Τρίτη 13 Απριλίου 2021

Κανείς δεν άναβε τα φώτα Felisberto Hernández μετάφραση: Γεωργία Ζακοπούλου εκδόσεις Μεταίχμιο η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

 

Κανείς δεν άναβε τα φώτα

Felisberto Hernández

μετάφραση: Γεωργία Ζακοπούλου

εκδόσεις Μεταίχμιο

 η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

Felisberto Hernández: «Κανείς δεν άναβε τα φώτα» (diastixo.gr)




Είναι αλήθεια ότι η λογοτεχνία έρχεται και μας βρίσκει, συχνά  απρόσμενα. Τον Φελισμπέρτο Ερνάντες δεν τον είχα διαβάσει. Ψάχνοντας πριν από κάποια χρόνια στη  μικρή βιβλιοθήκη σε ένα ενοικιαζόμενο δωμάτιο (λες και είχε οριστεί η συνάντησή μας από κάποιο καλό δαίμονα της φιλαναγνωσίας) ανακάλυψα αυτόν τον υποτιμημένο στην Ελλάδα Λατινοαμερικάνο. Αυτόν που τον συγκαταλέγουν ανάμεσα στους πιο σπουδαίους, αυτόν που προλογίζει ο Κορτάσαρ, αυτόν που ο Μάρκες θεωρεί "υπεύθυνο" για τη δική του γραφή. Μεταφρασμένος στα ελληνικά μόνο από τη Γεωργία Ζακοπούλου στις εκδόσεις Μεταίχμιο το 2003. Η πρώτη εντύπωση: Ένας υπέροχος, εντελώς προσωπικός τρόπος γραφής, μια αγάπη για τα αντικείμενα, αυτά που έχουν ψυχή και αιχμαλωτίζουν αναμνήσεις, μια αναβλύζουσα γοητεία μέσα στις σελίδες του. Και μια ιδέα (περισσότερο ένα συνωμοτικό κλείσιμο ματιού) προς κάθε επίδοξο συγγραφέα. Το διήγημά του «Το μπαλκόνι» το έγραψε όταν σε ένα νοσοκομείο είδε μια έγκλειστη απομονωμένη γυναίκα σε δωμάτιο χωρίς παράθυρο. "Μα, αυτή η γυναίκα έχει ανάγκη ένα παράθυρο! Θα γράψω ένα διήγημα!", είπε, δείχνοντας έτσι την πιο αθώα αφορμή (ή δικαιολογία, έστω) της γραφής, όχι να αναζητά το θέμα σε κάποιο πρόσωπο αλλά να ψάχνει τον τρόπο να «δωρίσει» το κείμενο στο πρόσωπο αυτό. Αναζήτησα κατόπιν το βιβλίο, για να το έχω στη δική μου βιβλιοθήκη, όμως δυστυχώς είχε εξαντληθεί. Το Μεταίχμιο μάς το προσφέρει τώρα σε μια νέα έκδοση (όχι επανέκδοση) με ξαναδουλεμένη τη μετάφραση από τη Γεωργία Ζακοπούλου, με τα δέκα διηγήματα της συλλογής Κανένας δεν άναβε τα φώτα και με κατατοπιστικό Επίμετρο γραμμένο από την ίδια. Η καλύτερη αφορμή, ή καλύτερα πρόκληση, για να γίνει ευρύτερα γνωστός ο σπουδαίος αυτός συγγραφέας, που μοιάζει να ζει στη σκιά των μεγάλων Λατινοαμερικάνων.

Στον πρόλογό του βιβλίου του Ερνάντες La casa inundada y otros cuentos, ο Κορτάσαρ τον ονομάζει μοναχικό μέσα στην ίδια του τη χώρα, ανακαλύπτει τη διαφορά του από τους σύγχρονους που μιλούσαν  με στόμφο, ενώ ο ίδιος αγαπούσε την απλή γλώσσα, την εύκολα προσεγγίσιμη στον αναγνώστη, με στοιχεία προφορικότητας και συχνά εξομολογητικό τόνο. Επισημαίνει τον τρόπο που έχει να κάνει ορατή με τις λέξεις του την Ουρουγουάη, την πατρίδα του, αν και μοιάζει το βλέμμα του να σταματάει στους τέσσερις τοίχους του δωματίου του, παράλληλα να δίνει την ευρύτερη εικόνα μέσα από τις επιμέρους καθημερινές σκηνές.

Οι ιστορίες του Ερνάντες ακροβατούν ανάμεσα στον ρεαλισμό και στα φανταστικά τοπία τα οποία επινοεί. Ο ίδιος ομολογεί ότι στη γραφή του δεν επεμβαίνει η συνείδηση, τουλάχιστον με κάποιο λογικό τρόπο, γι’ αυτό μάλλον δεν έχουν λογική δομή. Το μόνο βέβαιο πάντως είναι ότι δεν ξέρω πώς φτιάχνω τις ιστορίες μου, επειδή η καθεμιά τους έχει τη δική της παράξενη ζωή, γράφει σε ένα κείμενο αυτοαναφορικό για τη δουλειά του το 1955. Σε κάθε περίπτωση είναι τα προσωπικά του βιώματα και οι μνήμες του που κινητοποιούν τη σκέψη του, άρα το υλικό του αρχικά είναι πραγματικό, για να απογειωθούν κατόπιν με την πλούσια φαντασία του σε κόσμο παράξενο, ωστόσο απρόσμενα οικείο· γιατί η αλήθεια είναι ότι οι ιστορίες του Ερνάντες ανοίγουν τόσο απρόσκοπτα το πέρασμα για την αναγνωστική πρόσληψη (πολύτιμη η αρωγή της πρωτοπρόσωπης αφήγησης που προσφέρει την απαιτούμενη αμεσότητα), ώστε να μη γίνεται εύκολα η διάκριση ανάμεσα στο αληθινό και το φαντασιακό. Υπάρχει η περίπτωση ο αφηγητής στο διήγημα «Η γυναίκα που μου έμοιαζε» πράγματι να ήταν κάποτε άλογο;


 

Πάνε μερικά καλοκαίρια τώρα, που άρχισα να υποψιάζομαι ότι κάποτε ήμουν άλογο. Όταν έπεφτε η νύχτα, αυτή η σκέψη μού ξαναρχόταν σαν να επέστρεφε στον στάβλο του σπιτιού μου. Μόλις το ανθρώπινο κορμί μου πλάγιαζε, η αλογίσια μνήμη μου άρχισε να καλπάζει. («Η γυναίκα που μου έμοιαζε», σ.91)

 

Είναι ίσως δυνατό να υπάρχει τόπος όπου κανείς εδώ και χρόνια  ούτε γεννήθηκε ούτε πέθανε; Ένα μπαλκόνι έχει ψυχή και ανθρώπινες αντιδράσεις;

 

Καθώς το φως της ημέρας έσβηνε σιγά σιγά, τα αντικείμενα κούρνιαζαν στη σκιά σαν πουλιά που μαζεύουν τα φτερά τους και ετοιμάζονται να κοιμηθούν. Τότε, η κόρη μού είπε ότι τα αντικείμενα αποκτούσαν ψυχή μόλις άρχιζαν να έχουν σχέση με ανθρώπους. Μπορεί, βέβαια, κάποια αντικείμενα να ήταν κάτι άλλο στο παρελθόν και να είχαν μια άλλη ψυχή (εκείνα που σήμερα είχαν πόδια παλιότερα είχαν κλαδιά, τα πλήκτρα του πιάνου ήταν κάποτε χαυλιόδοντες), το μπαλκόνι της όμως απέκτησε για πρώτη φορά ψυχή όταν εκείνη άρχισε να ζει σε αυτό. («Το μπαλκόνι», σ. 25).

 

Όλα αυτά είναι αποκυήματα της συγγραφικής συνείδησης ή μήπως το «μαγικό ψεύδος» της λογοτεχνίας έχει τη δύναμη να σχηματίζει κόσμους αληθινούς; Ο μαγικός ρεαλισμός της γραφής του μπορεί να μπερδεύει όμορφα το καθημερινό με το εξαιρετικά απίθανο, ωστόσο προσιτό σε μια αλήθεια ιδιάζουσα, που μόνο μέσα στη λογοτεχνία βρίσκει τον τόπο της. Ένας συγγραφέας που διαβάζει τις ιστορίες του ενώπιον ενός κοινού, ενώ μια άλλη ιστορία εγκιβωτίζεται στην αρχική, ένα μπαλκόνι που μεταλλασσόμενο σε πρόσωπο καταρρέει (καλύτερα μάλλον αυτοκτονεί) από ζήλια, η περιπέτεια της δημιουργίας στο διήγημα «Οι δύο ιστορίες», για να αναφερθούν μόνο κάποια από τα εκλεκτά κείμενα του Ερνάντες. Το καθένα και μια έκπληξη. Η θεματολογία του Ερνάντες προκλητική, ο τρόπος που παρουσιάζει τα θέματά του πρωτότυπος, αποκλειστικά προσωπικός. Ένας συγγραφέας του φανταστικού ή μια οπτική γωνία διαφορετική για να δούμε την πραγματικότητα;

 

[Ο Φελισμπέρτο Ερνάντες γεννήθηκε το 1902 στο Μοντεβιδέο και πέθανε το 1964. Μουσικός, πιανίστας και συνθέτης, ξεκίνησε μάλιστα παίζοντας πιάνο στις κινηματογραφικές αίθουσες του Μοντεβιδέο για να συνοδεύει μουσικά τις ταινίες του βωβού κινηματογράφου. Το πρώτο του βιβλίο είδε το φως το 1925, ενώ το 1942 ο Ερνάντες έκανε μεγάλη στροφή στη γραφή του με δύο εκτεταμένα αυτοβιογραφικά αφηγήματα. Η περίοδος όμως που τον ανέδειξε σ’ έναν από τους σημαντικότερους συγγραφείς του «φανταστικού διηγήματος» της Λατινικής Αμερικής ξεκίνησε το 1947 με τη συλλογή Nadie encendia las lamparas και τελείωσε το 1960 με τη συλλογή La casa inundada, της οποίας το ομώνυμο διήγημα συμπεριλήφθηκε σε ανθολογία με τα καλύτερα διηγήματα του κόσμου. Ο Ερνάντες πέθανε το 1964 από λευχαιμία. Το έργο του έχει μεταφραστεί στα ιταλικά, στα γαλλικά και στα αγγλικά.]

 

Διώνη Δημητριάδου

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου