Βασίλης
Γκουρογιάννης
Τα
κιάλια του Βασίλι Τσουικόφ
Εκδόσεις Μεταίχμιο
η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr
Βασίλης Γκουρογιάννης: «Τα κιάλια του Βασίλι Τσουικόφ»
Η
προσέγγιση μιας τραυματικής ιστορικής περιόδου, με τα τραύματά της ακόμη
ανοιχτά, γίνεται με διάφορους τρόπους γραφής – όπως αντέχει ο καθένας που
καταγίνεται με ένα τόσο δύσκολο εγχείρημα. Ο Βασίλης Γκουρογιάννης ανοίγει με
προσοχή ένα κομμάτι της συλλογικής μας μνήμης, το προσαρμόζει στις απαιτήσεις ενός
μυθιστορήματος, και στην ουσία γράφει μια ιστορία εν μέρει επινοημένη εν μέρει
αληθινή.
Ένα
ξεχασμένο βιβλίο, ένας διδακτορικός φοιτητής που αναζητώντας το θα βρεθεί
αντιμέτωπος με τη ζώσα ιστορία του τόπου στο πρόσωπο ενός ηλικιωμένου
«συντρόφου», που ακόμη παλεύει με τους δικούς του δαίμονες συχνά ταυτιζόμενους με αυτούς της συλλογικής μνήμης. Αυτό είναι το «υλικό» που
επάνω του στήνεται η πολυεπίπεδη πλοκή, με τον πανταχού παρόντα, όσο και απόντα,
συγγραφέα να πλησιάζει τη μορφή του νεαρού φοιτητή αλλά και του «σοφού» γέροντα,
να ενδύεται τις λογοτεχνικές του περσόνες όσο, όμως, και να τις παρατηρεί από τη ικανή απόσταση,
προκειμένου να τις αποδώσει με αληθοφάνεια. Η αλήθεια, ωστόσο, στην ιστορία
αυτή βγαίνει αναγκαστικά από τα πραγματικά γεγονότα που την πλαισιώνουν, πότε
ως αναγκαίο φόντο, πότε ως σύνδεση του
παρόντος με το παρελθόν. Από την Κατοχή και τον Εμφύλιο, μέχρι τη σύγχρονη
πολιτική πραγματικότητα, ο Γκουρογιάννης μοιάζει να κρατάει μια λεπίδα που σκίζοντας
την επιφάνεια αποκαλύπτει όχι μόνον το βάθος του τραύματος αλλά και τις
ποικίλες απόπειρες να μείνει αυτό μουσειακά μόνον εκτεθειμένο, τραγικά ανίατο
και σκόπιμα αλλοιωμένο.
Γύρω από τα λογοτεχνικά επινοημένα πρόσωπα –αν είναι εντελώς επινοημένα– της ιστορίας αυτής καθεαυτήν, προβάλλουν οι πρωταγωνιστές της ευρύτερης ιστορίας του τόπου, άλλοι με τα αληθινά τους ονόματα και άλλοι με ψευδώνυμα, ωστόσο αποκαλυπτικά της ταυτότητάς τους, η συμμετοχή τους στην ιστορία του καιρού τους, οι συμβιβασμοί στους οποίους προσέφυγαν αρκετοί από αυτούς, αφήνοντας γυμνό το τοπίο από ανθρώπους πιστούς στην ιδεολογία τους. Ο Γκουρογιάννης δεν χαρίζεται σε κανέναν, ρισκάροντας έτσι, αν και με τον αθωωτικό λογοτεχνικό μανδύα, την αποδοχή ή την απόρριψη αναλόγως· οι δύο αυτές εκδοχές της ανάγνωσης ας δεχθούμε πως έχουν, η κάθε μία το δικό της κόστος.
Θα
πήγαινε στο μνήμα της Γελαστής, θα έστηνε εμπαθή μονόλογο μαζί της. «Α, κι
εσένα σε ξέρω, μεγάλη κυρία, που όλο γελάς. Μεγάλωσες με σταφιδόψωμα, βούτυρο
και μαρμελάδες, ούτε στην Κατοχή δεν σου έλειψαν, και έγινες ξαφνικά
σοσιαλίστρια για την τρέλα σου… »
(σ. 206).
Διαβάζοντας
το βιβλίο, μου ερχόταν συχνά στον νου το
εμβληματικό Κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου. Όπως εκείνο μεταφερόταν κενό από
περιεχόμενο, κι όμως, γεμάτο από αλήθειες πικρές, έτσι τα κιάλια του Βασίλι
Τσουικόφ, έστω και σπασμένα, έστω και ψευδώνυμα, είχαν τη δύναμη να «βλέπουν» την
αλήθεια των πραγμάτων, είχαν την ισχύ ενός μεγεθυντικού φακού που επιλεκτικά
εστίαζε στην ουσία, αφήνοντας στην άκρη όλα τα ψευδεπίγραφα, γεγονότα και
πρόσωπα. Και μπορεί ο ήρωας του Γκουρογιάννη που κάποτε τα φορούσε για κομματικές
παρακολουθήσεις (με στόχο ακόμα και τη συντρόφισσά του) να τα χρησιμοποιεί τώρα
για να διεισδύει στον ιδιωτικό του μικρόκοσμο, είναι το αόρατο νήμα που συνδέει
την προσωπική του εμμονή και το δικό του δράμα με την ευρύτερη εικόνα. Και
είναι, ως συγγραφική επινόηση εξαιρετική, αυτό ακριβώς το Κιβώτιο του
Αλεξάνδρου που ο ήρωας εδώ το έχει μισοδιαβασμένο και κρυμμένο σε ένα δικό του
κιβώτιο. Γιατί, καμιά φορά, τα βιβλία είναι πιο επικίνδυνα από τις σφαίρες, πιο
ευθύβολα βρίσκουν τον στόχο τους.
Έχει
επίσης κάποια ενοχλητικά βιβλία σκορπισμένα όπου τύχει, μεταξύ αυτών και το
Κιβώτιο· χρόνια τώρα το έχει μισοδιαβασμένο, το πηγαίνει πολύ αργά,
επιφυλακτικά σαν ευαίσθητο πυρομαχικό. Το περιεργάζεται επιφυλακτικά όπως ο πυροτεχνουργός και μετά, για ασφάλεια, το
κρύβει μέσα σε ένα μεταλλικό κιβώτιο.
(σ. 148).
Το
βιβλίο του Γκουρογιάννη, θα έλεγε κάποιος επιφανειακά εκτιμώντας το, είναι ένα
από τα πολλά που γράφτηκαν και θα γραφτούν ακόμα για τα δύσκολα χρόνια της
Κατοχής και του Εμφυλίου. Κι όμως, είναι από τις πιο βαθιές αναλύσεις (ελέω
λογοτεχνίας, φυσικά) για τον τρόπο διαχείρισης της ήττας, καθώς εισχωρεί στον
εσωτερικό κόσμο του παλαιού αγωνιστή, με τις αλήθειες και τις ψευδαισθήσεις του
πολύ ακριβά πληρωμένες, αλλά και προχωράει τη γραφή στη δύσκολη συνέχεια,
εξετάζοντας τι απέγιναν οι ιδεολογίες,
πώς συνεχίζονται στη νεότερη γενιά, πώς συχνά καταλήγουν κενά ιδεολογήματα και
ιδεοληψίες. Αν σκεφτούμε το τεράστιο κενό που χωρίζει αυτές τις λέξεις με την κοινή ρίζα και τους διαφορετικούς
καρπούς, νιώθουμε, νομίζω, την πικρή γεύση της ήττας σαν μια ζωντανή συνθήκη με
την οποία πρέπει να αναμετρηθούμε όλες οι γενιές από τότε μέχρι σήμερα, με
όποιον τρόπο μπορεί ο καθένας και με όση αντοχή έχει. Όποιος διαβάσει το
παρακάτω απόσπασμα κατανοεί μέρος του δράματος:
Του
ζητούν συνεχώς για ηρώα, ηρώον εδώ, μνημείο εκεί, μνημείο παραπέρα. Και δεν
τους δίνει. «Σταθείτε, ρε σύντροφοι, γιατί τόσα μνημεία! Μήπως νικήσαμε και δεν
το κατάλαβα;» Άκου όμως τι του απαντούν οι νεότεροι άκαπνοι. «Εμείς, σύντροφε, από
εσάς πληροφορηθήκαμε ότι νικήσαμε. Αν εσείς ηττηθήκατε, αυτό αφορά εσάς, διαχειριστείτε
όπως νομίζετε την ήττα σας».
(σ. 125).
Κλείνοντας,
μου μένει μια φράση: οδηγοί βυτιοφόρων δακρύων και αιμάτων είμαστε. Πράγματι, ας δούμε αυτή τη γραφή σαν συνέχεια,
σαν αναπόσπαστο κρίκο μιας μακριάς αλυσίδας, που δεν μπορεί να μιλήσει αλλιώς,
παρά για τα δάκρυα και τα αίματα που βρίσκει στον δρόμο της. Κι αν καταφέρνει
να βάλει στη ζυγαριά τα ιερά και τα όσια και να τα βρει λιποβαρή, κι αν έχει τη
δύναμη να ματώνει κατάσαρκα (γιατί έτσι μόνο γράφονται οι αλήθειες), τότε ας
πούμε πως υπάρχει ελπίδα στο συχνά αδιέξοδο σημερινό λογοτεχνικό τοπίο.
Διώνη
Δημητριάδου


Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου