Η Χρύσα Φάντη διαβάζει την
"Παλίμψηστη του Λύκου μου Μορφή"
της Διώνης Δημητριάδου
(ΑΩ εκδόσεις 2021)
και γράφει στο diastixo.gr
Διώνη Δημητριάδου: «Παλίμψηστη του Λύκου μου μορφή» (diastixo.gr)
Στην πιο πρόσφατη ποιητική σύνθεση της Διώνης Δημητριάδου, η παλίμψηστη μορφή ενός Λύκου φιλοδοξεί να αποτυπώσει τη θρυμματισμένη όψη του κόσμου. Η εικόνα του τέρατος ως θύτη και θύματος δεν απασχολεί πρώτη φορά τη δημιουργό. Στην προηγούμενη ποιητική συλλογή της, Ο ευτυχισμένος Σίσυφος (εκδ. ΑΩ, 2019), στο πεζό με τον τίτλο Το παραμύθι στη σπηλιά, οι δράκοι της βρίσκονταν πέρα από το καλό και το κακό, θύμιζαν τον Μινώταυρο στο Περί φυσικής της μελαγχολίας του Γκεόργκι Γκοσποντίνοφ (Georgi Gospodinov), παιδί που βίωσε τον τρόμο και την απόρριψη, δυστυχισμένο δημιούργημα ενός απορριπτικού πατέρα και μιας μάνας που αμέσως μετά τη γέννα έσπευσε να το αποκηρύξει και να το εγκαταλείψει.
Αν με κοιτάς και βλέπεις ένα λύκο, τότε δεν βλέπεις εμένα, δεν βλέπεις τίποτα, είπε ο Λύκος. Στην παρούσα σύνθεση, το θηρίο δεν τρέφεται από τα φοβισμένα μάτια των ανθρώπων, ο Λύκος αν και στέκεται ξέχωρα από τους άλλους δεν παύει να αποτελεί μέρος τους, εκφράζει τις αλήθειες τους, τους εκπροσωπεί, συμπάσχει μαζί τους, μιλά τη γλώσσα τους αλλά οι σκέψεις και οι αντιδράσεις του διαφέρουν. Δεν ζει σε σπήλαια και δεν τρέφεται από τα φοβισμένα μάτια των ανθρώπων, είναι κι αυτός ένας τρομαγμένος άνθρωπος που τα χάνει μπροστά στην ανθρώπινη εξαχρείωση, που αδυνατεί να ενσωματωθεί σε μια κοινωνία που βουλιάζει στο ψέμα. Καταραμένος από τη φύτρα του, άλλοτε δανείζεται το πρόσωπο ενός σοφού κι άλλοτε ενός ημιάγριου που έχει μάθει να ανταποκρίνεται μόνο στις φωνές των ζώων της ζούγκλας. Χτυπημένος από τον νόστο εισέρχεται στον λαβύρινθο των σύγχρονων πόλεων, για να διαπιστώσει εμβρόντητος ότι οι γύρω του (όπως και ο καθ’ ομοίωσιν θεός τους) είναι πιο τρομεροί από τη δική του ανήμερη φύση.
Πώς βρέθηκα σε τούτο το αλωνάκι, με τέσσερις πλευρές χτισμένους
τοίχους; αναρωτιέται αλλά δεν παίρνει απάντηση. Αποκλεισμένος από τους
ομοίους του τη μέρα κλειδώνει τα θηρία στην ντουλάπα αλλά τη νύχτα αυτά
δραπετεύουν και ξεχύνονται στα όνειρα, γίνονται εφιάλτες, πικρά σημάδια ενός
σταυρού χωρίς σχήμα, αλλά και ζεστές φωλιές, τρυφερά φυλλώματα που σαν χέρια
πρόθυμα έρχονται να επουλώσουν τραύματα και να γιατρέψουνε παλιές και
καινούριες πληγές.
Εγώ κι ο Λύκος ένα πρόσωπο εκ γενετής, μια μοναξιά ασυντρόφευτη. Ο Λύκος στην ποίηση της Δημητριάδου δεν βρίσκεται στις ερημιές, είμαστε εμείς και όλοι οι έτεροι εμείς που κουβαλάμε, Δαίμονες και Αρχάγγελοι, Διγενήδες και Ζαρατούστρες, ψυχές της ανθρώπινης ζούγκλας και άγριοι Μόρφηδες του παραμυθιού, γεννήματα ενός θηρίου που μας κατανοεί, μοιράζεται τους καημούς μας αλλά δεν συνταυτίζεται.
Καταλήγοντας, θα λέγαμε ότι με το
πιο πρόσφατο πόνημά της –δέκατο στον αριθμό–, η Δημητριάδου αναδεικνύει την
πείρα και το ταλέντο της, σφραγίζοντάς το με έναν στίχο έντιμου και σεμνού
επαναπροσδιορισμού, δείγμα υψηλής ενσυναίσθησης: Αυτά μονάχα στις Γραφές/ εδώ ετούτη όσο αντέχει. Έναν στίχο που
πλαγίως φαίνεται να δίνει νέα διάσταση στην αυτοαναφορική και καταληκτική ρήση
του Ευτυχισμένου Σίσυφου: «των άλλων τα γραφτά/ πάντα εκεί/ πάντα αξημέρωτα/ να
μπαίνουν και να βγαίνουν/ στ’ ανείπωτα δικά μου...»
Χρύσα Φάντη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου