Σάββατο 11 Μαΐου 2019

Η έρημος των Ταρτάρων Ντίνο Μπουτζάτι μετάφραση – επίμετρο: Μαρία Οικονομίδου εκδόσεις Μεταίχμιο η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr https://diastixo.gr/kritikes/xenipezografia/12135-erhmos-tartaron


Η έρημος των Ταρτάρων

Ντίνο Μπουτζάτι

μετάφραση – επίμετρο: Μαρία Οικονομίδου

εκδόσεις Μεταίχμιο
η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr
https://diastixo.gr/kritikes/xenipezografia/12135-erhmos-tartaron





ο εσωτερικός εχθρός
Του φαινόταν έτσι πως γύρω του μεγάλωνε ένας σκοτεινός ιστός που προσπαθούσε να τον εγκλωβίσει.
Διαβάζοντας το αριστουργηματικό βιβλίο του Ντίνο Μπουτζάτι (στη νέα του μετάφραση από τη Μαρία Οικονομίδου στις εκδόσεις Μεταίχμιο) σκέφτομαι πόσα διαμάντια μιας λογοτεχνίας που θα έπρεπε να θεωρείται κλασική είναι σχεδόν άγνωστα στην Ελλάδα ή, έστω, γνωστά μόνο στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ, δηλαδή στους λάτρεις και εραστές του εκλεκτού. Η πρώτη έκδοση του βιβλίου πριν από χρόνια σε μετάφραση του Ανταίου Χρυσοστομίδη (Αστάρτη, 1991) μας είχε συστήσει ένα σπουδαίο μυθιστόρημα, που όμως δεν είχε την απήχηση που θα έπρεπε. Τώρα, η δεύτερη αυτή έκδοση ευχόμαστε να έχει την ανταπόκριση που αρμόζει στο συγκλονιστικό αυτό μυθιστόρημα.
Η πλοκή της ιστορίας φτιάχνεται γύρω από ένα πρόσωπο και έναν τόπο. Και ξεκινώ από τον τόπο, όχι μόνο γιατί ο χώρος, μέσα στον οποίο χτίζεται μια ιστορία είναι σημαντικός προκειμένου να μη μείνουν μετέωροι οι ήρωες αλλά και να αποδοθούν τα χαρακτηριστικά τους με τη δέουσα για τη λογοτεχνία αληθοφάνεια. Ο συγκεκριμένος τόπος, η έρημος που ανοίγεται όσο φτάνει το μάτι απέραντη και απειλητική, είναι στην ουσία ο δεύτερος «ήρωας» της ιστορίας, απολύτως συνδεδεμένη με τον νεαρό υπολοχαγό Τζοβάνι Ντρόγκο, που θα φθάσει στο οχυρό (ακριβώς στην αρχή της ερήμου) πιστεύοντας πως η παραμονή του εκεί θα είναι σύντομη, θα παραμείνει όμως για τριάντα χρόνια. Είναι ενδιαφέρουσες οι ιστορίες του ενός προσώπου, που δεν αναπτύσσονται με τον αφηγηματικό τρόπο του μονολόγου αλλά επιλέγουν την τριτοπρόσωπη αφήγηση (που συνήθως επιτρέπει τη συμμετοχή των υπολοίπων προσώπων ως συμπληρωματικών χαρακτήρων γύρω από έναν κεντρικό ήρωα), μια τεχνική που εστιάζει στη μοναχικότητα (άρα και τραγικότητα) του ενός, υπογραμμισμένη αριστοτεχνικά εδώ με την ερημιά και την αοριστία του τοπίου.
Στο ενδιαφέρον Επίμετρο του βιβλίου η μεταφράστρια Μαρία Οικονομίδου αναφέρει:
Οι κριτικές που εξόργιζαν περισσότερο τον Μπουτζάτι ήταν αυτές που τον θεωρούσαν μιμητή του Κάφκα. Σε μια επιφυλλίδα του της 31ης Μαρτίου 1965 παρατηρούσε: «Από τότε που άρχισα να γράφω, ο Κάφκα ήταν ο σταυρός μου. Δεν υπήρξε διήγημα, μυθιστόρημα, κωμωδία μου όπου να μην αναγνωρίσει κάποιος ομοιότητες, αποκλίσεις, μιμήσεις ή ακόμα και ξεδιάντροπες λογοκλοπές σε βάρος του  Βοημού συγγραφέα. Μερικοί κριτικοί κατήγγελναν ένοχες αναλογίες ακόμα και όταν έστελνα ένα τηλεγράφημα ή συμπλήρωνα τη φορολογική μου δήλωση».
Αναρωτιέμαι ποια είναι αυτά τα στοιχεία της γραφής του Μπουτζάτι που μπορούν ίσως να δημιουργήσουν σύνδεση με το έργο του Κάφκα. Το τοπίο, με τον παράξενο χαρακτήρα του (μοιάζει να έχει αποκοπεί από τον υπόλοιπο κόσμο) φέρνει αναπόφευκτα στον νου τα ανάλογα καφκικά. Ωστόσο, θα συνιστούσε μια ευκολία της ανάγνωσης να προχωρήσει κανείς σε περαιτέρω συσχετισμούς. Το τοπίο του Μπουτζάτι είναι παράδοξα σχεδιασμένο, όμως δεν είναι εφιαλτικό, κάτι που αποτελεί την απαραίτητη συνθήκη στα έργα του Κάφκα. Ο ήρωας, από την άλλη, μπορεί να νιώθει εγκλωβισμένος σαν ήρωας του Κάφκα σε έναν ιστό που ολοένα πλέκεται γύρω του, έχει όμως τις επιλογές δικές του αν θελήσει να απελευθερωθεί. Δεν είναι οι εξωτερικές συνθήκες, οι αλλότριοι παράγοντες που τον ακινητοποιούν επί τριάντα χρόνια στο οχυρό στη μέση του πουθενά. Ο ίδιος του ο εαυτός χτίζει γύρω τα τείχη του εγκλωβισμού του και δεν του επιτρέπει να δει τη συνέχει της ζωής του έξω από τα στενά όρια της αχανούς ερήμου – το οξύμωρο της έκφρασης θαρρώ περιγράφει ακριβώς την αίσθηση που δημιουργεί ο χώρος και επηρεάζει τον ψυχισμό του ήρωα. Όσο κι αν μία ερμηνεία (από τις πολλές) του καφκικού κόσμου προβλέπει την προσωπική ευθύνη του ατόμου που εγκλωβίζεται και ακινητοποιείται, νομίζω πως είναι παρακινδυνευμένος ο συσχετισμός των δύο συγγραφέων επί της ουσίας – όσο κι αν τα εξωτερικά στοιχεία μας οδηγούν παραπλανητικά σε κάτι τέτοιο.
Ο τίτλος ας θεωρηθεί ευφυής όσο και υπαινικτικά εύστοχος. Ο αρχικός τίτλος Οχυρό απορρίφθηκε από τον Ιταλό εκδότη από τον φόβο να μην επιχειρηθεί συσχετισμός με τον επερχόμενο πόλεμο – βρισκόμαστε στα 1939. Έτσι ο Μπουτζάτι επέλεξε τον τίτλο Η έρημος των Ταρτάρων οδηγώντας συνειρμικά τη σκέψη από τους Τάταρους (το ορθότερο)  στους Τάρταρους, υπαινιγμός μέσω της ελληνικής λέξης τάρταρα στο χάος και την καταστροφή, που τα βάρβαρα φύλα της Χρυσής Ορδής επέφεραν στην Ευρώπη τον 13ο αιώνα, αλλά και στον τρόμο μπροστά στον νέο επαπειλούμενο πόλεμο που δείχνει ήδη τη μορφή του. Το μυθιστόρημα εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1940, χρονιά κατά την οποία η Ιταλία μπήκε στον πόλεμο.
Όμως αυτοί οι Τάρταροι δεν υπάρχουν πουθενά. Διατρέχουν ως απειλή, ως ενδεχόμενη εμφάνιση, όλο το βιβλίο, έχουν εγκατασταθεί ως υπαρκτή συνθήκη στη συνείδηση των υπερασπιστών της εσχατιάς του κράτους, ταγμένων να φυλάττουν ανύπαρκτες Θερμοπύλες. Υπάρχει επομένως διαφυγή; Ο Ντρόγκι θα φτάσει στο σημείο να αποφασίσει τη φυγή του από το οχυρό, οριακό σημείο συνειδητοποίησης της πλάνης στην οποία έχει περιπέσει:
Οπότε αντίο, Οχυρό, θα ήταν επικίνδυνο να μείνεις κι άλλο, το απλοϊκό σου αίνιγμα αποκαλύφθηκε, η πεδιάδα του βορρά θα συνεχίσει να είναι έρημη, ποτέ δεν θα έρθουν οι εχθροί, ποτέ κανείς δεν θα έρθει να επιτεθεί στα μίζερα τείχη σου. […] Αντίο λοιπόν, Οχυρό, με τα παράλογα φυλάκιά σου, τους υπομονετικούς στρατιώτες σου, τον κύριο συνταγματάρχη σου που κάθε πρωί, χωρίς να τον βλέπου, ατενίζει με τα κιάλια την έρημο του βορρά, αλλά είναι μάταιο, ποτέ δεν υπάρχει τίποτα.
Ωστόσο, ο Ντρόγκο δεν θα φύγει. Ατενίζοντας την απέραντη έκταση μπροστά από τα τείχη διακρίνει κάποτε μακρινά, αδιόρατα σχεδόν, σημάδια που θα μπορούσαν να είναι οι επελαύνοντες Τάρταροι ή και κάτι καθόλου απειλητικό, όπως ένα μοναχικό και παράξενο άλογο ή μια οφθαλμαπάτη. Δεν έχει σημασία όμως τι από αυτά είναι στην πραγματικότητα, από τη στιγμή που τα σημάδια προσδίδουν στον ήρωα την επαρκή δικαιολογία για την παραμονή στο οχυρό, για την πίστη σε έναν ρόλο που καλείται να διαδραματίσει. Πρόκειται για μια ιδεατή εικόνα του κόσμου, τόσο απομακρυσμένη από τον προσλαμβανόμενο με τις αισθήσεις ως πραγματικό, τόσο οραματική αλλά και τόσο δυνατή στη ενέργεια με την  οποία εμπλουτίζει τον μικρόκοσμο του ήρωα.

Κάτω από αυτή την οπτική η ιστορία του Μπουτζάτι καθίσταται απολύτως αλληγορική. Ο «εχθρός» –κατασκευασμένος πάντα από μια κυρίαρχη ιδεολογία που τον θεωρεί απαραίτητο για την υπόστασή της και τη μακροημέρευσή της στην εξουσία– είναι ταυτόχρονα μια εσωτερική συνθήκη απειλής για όποιον τον έχει ανάγκη ως προσωπικό όριο των κινήσεών του, ως φράγμα προστασίας του από την αληθινή ζωή και ως μια δικαιολογία/άλλοθι για την ατολμία του.
Ένα πολύ δυνατό έργο ως προς το θέμα του, ως προς τον τρόπο που επιτυγχάνει την καταγραφή του χρόνου, αργά εξελισσόμενου περισσότερο σαν μια βίωση εσωτερική στη συνείδηση του ήρωα, χωρίς όμως να δημιουργεί την παραμικρή απόσπαση της προσοχής του αναγνώστη, που έτσι εισέρχεται στον ψυχικό κόσμο του ήρωα απρόσκοπτα. Ένα έργο σε μια νέα μετάφραση που επανασυστήνει το έργο στο ελληνικό κοινό. Άλλωστε, πίστη του Ανταίου Χρυσοστομίδη, που υπέγραφε την πρώτη μετάφραση, ήταν πως τα κλασικά έργα πρέπει να αναμεταφράζονται ακολουθώντας την ανανεωμένη δυναμική της γλώσσας που επιτάσσει η κάθε εποχή. Και το έργο του Μπουτζάτι είναι ένα κλασικό έργο.

Διώνη Δημητριάδου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου