Σάββατο 3 Απριλίου 2021

Η μέρα χωρίς όνομα Friedrich Ani μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου εκδόσεις Gutenberg σειρά Aldina η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

 

Η μέρα χωρίς όνομα

Friedrich Ani

μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου

εκδόσεις Gutenberg σειρά Aldina

η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

Friedrich Ani: «Η μέρα χωρίς όνομα» (diastixo.gr)

 

 


Έχουν πάντα ενδιαφέρον οι αστυνομικές ιστορίες που δεν περιορίζονται στην εξιχνίαση εγκλημάτων, αλλά προχωρούν στην ένταξη των γεγονότων μέσα στην εποχή τους ανατέμνοντας έτσι τις συνθήκες μέσα στις οποίες γεννιέται το έγκλημα, προβάλλοντας εικόνες μιας γενικότερης κοινωνικής παθογένειας πέρα από την προσωπικότητα της συγκεκριμένης εγκληματικής περσόνας στην οποία εστιάζει κάθε φορά η πλοκή – έχουμε πλείστα παραδείγματα τέτοιας γραφής, που δικαιωματικά κατατάσσονται στον χώρο της λογοτεχνίας, κι ας είναι αμφισβητούμενη συχνά η ανάλογη αξία των αστυνομικών μυθιστορημάτων. Στην περίπτωση του Friedrich Ani, όλο αυτό προχωράει ακόμη πιο πέρα. Η ιστορία του δεν είναι μόνον αστυνομική, με τη στενή έννοια του όρου, αλλά ούτε μπορεί να ενταχθεί απλώς στην κατηγορία που αναφέρθηκε πιο πάνω. Η ιστορία του Η μέρα χωρίς όνομα ανήκει περισσότερο στα μυθιστορήματα εκείνα που εστιάζουν στον ψυχικό κόσμο των προσώπων αποκαλύπτοντας πτυχές αθέατες πίσω από την επιφανειακή συμπεριφορά τους, υποβοηθώντας παράλληλα την αστυνομική πλοκή και την εξιχνίαση του μυστηρίου. Και μάλιστα στη συγκεκριμένη περίπτωση, εισερχόμαστε με την αναγνωστική ευχέρεια στον ψυχικό κόσμο τόσο των ηρώων της ιστορίας όσο και του πρώην αστυνομικού Γιάκομπ Φρανκ, που αναλαμβάνει την υπόθεση· αυτό συνιστά μια πρωτοτυπία που δεν θα πρέπει να μείνει ασχολίαστη, καθώς ο Γιάκομπ αναδεικνύεται σε λογοτεχνική φιγούρα που από  μόνη της θα αρκούσε για να γραφεί μια μεγάλη αφήγηση, όχι κατ’ ανάγκη αστυνομικής πλοκής.  

Ο άντρας που ζητάει τη βοήθεια του εξηντάχρονου πρώην αστυνομικού είναι ο Λούντβιχ Βίντερ, που η γυναίκα του, η Ντόρις, πριν από είκοσι ένα χρόνια αυτοκτόνησε, ένα χρόνο μετά τον θάνατο της κόρης τους Έστερ που βρέθηκε κρεμασμένη σε ένα πάρκο στο Μόναχο τη 14η Φεβρουαρίου κάποιου έτους που δεν κατονομάζεται, θάνατος καταχωρισμένος στα αστυνομικά αρχεία ως αυτοκτονία. Ο Βίντερ, όμως, πιστεύει ότι η κόρη του δολοφονήθηκε. Η επιλογή του Γιάκομπ δεν είναι τυχαία, αφού ως εν ενεργεία τότε αστυνομικός είχε αναλάβει την εξιχνίαση της υπόθεσης  όπως και το δύσκολο έργο να ανακοινώσει στη μητέρα του κοριτσιού το τραγικό γεγονός. Έντονα έχει καταγραφεί στη μνήμη του η πολύωρη παρουσία δίπλα στη μητέρα –κάτι καθόλου σύνηθες για παρόμοιες περιπτώσεις–  σε σιωπηλό εναγκαλισμό ως το ξημέρωμα της επόμενης μέρας, μιας μέρας χωρίς όνομα που θα τον στοίχειωνε στο εξής μαζί με το ερώτημα της μητέρας: Πέστε μου ότι δεν είναι αλήθεια. Αυτή η ερώτηση έκρυψε μέσα της και τη δική του, όπως η μοναξιά του βρήκε στήριγμα στη μοναξιά της γυναίκας. Ο Άνι φέρνοντας στο προσκήνιο τη σκηνή αυτή πολλές φορές, κατευθύνει εύστοχα την αναγνωστική πρόσληψη στην ψυχοσύνθεση των προσώπων. Το κλίμα βαραίνει ακόμη περισσότερο, καθώς η επίσκεψη του Βίντερ στον αστυνομικό γίνεται την ημέρα των Αγίων Πάντων, τη 14η Φεβρουαρίου, που στις δυτικές εκκλησίες είναι συνδεδεμένη με την πρόσκαιρη επιστροφή των νεκρών. Σημαδιακή, επομένως, η μέρα αυτή για να επιστρέψει και η μνήμη και να ζητά τις αποκαλύψεις, να βρει όσα έμειναν ανοιχτά τότε στις έρευνες που έγιναν. Ο Γιάκομπ θα θεωρήσει πως είναι εν μέρει και χρέος δικό του να βυθιστεί πάλι στις άγνωστες πτυχές της μακρινής ιστορίας. Με όποιο προσωπικό κόστος, γιατί καμία επιστροφή δεν είναι απλή υπόθεση. Όπως ο Βίντερ έσκιζε από τα ημερολόγια τη 14η Φεβρουαρίου σαν να μην υπήρξε ποτέ η μέρα της καταστροφής του, έτσι και ο Γιάκομπ ζει εδώ και χρόνια σαν να μην υπάρχει, καταπονημένος, κουρασμένος, απών.

Τα πρόσωπα που θα προσεγγίσει (ο οδοντίατρος που είχε σχέσεις με το κορίτσι, οι συμμαθητές, οι φίλοι, οι γείτονες) θυμούνται και αποκαλύπτουν όσα τότε έκρυψαν, όσα τότε φάνηκαν λεπτομέρειες αλλά τώρα αποκτούν με το βάρος του χρόνου άλλη σημασία. Το μυστήριο που θα πρέπει να διαλευκανθεί αφορά τόσο τον θάνατο της Έστερ όσο και τη σύντομη σε διάρκεια ζωή της. Ποια ήταν τελικά η Έστερ; Ποιος θα αντέξει την αλήθεια που αρχίζει να φαίνεται στον ορίζοντα; Κάθε διάλογος γίνεται μια μικρή ανάκριση, κι ας μην έχει την επισημότητα του ανακριτικού έργου. Ο Γιάκομπ νιώθει να εισχωρεί όλο και πιο βαθιά σε μια ιστορία που θα μπορούσε να θεωρηθεί και προσωπική του. Κουβαλάει μέσα του το δικό του δράμα, το αίσθημα ενοχής, καθώς, όταν ήταν παιδί ακόμα, δεν μπόρεσε να αποτρέψει τη δολοφονία της μητέρας του. Οι δικοί του νεκροί είναι και αυτοί αδικαίωτοι. Θα απελευθερωθεί μέσω της ιστορίας του Βίντερ ή ο κάθε ένας έχει το προσωπικό του μαρτύριο, το δικό του μερίδιο ένοχης συνείδησης.

 


Για να βρει την αλήθεια αυτής της υπόθεσης δεν έπρεπε να σκεφτεί σαν εγκληματολόγος· έπρεπε να προσπαθήσει να ξεχάσει τις γνώσεις που είχε αποκτήσει και να εμπιστευθεί τα ένστικτα του κορμιού του, τους νευροδιαβιβαστές και τα μηνύματα των κυττάρων του.

Δύο ώρες έμεινε εκεί ξαπλωμένος εκείνο το πρωί· ακίνητος κοίταζε το ταβάνι καταγράφοντας εκατοντάδες πληροφορίες χωρίς να προσπαθεί να τις καταλάβει κι έφτασε τελικά με ανοιχτά τα μάτια σε μια κατάσταση σχεδόν ύπνου, όπου δεν τον περίμεναν όνειρα αλλά ένα σπίτι με τους ενοίκους του· αυτό που είδε τον συγκλόνισε, γιατί ήταν κι ο ίδιος ένας απ’ αυτούς, κυριευμένος από οργή και μανία. (σ. 199)

 

Ο Βίντερ αναζητά τον δολοφόνο της κόρης του για να αποσείσει από πάνω του το προσωπικό του άχθος. Δολοφονήθηκε όμως η κόρη του ή πράγματι αυτοκτόνησε; Ή μήπως κανείς δεν σκέφθηκε την περίπτωση του ατυχήματος; Ερωτήματα που εισχωρούν το ένα στο άλλο αφήνοντας μικρές χαραμάδες, ρωγμές που επιτρέπουν τη συνεξέταση. Ο Άνι μοιράζει το ενδιαφέρον ανάμεσα στα κύρια πρόσωπα του δράματος και στο πρόσωπο του συνταξιούχου αστυνομικού. Η ιστορία ανατρέπεται, παύει πλέον να είναι μόνον αστυνομική, σε σημείο που το αναγνωστικό ενδιαφέρον εστιάζει πιο πολύ στις ψυχικές διεργασίες και λιγότερο στα γεγονότα αυτά καθεαυτά. Το πένθος, η μοναξιά των προσώπων, του Βίντερ και του Γιάκομπ, στιγμές στιγμές ταυτίζονται, σαν να πρόκειται για δύο ιστορίες που επιζητούν την κάθαρση η μία μέσω της άλλης. Αν το μυστήριο της μιας αποκαλυφθεί, θα λειτουργήσει ιαματικά και στην άλλη;

Η μετάφραση της έμπειρης Μαρίας Αγγελίδου κατορθώνει να παρακολουθεί τις εναλλαγές του ύφους από τα αφηγηματικά κομμάτια ως τους αποκαλυπτικούς διαλόγους αποδίδοντας με τον καλύτερο τρόπο την ατμόσφαιρα του βιβλίου: μοναξιά, ασφυξία, αναζήτηση καθαρού αέρα, μνήμες βασανιστικές, σιωπηλές κραυγές. Ένα μυθιστόρημα που δεν στηρίζει τη γοητεία του στους αιφνιδιασμούς, αλλά κυλά παρασέρνοντας στον αργό του ρυθμό οδηγώντας πέρα από το μυστήριο των γεγονότων στη μυστική ουσία του ανθρώπινου ψυχισμού. Η σειρά Aldina των εκδόσεων Gutenberg σε μία από τις καλύτερες στιγμές της.

 

Διώνη Δημητριάδου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου