Για την ποιητική σύνθεση
Παλίμψηστη του Λύκου μου Μορφή
της Διώνης Δημητριάδου
ΑΩ εκδόσεις
Γράφει ο Γρηγόρης Τεχλεμετζής
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal
Το σπονδυλωτό πέρασμα του λύκου του ποιητή | Fractal (fractalart.gr)
Η συλλογή είναι μια
προσπάθεια έκφρασης του υποσυνείδητου του ποιητικού υποκειμένου. Αυτό μας
δηλώνει και ο τίτλος της. Μιλάει για τον λύκο, που παίρνει μορφή στο βιβλίο,
αποκαλύπτοντας αυτά που παλίμψηστα είναι καταγεγραμμένα στο υποσυνείδητο. Αλλά
τα εσώτερα δεν χάνονται, παρόλο που «ξύνονται και ξαναζωγραφίζονται» και όλα
αυτά μας αφήνουν το αποτύπωμα τους.
Το έργο, σε αρκετό
βαθμό, έχει σουρεαλιστικά στοιχεία. Άλλωστε ο υπερρεαλισμός βαραθρώνεται στην
ψυχανάλυση. Έτσι, χείμαρροι της ψυχής (σ.15), υπόγειοι ποταμοί, βουνά, δέντρα,
μαύρα φίδια (σ.14), έρημοι, φωτιές, δαίμονες, άγγελοι και άλλα σύμβολα περνούν
μέσα από την ψυχή του λύκου-ποιητή αποτυπώνοντας μετασχηματισμένους φόβους και
επιθυμίες. Όλες αυτές οι εικόνες είναι προϊόντα μιας εσωτερικής πάλης και
προσπάθειας να αναδυθούν τα απωθημένα μέσα από την αποχαλιναγώγηση της
ποιητικής έκφρασης ενός «είναι» που βρίσκεται σε διέγερση. Έτσι συχνά
περιγράφονται μελανές εικόνες που έχουν σαρωτικό αντίκτυπο στον ψυχισμό του
υποκειμένου.
Η συλλογή είναι
γραμμένη με ένταση, σε ένα περιβάλλον τρομώδες, συχνά εφιαλτικό, αναζητώντας τη
λύτρωση: «Ψάχνοντας τον θεό μου αλάργεψα πολύ κι έφτασα ως εδώ. Μια σκοτεινιά
παντού […] πού είναι άραγε το ελεητικό του πρόσωπο […]» («Του Λύκου
πέρασμα τρίτο», σ.17).
Κοινωνία και έσω
κόσμος αντανακλώνται πάνω στο ποίημα λυτρωτικά, που όπως λέει: «Ο δαίμονας μου
θα με τυραννά/ […]/ Ποιητική ανάπαυλα θα ορίζει […]» («Άφυλη φύση», σ.18). Ο
λύκος της, κατά μία έννοια είναι μια χειμαρρώδης απελευθέρωση του υποσυνείδητου
διάμεσου της ποιητικής έμπνευσης, που καλείται να αναμετρηθεί με ενδόμυχους
φόβους -τέρατα και δαίμονες (π.χ. δείτε «Τσίρκο δωματίου», σ.20). Και όλα
αυτά αποδίδονται εν είδη ποιητικής άτυπης και αποκαλυπτικής θρησκείας (αυτό
αποτελεί μια ακόμα αλληγορία).
Δεν είναι όμως ένα
απλό βιβλίο ποιητικής (όπως στο «Μην και έτσι γράφονται;», σ.19). Δεν
περιορίζεται στην ομφαλοσκόπηση ή στη διαδικασία γέννησης των ποιημάτων, ως
προϊόντα εσωτερικής πάλης και κυρίως πληγών, μια προσέγγιση του άρρητου ψυχικού
κόσμου και μια καλυμμένη ψυχαναλυτική εξομολόγηση, με το ανείπωτο να υποβόσκει.
Έχει βαθιά κοινωνικές αντανακλάσεις και προεκτάσεις, υπό το αφαιρετικό
γενικευμένο βλέμμα της ποίησης.
Ο λύκος της
Δημητριάδου, ως άλλος νιτσεϊκός Ζαρατούστρας και σαν τον Λύκο στης
στέπας του Έσσε (που φέρει και νιτσεϊκές επιρροές) κινείται μεταξύ των
ανθρώπινων και της υπεράνθρωπης υπέρβασης (υπερλύκιας στην περίπτωσή μας), προς
ένα ξεπέρασμα της ανθρώπινης σαπίλας και καταβύθισης σε ένα εσωτερικό αξιακό
χώρο, υποσυνείδητα και απροκάλυπτα αληθινό, που φοβίζει.
Έτσι δηλωτικά μας λέει «υπόγειοι ποταμοί βουίζουν στο κεφάλι μου» (σ.14), δηλαδή ο έσω κόσμος επηρεάζει τη σκέψη της, ενώ ο ποιητής της (σ.13) είναι «λύκος και δαίμονας μαζί» (σ.12).
Υφολογικά η συλλογή πλησιάζει
στον Υπεράνθρωπο και στην Ασκητική του
Καζαντζάκη, λόγω του εξομολογητικού τόνου, του ότι μιλάει με ρήσεις και
προφητείες ανάμεσα σε θεούς και δαίμονες, αναζητώντας την αλήθεια με
αινιγματικό και ποιητικό τρόπο.
Εδώ όμως κάτι
σκοτεινό, δυσοίωνο και υποχθόνιο κατακλύζει το έργο. Δεν είναι η υπέρβαση προς
τον υπεράνθρωπο, ούτε η παρότρυνση προς το αγαθό του χριστιανισμού, είναι η
καταβύθιση στον απώτατο εαυτό, ο οποίος αποτελεί εργαλείο ερμηνείας και
ενσυναίσθησης του κόσμου, που παρουσιάζεται ως μια προβληματική κοινωνία λύκων.
Η αλήθεια έτσι έρχεται από μέσα μας και διαμέσου της τέχνης συναισθηματικά
«βιώνεται».
Η μοναξιά του λύκου της είναι ένα χαρακτηριστικό που επαναλαμβάνεται και τονίζεται διαρκώς στη συλλογή (δείτε και τον Λύκο της στέπας του Έσσε). Ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά έλεγε ότι αν κάποιος ζει μοναχός είναι ή θεός ή θηρίο. Η ποιήτρια γράφει για τον λύκο της «θηρίο ή θεός/ κι άνθρωπος πού;» («Παλίμψηστη του λύκου μου μορφή», σ.48).
Άρα τονίζεται το
ξεπέρασμα της ανθρώπινης φύσης και μιλάμε για κάτι υπερανθρώπινο ή υποανθρώπινο,
μια καταβύθιση στον ψυχικό εαυτό και στα ένστικτα ή μια ανύψωση σε ευγενείς
συμπεριφορές ανέφικτές για τους κοινούς ανθρώπους (Υπεράνθρωπος του
Νίτσε). Από όσο μπορώ να συμπεράνω, ισχύει σίγουρα το δεύτερο και υπαινίσσεται
την υπέρβαση του πρώτου, μια και η συμπεριφορά του λύκου κατά βάθος είναι
άριστη. Επομένως είναι ένα διττό ον, που συνδυάζει και αφομοιώνει τις
αντιφάσεις της κοινωνίας μας. Έτσι υπάρχει μια αναστροφή ρόλων, όπου ο λύκος
φοβάται τους ανθρώπους και το αφύσικο των ανθρώπινων έργων (π.χ. «Του Λύκου
πέρασμα πρώτο», σ.11) και συχνά παρουσιάζεται πολύ ευαίσθητος και πληγωμένος,
αντί του γνωστού «κακού λύκου».
Κάποιοι μάλιστα
στίχοι, σποραδικά, μας θυμίζουν διάσημες ρήσεις φιλοσόφων, που συνοψίζουν την
κοσμοθεωρία της: «ο Λύκος/ μοιραίο θήραμα των άλλων λύκων» («Του Λύκου πέρασμα
τρίτο, σ.17). Μας θυμίζει το «η κόλαση είναι οι άλλοι» του Σαρτρ και έτσι
έχουμε μια ακόμα κοινωνική διάσταση.
Τώρα η λέξη
«παλίμψηστο» στον τίτλο του βιβλίου αποδίδει τις επανεγγραφές μετά από το
ξύσιμο και την αφαίρεση σε ένα σταθερό υπόστρωμα. Δηλαδή, ίσως τις
επαναδιατυπώσεις και αποδώσεις της ποιήσεως πάνω στο υλικό της υπάρχουσας
κοινωνίας. Δεν είμαι βέβαιος, αλλά πιθανώς αυτό να υπαινίσσεται, συνειδητά ή
ασυνείδητα, ή τουλάχιστον έτσι το εκλαμβάνω. Πάντως στο ομότιτλο ποίημα από τη
φύση του λύκου καταλήγει στην ποιητική τέχνη.
Ας κάνουμε όμως μια
σύντομη φροϋδική ανάλυση ενός ποιήματος της συλλογής, για να αποδώσουμε το
γενικότερο ψυχαναλυτικό της πνεύμα.
Χαρακτηριστική
αποτύπωση του μηχανισμού των ονείρων είναι το ποίημα «Μηχανισμός ονείρων»
(σ.27).
Ξεκινώντας από την
πρώτη στροφή βλέπουμε ότι τη μέρα το αυστηρό «υπερεγώ», που είναι φορτωμένο με
υποχρεώσεις και «πρέπει» καταπιέζει τις ακατέργαστες επιθυμίες του εσωτερικού
κόσμου του «αυτό». Το υποσυνείδητο –αν και ο Φρόυντ στα τελευταία έργα του
προτιμούσε τη λέξη ασυνείδητο, εμείς εδώ θα προτιμήσουμε το υποσυνείδητο-
«ησυχάζει» συμβιβασμένο, παραδίδοντας τα όπλα. Το «εγώ» καταφέρνει να δείχνει
φυσιολογικό, ισορροπώντας τις αντικρουόμενες τάσεις.
Το βράδυ, σύμφωνα και
με την ψυχανάλυση, το ασυνείδητο ξεχύνεται, τα απωθημένα όμως παρουσιάζονται
μασκαρεμένα, για να μπορέσει να υποβιβαστεί η ψυχική τους ένταση. Το αποτέλεσμα
είναι τα αλλόκοτα πολλές φορές όνειρα.
Περνώντας στην τρίτη
στροφή βλέπουμε την επαναφορά στην καθημερινή «κανονικότητα» και έτσι
αποδίδεται η κυκλικότητα της ζωής, με τα «εγώ» να ισορροπούν. Σε διαφορετική
περίπτωση θα είχαμε νευρώσεις ή άλλες ψυχικές ασθένειες.
Τα σύμβολα αυτού του
χαρακτηριστικού ποιήματος κυκλοφορούν εντός της συλλογής. Τέτοια είναι ο λύκος,
με τα γρυλίσματά του και ο ψυχικός μηχανισμός που περιγράψαμε. Δεν διαθέτουμε
όμως επαρκή στοιχεία για τη συγγραφέα και το σύνολο του έργου της για να
κάνουμε μια ενδελεχή ψυχαναλυτική κριτική, όπως κάνει ο αντίστοιχος κλάδος της
Θεωρίας της Λογοτεχνίας, κάτι όμως που ίσως θα είχε ενδιαφέρον. Έτσι θα
αρκεστούμε στις σύντομες παρατηρήσεις. Ας παραπέμψουμε στην Ερμηνεία
των ονείρων, στο Ψυχανάλυση και λογοτεχνία, στο Εγώ
και το Αυτό και σε τόσα άλλα έργα του πατέρα της ψυχανάλυσης και όχι
μόνο.
Και, τελικά, αφού ο
λύκος αναδύθηκε μέσα της με όλες τις κρυφές επιθυμίες της, με σπαραχτικά
συναισθήματα ενσαρκώθηκε στη συλλογή, διεκδικεί και το πρόσωπό της, δηλαδή και
την εξωτερική της πλέον αποκαλυπτόμενη εικόνα:
Ο Λύκος
με μιαν αόριστη
(μπορεί και αμήχανη)
κρυφή επιθυμία
με αντικρίζει
στον καθρέπτη.
κι εγώ:
«δεν σου αρκεί
που κατασπάραξες
όλο το μέσα μου
φλέβες
αποστραγγιγμένες
θες τώρα και το
πρόσωπο;»
(άτιτλο, σ.59)
Γρηγόρης Τεχλεμετζής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου