του είτε αναφέρονται σ’ αυτήν
καθεαυτήν τη λειτουργία ή τη φύση της ποίησης είτε όχι. Είναι εμφανής η διάθεση
να κατατεθεί από τον ποιητή η απολύτως προσωπική του θεώρηση (πρώτα προς εαυτόν
και κατόπιν με στόχο τον αποδέκτη του έργου του) ως προς τον ρόλο του ποιητή.
Μια υποφώσκουσα επιρροή από τη σαχτουρική ανάλογη θεώρηση, εξαιρετικά
ενδιαφέρουσα στην ειλικρίνειά της και απολύτως σκληρή στην αποκάλυψη της
μοναχικής (ίσως και μάταιης) πορείας προς την
ποιητική δημιουργία. Στην πρόσφατη συλλογή του με τον εύστοχο τίτλο
«Ωδίνες της Ποίησης» ο Γκανέλης εναλλάσσοντας τα δύο πρόσωπα (πρώτο και δεύτερο
ενικό) ανοίγει έναν ιδιότυπο διάλογο με τον εαυτό του ως δημιουργό, με το έργο
του αλλά και με έναν ακροατή/βουβό «συνομιλητή» του, προς τον οποίο αφήνεται σε
μια εξομολογητική, αποκαλυπτική κατάθεση. Φυσικά, γνωρίζουμε πως στην ποιητική
γλώσσα τα δύο αυτά ρηματικά πρόσωπα θα μπορούσαν να εκληφθούν και ως μόνον ένα,
που να αφορά τον ίδιο τον ποιητή, που ψάχνει τα όρια της αλήθειας του
μετερχόμενος έτερα προσωπεία.
[…] «Μη φοβάσαι!»
πιάσε τη λέξη απ’ τον
λαιμό
και δώσε ένα οριστικό
τέλος
στη ραστώνη του
ποιήματος
(Το ημιτελές τελεσίγραφο)
Με εμφανή την πλήρη συνειδητοποίηση της πορείας προς τη
δημιουργία, ο Γκανέλης στέκεται απέναντι στο έργο του και τολμά να αποκαθηλώσει
τα ποιήματα σε μια σκηνή που αποδίδει απολύτως τη σχέση του δημιουργού με το
έργο του. Λειτουργεί, λοιπόν, το ποίημα σαν αγχόνη (δε βλέπεις πως και τα ποιήματα / μεταμορφώθηκαν σε αγχόνες;) ή σαν
σταυρός για τον εσταυρωμένο ποιητή; Κι όταν αυτός αποκαθηλώνει τα ποιήματα (και
τον εαυτό του μαζί) και τα κρεμάει στο τσιγκέλι της κοινής θέας, μήπως δεν
καθίσταται και ο ίδιος αναπόφευκτα το θέαμα για όλους τους θεώμενους την
ποίηση, αναγνώστες και ενδεχομένως κριτές της; Έχει προηγηθεί η σταύρωση του
ποιητή πάνω στους στίχους του (ώσπου ένα
πρωί οι ποιητές / βρέθηκαν καρφωμένοι στον σταυρό των στίχων τους), έχει
κυλήσει το αιμάτινο ρυάκι της ψυχής του στον βωμό της δημιουργίας. Τώρα είναι η
ώρα της κρίσης. Από τη στιγμή που το ποίημα προσφέρεται ως αγαθό προς κοινωνία,
αρχίζει και η αυτόνομη πορεία του στη σκέψη του αποδέκτη. Ο ποιητής πλέον απεκδύεται
τον ποιητικό μανδύα και αντιμέτωπος και αυτός με το έργο των χειρών του μπορεί
να το κρίνει ως έτερο και αλλότριο. Θαρρώ πως τότε και μόνον τότε μπορεί να γράψει «ποιήματα για την
ποίηση» θεώμενος ο ίδιος από την αντίπερα όχθη το έργο του. Στην ουσία, λοιπόν,
δεν μας ανοίγει το «εργαστήρι» του για να δούμε τη διαδικασία της δημιουργίας·
περισσότερο θα έλεγα παίρνει τη θέση του αναγνώστη και κρίνει τον εαυτό του και
το έργο του μαζί. Σκληρή πορεία και αυτή, αποκαλυπτική για τον ίδιο, που φέρει
το άχθος της αυτογνωσίας.
Επειδή ο ήλιος
συνεπάγεται λύπη
και τα
αντικαταθλιπτικά κοστίζουν
επένδυσα σ' ένα
πλαγιαστό σύννεφο
όλοι καταλάβατε ποιο
και τι εννοώ
αλλά δεν είναι της
ώρας να μιλήσω
γιατί κλοτσάει το
παιδί στην κοιλιά
και ο γιατρός
απουσιάζει με άδεια
Λυπάμαι που πρέπει να
σας αφήσω
δεν υπάρχουν ποιητικά
μαιευτήρια
κι άλλα λογοτεχνικά
κουραφέξαλα
οι ωδίνες του τοκετού
όταν πιάσουν
πηδάνε οι στίχοι από
το παράθυρο
(Ωδίνες της Ποιησης)
Αμφιβάλλει κανείς πως στην ποίηση ταιριάζει η χρωματική
κλίμακα του γκρίζου, η ανάμειξη του άσπρου και του μαύρου; Οι ωδίνες του
ποιητικού τοκετού αρχικά, και κατόπιν η θέαση του έργου και η κρίση.
Ο Γκανέλης δεν μετρά τις λέξεις του και δεν τις λειαίνει
προκειμένου να γίνουν αυτές περισσότερο εύληπτες. Άλλωστε είναι, όπως φαίνεται,
υποστηρικτής της θέσης ότι η ποίηση είναι μια προσωπική υπόθεση, που εμπεριέχει
τον στόχο της και κατ’ ευχήν και μόνον επιζητεί τον αποδέκτη της. Πρόκειται για
μια εσωτερική ανάγκη που γεννά το ποίημα μακριά από τις πολλαπλά προσφερόμενες
«στρατεύσεις» ιδεολογικές και μη. Με δεδομένο ότι ίσως μόνον έτσι γράφεται η
αληθινή ποίηση, νομίζω πως μπορούμε να θεωρήσουμε τον Γιώργο Γκανέλη έναν
καθαρό ποιητή χωρίς επιθέματα και χωρίς προφάσεις. Ακόμα και οι εμφανείς
επιρροές του από άλλους μεγάλους θιασώτες της αληθινής ποιητικής προσφοράς
είναι ομαλά αφομοιωμένες στη δική του ποιητική κατάθεση, καταξιώνοντας τους
παλαιούς και ανοίγοντας ελεύθερο τον δικό του ορίζοντα. Με κοφτό και λιτό λόγο,
με μικρές ποιητικές προτάσεις. Με την κατ’ ουσίαν χρήση των λέξεων, αποδίδει το
σημαινόμενο σε όλο του το εύρος. Μια Ποίηση με κεφαλαίο το γράμμα της, όπως το
θέλει στον τίτλο της συλλογής του ο ποιητής, να δεσπόζει στο λιτό εξώφυλλο –
δείγμα πως δεν χρειάζονται πολλά στολίδια για να λειτουργήσει συντροφικά το έξω
με το μέσα του βιβλίου.
Διώνη Δημητριάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου