Πέμπτη 8 Απριλίου 2021

Για την ποιητική σύνθεση «Παλίμψηστη του Λύκου μου μορφή» της Διώνης Δημητριάδου εκδόσεις ΑΩ, 2021 Γράφει η Ανθούλα Δανιήλ η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal

 

 

Για την ποιητική σύνθεση

«Παλίμψηστη του Λύκου μου μορφή»

της Διώνης Δημητριάδου

εκδόσεις ΑΩ, 2021

Γράφει η Ανθούλα Δανιήλ

η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal

«Με το εγώ απέναντι στον εαυτό του» | Fractal (fractalart.gr)

 

 


 Με το εγώ απέναντι στον εαυτό του

 

Η Διώνη Δημητριάδου είναι μία πολυτάλαντη παρουσία στον χώρο των Γραμμάτων, ποιήτρια πρώτα από όλα. Παρακολουθώντας κανείς τα έργα και τις ημέρες της ανακαλύπτει ότι η ποιητική της ματιά βρίσκεται πίσω ακόμα και από τα πιο αυστηρώς επιστημονικά της γραπτά. Δεν χρειάζεται πάντα ένας δεκαπεντασύλλαβος, που έτσι κι αλλιώς είναι καταγεγραμμένος στο DNA του κάθε Έλληνα και Ελληνίδας, για να αποδείξει την ποιητικότητα, αλλά είναι αρκετή η ιδέα που σαν φωτάκι ακοίμητο φωτίζει τα κριτικά της κείμενα και αναδεικνύει τις δικές της ποιητικές συνθέσεις.

Απόδειξη των παραπάνω απόψεων αποτελεί η ποιητική της συλλογή με τον τίτλο Παλίμψηστη του Λύκου μου μορφή που εκδόθηκε πρόσφατα από τις εκδ. ΑΩ, σαν να οριοθετεί και τη σκέψη της. ‘Όλη η αλφαβήτα της διανόησης της σκέψης και της συγκίνησης βρίσκεται εδώ, σ’ αυτήν τη συλλογή.

Η Παλίμψηστη του Λύκου μου μορφή, έχει στο εξώφυλλο εικαστικό ανάλογο το «Κεφάλι ενός κοριτσιού» του Λεονάρντο ντα Βίντσι, έργο του 1483, φιγούρα που λίγο απέχει από την τέλεια και διάσημη  Τζοκόντα του ή που και αυτή πρόπλασμα εκείνης είναι. H «έννοια του παλίμψηστου», δηλαδή, από το εξώφυλλο αρχίζει και μας θυμίζει με τον τρόπο της την «παλίμψηστη λιβιδώ» του Γιώργου Σεφέρη «Στα περίχωρα της Κερύνειας» (;).  Ο «Λύκος» της αυτή την ιδέα μου δίνει. Λύκος και δαιμόνιο, σαν αυτό του Σωκράτη, φωτάκι (lux- lucis) που κρύβεται πίσω από την πολυσημία της σημαίνουσας λέξης, εσωτερική μοναξιά και δύναμη. Η «Παλίμψηστη»   μορφή της επιφάνειας διακλαδίζεται «γραμμένη», επιζωγραφισμένη σε άλλα πολλά, κρυμμένα βαθιά. Η παλίμψηστη μορφή του Λύκου μου (μετακινώ ελαφρώς τις λέξεις του τίτλου) συνιστά ένα πολυπρόσωπο φωτεινό αναζητητικό πρόσωπο, πίσω από το προφανές. Σε κάθε ποίημα και ένας Λύκος που αλλάζει και μεταμορφώνεται  σαν τον Πρωτέα και την τρώει από μέσα. Κι όσο ο Λύκος τρώει τόσο ένα πρόβλημα εμφανίζεται.

 

 Σούρουπο ήταν σαν μπήκε ο Λύκος στην πόλη.

Λίγο φοβισμένος σιγοπατούσε κι όλο κοίταζε

γύρω του. Ανθρώπων καταλύματα είναι αυτά,

σκεφτόταν. Τα γκρίζα μάτια του δεν είχαν ξανα-

δει τίποτα τόσο άγριο.

Εδώ λοιπόν είναι ο τόπος

είπε σχεδόν ψιθυριστά

να μην ακούσει ούτε ο ίδιος τη φωνή του.

 

 Ο χώρος προσδιορίστηκε. Είναι το άγριο εσωτερικό τοπίο. Η φωνή του Λύκου σιγανή, ψιθυριστή, σαν ενδόμυχη, μικρή, ανάκουστη κραυγή και σαν σφυγμός στη φλέβα.

Έτσι σ’ αυτό το μοναχικό, απάνθρωπο εσωτερικό τοπίο παίζεται το δράμα, σαν σε θεατρική σκηνή που μας ανοίγει τις κουρτίνες και βλέπουμε μέσα, τα αιμάσσοντα εντόσθια. Συλλογή με εσωτερική αρχιτεκτονική.

Στο δεύτερο ποίημα κάνει την εμφάνισή του το «Εγώ»,  που δεν αντέχει την αγέλη αλλά ούτε και τη μοναξιά. Με αυτήν την ιδιάζουσα διάθεση η ποιήτρια θα εξερευνήσει τον άγνωστο μέσα της κόσμο μέσα από ένα «παρενδυτικό» φύλοˑ ποιήτρια, εγώ ο Λύκος.

Θα αναζητήσει στον ποιητή, βοήθεια και προστασία, «κάτι απ’ τη μικρή του στέγη», θα ξαγρυπνήσει σαν την  Σαπφώ αλλά αυτός τυφλός δεν βλέπει.

Θα επιθυμήσει διακαώς να μάθει γιατί «το μαύρο φίδι κατατρώει τις σάρκες μου», μας λέει, μια Αριάδνη ψάχνει να βρει το δρόμο μόνη της, έχει μπει στη selva obsura, χωρίς οδηγό και χωρίς συντροφιά σε μια κατασπαρακτική κατάσταση. Στο τρίτο πέρασμα γυρεύει τον αθέατο Θεό, δεν ξεφεύγει από τη διακριτική ματιά της η ασπλαχνία των ανθρώπων. Το «Καθ’ ομοίωσιν» ισχύει από την ανάποδη και ο Θεός, είναι φτιαγμένος, όπως οι ανελεήμονες άνθρωποι τον θέλουν.

Η έρημη χώρα μέσα της είναι ο κόσμος όλος, οι αδικίες του, τα ορφανά «που έχασαν τον ορίζοντα /στου κόσμου την καμπύλη» και είναι η ώρα να στρίψουν «σε μια κώχη» όπως έλεγε ο Γιώργος Σεφέρης. Η ποιήτρια σκύβει καλά μέσα της να δει και ν’ ακούσει τον παλίμψηστο Λύκο της, στις άπειρες παραλλαγές του, που εκπέμπουν ΣΟΣ, με τη μορφή κραυγής της γης, των βουνών και των θαμμένων ποταμών.  Όλα ζητούν να ακουστούν, όλα.

 Η Διώνη Δημητριάδου έχει έναν Λύκο, φως που στέλνει αχτίδες με φωνές αποταμιευμένες μέσα της, ένα πλούσιο διακείμενο, το οποίο, κάθε που βρίσκει αφορμή, συνθέτει στίχο, λέξη, αίσθηση, εικόνα: «Πώς βρέθηκα σε τούτο το αλωνάκι», πώς «τρέμει η ψυχή» (και ξαστοχά) και όλα αυτά τη νύχτα,  όταν κοιμάται και ο νους της ξαγρυπνά, γιατί «οι ευθύνες αρχίζουν από τα όνειρα». Τη μέρα μπαίνουν πάλι  στην ντουλάπα κι ησυχάζουν. Τη νύχτα οργιάζουν και πολλαπλασιάζονται σαν της Λερναίας Ύδρας τα κεφάλια, εφόσον ενός κακού μύρια έπονται και πάλι εμφανίζονται και κατατρώγουν την ψυχή και το μυαλό, «ποιος θα μιλήσει για όλα αυτά» («και ποιος γι’ αυτά θα κλάψει/ποιος θα μιλήσει στο Θεό / και ποιος θα του τα γράψει»;) ήταν ερώτημα τραγουδιστικά διατυπωμένο και η απάντηση πάντα μία: Ο ποιητής/ η ποιήτρια είναι αυτός/αυτή που βλέπει καλύτερα τον κόσμο, δίνοντας παράλληλα και την απάντηση στο ερώτημα του Χέλντερλιν «και οι ποιητές τι χρειάζονται σ’ έναν μικρόψυχο καιρό», όπως μετέφρασε ο Σεφέρης. Μα ακριβώς γι’ αυτό χρειάζεται ο ποιητής. Δεν μπορεί να αλλάξει τον κόσμο, μπορεί όμως να στείλει το μήνυμά του.

 

Ο Λύκος/ με μιαν αόριστη / (μπορεί και αμήχανη)/ κρυφή επιθυμία/ με αντικρύζει/ στον καθρέφρτη/. κι εγώ:/ «δεν σου αρκεί / που κατασπάραξες/ όλο το μέσα μου/ φλέβες αποστραγγισμένες / θες τώρα και το πρόσωπο;»

 

 Με αυτό το ποίημα κλείνει η συλλογή. Με το εγώ απέναντι στον εαυτό του. Με το πρόσωπο στη βιτρίνα και τον Λύκο απέναντι της και πίσω του όλους εκείνους που κατατρώγουν το μέσα της.

«Τρως τρως Μινώταυρε … Έχεις εγκατασταθεί μονίμως μέσα μου», λέει η Μαρία Νεφέλη για λογαριασμό του Οδυσσέα Ελύτη.

Δεν είναι ποιητική συλλογή αυτή που μας παραδίδει η Διώνη Δημητριάδου. Είναι η κραυγή της γης και του ανθρώπου που υποφέρει. Είναι η ίδια  ένας Λύκος, μόνη σ’ έναν κόσμο λύκων, όπου ο καθένας προσπαθεί να περισώσει κάτι από αυτό που τελικά θα χάσει. Το φιλόξενο για την ψυχή του σαρκίο.

Αφανής αρμονία φανερής κρείτων, έλεγαν οι πρόγονοί μας. Η φανερή είναι η μοντέρνα μορφή της συλλογής και η αφανής είναι η χωνεμένη μέσα της παράδοση, ο ελληνικός ρυθμός, η μουσικότητα του στίχου, το πλούσιο ποιητικό διακείμενο.

Η Διώνη Δημητριάδου μας άνοιξε τον ποιητικό της σάκκο, τα φύλλα της καρδιάς, καλύτερα, με όλους τους Λύκους της, τους δαίμονές της, αλλά και το φως της, αποφασισμένη να πολεμά το Δεν και το Αδύνατο του κόσμου τούτου, μέχρι τελευταίας ρανίδας αίματος και ίνας κυτταρικής.

 

 

 


Ανθούλα Δανιήλ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου