Διώνη Δημητριάδου
Αδώνιδος κήποι
ΑΩ εκδόσεις
Γράφει η Ευσταθία Δήμου
η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr
Η φράση «κήποι του Άδωνη», που επέλεξε η Διώνη Δημητριάδου για τίτλο του νέου της ποιητικού βιβλίου (ελαφρώς παραλλαγμένο: Αδώνιδος κήποι), αναφέρεται σε ένα, μάλλον άγνωστο σήμερα, αρχαιοελληνικό έθιμο, σύμφωνα με το οποίο καλλιεργούνταν φυτά σε πήλινες γλάστρες ή δοχεία, προς τιμήν του μυθικού Άδωνη. Επρόκειτο, βασικά, για μικρά πιατάκια μέσα στα οποία έσπερναν φακή που γεννιόταν, αναπτυσσόταν και, έπειτα από λίγες μέρες, πέθαινε συμβολίζοντας έτσι το εφήμερο και βιαστικό πέρασμα της μορφής του Άδωνη από τη ζωή. Το σχήμα αυτού ακριβώς του εθίμου δίνει η Δημητριάδου στην ποιητική της συλλογή, καθιστώντας την ουσιαστικά μια αναμέτρηση και μια ανατομία του απελπιστικά ανεξήγητου φαινομένου που αποτελεί ο θάνατος ή, θα έλεγα, η ζωή. Δεν είναι και τόσο εύκολο να διακρίνει και να πει με βεβαιότητα κανείς αν ο τόνος της συλλογής είναι αισιόδοξος ή απαισιόδοξος, φωτεινός ή σκοτεινός, ακριβώς διότι η ποιήτρια τεχνουργεί έναν ρυθμό και ένα βάδισμα, έναν ρυθμό βαδίσματος απόλυτα σταθερό, χωρίς λυγίσματα, τουλάχιστον εξωτερικά, σε μια πορεία που φαντάζει ελαφρώς ανηφορική. Δε νομίζω ότι είναι τυχαία αυτή η επιλογή. Δείχνει τη διάθεση και τη θέλησή της να δώσει στην τέχνη την προτεραιότητα και όχι στη ζωή που, αναπόφευκτα, είναι στενά συνυφασμένη με το λύγισμα και τον σπαραγμό, όταν πρόκειται για τον θάνατο.
Είναι αυτοί ακριβώς οι κύκλοι της φύσης, της ζωής, του θανάτου, που διαμορφώνουν ένα είδος δίνης, το οποίο απορροφά την ανθρώπινη οδύνη αφήνοντας να φτάσει στην επιφάνεια μονάχα ο απόηχός της.
Μια πολιορκία του θανάτου στήνει εδώ η Δημητριάδου ή, για να είμαι πιο σωστή, γίνεται η ίδια ο στόχος και η πολιορκημένη από τον θάνατο που έρχεται από παντού, ζητώντας την ερμηνεία, την αποδοχή, την εξίσωσή του. Έρχεται με τη μορφή μιας δύναμης φυσικής, ενός φαινομένου στέρεου και σταθερού, που διεκδικεί και κερδίζει την πρωτοκαθεδρία ακριβώς λόγω του μεγέθους του, που είναι ανίκητο. Αυτό το μέγεθος έχει επικυρωθεί μέσα στην καλλιτεχνική δημιουργία διαχρονικά και δεν θα ήταν άστοχο να πούμε ότι υπήρξαν στιγμές στην καλλιτεχνική ιστορία που ο θάνατος αποκτούσε, αν όχι την ίδια, μεγαλύτερη σημασία από τη ζωή. Αξίζει να θυμηθούμε τις μνημειώδεις ταφικές κατασκευές του μυκηναϊκού κόσμου που, ακόμη και σήμερα, κεντρίζουν την περιέργεια για τον τρόπο με τον οποίον ο ανθρώπινος πολιτισμός θεμελιώθηκε, πολλές φορές, πάνω στον θάνατο και τη δυναμική του. Μια δυναμική που εκδηλώθηκε και στα προϊόντα του έντεχνου λόγου, όχι μόνο του προσωπικού μα και του ανώνυμου, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τα δημοτικά τραγούδια για τον Χάροντα και τον Κάτω Κόσμο.
Στην ποιητική συλλογή της Δημητριάδου, παρόλο που το φως και οι αχτίδες του δεν λείπουν, συχνά μάλιστα μπαίνουν δειλά, πλάγια, λοξά για να «σπάσουν» το μαύρο και το γκρίζο του θανάτου, το τοπίο είναι όχι κλειστό, αλλά κλεισμένο. Ηθελημένα και σκόπιμα κλεισμένο, για να μπορέσει να οργανωθεί ένα ποιητικό εργαστήρι του θανάτου, μια σειρά από στάσεις και σταθμούς σε μια πορεία κυκλική, μια πορεία απόλυτα εναρμονισμένη με τη φύση ως μηχανισμό, ως οργανισμό που εξασφαλίζει τη συνέχεια και τη συνοχή. Και είναι αυτοί ακριβώς οι κύκλοι της φύσης, της ζωής, του θανάτου, που διαμορφώνουν ένα είδος δίνης, το οποίο απορροφά την ανθρώπινη οδύνη αφήνοντας να φτάσει στην επιφάνεια μονάχα ο απόηχός της. Γιατί η οδύνη υπάρχει εδώ, εντοπίζεται ξεκάθαρα αλλά δεν κυριαρχεί ούτε επικρατεί σε βάρος της ποιητικής πράξης, που διαμορφώνει ή μάλλον διαμορφώνεται και αυτή ακολουθώντας το σχήμα ενός κύκλου. Είναι πολλά τα ποιήματα της Δημητριάδου που υιοθετούν το συγκεκριμένο σχήμα ή, κάποτε, το σχήμα μιας καμπύλης που εικονοποιεί το λύγισμα, αλλά ποτέ την πτώση.
Θα ήθελα, για το τέλος, να μείνω σε ένα από τα ποιήματα της συλλογής, όχι γιατί απαραίτητα μου άρεσε περισσότερο από άλλα, μα γιατί είδα σε αυτό κάποιες ιδέες που αξίζει να αναδειχθούν. Το παραθέτω για να δοκιμάσω έπειτα να εκφράσω κάποιες σκέψεις.
Σήμα ταπεινό
Νομίζω πως το ποίημα αυτό συμπυκνώνει, με ένα σπάνιο είδος ποιητικού ρεαλισμού, ορισμένες βασικές αλήθειες που όλοι οι άνθρωποι συναισθάνονται και σκέφτονται, χωρίς όμως ποτέ να κατορθώνουν να τις αποδεχτούν. Η έννοια του χάους και του κενού, που προβάλλονται εδώ και συνιστούν το σημείο μηδέν, το έδαφος στο οποίο συναντιέται ο θάνατος με τη ζωή, ο άνθρωπος με τον θεό, αποτελεί μια πρόκληση για τον αναγνώστη να αντιληφθεί τον τρόπο με τον οποίο η ύπαρξη σφραγίζεται από δύο αντίθετες και αντικρουόμενες συνθήκες, που διαδέχονται η μία την άλλη με μια κανονικότητα που ξεπερνά κάθε άλλη κανονικότητα στην εγκόσμια τάξη. Είναι το τέλος και η συνέχεια, το τέλος του ανθρώπου και η συνέχειά του μέσα στον άλλον άνθρωπο, μέσα στην άλλη σάρκα, μέσα στην άλλη ζωή. Ίσως αυτό να σηματοδοτεί και την «ανάστασή» του, το γεγονός δηλαδή ότι ανοίγεται σαν «χώρος» και σαν περίγραμμα για να εισέλθει αυτός που θα έρθει και να ενωθούν οι δυο τους σε μια οντότητα, που θα είναι μνήμη και ιδέα μαζί και που θα διασώζεται μέσα στο μόνο «δοχείο» που μπορεί να τη διασώσει, την Ποίηση.
Ευσταθία Δήμου

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου