Θα σας περιμένω
«ποιήματα» 2013-2018
Θανάσης Τριαρίδης
εκδόσεις Gutenberg
η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr
https://diastixo.gr/kritikes/poihsh/11889-tha-sas-perimenw
σκηνικό ανατροπής
Κι εσύ κοιμάσαι, πάντοτε
κοιμάσαι,
απ’ όταν ήσουνα μικρό παιδί,
γ λ υ κ ο κ ο ι μ ά σ α ι.
Η αλήθεια των παραπάνω στίχων του Θανάση Τριαρίδη
αναμφισβήτητη. Το ζήτημα ωστόσο εδώ δεν είναι η παραδοχή μιας δεδομένης
κατάστασης, που καταλήγει να γίνει εθιστικό στερεότυπο· το ξύπνημα από τον βαθύ
και γλυκό ύπνο είναι ο στόχος – αν μπορεί φυσικά να ενσωματωθεί στην ποιητική
δημιουργία η πρόθεση.
Με το πρόσταγμα Wstawać/Εγέρθητι (δάνειο από το ποίημα του Primo Levi) τιτλοφορεί ο Τριαρίδης
το πρώτο μέρος της συλλογής του, στο οποίο το θέμα της ευθύνης που αναλογεί
στον καθένα μας θα αναζητηθεί επί ματαίω. Πώς να νιώσει έστω το ελάχιστο της
ευθύνης όποιος έχει έτοιμη τη δικαιολογία στο στόμα: Ήμασταν παιδιά; Όταν περιχαρακωμένος μέσα στον ασφαλή κλοιό μιας
πατρίδας, μιας θρησκείας, μιας ομάδας συμπαγούς, θαρρεί πως είναι εχθροί όλοι
οι άλλοι που επιβουλεύονται τα κεκτημένα του; Όταν οι πόλεμοι στη συνείδησή του
είναι πάντα δικαιολογημένοι, αρκεί να εκπορεύεται η αιτία τους από το
αποκλειστικό και αλάθητο δίκαιο που ορίζει τη ζωή του και τη ζωή των ομοίων
του; Όταν κρατά τα μάτια του κλειστά και δεν βλέπει όσα ανόσια τελούνται γύρω
του;
Έ μ ε ι ν ε μ ε
τα μ ά τ ι α κ λ ε ι σ τ ά, θαρρείς
να κοιμόταν βαθιά,
καθώς πέρασαν από δίπλα του οι
ναζί
[…]
Κι όταν το τρένο σταμάτησε για
πάντα,
άνοιξε τα μάτια, τα έτριψε όπως
κάνουν οι
αγουροξυπνημένοι,
σηκώθηκε, πήρε την τσάντα του,
κατέβηκε,
χάθηκε μέσα στο ξημέρωμα της
Αθήνας.
Κι ακόμα, πώς να νιώσει ότι κάπου αλλού βρίσκεται η ευθύνη
του, όταν βολεύεται στην ιδέα πως αρκεί να βάλει μέσα σ’ ένα ποίημα (τι ποίημα
ανούσιο άραγε;) την πενιχρή λωρίδα από φως που κάθεται στο πρόσωπο ενός ζητιάνου,
κι έτσι να τελειώνει με τη βασανιστική του τύψη αν έκανε το καθήκον του ή όχι;
Ο Τριαρίδης δεν ορρωδεί μπροστά σε τίποτα, όταν πρόκειται να
στηλιτεύσει τους φραγμούς που ξεχωρίζουν τους ανθρώπους, που μας καθοδηγούν να
εκθειάσουμε τα καθ’ ημάς και να αδιαφορήσουμε για το δράμα το αλλότριο και
μιαρό – δείγμα εξαιρετικό «Ο Δαίμονας κι ο Ποιητής».
[…]
Πες μου μονάχα, δαίμονα, ποιοι
σφάζουν
ποιους –
για να ξέρω αν έχω ξ α ν α δ ε
ι ε ν δ ο ξ ό τ ε ρ ο
α λ ω ν ά κ ι
Στο δεύτερο μέρος (ο τίτλος «Θα σας Περιμένω» στεγάζει όλη
τη συλλογή), ο ποιητικός λόγος προχωρά βαθύτερα ξεσκεπάζοντας τις ανισότητες
που διαμορφώνουν συνειδήσεις – και τότε είναι ακόμη πιο δύσκολο να αποδώσεις
τις ευθύνες. Το ελάχιστο που μπορεί να κάνει ο ποιητής είναι να καταγράψει με
σκληρό λόγο την αντίθεση:
Υπολογίζεται/πως, όσην
ώρα εσείς θα γράφετε αυτήν την/έκθεση των ιδεών σας,/στην Υποσαχάρια Αφρική θα
γεννηθούν/ περίπου 120 βρέφη χωρίς άνω άκρα/(δηλαδή: χωρίς χέρια).
Ο Τριαρίδης αντιστρέφει το σκηνικό. Στην ποίησή του η
Ιφιγένεια, εκτεθειμένη στο χειροκρότημα των θεατών της τραγωδίας, δεν εννοεί πως όλη η θυσία της γίνεται για
έναν άδικο πόλεμο· μα και οι θεατές με δέος επιδοκιμάζουν την πράξη
[…] χωρίς να ντρέπονται,
που ένα παιδί γυρεύει να
θυσιαστεί,
για να κινήσουν τα καράβια των
φονιάδων.
Ο Επιτάφιος λόγος του Περικλή στο ανατρεπόμενο σκηνικό της
ποίησης του Τριαρίδη δεν συνιστά την
εικόνα της δημοκρατίας αλλά αντίθετα είναι
ξεφτίλα και ντροπή και συμφορά:
[…] αυτά τα παιδιά πέθαναν για να
φιλοσοφούμε εμείς
και να φιλοκαλούμε και να
δοξάζουμε
τη δημοκρατία.
Στο εξώφυλλο του βιβλίου η λέξη ποιήματα μέσα σε εισαγωγικά.
Ίσως κάποιος σκεπτικισμός ως προς την ουσία της λέξης. Ή ίσως μια αμφιβολία για
τη μορφή της γραφής, όπως την προτιμά ο Τριαρίδης – πρόκειται για πεζόμορφα
ποιήματα. Δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, σε κάθε περίπτωση. Αυτό που μετρά εδώ,
και καταξιώνει ως ποίηση τα γραφόμενα, είναι η διάθεση του ποιητή να στρέψει
την προσοχή μας στο βάθος της εικόνας,/
πίσω από το μέγα γεγονός του πρώτου πλάνου, που είθισται να προσελκύει.
Έτσι ανοίγεται μια άλλη διάσταση του τοπίου για να δούμε όσα η αλλοτριωμένη
συνείδηση αδυνατεί αλλιώς να διακρίνει. Αν επιτέλους η ποίηση δικαιούται να
έχει ένα ρόλο, μια πρόθεση, ένα σκοπό, τότε εδώ έχουμε μια σοβαρή περίπτωση
αντιμετώπισης του ποιητικού ζητήματος. Διέγερση συνειδήσεων; Αποσαφήνιση του
κοινωνικού και πολιτικού τοπίου; Επισήμανση των δυνατοτήτων του νοήμονος όντος
που βαυκαλίζεται να πιστεύει στο αυτεξούσιο όντας δεσμευμένο μέχρι τελικής
ανάσας; Το πρόσταγμα Wstawać/Εγέρθητι που τιτλοφόρησε το πρώτο μέρος είναι τώρα
σαφέστερο και πιο επιτακτικό.
Κάποτε πρέπει να αποφασίσουμε
ποιοι είμαστε,
θέλω να πω αν είμαστε με το παιδί
ή
με τον μπόγια
[…]
κάποτε πρέπει να αποφασίσουμε
μήπως ο μπόγιας και ο αστυνόμος
τελικά νίκησαν,
μήπως μας πήραν το παιδί και
φύγαν.
Δεν είναι εύκολο αλήθεια να ορισθεί η ποίηση (και οπωσδήποτε
όχι απαραίτητο) ούτε να προσδιορισθούν τα όρια της επιρροής που μπορεί να
ασκήσει – πολύ περισσότερο μάλιστα να αποφανθεί κάποιος με καθαρότητα για τα
έμπρακτα αποτελέσματα που μπορεί να φέρει ο ποιητικός λόγος. Ας αρκεστούμε,
λοιπόν, στον ποιητή και το ήθος του, με τη γνώση πως αυτό και μόνον είναι ικανό
να δείξει την πορεία· όσοι πιστοί ακολουθούν. Το ποίημα που κλείνει τη συλλογή
μιλά από μόνο του:
Όταν πεθάνω
οι φίλοι που θέλετε να με θυμάστε
να ξυπνάτε τις νύχτες
και να ψάχνετε στα κινητά σας αν
βρέχει στην
Αντίς Αμπέμπα,
αν κατεβάζει λάσπη ο χείμαρρος
στο
Ορφανοτροφείο της Τέσφα,
αν το κροτάλισμα της μπόρας στη
λαμαρίνα
φοβίζει τον ύπνο των παιδιών.
Σε αυτήν την αναζήτηση
(και όχι σε βιβλία ή κείμενα ή
λέξεις)
θα φωλιάζει η μνήμη μου.
Εκεί θα είμαι,
στο άγγιγμα του δαχτύλου σας στην
οθόνη
αφής σας,
και θα σας περιμένω να ξημερώσει
για να μου πείτε πως η λαμαρίνα
άντεξε,
πως τα παιδιά ξυπνήσανε καλά.
Ο ίδιος σε αυτοπροσδιοριστικό κείμενο, στην ιστοσελίδα που
διατηρεί στο διαδίκτυο, είναι σαφής:
Πάντοτε πίστευα –και
φυσικά δεν είμαι ο μόνος– πως αυτά που γράφουμε είναι σημειώματα που τα πετάμε
στο πέλαγο κλεισμένα σε μια μποτίλια. Τις περισσότερες φορές η μποτίλια
συντρίβεται στα βράχια και το χαρτί μας το τρώνε τα ψάρια. Μα κάποτε, σπάνια
βέβαια, φτάνει στα χέρια ενός έρημου ανθρώπου και τον διασκεδάζει ή τον
παρηγορεί – ή, ακόμη σπανιότερα, σε μια πληγωμένη γοργόνα που της λέγει το
μεγάλο μαντάτο και την ανταριάζει. Σε τούτη την παρηγοριά και σε τούτο το
αντάριασμα προσβλέπω.
Ιδιαίτερη μνεία αξίζει να γίνει στην πολύ προσεγμένη έκδοση.
Εξαιρετικός ο πρωτότυπος κολοφώνας του βιβλίου (με την γκιλοτίνα δίπλα στα
γράμματα), στην ουσία μια συνομιλία με το εξώφυλλο σε αντίστροφη λογική, όπως η
γραμματοσειρά μεγάλη αρχικά μικραίνει στην πορεία (στο εξώφυλλο) για να βρεθεί
σε αντίστιξη (μικρή αρχικά που μεγαλώνει στην πορεία) στον κολοφώνα. Η αρχή και
το τέλος ενός πολύ σημαντικού βιβλίου, που υπηρετείται από τις τεχνικές λεπτομέρειες
της έκδοσης, την αισθητική και την πρωτοτυπία.
Διώνη Δημητριάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου