Πέμπτη 22 Απριλίου 2021

ΣΤΗ ΓΗ ΕΙΜΑΣΤΕ ΠΡΟΣΚΑΙΡΑ ΥΠΕΡΟΧΟΙ Ocean Vuong μετάφραση: Έφη Φρυδά εκδόσεις Gutenberg σειρά Aldina Η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ

 

ΣΤΗ ΓΗ ΕΙΜΑΣΤΕ ΠΡΟΣΚΑΙΡΑ ΥΠΕΡΟΧΟΙ

Ocean Vuong

μετάφραση: Έφη Φρυδά

 εκδόσεις Gutenberg σειρά Aldina

 Η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal

στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ: Ο ποιητικός τρόπος μιας συγκλονιστικής αφήγησης | Fractal (fractalart.gr)

 




ο ποιητικός τρόπος μιας συγκλονιστικής αφήγησης

 

Δεν συμβαίνει συχνά να διαβάζεται ένα πεζογράφημα (θα μπορούσε να είναι και μυθιστόρημα) που να θυμίζει ποιητική γραφή, όχι μόνο με την παρείσφρηση ποιητικών εκφράσεων στην αφήγηση αλλά κυρίως με τη συνειρμική σύνδεση των γεγονότων, την αδιαφορία για τη γραμμική ακολουθία των χρονικών στιγμών και τις κλασσικές αφηγηματικές τεχνικές. Έτσι διαβάζεται το επιστολικής μορφής (ή έστω πρόθεσης) πρώτο πεζό του ποιητή Ocean Vuong. Μία εκτενής επιστολή προς τη μητέρα του, στην οποία εκθέτει όσα η μνήμη επιτρέπει, όσα αποτελούν μια κατάθεση-κραυγή, που επιτέλους πρέπει να ακουστεί – ακόμα κι αν η μητέρα δεν θα τη διαβάσει ποτέ, καθώς αγνοεί την αγγλική γλώσσα, ακόμα κι αν όλο αυτό συνιστά στην ουσία μια εκδοχή προσωπικής ίασης. Ο τρόπος της γραφής, όπως δηλώνει ο ίδιος, υπαγορεύτηκε από την ανάγκη να μιλήσει ειλικρινά: «Όταν φθάνουμε σε μια σελίδα μέσα από ιστορίες αποικιοκρατίας, λεηλασίας, διαγραφής, διασποράς, το να γράψουμε ένα ομαλό, με συνοχή, μυθιστόρημα σημαίνει εντέλει πως γράφουμε ένα ψέμα». Εδώ, λοιπόν, θα ειπωθούν αλήθειες, με ιδιαίτερη προσοχή στις λέξεις και στον ρυθμό της γλώσσας, προκειμένου να μη χαθεί ούτε το παραμικρό από αυτή τη ζωή, που μπορεί να έχει την αφορμή της στα προσωπικά βιώματα, ωστόσο επιτρέπει την εισχώρηση στα βάσανα ενός ολόκληρου λαού, όσο και στη δυσκολία της επιβίωσης κάθε διαφορετικού μέσα σε μια κοινωνία που διαρκώς απαιτεί την επιβεβαίωση της «κανονικότητάς» της ισοπεδώνοντας όποιον δεν ταιριάζει στο πρότυπό της.

Ο Vuong γεννήθηκε το 1988 στην πόλη Χο Τσι Μιν, στο Βιετνάμ. Η γιαγιά του, η Λαν, παντρεμένη με Αμερικανό στρατιώτη στη διάρκεια του πολέμου, που όταν έφυγε για να επισκεφθεί τους δικούς του, δεν ξαναγύρισε ποτέ. Η μητέρα του, η Ρόουζ, με το πέρας του πολέμου δεν είχε πλέον θέση στην πατρίδα της, καθώς ήταν παιδί μεικτού γάμου  – ποιος εύκολα θα αποδεχόταν τη συγκεκριμένη  επιμειξία;  Έτσι η οικογένειά του αναγκάστηκε να μεταναστεύσει στις Η.Π.Α., όταν ο ίδιος ήταν μόλις δύο ετών, αποκτώντας πλέον το όνομα Ocean (ωκεανός) προς υπενθύμιση του μεγάλου ταξιδιού μέσω του Ειρηνικού ωκεανού. Ωστόσο, στη νέα του πατρίδα πάλι υπογραμμιζόταν η ξεχωριστή του ταυτότητα: δεν ήταν λευκός αλλά ούτε και «κανονικός» για τα πουριτανικά αμερικανικά ήθη της εργατικής συνοικίας που ζούσε με τη μητέρα και τη γιαγιά του· ο Vuong γρήγορα κατάλαβε ότι ήταν ομοφυλόφιλος. Μεγάλο μέρος του βιβλίου αφορά τη γιαγιά του, μέσα από την οποία περισσότερο αναζητά την ταυτότητά του (με τη μητέρα του υπάρχει μια απόσταση) και τη σχέση του με τον Τρέβορ, τον πρώτο του έρωτα, για τον οποίο γράφοντας μας χαρίζει μερικές από τις πιο δυνατές σε ένταση σελίδες.



Κι αν αναρωτηθεί κανείς γιατί ένας ποιητής να επιλέξει τον πεζό λόγο ως μορφή της εξομολόγησής του, η απάντηση θα πρέπει να αναζητηθεί στο ευρύ πεδίο ανάπτυξης που παρέχει η πεζογραφία. Κι όταν αυτό δεν αρκεί, τότε αναλαμβάνει πάλι η ποίηση να καλύψει τα κενά και να απογειώσει το τελικό αποτέλεσμα. Η επιστολή του Vuong προς τη μητέρα του αποκτά πλέον τις διαστάσεις μιας ηχηρής μοναχικής και απελπισμένης κραυγής, ενός καταπέλτη κατά της κοινωνικής υποκρισίας. Μοναδικής αξίας γραφή, που ευτύχησε στη μετάφραση της Έφης Φρυδά, στη σειρά Aldina των εκδόσεων Gutenberg.

 

Αποσπάσματα:

 

Όλα όσα έγραφα ξεκινούσαν με ‘ίσως’ και ‘πιθανόν’ και κατέληγαν σε ‘νομίζω’ ή ‘πιστεύω’. Όμως η αμφιβολία μου βρίσκεται παντού, μαμά. Ακόμα κι όταν ξέρω πως κάτι είναι πέρα για πέρα αληθινό, τρέμω μήπως η γνώση διαλυθεί, δεν καταφέρει, κι ας την έχω καταγράψει, να παραμείνει αληθινή. Μας αποσυναρμολογώ ξανά για να μας μεταφέρω κάπου αλλού – πού ακριβώς, δεν είμαι σίγουρος. Όπως δεν ξέρω πώς να σε αποκαλέσω· λευκή, Ασιάτισσα, ορφανή, Αμερικάνα μάνα; (σ. 100-101)

 

Με ρώτησες πώς είναι να είσαι συγγραφέας κι εγώ τώρα σου παραδίδω ένα κουβάρι, το ξέρω. Πρόκειται όμως πραγματικά για ένα κουβάρι, μαμά – δεν το επινόησα. Κι εγώ κατήλθα μέσα του. Αυτό είναι η συγγραφή, έπειτα από ένα σωρό ανοησίες, να κατέρχεσαι τόσο χαμηλά ώστε ο κόσμος να σου προσφέρει μια ελεήμονα νέα σκοπιά, μια ευρύτερη οπτική φτιαγμένη από πράγματα μικρά […] Αυτό άραγε να είναι τέχνη; Να σ’ αγγίζουν και να σκέφτεσαι ότι αυτό που νιώθεις είναι δικός σου όταν τελικά ήταν ο πόθος κάποιου άλλου που βρίσκει εσένα; […] Δεν σου αφηγούμαι μια ιστορία, πρόκειται περισσότερο για ένα ναυάγιο – τα κομμάτια επιπλέουν, επιτέλους ευανάγνωστα. (σ. 251, 252, 253)

 

Επιτέλους μπορούσα να ονοματίσω αυτό που συνέβαινε σε μένα σ’ όλη μου τη ζωή. Με γαμούσαν με δική μου, επιτέλους επιλογή. Στα χέρια του Τρέβορ είχα το δικαίωμα, μπορούσα να αποφασίσω με ποιον τρόπο θα μ’ έκαναν κομμάτια. Γι’ αυτό του είπα: «Πιο δυνατά. Πιο δυνατά», ώσπου τον άκουσα να ασθμαίνει, σαν να έβγαινε από έναν εφιάλτη που ορκιζόμασταν πως ήταν αληθινός. (σ. 170)

 

 

Διώνη Δημητριάδου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου